BASKETBALL ANALYSIS

Final Four 2022: Η στατιστική αλήθεια και η προπονητική στόχευση των τεσσάρων μνηστήρων του τροπαίου

Μονομαχία του Σίνγκλετον με τον Βεζένκοβ
Μονομαχία του Σίνγκλετον με τον Βεζένκοβ PHOTO CREDITS: ANDREAS PAPAKONSTANTINOU / TOURETTE PHOTOGRAPHY

Τα touches του Ολυμπιακού σε κάθε κατοχή και το isolation της Αναντολού Εφές. Η επιμονή της Μπαρτσελόνα στο mismatch και το οξύμωρο της Ρεάλ Μαδρίτης. Το SPORT24 παρουσιάζει τις συνήθειες, την προπονητική φιλοσοφία και τα αγωνιστικά χαρακτηριστικά των τεσσάρων μνηστήρων του τροπαίου της EuroLeague, με τη βοήθεια του InStat Scout.

Το συναπάντημα στη Stark Arena είναι αυτό που περιμένουν άπαντες στην EuroLeague. Ό,τι κι αν έγινε τους τελευταίους οκτώ μήνες στη διοργάνωση μικρή σημασία έχει, μπροστά σε αυτό που διακυβεύεται την Πέμπτη 19 Μαΐου (αρχικά) και το Σάββατο 21 Μαΐου (εν συνεχεία). Οι νίκες στη regular season, η κατάταξη στο φινάλε αυτής, ακόμη κι ο τρόπος με τον οποίο ήρθε η πρόκριση στο Final Four για κάθε μία από τις τέσσερις ομάδες ανήκουν στο παρελθόν. Σημασία πλέον έχουν μόνο τα μελλούμενα.

Όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται, όλοι ξεκινούν από την ίδια (μηδενική) βάση, προσδοκώντας σε δύο νίκες. Καλώς ή κακώς, άλλωστε, στο τέλος κάθε αγωνιστικής περιόδου, αυτά τα δύο παιχνίδια αποτελούν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επιτυχία από την αποτυχία. Ή, αν προτιμάτε, κάνουν τη διαφορά ανάμεσα σε μια ιστορική στιγμή και μια απογοήτευση, που μπορεί να ποτίσει με φαρμάκι έναν ολόκληρο οργανισμό.

Από την άλλη βέβαια, η regular season και τα playoffs μπορεί να μην προκαθορίζουν το αποτέλεσμα των αγώνων του Final Four (ακόμη κι όταν μιλάμε, για παράδειγμα, για τις πέντε σερί νίκες της Μπαρτσελόνα επί της Ρεάλ Μαδρίτης), αποτελούν όμως τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να δομηθεί η μεγάλη εικόνα των τεσσάρων ομάδων, αυτή που -σε γενικές γραμμές- περιμένουμε να δούμε στη Stark Arena.

Το SPORT24 προσεγγίζει λοιπόν, τη φυσιογνωμία του Ολυμπιακού και των τριών αντιπάλων του (Αναντολού Εφές, Μπαρτσελόνα, Ρεάλ Μαδρίτης) με τη βοήθεια του InStat Scout, για να παρουσιάσει την προπονητική φιλοσοφία, τις κατευθύνσεις, αλλά και τα στοιχεία που αποτελούν την ταυτότητά τους. Είτε πρόκειται για τα καλά είτε πρόκειται για τα κακά.

Ολυμπιακός

Αποτελεί κοινή παραδοχή το γεγονός πως ο Ολυμπιακός και η Αναντολού Εφές μοιάζουν αρκετά, στο κομμάτι της προπονητικής προσέγγισης. Κυρίως σε ό,τι έχει να κάνει με τον τρόπο που οι προπονητές τους (Γιώργος Μπαρτζώκας & Εργκίν Αταμάν) λειτουργούν την ώρα του αγώνα. Λάτρεις της τακτικής μεν, δίχως όμως να αφαιρούν στο ελάχιστο την ατομική πρωτοβουλία και το ένστικτο των παικτών τους.

