OPINIONS

Φεύγει. Αφήνει πίσω του συντρίμμια;

Φεύγει. Αφήνει πίσω του συντρίμμια;
INTIME SPORTS

Το "φεύγω" του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς που είχε φανεί εδώ και καιρό, οι μισές εξηγήσεις που δόθηκαν και το τέλος μιας σχέσης που αποδεικνύει ότι τίποτα τελικά δεν κρατάει για πάντα, ακόμη και αυτά που κρατάνε σχεδόν μια ολόκληρη ζωή. Ο Μάνος Μίχαλος γράφει για το αντίο του κορυφαίου Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς στον Παναθηναϊκό (του).

Ίσως η συμμετοχή της Εθνικής ομάδας στο Euro (που αυτή τη στιγμή την οποία γράφω, βρίσκεται εύκολα πίσω στο σκορ με 2-0 απέναντι στην Τσεχία), ίσως η αναμονή για τις δεύτερες μνημονιακές (ή μήπως μνημειώδεις) εκλογές αυτού του τόπου, ή μπορεί ακόμη και λόγω του ότι η ζέστη ανέβηκε απότομα τις τελευταίες ημέρες, πάντως για πολλούς και διάφορους λόγους το ότι ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς δεν θα ξαναμπεί στο ΟΑΚΑ χτυπώντας το χέρι του στην αριστερή πλευρά του στήθους του, δεν είναι η πιο σημαντική είδηση.

Είναι και μάλιστα με διαφορά. Ωστόσο, περιέργως, δεν λαμβάνεται ως τέτοια, τουλάχιστον σε συνολικό επίπεδο, αφού στις τάξεις των φιλάθλων του Παναθηναϊκού έχει πέσει βουβή σιωπή, μια βαριά και στενάχωρη ατμόσφαιρα. Όμως, το να φεύγει ο Ομπράντοβιτς, δεν είναι θέμα μόνο παναθηναϊκό. Είναι δημοσιογραφικό, μπασκετικό, αθλητικό.

Ναι ξέρω. Η Ελλάδα έχει κρίση, δεν πάει να φύγει κι ο Ομπράντοβιτς. Μόνο που το σωστό στην προκειμένη περίπτωση είναι το εξής:

Ο Παναθηναϊκός έχει κρίση. Και έφυγε ο Ομπράντοβιτς.

Η αλήθεια είναι ότι στα δικά μου μάτια, παρά τα χρόνια στο ερυθρόλευκο ρεπορτάζ και γενικώς τη φιλολογία, τη «φιλοσοφία» και τη γενικότερη συζήτηση γύρω από τον Ολυμπιακό, μοιάζει σαν κάτι τεράστιο. Πιθανότατα η Αντωνία Μαραγούσια, ο Γιάννης Αβραμίδης και άλλοι συνάδελφοι από άλλα Μέσα που έχουν ζήσει τον Παναθηναϊκό όλα αυτά τα χρόνια, τον Παναθηναϊκό του Ομπράντοβιτς, τον Ομπράντοβιτς, τον Ζέλικο, τον Ζοτς, να έχουν περισσότερα να πουν (είτε θέλουν, είτε όχι) ή να νιώθουν ένα πολύ μεγαλύτερο δημοσιογραφικό και ψυχολογικό ταρακούνημα.

Ανάλογο με εκείνο του 1996, που είχαν νιώσει όσο «έτρεχαν» πίσω, γύρω ή δίπλα στον Ολυμπιακό και άκουσαν τον Γιάννη Ιωαννίδη να εμφυτεύει τη λέξη «ψυχισμός» στη διάλεκτο και την καθημερινότητα του ελληνικού μπάσκετ. Τότε, λόγω της συνέντευξης Τύπου που επέλεξε να δώσει και του τρόπου με τον οποίο ο «ξανθός» πάντα μιλούσε, χωρίς τύπους και πρωτόκολλα, υπήρξαν δάκρυα, άλλοι κράτησαν την κασέτα στο αρχείο τους και την έβλεπαν ξανά και ξανά, άλλοι δεν αποσύνδεσαν για χρόνια τον μπασκετικό Ολυμπιακό από τον Ιωαννίδη και για κάποιους έσπασε ένα κομμάτι γυαλί από τη συναισθηματική σχέση προέδρου-φιλάθλου με τον Σωκράτη Κόκκαλη.

