Πώς ο Χάμιλτον διώχνει με τη Ferrari τα οδηγικά “φαντάσματα” των τριών τελευταίων ετών

Ο Λιούις Χάμιλτον είπε πρόσφατα ότι η Ferrari SF-25 του δίνει την “πιο θετική αίσθηση που είχα εδώ και πολύ καιρό”, και από τις ενδείξεις των δοκιμών στο Μπαχρέιν διαφαίνεται ότι έχει απαλλαχθεί από σημαντικά προβλήματα που αντιμετώπιζε με τις Mercedes των τριών τελευταίων σεζόν της Formula 1.
Ο Βρετανός ήταν ταχύτερος στο τριήμερο των χειμερινών δοκιμών εξέλιξης στο Μπαχρέιν από τον Σαρλ Λεκλέρ, αν αυτό λέει κάτι, όμως ήταν ένας από τους οδηγούς με τους λιγότερους γύρους και δεν φάνηκε να συμπληρώνει μια ολοκληρωμένη προσομοίωση αγώνα.
Παρόλα αυτά, ο σκοπός του ήταν κυρίως να προσαρμοστεί σε ένα διαφορετικής φιλοσοφίας μονοθέσιο μιας πρωτόγνωρης ομάδας, να φέρει το οδηγικό του στιλ στα μέτρα της SF-25 και να αφομοιωθεί όσο το δυνατόν καλύτερα μαζί της, ώστε να θέσει τις βάσεις να αρχίσει να αναπτύσσει την ταχύτητά του.
Όμως, το κρίσιμο ερώτημα για τo φετινό αγωνιστικό πεπρωμένο του Λιούις είναι αν η Ferrari του επιτρέπει καλύτερα, σε σχέση με τις τελευταίες τρεις Mercedes, να λύσει το θέμα της -σχετικής- ασυμβατότητας του οδηγικού του στιλ με τα μονοθέσια της σύγχρονης εποχής του ground effect (στα οποία το μεγαλύτερο ποσοστό άντωσης παράγεται από το δάπεδο, και όχι από το άνω μέρος του αμαξώματος ή τις πτέρυγες).
Η ασυμβατότητα αυτή έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο πιο επιθετικός και υπερστροφικός τρόπος που ο Λιούις εισβάλλει στη στροφή, χρησιμοποιώντας περισσότερο το φρένο για να περιστρέψει τον πίσω άξονα, δεν ταιριάζει με αυτού του είδους τα μονοθέσια, στα οποία οι ροές του αέρα κάτω από το δάπεδο είναι κρίσιμης σημασίας.
Ακριβώς επειδή αυτά τα κανάλια του αέρα εξασθενούν -λόγω μείωσης της ταχύτητας- στα φρένα και στο κέντρο της στροφής, έχουν την τάση να παρουσιάζουν υποστροφικά φαινόμενα (γλιστρήματος του ρύγχους) στην κορυφή της στροφής και έπειτα αστάθεια στο κέντρο της, και η πρόσφυση να μετατοπίζεται από τους πίσω στους εμπρός τροχούς στην έξοδο.
Επιπλέον, τα ελαστικά της Pirelli δεν “αρέσκονται” και τόσο σε οποιουδήποτε είδους γλιστρήματά τους, σαν αυτά που περίτεχνα χρησιμοποιεί ο Λιούις για να τοποθετήσει το αυτοκίνητο στην είσοδο της στροφής στη γεωμετρία που θέλει.
Μαζί με τα γλιστρήματα από την έμφυτη υποστροφική τάση και αστάθεια αυτών των μονοθεσίων, όλα αυτά εκτοξεύουν τις θερμοκρασίες των ελαστικών σε επικίνδυνα επίπεδα. Κι έτσι φτάνουμε στο βασικό πρόβλημα που είχε η Mercedes –και ειδικά ο Λιούις- τα τελευταία χρόνια: την υπερθέρμανση των ελαστικών. Εξ ου και η καλή της απόδοση σε αγώνες που έκανε κρύο, όπως στο Λας Βέγκας.
Ο ίδιος ο επτάκις πρωταθλητής έχει παραδεχθεί πως το έμφυτο οδηγικό του στιλ δεν συνάδει, όχι με την αρτιότητα που απαιτείται στη F1, με τον τρόπο που τα σύγχρονα μονοθέσια του ground effect πρέπει να οδηγούνται. Έτσι, δεν ήταν σε θέση, από το 2022, να προσαρμοστεί σε αυτά καλύτερα από άλλους.
Βεβαίως, στην προβληματική του τελευταία τριετία συνέβαλλε και το γεγονός ότι η Mercedes ήταν εντελώς χαμένη τον πρώτο ενάμιση χρόνο των νέων κανονισμών, μέχρι περίπου το μέσον του 2023, και οι W13 και W14 είναι εντελώς απρόβλεπτες, δύστροπες, ασταθείς και προβληματικές.