Ως μεγάλη εικόνα, μπορεί να ειπωθεί πως το μείζον για τον Γιώργο Μπαρτζώκα είναι να έχουν, ει δυνατόν, όλοι οι παίκτες της πεντάδας τουλάχιστον μια επαφή με την μπάλα προκειμένου να νιώθουν χρήσιμοι στη διάρκεια της κατοχής. Εν αντιθέσει με το ποδόσφαιρο, οι επαφές (touches) δεν καταγράφονται από την στατιστική, από την άλλη όμως είναι αυταπόδεικτο το γεγονός πως ο Ολυμπιακός είναι μια από τις λίγες ομάδες που έχουν 80+ κατοχές ανά αγώνα (80.56 για την ακρίβεια). Κάτι που καταδεικνύει, ως ένα βαθμό τουλάχιστον, την τάση που υπάρχει για γρήγορο ρυθμό στην επίθεση. Για να επιτύχεις λοιπόν έναν τέτοιο αριθμό, είναι σαφές πως πρέπει υπάρχει ροή στην επίθεση.

Ο Γιώργος Μπαρτζώκας σε αγώνα της EuroLeague
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας σε αγώνα της EuroLeague EUROKINISSI SPORTS

Εκτός αυτού, η ομάδα του Γιώργου Μπαρτζώκα θα μπει στη Stark Arena ως η δεύτερη πιο αποτελεσματική μεταξύ αυτών που θα παλέψουν για τον τίτλο, δεδομένου πως επιτυγχάνει 1.02 πόντους ανά κατοχή (ο Ολυμπιακός είναι χειρότερος μόνο από την Αναντολού Εφές των 1.03 πόντων ανά κατοχή). Ένα κομμάτι αυτής της αποτελεσματικότητας στηρίζεται στην ικανότητα του Κώστα Σλούκα στη δημιουργία μέσα από το pick n roll κι ένα στην ένταση που υπάρχει στην άμυνα, γεγονός που δίνει εύκολους πόντους στο ανοιχτό γήπεδο. Βλέπετε, οι 11.64 πόντοι που σημειώνουν οι ερυθρόλευκοι από λάθη αντιπάλου είναι οι περισσότεροι μεταξύ των τεσσάρων που θα βρεθούν στο Βελιγράδι.

Από εκεί και πέρα, μερικά ακόμη στατιστικά στοιχεία που παρουσιάζουν ως ένα βαθμό την επιθετική φιλοσοφία του Γιώργου Μπαρτζώκα είναι τα εξής:

  1. Ο Ολυμπιακός είναι 1ος σε catch and shoot με 14.33 ανά αγώνα
  2. Ο Ολυμπιακός είναι 1ος σε catch and drive με 6.43 ανά αγώνα (η επίθεση στο close out είναι σημείο αναφοράς για τον τρόπο δομής της ερυθρόλευκης επίθεσης)
  3. Ο Ολυμπιακός είναι 3ος σε post up με 4.56 ανά αγώνα (σχεδόν αποκλειστικά με τον Μουσταφά Φαλ, δευτερευόντως με τον Σάσα Βεζένκοβ και τον Γιώργο Πρίντεζη)

Τι συμβαίνει όμως με την άμυνα; Εκεί, η ένταση (intensity) είναι το "Α" και το "Ω" για τον Ολυμπιακό. Πάνω σε αυτό δομείται ο τρόπος συμπεριφοράς των ερυθρολεύκων, δεδομένου πως πρόκειται για μια ομάδα που έχει ως συνώνυμο το "hustle". Ο Γιώργος Μπαρτζώκας είναι ένας προπονητής που δεν τροφοδοτεί τους παίκτες με υπερβολικά πολλές πληροφορίες. Είναι της λογικής να διατηρεί την κατάσταση όσο το δυνατόν πιο απλή (δίχως περιττά πράγματα) και εμπιστεύεται πολύ την άμυνα με αλλαγές, αφού οι παίκτες που διαθέτει του επιτρέπουν να μην υστερεί σε μείζονα βαθμό σε mismatch -είτε κοντά στο καλάθι είτε στην περιφέρεια.