Από τότε, δεν υπήρξε άλλος προπονητής που να δέθηκε με μια ομάδα σε τόσο μεγάλο βαθμό. Σε βαθμό εξάρτησης. Μέχρι τον Ομπράντοβιτς, ο οποίος φυσικά ξεπέρασε και το επίπεδο εκείνο που είχε φτάσει ο Ιωαννίδης στον Ολυμπιακό. Μπορεί τότε, στα μέσα της δεκαετίας του 90, ο κόσμος του Ολυμπιακού να τραγουδούσε «ποτέ μην έρθει η στιγμή, να αφήσεις το λιμάνι, θα σ’ αγαπάμε μια ζωή, Ιωαννίδη Γιάννη», αλλά ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς μετουσιώθηκε σχεδόν σε ολόκληρο το μπασκετικό τμήμα του Παναθηναϊκού.

Και δεν μιλάω για τον Ομπράντοβιτς των πρώτων ετών. Αυτός, ακόμη δεν είχε βγάλει από πάνω την κρούστα του επαγγελματία. Εκεί στα πρώτα δύο τρία χρόνια, ήταν ακόμη ένας πολύ καλός προπονητής, από τους καλύτερους, ο «διάδοχος» του Ίβκοβιτς. Στη συνέχεια και με το θαύμα της Μπολόνια, τους συνεχόμενους ελληνικούς τίτλους, τα αστέρια στη φανέλα του Παναθηναϊκού που έγιναν έξι, τις νίκες, τις δηλώσεις, τη συμπεριφορά, το στυλ, ο μύθος του μεγάλωνε ακόμη περισσότερο. Είτε δικαιολογημένα, είτε επειδή απλώς είναι δύσκολο να αμφισβητήσεις κάποιον που φέρνει αποτελέσματα. Ακόμη κι αν το κάνεις, εκτίθεσαι εσύ ο ίδιος. Όχι αυτός.

Στο μεταξύ, ο ίδιος δενόταν με την ομάδα, τον κόσμο, τους δημοσιογράφους, έβρισκε κι αυτός με τη σειρά του τρόπους, για να ενισχύει αυτή τη σχέση. Δηλώσεις που μιλούσαν στην καρδιά ενός φιλάθλου, στήριξη στους παίκτες με την κλασική κίνηση να δείχνει πάντα αυτούς, όταν ακουγόταν το δικό του όνομα από τον κόσμο των πρασίνων και γενικώς εκφράσεις συναισθημάτων, εγκαθίδρυση ενός προπονητικού καθεστώτος με τεράστιο βάθος και προεκτάσεις εντός κι εκτός των τεσσάρων γραμμών ή των αποδυτηρίων του ΟΑΚΑ.

Ωστόσο, σε όλες τις σχέσεις υπάρχει και έρχεται η κρίση.

Και στη σχέση του Παναθηναϊκού με τον Ομπράντοβιτς ήρθε πέρυσι το καλοκαίρι. Τότε, που το διοικητικό μέλλον της πράσινης ΚΑΕ βρέθηκε στον αέρα, ο Παύλος έκατσε ακόμη πιο πίσω, ο Θανάσης βρέθηκε να κρατάει οικογενειακές ισορροπίες και το ερώτημα αν ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος ή Ρώσοι ή άλλης προέλευσης επενδυτές θα έρθουν για να αναλάβουν την ομάδα ειπώθηκε για πρώτη φορά ανάμεσα στους φιλάθλους του Παναθηναϊκού.

Και τότε, που ο Ομπράντοβιτς είπε «οκ, μένω», κανείς δεν κατάλαβε, ίσως επειδή ούτε και ο ίδιος το επέτρεπε κυρίως για να μην επηρεάσει τους παίκτες στη σεζόν που μόλις τελείωσε, ότι επί της ουσίας εννοούσε «μένω, μέχρι να φύγω». Η χρονιά ολοκληρώθηκε, με τον Ολυμπιακό βασιλιά που επιστρέφει στο θρόνο του, σαν Ταργκάρυεν στο Game of Thrones (με παίκτες-δράκους που πετούσαν φωτιές), με απόλυτη επικράτηση έναντι του Παναθηναϊκού και με έξτρα κόσμημα το στέμμα του πρωταθλητή Ευρώπης.