Η επιστροφή του Τζέιμς Άλισον στην τεχνική διεύθυνση (στη θέση του Μάικ Έλιοτ) την Άνοιξη του 2023 έλυσε ορισμένα από τα προβλήματα, όμως ακόμα και η βελτιωμένη περσινή W15 εμφάνισε ιδιαίτερη αστάθεια στην απόδοσή της – και δεν έλυσε το πρόβλημα της υπερθέρμανσης των ελαστικών που προκαλούν εξ ορισμού τα μονοθέσια αυτά. Ακόμα και ο Τζορτζ Ράσελ πάσχιζε με τις συνεχείς εναλλαγές της ισορροπίας και συμπεριφοράς των τελευταίοων τριών Mercedes.
Μέσα σε όλα, λοιπόν, προστέθηκε και η ασυμβατότητα του οδηγικού στιλ του Λιούις, κι ο Βρετανός έμεινε για δυόμισι χρόνια μακριά από το πρώτο σκαλί του βάθρου – ενώ μέχρι το 2007 μέχρι και το 2021 δεν υπήρχε σεζόν που να μην είχε κερδίσει τουλάχιστον ένα GP.
Άραγε, πώς έχουν αλλάξει τα πράγματα σχετικά με αυτή ττη λεπτή ισορροπία, τώρα που ο Χάμιλτον έχει ένα εντελώς διαφορετικό μονοθέσιο, μιας εντελώς διαφορετικής ομάδας στα χέρια του;
“Αυτό που έμαθα τα τέσσερα τελευταία χρόνια είναι ότι δεν μπορείς να κρίνεις και τόσα πολλά από την πρώτη εικόνα των πραγμάτων”, είπε ο 40χρονος μετά από τις δοκιμές του Μπαχρέιν, “αλλά μπορώ να πω ότι αποκόμισα την καλύτερη αίσθηση που είχα εδώ και πολύ καιρό. Κι αυτό είναι το μόνο που μπορώ να πω για τώρα”.
Μπορεί τα αινιγματικά λόγια του Λιούις να σημαίνουν ότι απαλλάχθηκε από ορισμένα από τα προβλήματα που αντιμετώπιζε με τα τελευταία τρία μονοθέσια της Mercedes;
Εκ πρώτης όψεως ο Βρετανός έδειξε αμέσως ανταγωνιστικός με την SF-25 στις δοκιμές του Σακίρ, παρά το γεγονός ότι τις δύο πρώτες ημέρες η Scuderia δεν εστίαζε τόσο στον εντοπισμό των ρυθμίσεων του Λιούις αλλά δούλευε πάνω σε άλλους τομείς.
Παρόλα αυτά, από την πρώτη στιγμή ο Λιούις διαπίστωσε ότι το νέο cavallino αντιδρά καλύτερα στις εντολές του. Αυτή η αρχική εντύπωση ίσως να οφείλεται και στο γεγονός ότι το οδηγικό στιλ του Λιούις έχει αρκετές ομοιότητες με του Σαρλ Λεκλέρ.
Με άλλα λόγια, είναι πιθανό η Ferrari –με βάση τον Μονεγάσκο- να σχεδιάζει τα μονοθέσιά της με τρόπο ώστε να ανέχονται καλύτερα τη βασική φιλοσοφία του αργού φρεναρίσματος και της επιθετικής εισόδου στη στροφή, ίσως με λίγο πιο “χαλαρό” έλεγχο της ουράς για τη γεωμετρική τοποθέτηση του αυτοκινήτου.
Πολλοί παρατηρητές των δοκιμών του Μπαχρέιν διαπίστωσαν ότι ο Χάμιλτον είχε περισσότερη σταθερότητα στην είσοδο της στροφής 10, όπου οι οδηγοί φρενάρουν με κάπως περίεργη τοποθέτηση του μονοθεσίου μετά την έξοδο της στροφής 9, σε σχέση με τη σχετική αστάθεια που εμφάνιζε η Mercedes στα χέρια των Ράσελ και Κίμι Αντονέλι.
Επιπλέον, παρά τις διαφορετικές συνθήκες και θερμοκρασίες, είναι σημαντικό για τον Λιούις ότι ο καλύτερος χρόνος του ήταν παρεμφερής με του Λεκλέρ τη δεύτερη ημέρα. Δεν υπήρξε κάποια εμφανής ένδειξη ότι ο τρόπος που ο Βρετανός εισέβαλλε στις στροφές του κόστιζε χρόνο στην έξοδό τους.
Παρότι τα δεδομένα έδειχναν να φρενάρει και να μπαίνει στη στροφή πιο αργά από τον Μονεγάσκο ομόλογό του, ήταν σε θέση να πέσει στο γκάζι νωρίτερα. Έτσι, κερδίζοντας χρόνο στην είσοδο και έπειτα στην έξοδο, κατάφερνε να καλύπτει το χαμένο χρόνο από την έμφυτη αστάθεια του μονοθεσίου στο κέντρο της στροφής.
Κατά συνέπεια, οι πρώτες ενδείξεις από το Μπαχρέιν είναι ότι το οδηγικό στιλ του Λιούις Χάμιλτον βρίσκει καλύτερη αφομοίωση στη Ferrari SF-25 σε σχέση με τις Mercedes των τριών τελευταίων ετών. Κι αυτή είναι, αναμφίβολα, μια καλή αρχή για τον Βρετανό.