Κι αυτό γιατί κάθε περιφερειακός έχει τη διάθεση να παλέψει για να βγει από μπροστά στο low post (το "hustle" που λέγαμε νωρίτερα), την ώρα που οι ημίψηλοι και οι ψηλοί του διακρίνονται για την ικανότητα να αμυνθούν απέναντι σε πιο κοντό αντίπαλο μακριά από το καλάθι. Τα παραδείγματα των Σάσα Βεζένκοβ και Μουσταφά Φαλ είναι το πλέον χαρακτηριστικά, με τον πρώτο να είναι σαφώς βελτιωμένος στα πλάγια βήματα (σε σχέση με την προηγούμενη διετία) και τον δεύτερο να εκμεταλλεύεται το μέγεθός του για να κρύψει το καλάθι στον αντίπαλο περιφερειακό. Δεδομένου μάλιστα πως δεν είναι πολλοί οι παίκτες στην EuroLeague που έχουν κάθετο παιχνίδι, δεν είναι εύκολο να "σημαδευτεί" από κάποιον παίκτη -κρατήστε ως σημείωση σε αυτό βέβαια πως η Αναντολού Εφές, αντίπαλος του Ολυμπιακού στον ημιτελικό της Stark Arena, έχει αρκετό κάθετο παιχνίδι τόσο με τον Σέιν Λάρκιν όσο και με τον Βασίλιε Μίτσιτς.

Αναντολού Εφές

Η Αναντολού Εφές αρέσκεται τα τελευταία χρόνια να πηγαίνει σε μεγάλο αριθμό κατοχών, να ανεβάζει το τέμπο των αγώνων όσο περισσότερο γίνεται -εκεί νιώθει οικεία και άνετα.. Η παρουσία δύο εκ των κορυφαίων δημιουργών/εκτελεστών της EuroLeague άλλωστε (Βασίλιε Μίτσιτς, Σέιν Λάρκιν) αποτελεί τον οδηγό προς αυτή την κατεύθυνση, με τον Εργκίν Αταμάν να εμπιστεύεται απόλυτα αμφοτέρους και να τους δίνει το δικαίωμα της απόφασης.

Όπως συμβαίνει με τον Ολυμπιακό, έτσι κι η Αναντολού Εφές είναι ένα σύνολο που παρέχει στους παίκτες την ελευθερία της πρωτοβουλίας και της απόφασης μέσα στο παιχνίδι. Κάπως έτσι, η τουρκική ομάδα θα μπει στη Stark Arena ως η κορυφαία επίθεση τόσο σε μέσο όρο (81.74 πόντοι) όσο και σε επίπεδο πόντων ανά κατοχή (1.03). Το αξιοσημείωτο μάλιστα είναι πως οι Πρωταθλητές Ευρώπης αποδείχθηκαν ιδιαιτέρως ικανοί στη διαχείριση των καταστάσεων, όταν αντιμετώπισαν την Αρμάνι Μιλάνο. Ο ιταλικός σύλλογος κατάφερε να οδηγήσει τη σειρά σε μικρότερο αριθμό κατοχών (η Αναντολού Εφές έπεσε από τις 81.53 στις 76.50), αλλά δεν πέτυχε κάτι επί της ουσίας. Κι αυτό γιατί η Αναντολού Εφές έχει τους χειριστές να ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε πρό(σ)κληση.

Ο Εργκίν Αταμάν σε στιγμιότυπο από τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό
Ο Εργκίν Αταμάν σε στιγμιότυπο από τον αγώνα με τον Παναθηναϊκό EUROKINISSI SPORTS

Εν αντιθέσει βέβαια με τον Ολυμπιακό, που θέλει να ακουμπάνε την μπάλα όσο το δυνατόν περισσότεροι παίκτες σε κάθε κατοχή, η Αναντολού Εφές δεν νοιάζεται για κάτι τέτοιο. Γι αυτό παρατηρείται σε αρκετές περιπτώσεις το φαινόμενο να εκδηλώνει κατοχή με μία ή δύο πάσες, αρκεί βέβαια να την οδηγήσει στο σημείο που θέλουν οι κοντοί της. Παρένθεση. Πάνω σε αυτό, θα μπορούσε να πει κανείς ότι η βασική διαφορά των δύο αντιπάλων είναι πως ο Ολυμπιακός κινεί την μπάλα για να βρει απειλή, ενώ η Αναντολού Εφές βρίσκει απειλή για να κινήσει την μπάλα. Κλείνει η παρένθεση.

