Τι σημαίνει για τη Formula 1 το νέο Σύμφωνο Concorde και η επανεκλογή του Μπεν Σουλαγέμ στη FIA

Η FIA, η Formula 1 και οι 11 ομάδες του πρωταθλήματος κατέληξαν σε συμφωνία για το νέο Σύμφωνο Ομονοίας (Concorde Governance Agreement), το οποίο θα καθορίζει τον τρόπο λειτουργίας της F1 για την προσεχή πενταετία 2026–2030. Δείτε τις δύο βασικές αλλαγές.
Το Σύμφωνο Concorde αποτελείται από δύο σκέλη: το ένα είναι η εμπορική συμφωνία μεταξύ των τριών πλευρών, η οποία υπεγράφη τον περασμένο Μάρτιο, και το άλλο είναι η συμφωνία διακυβέρνησης του σπορ.
Το πρώτο σκέλος περιλαμβάνει το διαμοιρασμό των εμπορικών δικαιωμάτων της F1 και άλλες οικονομικές παραμέτρους, ενώ το δεύτερο σκέλος καθορίζει παραμέτρους όπως η δομή ψηφοφορίας στις συνεδριάσεις της Επιτροπής F1, τα παράβολα συμμετοχής που καταβάλλουν οι ομάδες στη FIA, τις αρμοδιότητες της Ομοσπονδίας, καθώς και οργανωτικά και λειτουργικά ζητήματα.
Η νέα συμφωνία φέρεται να προβλέπει ότι η FOM και οι 11 ομάδες θα καταβάλλουν συνολικά περισσότερα χρήματα στη FIA, μέσω αναδιάρθρωσης των παραβόλων συμμετοχής στη Formula 1.
Μέχρι σήμερα, οι ομάδες πλήρωναν παράβολο συμμετοχής που, πέρα από ένα σταθερό ποσό, βασιζόταν στους βαθμούς που είχαν συγκεντρώσει την προηγούμενη σεζόν. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα εξαιρετικά επιτυχημένες ομάδες, όπως η Red Bull το 2023, να επιβαρύνονται με δυσανάλογα υψηλά ποσά για τη συμμετοχή τους την επόμενη χρονιά, ενώ οι ομάδες στο πίσω μέρος του grid με ελάχιστους βαθμούς συνεισέφεραν πολύ λιγότερα. Πλέον, οι ομάδες θα χρεώνονται αποκλειστικά και μόνο με βάση τη θέση τους στο πρωτάθλημα κατασκευαστών.
Η αλλαγή αυτή αναμένεται να αυξήσει το συνολικό ποσό που καταβάλλουν οι ομάδες στη FIA κατά περίπου 15 εκατομμύρια δολάρια ετησίως, και σημαίνει ότι οι ομάδες μέσης δυναμικής θα δουν την επιβάρυνσή τους να αυξάνεται κατά αρκετά εκατομμύρια.
Συγκεκριμένα, καθεμία από τις ομάδες μέσης δυναμικής θα καλείται πλέον να καταβάλει παράβολο ύψους περίπου 9 εκατ. δολαρίων. Στον αντίποδα, εκτιμάται ότι η συνεχιζόμενη εμπορική ανάπτυξη της Formula 1 θα αντισταθμίσει τις αυξημένες εισφορές για τις ομάδες που επηρεάζονται περισσότερο.
Τα επιπλέον αυτά έσοδα αναμένεται να επανεπενδυθούν από τη FIA στη διακυβέρνηση του πρωταθλήματος, με έμφαση στη βελτίωση της αγωνιστικής διοίκησης, των κριτών, των αγωνοδικών και άλλων κρίσιμων υπηρεσιών. Οι βελτιώσεις αυτές ήταν πάγιο και πιεστικό αίτημα των ομάδων το τελευταίο διάστημα.
Ο πρόεδρος της FIA, Μοχάμεντ μπεν Σουλαγέμ, δεσμεύτηκε ότι τα επιπλέον έσοδα θα χρησιμοποιηθούν για να ενισχυθεί ουσιαστικά η λειτουργία της Formula 1 από πλευράς της Ομοσπονδίας.
“Αυτή η συμφωνία μάς επιτρέπει να συνεχίσουμε τον εκσυγχρονισμό των κανονιστικών, τεχνολογικών και λειτουργικών μας δυνατοτήτων, στηρίζοντας μεταξύ άλλων τους διευθυντές αγώνων, τους αξιωματούχους και τους χιλιάδες εθελοντές, των οποίων η τεχνογνωσία βρίσκεται στη βάση κάθε Grand Prix”, δήλωσε ο Μπεν Σουλαγέμ.
Παράλληλα, πηγές αναφέρουν ότι μια πιο ευνοϊκή κατανομή εσόδων θα μπορούσε να ανοίξει τον δρόμο για αύξηση του αριθμού των αγώνων Sprint, από 6 που είναι σήμερα, βοηθώντας παράλληλα τη FIA να καλύψει το αυξημένο οργανωτικό και λειτουργικό κόστος.