Αυτή η αγωνιστική εξέλιξη, δημιούργησε περισσότερες περιπλοκές στο θέμα της παραμονής του Σέρβου. Να μείνει με νέο κίνητρο να δώσει πάλι τα σκήπτρα στους πράσινους ή να φύγει για να αναζητήσει μια νέα αρχή στην καριέρα του, στα 52 του χρόνια (δηλαδή πολύ νέος ακόμη) και γνωρίζοντας ότι χρειάζεται όχι τόσο δουλειά (αυτή δεν τον φόβισε και ποτέ στην καριέρα του), αλλά κυρίως υψηλή διαχείριση άλλων πραγμάτων που δεν έχει πλέον τις αντοχές να κάνει, ούτε και τη διάθεσή ίσως.

Ο Ομπράντοβιτς όλα αυτά τα χρόνια, δούλεψε σε έναν Παναθηναϊκό εξαιρετικής εσωτερικής λειτουργίας και ευμάρειας. Μεγάλα μπάτζετ, διοικητική ηρεμία και εκείνος να κινεί τα αγωνιστικά νήματα δίχως παρεμβολές, δίχως ενοχλήσεις στο έργο του. Έπαιρνε τους περισσότερους από τους παίκτες που ήθελε και είχε, τους ανέπτυσσε, τους έβαζε στο ιδιαίτερο και επιτυχημένο προπονητικό καλούπι του και οι νίκες-επιτυχίες-τίτλοι συντηρούσαν ένα ιδανικό κλίμα και αγαστές συνθήκες εργασίας.

Με την οικογένεια Γιαννακόπουλου να μειώνει το μπάτζετ από πέρυσι και να θέλει να το κρατήσει το ίδιο χαμηλά και φέτος, το ρόστερ να επιβάλλει ανανέωση λόγω ηλικίας, κόπωσης και κορεσμού και με την Εφές να κουνάει βαλίτσες με χρήματα μπροστά στα μάτια του Ζοτς, τόσο για μεταγράφες όσο και για τον ίδιο, οι «σειρήνες» ήταν για πρώτη φορά τόσο έντονες. Για πρώτη φορά δελεαστικές και καλύτερες από το «σπίτι» του.

Την πόρτα του οποίου φάνηκε να ανοίγει νωρίτερα, όταν μιλούσε περί τελευταίου Φάιναλ Φορ στην Πόλη, περί τελευταίου ματς στο ΟΑΚΑ στον τέταρτο τελικό με τον Ολυμπιακό και φαινόταν να προϊδεάζει το έδαφος όχι φυσικά για μια απόφαση που ήδη είχε πάρει, αλλά δεν ήθελε να πει ευθέως (από όσο γνωρίζω είναι πολύ ξεκάθαρος άνθρωπος-άντρας), αλλά για μια απόφαση της οποίας ερχόταν ίσως η ώρα να πάρει.

Οι μισές εξηγήσεις, λάθος και των δύο

Σύμφωνα με την ανακοίνωση που δόθηκε προς τα ΜΜΕ, αυτή η απόφαση ήταν «κοινή». Σαν διαζύγιο, σαν χωρισμός που συμβαίνει ύστερα από συζήτηση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα. Μόνο που κανένας άντρας και καμιά γυναίκα, δεν σηκώθηκαν ένα πρωί και αποφάσισαν να συζητήσουν ότι «πρέπει να χωρίσουμε». Πάντα προϋπάρχει ένα πρόβλημα, μια κούραση, μια διαφωνία. Στην προκειμένη περίπτωση, υπήρχαν φαίνεται, περισσότερες από μία.