Όλα λοιπόν είναι θέμα αποφάσεων των κοντών, με το isolation να αποτελεί ένα από τα όπλα τους. Βλέπετε, οι παίκτες του Εργκίν Αταμάν πάνε στην απομόνωση περισσότερο από τους υπόλοιπους μνηστήρες του θρόνου (5.79 κατοχές ανά αγώνα με isolation), ακουμπώντας παράλληλα την μπάλα στο low post λιγότερο από κάθε άλλη ομάδα (3.21 κατοχές ανά αγώνα). Αν κοιτάξει κανείς το rotation της Αναντολού Εφές, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί τους λόγους που συμβαίνει αυτό. Ο 56χρονος τεχνικός επέλεξε τα τελευταία χρόνια να στηριχθεί σε παίκτες που μπορούν να απειλήσουν από την περιφέρεια, από το "1" μέχρι το "5". Εξ ου η επένδυση σε ψηλούς όπως ο Σερτάτς Σανλί (τα προηγούμενα χρόνια) και ο Τιμπόρ Πλάις.

Το πλούσιο επιθετικό ταλέντο που διαθέτει (ιδίως στους κοντούς) δεν συνεπάγεται όμως αδιαφορία ή ασυνέπεια στην άμυνα. ΟΚ, δεν μιλάμε για μια αμυντική μηχανή σαν αυτή της Μπαρτσελόνα, ούτε όμως για μια αφελή ομάδα που δεν ασχολείται με όσα πρέπει να κάνω στο πίσω μέρος του γηπέδου. Κάτι που αποδείχθηκε περίτρανα (και) στην προημιτελική σειρά με την Αρμάνι Μιλάνο, όταν η ιταλική ομάδα σημάδεψε τον Σέιν Λάρκιν, επενδύοντας σε προσωπικές φάσεις πάνω του -κυρίως με τον Σαβόν Σιλντς. Το αποτέλεσμα δεν δικαίωσε απόλυτα τον Έτορε Μεσίνα, αφού ο 29χρονος γκαρντ μπορεί να είναι μικρός το δέμας και να καταναλώνει πολλή ενέργεια στην επίθεση, δεν παραβλέπει όμως τις υποχρεώσεις που έχει στο πίσω μέρος του παρκέ. Ούτε αυτός, ούτε ο Βασίλιε Μίτσιτς λοιπόν μπορούν να θεωρηθούν ως στόχος (ή σημάδι, αν προτιμάτε) για την αντίπαλη επίθεση. Τουλάχιστον όχι με τρόπο προφανή.

Μπαρτσελόνα

Όσοι παρακολουθούν με συνέπεια την EuroLeague, είναι πολύ πιθανό να έχουν σχηματίσει την άποψη πως η Μπαρτσελόνα είναι η ομάδα με τη μεγαλύτερη επιμονή στην (τακτική) λεπτομέρεια. Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους έχει επενδύσει πάρα πολλά στο κομμάτι του διαβάσματος της αντίπαλης άμυνας, μεταφέροντας στους αθλητές του αυτή την υποχρέωση. Ότι δηλαδή, σε κάθε κατοχή, άπαντες είναι υποχρεωμένοι να αντιληφθούν πολύ γρήγορα τι τους δίνει η αντίπαλη άμυνα και να το σημαδέψουν. Ως ένα βαθμό, αυτό εξηγεί το γεγονός πως πρόκειται για την ομάδα με τις περισσότερες κατοχές ανά αγώνα από το low post (με 7.84).

