Οδηγούμε την Alfa Romeo Giulia Q4 με τους 280 ίππους και την απίθανη αύρα

Η Alfa Romeo Giulia Q4 με τους 280 ίππους δεν είναι απλώς ένα sedan. Είναι μια εξομολόγηση. Σαν να σε κοιτάει στα μάτια και να σου λέει πως δεν έχει έρθει μπροστά σου για να σε “πείσει” για κάτι αλλά απλά, για να σε αναστατώσει.
Δεν πάτησα αμέσως το μπουτόν της εκκίνησης πάνω στο τιμόνι της Alfa. Ήθελα να νιώσω το βάρος της στιγμής. Σαν εκείνον τον μονόλογο στο θέατρο που δεν ξέρεις αν ο ηθοποιός θα τον πει με πάθος ή θα τον απαγγείλει απλά, σχεδόν σαν από υποχρέωση. Και όταν τελικά το πάτησα, ο αλουμινένιος δίλιτρος τούρμπο των 280 ίππων ξύπνησε με έναν ήχο που δεν ήταν ακριβώς βρυχηθμός, αλλά μια υπόσχεση. Να εξομολογηθώ και κάτι ακόμα; Ο στακάτος ήχος της πρόθυμης μίζας, είναι πολύ -μα πολύ- διεγερτικός και σε προϊδεάζει για το τι θα ακολουθήσει- κι ας είναι απλά μια χαλαρή βόλτα στην παραλιακή, σε ώρα χωρίς πολύ κίνηση.
Τα δάχτυλα ακούμπησαν το τιμόνι. Μικρό σε διάμετρο, ντυμένο με δύο υφές δέρματος, με τα αλουμινένια paddles για τις αλλαγές ταχυτήτων να προεξέχουν “τόσο- όσο”. Από τις πρώτα μέτρα, και ιδιαίτερα, από τις πρώτες στροφές, γίνεται άμεσα κατανοητό πως εδώ δεν μιλάμε για ηλεκτρονικά φίλτρα και τεχνητή αίσθηση. Εδώ είναι τιμόνι με υπόσταση, με όχι και τόσο μεγάλο βάρος -αντίσταση στην περιστροφή, αλλά φουλ στο νεύρο και κορυφαία ακριβές. Μπορεί να μην κόβει αρκετά και να θέλει μια δυο μανούβρες παραπάνω σε στενούς χώρους στάθμευσης αλλά σε αποζημιώνει όταν έρθει η ώρα, όταν φτάνεις σε στροφή με πολλά και με μια μικρή κίνηση στο τιμόνι την αφήνεις πίσω σου.
Στην εθνική, η Giulia Q4 καταπίνει χιλιόμετρα με απόλυτη φυσικότητα. Η τετρακίνηση σε καθησυχάζει, αλλά δεν σου κόβει τη φόρα. Σε βοηθά να φτάσεις εκεί που θέλεις ακόμα και όταν έχεις τα στοιχεία της φύσης εναντίον σου, κι αυτό επενεργεί κυρίως στα αποθέματα κουράγιου του οδηγού. Η μετάδοση της κίνησης στους τέσσερις τροχούς ενεργοποιείται μόνο όταν χρειαστεί, με έναν τρόπο σχεδόν μαγικό. Το 8τάχυτο αυτόματο της ZF είναι τόσο καλό που μασκάρει σε μεγάλο ποσοστό το lag του. Για να μην παρεξηγηθώ, το lag θα το παρατηρήσει ο οδηγός μόνο σε συνθήκες πίεσης. Κατά τα άλλα, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί, είναι υποδειγματικός.
Στη χειροκίνητη λειτουργία, η απόλαυση των αλουμινένιων paddles που είναι σταθερά τοποθετημένα πίσω από το τιμόνι και καταλαμβάνουν πάνω από τη μισή περίμετρο του κύκλου προκειμένου να έχεις πρόσβαση ακόμα και με το τιμόνι στριμμένο, είναι πραγματικά μέρος της μυσταγωγίας. Με ελάχιστη δύναμη, τα paddles μεταφέρουν την εντολή από τα ακροδάκτυλα του οδηγού, στα έγκατα του κιβωτίου της ZF και όλα λειτουργούν όπως πρέπει. Λίγο- πολύ όμως, αυτό ισχύει και για τη “βασική” αδερφή της Giulia– εκείνη με τους 210 ίππους. Σε ετούτη εδώ την περίπτωση, τα πράγματα με τους 70 παραπάνω ίππους, εξελίσσονται λίγο πιο κινηματογραφικά.