Μέχρι σήμερα, ο Μπεν Σουλαγιέμ εμφανιζόταν επιφυλακτικός στο ενδεχόμενο αύξησης των Sprint ανά σεζόν, επικαλούμενος τον φόρτο εργασίας και τα οικονομικά δεδομένα για το προσωπικό της FIA. Ωστόσο, όπως έχει αποκαλυφθεί, η FOM πιέζει για διψήφιο αριθμό Sprint ήδη από τη σεζόν του 2027, καθώς τα Σαββατοκύριακα με Sprint έχουν αποδειχθεί εμπορικά θετικά τόσο για τους διοργανωτές όσο και για τη συνολική επιχειρηματική πλευρά της F1.
Η δεύτερη αλλαγή του νέου Συμφώνου Concorde αφορά στη διαδικασία λήψης αποφάσεων της Επιτροπής F1, και προβλέπει τη μείωση του αριθμού ψήφων που απαιτούνται για την επίτευξη πλειοψηφίας. Η αλλαγή αυτή ουσιαστικά αυξάνει το ειδικό βάρος τόσο της FIA όσο και της FOM, διευκολύνοντάς τες να προωθούν κανονιστικές αλλαγές όταν αυτό κρίνεται απαραίτητο.
Από το 2026, για μια απλή πλειοψηφία στις συνεδριάσεις της Επιτροπής F1 θα απαιτούνται πλέον τέσσερις ψήφοι από τις 11 ομάδες, αντί για έξι που ίσχυαν έως τώρα, πέρα από τις ψήφους της FIA και της FOM.
Αντίστοιχα, για την επίτευξη ενισχυμένης πλειοψηφίας θα απαιτούνται έξι ομάδες αντί για οκτώ. Στόχος της αλλαγής είναι να αποκτήσει το πρωτάθλημα πιο σταθερό και ευέλικτο πλαίσιο λήψης αποφάσεων, ειδικά σε περιόδους που απαιτούνται δύσκολες ή αντιδημοφιλείς επιλογές.
Επιπλέον, η νέα συμφωνία αναμένεται να ενισχύσει τη συνολική παρουσία και ορατότητα της FIA στο πάντοκ, και για τον ίδιο σκοπό προβλέπεται ότι οι ομάδες θα πρέπει να τοποθετούν το λογότυπο της FIA στο ρύγχος κάθε μονοθεσίου.
Προεδρία FIA: Επανεκλογή με “σκιές” του Μπεν Σουλαγέμ
Η ανακοίνωση της επέκτασης του Συμφώνου Concorde ανακοινώθηκε από κοινού από τη FIA και τη Formula One Management ανακοίνωσαν στο περιθώριο των Γενικών Συνελεύσεων της Ομοσπονδίας στην Τασκένδη του Ουζμπεκιστάν, όπου πραγματοποιήθηκαν επίσης η τελετή βράβευσης των φετινών πρωταθλητών της FIA και η επανεκλογή του Μοχάμεντ Μπεν Σουλαγέμ στην Προεδρία της Ομοσπονδίας.
Ο Μπεν Σουλαγέμ εξασφάλισε ακόμη μία τετραετή θητεία, καθώς κατέβηκε χωρίς αντίπαλο στις φετινές εκλογές. Είχε εκλεγεί για πρώτη φορά το 2021, συγκεντρώνοντας τότε ποσοστό 61,62%, και πλέον θα παραμείνει στο τιμόνι της FIA έως το 2029.
Ο 64χρονος από το Κατάρ είχε αρχικά πιθανούς αντιπάλους τον πρώην αγωνοδίκη της FIA Τιμ Μάγερ, την οδηγό αγώνων Λάουρα Βίλαρς και τη Βιρτζινί Φιλιπό, μοντέλο και influencer. Ωστόσο, κανείς τους δεν κατάφερε τελικά να είναι υποψήφιος, λόγω του κανονισμού που απαιτεί από κάθε υποψήφιο να παρουσιάσει ομάδα επτά αντιπροέδρων από τις έξι παγκόσμιες περιφέρειες της FIA. Η μοναδική επιλέξιμη αντιπρόεδρος από τη Νότια Αμερική, η Φαμπιάνα Έκλεστοουν (σύζυγος του πρώην εμπορικού διευθυντή της F1, Μπέρνι Έκλεστοουν), δήλωσε τη στήριξή της στον Μπεν Σουλαγέμ.
Ο Μάγερ χαρακτήρισε τη διαδικασία “ψευδαίσθηση δημοκρατίας”, υποστηρίζοντας ότι κάποιοι επιλέξιμοι αντιπρόεδροι από τη Νότια Αμερική ενδέχεται να “πείστηκαν, πιέστηκαν ή έλαβαν υποσχέσεις” ώστε να μην στηρίξουν άλλη υποψηφιότητα.
Παράλληλα, η Βίλαρς κατέθεσε αγωγή κατά της FIA, κάνοντας λόγο για αντιδημοκρατική διαδικασία. Στις 3 Δεκεμβρίου, δικαστήριο του Παρισιού έκρινε ότι απαιτείται πλήρης δίκη, η οποία έχει οριστεί για τις 16 Φεβρουαρίου. Κατά συνέπεια, παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο ακύρωσης της εκλογικής διαδικασίας που έλαβε χώρα στην Τασκένδη.