Η Μπαρτσελόνα δεν διαθέτει κάποιον ψηλό που να είναι φόβητρο κοντά στο καλάθι (dominant), επιμένει όμως να χτυπά τα mismatch από εκείνο το σημείο του παρκέ. Κυρίως με τον Νίκολα Μίροτιτς. Κοινώς, επιδιώκει να υποχρεώσει τον αντίπαλο να αφήσει (sic) κάτι στην άμυνα, επιδιώκοντας να το διαβάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα και να το τιμωρήσει. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα πως η κατεύθυνση που έχουν οι μπλαουγκράνα αφορά (σχεδόν σε αποκλειστική βάση) σε "χτύπημα" του mismatch από μέσα (βλ. ψηλοί) κι όχι από έξω (βλ. κοντοί). Μοναδική εξαίρεση σε αυτό το γεγονός αποτελεί ο Νικολάς Λαπροβίτολα, ο οποίος -ειδικά μετά από τον τραυματισμό του Κόρι Χίγκινς- επωμίστηκε έναν πιο ελεύθερο εκτελεστικό ρόλο. Εν προκειμένω, θα μπορούσε να πει κάποιος ότι πρόκειται για τον μοναδικό κοντό του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους, που είχε το "πράσινο φως" να κάνει κάτι... παραπάνω, κάτι μπορεί να παρεκκλίνει -έστω και λίγο.

Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους στον πάγκο της Μπαρτσελόνα
Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους στον πάγκο της Μπαρτσελόνα INTIME SPORTS

Από εκεί και πέρα, αν μπορεί να ειπωθεί κάτι για το playbook του 46χρονου τεχνικού, αυτό αφορά στον αριθμό των επιλογών που διαθέτει. Πρόκειται για έναν προπονητή με ξεκάθαρες επιρροές από τον Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς και τον Τσάβι Πασκουάλ, παρουσιάζοντας στη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου αναρίθμητα plays -με τις αντίστοιχες παραλλαγές τους. Αν υπάρχει βέβαια κάτι στο οποίο δεν παρεκκλίνει από την ισπανική ταυτότητα της ομάδας που "τρέχει", αυτό είναι το off screen. Κάτι που αποτυπώνεται στο γεγονός πως η Μπαρτσελόνα είναι η ομάδα με τις περισσότερες εκτελεσμένες κατοχές με αυτόν τον τρόπο (5.84), κυρίως για χάρη του Άλεξ Αμπρίνες και του Κάιλ Κούριτς -δευτερευόντως του Νίκολα Μίροτιτς.

Σε ό,τι έχει να κάνει με την άμυνα, η λογική των (πολλών) πληροφοριών δεν αλλάζει. Ως επί το πλείστον, υπάρχει διαφορετική αντιμετώπιση για κάθε αντίπαλο (είτε ως ομάδα είτε ως παίκτη), πολύ απλά γιατί η φιλοσοφία του Σαρούνας Γιασικεβίτσιους στηρίζεται στην προσαρμογή στα χαρακτηριστικά του απέναντι.

Πριν κλείσουμε με την Μπαρτσελόνα, αξίζει να σταθούμε σε κάτι τελευταίο: τα νέα πράγματα που παρουσιάζει ως ομάδα, ακόμη κι από αγώνα σε αγώνα. Γιατί γίνεται αναφορά σε κάτι τέτοιο; Πολύ απλά γιατί μοιάζει ξεκάθαρο πως κάθε προπονητής θα επιδιώξει να παρουσιάσει κάτι που μπορεί, στον βαθμό του εφικτού, να βάλει τον αντίπαλο σε διαδικασία (έντονης) σκέψης και προβληματισμού. Εν προκειμένω λοιπόν, πρόκειται για μια συνθήκη πάνω στην οποία έχει δουλέψει πολύ η Μπαρτσελόνα σε όλη τη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου.