Η Giulia Q4 δεν φοράει αερόσακους για τα συναισθήματα που σου προκαλεί. Είναι η αύρα της μάρκας (που μοιάζει να “σβήνει” στις υπόλοιπες SUV προτάσεις της, με τα αμέτρητα κοινά μηχανικά και όχι μόνο μέρη, με άλλες μάρκες που παλιότερα θα φαινόταν αδιανόητο έως και προσβολή) αλλά και η ικανότητα του συνόλου, που μπορεί να δείχνει ξεπερασμένο αλλά στο “πεδίο” είναι άκρως αποτελεσματικό. Η πλατφόρμα Giorgio, (που είναι κοντά μας σχεδόν 10 χρόνια ήδη, δημιουργήθηκε επί FCA ιδιοκτησιακού καθεστώτος) με τη σφιχτή ανάρτηση και το απευθείας από πισταδόρικη εφαρμογή, σύστημα διεύθυνσης, συνθέτουν ένα απολαυστικό σύνολο.
Δεν μπορεί να περιγραφεί διαφορετικά. Είναι απολαυστικό. Ναι, μπορεί να μοιάζει λίγο “πίσω” σε σχέση με τον ανταγωνισμό που εν προκειμένω, σύσσωμος σχεδόν έχει ανανεωθεί, το core στοιχείο όμως την απόλαυσης, είναι εδώ και σε καλεί να το γευτείς με όλες σου τις αισθήσεις. Οι 280 ίπποι είναι εκεί. Θέλουν δρόμο ανοιχτό και “άντερα” από τον οδηγό που θα εξαντλήσει το στροφόμετρο για να τους δει να έρχονται στο προσκήνιο αλλά όταν φτάσεις, αφήσεις το μοτέρ στο ρελαντί να ρίξει τη θερμοκρασία του και βγεις από το δερμάτινο κάθισμα, αυτό που έχεις ζήσει είναι προφανώς εντυπωσιακό, με μπόλικες δόσεις αναλογικότητας- μιας προσέγγισης που τείνει να εκλείψει από τη σημερινή mainstream αυτοκινητιστική σκηνή.
Η ανάρτηση είναι σφιχτή και κάνει το μεγάλο σεντάν να είναι “ένα κομμάτι” σε όλα τα περιβάλλοντα που θα βρεθεί. Η ακρίβεια του πατήματος της Giulia, είναι λες και έχει βγει από μια καλή αγωνιστική προσέγγιση. Είναι αυτό που χρωματίζει το αυτοκίνητο σε ότι έχει να κάνει με την προσωπικότητά του και από αυτό προκύπτει και η όποια ιδιαιτερότητα “μεταβιβάζεται” στον κάτοχο. Με άλλα λόγια, η διάθεση της Alfa Romeo να “κολλάει” το μοντέλο της πάνω στο όνομα του ιδιοκτήτη και όλοι οι φίλοι του να λένε “ο Κώστας με τη Giulia” για να διευκρινίζουν για ποιον Κώστα μιλάνε, είναι παρούσα.
Αυτό είναι κατά τη γνώμη μου και το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του Ιταλικού μοντέλου. Αυτό είναι κομμάτι της ψυχής του μεταλλικού συντρόφου που επιλέγει κανείς να πορευτεί για όσα χρόνια νομίζει πως μπορεί (ή και για πάντα), προκειμένου να “έρχονται οι δύο εις σάρκαν μιαν” και να επέρχεται πολύ φυσικά και αβίαστα, μια ταύτιση. Μπορεί αυτό σαν διαδικασία να ακούγεται “εξωγήινη” για τους σύγχρονους οδηγούς και όσους είναι μέχρι τριάντα χρονών, είναι όμως ένα από τα υψηλότερα ζητούμενα για τους “παλιότερους” που είχαν το αυτοκίνητο ως προέκταση του εαυτού τους και μέρος της προσωπικότητάς τους.