Ρεάλ Μαδρίτης

Η Ρεάλ Μαδρίτης είναι η πιο δύσκολα προσεγγίσιμη ομάδα εκ των τεσσάρων. Κυρίως γιατί ως σύνολο παρουσίασε τη μεγαλύτερη απόκλιση απόδοσης, σε τέτοιο σημείο που από διεκδικήτρια της πρωτιάς στη regular season λίγο έλειψε να χάσει το πλεονέκτημα έδρας στο φινάλε αυτής. Οι οκτώ ήττες στους δέκα τελευταίους αγώνες της κανονικής διάρκειας λένε πολλά, όπως αντίστοιχα η εντός έδρας ήττα από την Μπάγερν παρά το +16 του 28ου λεπτού στο WiZink Center. Η ίδια ομάδα που (δεν) έκανε όλα αυτά βέβαια, κατάφερε να "σκουπίσει" τη Μακάμπι στην προημιτελική σειρά, ούσα η πρώτη χρονικά που εξασφάλιζε ένα εισιτήριο για το Final Four -παρεμπιπτόντως, η "Βασίλισσα" μετράει εννιά σερί νίκες σε όλες τις διοργανώσεις τον τελευταίο μήνα.

Οι κακεντρεχείς θα πουν ότι αυτή η απότομη αλλαγή απόδοσης (που φαίνεται στα αποτελέσματα) προέκυψε μετά από την απόφαση του Πάμπλο Λάσο να κάνει στην άκρη τον Τομά Ερτέλ και τον Τρέι Τόμπκινς. Ως ένα βαθμό, μπορεί να υπάρχει μια μικρή δόση αλήθειας σε αυτό. Όχι όμως επειδή αμφότεροι είναι κακοί παίκτες (το κάθε άλλο), όσο επειδή το rotation έγινε πιο ευέλικτο, με τον Πάμπλο Λάσο να απλοποιεί αρκετά τα πράγματα και να βρίσκει τον ουσιαστικό ρόλο του Γκάμπριελ Ντεκ. Αφήνοντας κατά μέρους τους κακεντρεχείς (sic), οι αριθμοί αρκούν για να καταδείξουν πως η Ρεάλ Μαδρίτης είναι πολύ καλύτερη από αυτό που δείχνει (ή τουλάχιστον έδειξε στο φινάλε της regular season), φτάνοντας πολύ κοντά να γκρεμίσει όσα με κόπο έχτιζε μέχρι τον Μάρτιο.

Σύμφωνα με το InStat Scout λοιπόν, η "Βασίλισσα" (πάντα μεταξύ των τεσσάρων του Final Four) είναι:

  • Πρώτη σε κατοχές (82.25)
  • Τελευταία σε πόντους (79.33)
  • Τελευταία σε πόντους ανά κατοχή (0.96 -η μοναδική που είναι κάτω από το 1.00)
  • Τελευταία σε ποσοστό ευστοχίας στα σουτ εντός παιδιάς (46%)
  • Πρώτη σε επιθετικά ριμπάουντ (9.81)
  • Πρώτη σε ριμπάουντ (35.14)
  • Πρώτη σε ασίστ (18.61)
  • Πρώτη σε κλεψίματα (6.39)
  • Πρώτη σε μπλοκ (3.28)

Ποια είναι η εξήγηση γι αυτό;

Υπό τις οδηγίες του Πάμπλο Λάσο, η Ρεάλ Μαδρίτης εξελίχθηκε σε αυτοματοποιημένη μπασκετική μηχανή. Με αξιοπρόσεκτη ακρίβεια και συνέπεια σε ό,τι κάνει, κυρίως στην επίθεση. Εδώ κι ενάμιση χρόνο όμως, δεν έχει βρει τον παίκτη που θα μπει στα παπούτσια του Φακούντο Καμπάσο -αυτό επηρεάζει τη συνολική επιθετική λειτουργία της. Η ισπανική ομάδα επενδύει λοιπόν σε μεγάλο βαθμό στην ταχύτητα με την οποία τρέχει τις κατοχές της κι ας επηρεάζει αυτό κάποιες φορές την ακρίβειά τους. Η ποσότητα των plays δεν είναι τόσο μεγάλη όσο εκείνη της Μπαρτσελόνα, αλλά το πόδι στο γκάζι αρκεί για να προβληματίσει την αντίπαλη άμυνα.

Ο Πάμπλο Λάσο στον πάγκο της Ρεάλ Μαδρίτης
Ο Πάμπλο Λάσο στον πάγκο της Ρεάλ Μαδρίτης EUROKINISSI SPORTS


Το ένα είναι αυτό. Το άλλο έχει να κάνει με την πίεση που ασκεί ως σύνολο στο επιθετικό ριμπάουντ. Το physicality είναι κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμά της, γεγονός που δεν εκπορεύεται μόνο από τα δύο τεράστια κορμιά που έχει στο "5" (Έντι Ταβάρες, Βενσάν Πουαριέ) αλλά κι από την αθλητικότητα των υπόλοιπων ημίψηλων παικτών. Η συνολική ικανότητα στον αέρα τής δίνει λοιπόν τη δυνατότητα να παίζει σε υψηλό αριθμό κατοχών και -ακόμα καλύτερα- να κυνηγάει την transition offense (είναι πρώτη μεταξύ των τεσσάρων με 5.56 τέτοιες κατοχές ανά αγώνα).

Όσο για το πίσω μέρος του παρκέ, η παρουσία του Έντι Ταβάρες αποτελεί το "Α" και το "Ω". Ο Πάμπλο Λάσο έχτισε πάνω του μια από τις πιο αποτελεσματικές άμυνες της EuroLeague τα τελευταία χρόνια, διατηρώντας τον θηριώδη σέντερ βαθιά μέσα στη ρακέτα. Αυτό υποχρεώνει τον εκάστοτε αμυντικό περιφερειακό να "σπάσει" το on ball screen όσο το δυνατόν πιο δυναμικά και γρήγορα (το physicality που λέγαμε νωρίτερα ξανακάνει την εμφάνισή του), με σκοπό να περιορίσει τον χώρο και τον χρόνο εκτέλεσης του αντίπαλου χειριστή μετά από ντρίμπλα, από τα 6μ75.

Παρεμπιπτόντως, η μοναδική ίσως ομάδα στην Ευρώπη που δείχνει να έχει βρει το αντίδοτο σε αυτό με συνέπεια και ακρίβεια επί μακρώ στη διάρκεια της αγωνιστικής περιόδου είναι η Μπαρτσελόνα. Σε αυτό μείζονα ρόλο παίζει η παρουσία του Σερτάτς Σανλί, ενός ψηλού που λειτουργεί κυρίως με pop out, ανοίγοντας χώρο για τους υπόλοιπους προς τη ρακέτα. Για κλείσιμο, θα αφήσουμε ως σημείωση αυτό εδώ: η Ρεάλ Μαδρίτης μετράει πέντε σερί ήττες από την Μπαρτσελόνα σε όλες τις διοργανώσεις. Πήρε το πρώτο παιχνίδι της σεζόν για το SuperCopa Endesa τον Σεπτέμβριο, έκτοτε όμως έχασε από δύο φορές σε EuroLeague, Liga Endesa και μία στο Copa del Rey.

Το SPORT24 στο Final Four στο Βελιγράδι

Το SPORT24 “κατεβάζει” την δική του μπασκετική 5άδα στο Final Four 2022! Π. Διαμαντόπουλος, Σ. Καβαλιεράτος, Β.Σκουντής, Γ. Φιλέρης και Χ. Σταύρου βρίσκονται στο Βελιγράδι και είναι έτοιμοι να μεταδώσουν τον παλμό και όλα τα αγωνιστικά νέα της ομάδας του Ολυμπιακού από την Stark Arena!

Κάνε εγγραφή στα push notifications του SPORT24 και στο κανάλι στο Youtube για να ενημερώνεσαι και να μη χάνεις καμία στιγμή!

TAGS BASKETBALL ANALYSIS ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΜΠΑΣΚΕΤ FINAL FOUR FINAL FOUR 2022 FINAL FOUR ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ ΑΝΑΝΤΟΛΟΥ ΕΦΕΣ ΡΕΑΛ ΜΑΔΡΙΤΗΣ ΡΕΑΛ ΜΑΔΡΙΤΗΣ ΜΠΑΣΚΕΤ ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ ΜΠΑΡΤΣΕΛΟΝΑ ΜΠΑΣΚΕΤ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