Αυτοί λοιπόν, φίλοι, κοστίζει. Ακόμα και σήμερα, που για τους πολλούς είναι πεπερασμένη προσέγγιση της αυτοκίνησης, η έντονη προσωπικότητα στα αυτοκίνητα, είναι ένα στοιχείο που αν το ζητάς, πρέπει να το πληρώσεις. Στη σφαίρα του “μύθου” που κινείται η Alfa Romeo διαχρονικά, η Giulia μοιάζει να είναι ο τελευταίος των Μοϊκανών– εκείνων που έχουν να διαχειριστούν το ειδικό βάρος της μάρκας που έχει στο παρελθόν “συνοδέψει” ονόματα μοντέλων κυριολεκτικά μυθικών- με τον τρόπο που οι μύθοι “χτίζονταν” από εξωτικές μάρκες, όπως π.χ. η Ferrari.
Η Giulia Q4 σε εμπνέει. Σε κάνει να ψάχνεις τον παλιό, ρομαντικό οδηγό μέσα σου. Αυτόν που χαμηλώνει το ραδιόφωνο πριν αρχίσει να στρίβει στην αγαπημένη του διαδρομή. Αυτόν που ξέρει τι σημαίνει να είσαι ένα με το αυτοκίνητο και που εκτιμά την καλή ρύθμιση της ανάρτησης με τους πολλαπλούς συνδέσμους μπρος- πίσω. Είναι αυτοκίνητο για αυτούς που βλέπουν την οδήγηση ως πράξη με νόημα. Για εκείνους που θέλουν συναίσθημα, στροφές, ένταση. Για τους λίγους που, κάθε φορά που κλείνουν την πόρτα, θέλουν να νιώθουν πως μπήκαν σε κάτι ζωντανό.
Το interface του ταμπλό, στέκεται “απέναντι” στα ποιοτικότερα αντίστοιχα της κατηγορίας και “περνάει μπροστά” σε αισθητική, αν και αδικείται από το pitch black δέρμα και το ανάλογο μαλακό πλαστικό ως επένδυση στο επάνω μέρος. Το infotainment, δεν είναι το πιο σύγχρονο της αγοράς αλλά δεν αφήνει και περιθώρια για παράπονα, μια και στην πραγματικότητα, τίποτα από τα συνήθη υποστηρικτικά ηλεκτρονικά, δε λείπει. Το σύνολο δεν είναι το πιο αθόρυβο, δεν είναι το πιο άνετο στην καθημερινή χρήση, δεν είναι το πιο οικονομικό (αν είσαι σταθερά ενθουσιώδης με το γκάζι, δεν θα δεις κάτω από 12,0 λίτρα για κάθε 100 χλμ. απόστασης). Αλλά είναι η τελευταία γνήσια Alfa και ως τέτοια πρέπει (και της αξίζει), να αντιμετωπίζεται. Και ας μην είναι για όλους.
Τεχνικά χαρακτηριστικά της Alfa Romeo Giulia Q4
Κινητήρας (κ.εκ.): 1.995, Ι4
Ισχύς (ίπποι/σ.α.λ.): 280/ 5.250
Ροπή (Nm/σ.α.λ.): 400/ 2.250
Μετάδοση: Στους τέσσερις τροχούς
Κιβώτιο: Αυτόματο ZF 8 σχέσεων
Επιτάχυνση 0-100 χλμ./ώρα (δευτερόλεπτα): 5.2”
Τελική ταχύτητα (χλμ./ώρα): 240
Μεικτή κατανάλωση (λτ./100 χλμ. Εργοστ.): 6,9
Εκπομπές CO2 (γρ./χλμ): 156
Βάρος (κιλά): 1.530
Διαστάσεις (ΜxΠxΥ σε χιλιοστά): 4.643×1.860×1.436
Μεταξόνιο (χιλιοστά): 2.820
Χώρος αποσκευών (λίτρα): 480
Τιμή: 68.500 ευρώ (Veloce)