Η πλευρά της διοίκησης του Παναθηναϊκού προσπαθούσε με διαρροές ή δημοσιεύματα να περάσει στον κόσμο το μήνυμα ότι ο Ομπράντοβιτς δεν συμφωνεί στα χρήματα. Του ρόστερ, τα δικά του. Εκείνος από την πλευρά του μίλησε για «σεβασμό» και όλα τα υπόλοιπα για τα χρήματα τα τιτλοφόρησε με τη λέξη «μαλακίες». Μισές εξηγήσεις και από τις δύο πλευρές ή τουλάχιστον μισές εξηγήσεις ακούγονται αυτές σε έναν τρίτο. Το πιθανότερο η αλήθεια να βρίσκεται κάπου στη μέση, κάπου στο κενό που δημιουργήθηκε ανάμεσα στην οικογένεια και το «μέλος» της, κάπου στους αριθμούς, τις φιλοσοφίες, τα θέλω και τα πρέπει, τα μπορώ και τα δεν γίνεται.

Για τον Ομπράντοβιτς άλλη μια χρονιά χωρίς εγγυήσεις και χωρίς ιδιαίτερα μεγάλο μπάτζετ για να κάνει αυτά που θέλει, θα ήταν άλλη μια χρονιά που θα έπρεπε να ρισκάρει. Και μπορεί σαν άνθρωπος να μην φοβήθηκε ποτέ τη συγκεκριμένη λέξη, αλλά η υστεροφημία είναι ίσως το σημαντικότερο που μένει σε έναν άνθρωπο που εμπλέκεται με τα κοινά, τον αθλητισμό, το οτιδήποτε έχει έκθεση στην κοινή γνώμη. Αν ο Ζοτς έπρεπε και τη νέα χρονιά να κάνει και τον προπονητή, αλλά και τον διαχειριστή εσωτερικών κρίσεων μέσα στην ομάδα, ήταν κάτι που προφανώς δεν ήθελε ή δεν άντεχε να κάνει, ειδικότερα όταν θα χρειαζόταν να κτίσει αγωνιστικά την ομάδα από την αρχή, δεδομένου ότι ο Παναθηναϊκός θέλει ανανέωση.

Αυτό δεν σημαίνει ότι εκεί που θα πάει ο Ομπράντοβιτς τα πράγματα θα είναι πιο εύκολα, αφού σίγουρα θα είναι καινούρια για αυτόν, άρα θα χρειαστεί προσαρμογή και διαχείριση των νέων και διαφορετικών συνθηκών που θα συναντήσει, αλλά η παραμονή του στην Ελλάδα με χρήματα που δεν τον βολεύουν για μεταγραφές, τον Ολυμπιακό έτοιμο (αφού πρώτα ξεκαθαρίσει κι αυτός τι μέλλει γενέσθαι με τον Ίβκοβιτς - άλλη συζήτηση αυτή, για άλλες ώρες) να επιβάλλει τη δική του κυριαρχία και μειωμένες αντοχές από την πολυετή τριβή του με τα ενδότερα του Παναθηναϊκού αλλά και του ελληνικού μπάσκετ γενικότερα, δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Ίσως να μην ήταν συμφέρουσα (για εκείνον) υπόθεση.

Από την άλλη, η αποχώρησή του συμβαίνει σε ένα σημείο όπου κανείς δεν μπορεί να πει τίποτα, καθώς αφήνει 23 τίτλους πίσω του, αλλά είναι γεγονός πώς αποφάσισε να φύγει στην πιο δύσκολη στιγμή της ομάδας και με το ερώτημα πώς και με ποιόν θα μαζέψει τα συντρίμμια του ο Παναθηναϊκός. Έναν Παναθηναϊκό που εκείνος δημιούργησε κατά κύριο λόγο, χωρίς αυτό να υποτιμάει την αξία των δραχμών και των ευρώ που έχει δαπανήσει η οικογένεια Γιαννακόπουλου τόσα χρόνια για τον Παναθηναϊκό. Αν και αυτή η παράμετρος έχει πάλι δύο πλευρές. Ναι, ο Ομπράντοβιτς έκανε τον Παναθηναϊκό αυτό που είναι, αλλά και ο Ομπράντοβιτς μέσα από τον Παναθηναϊκό έγινε αυτό που είναι τώρα.

Είναι πολύπλοκο. Όπως όλες οι σχέσεις που κρατάνε τόσα χρόνια.

Γι’ αυτό και ίσως να μην έχει τόση σημασία και να μοιάζει περισσότερο με δημοσιογραφικό παρασκήνιο το αν και πόσα χρήματα στο μπάτζετ ή για τον ίδιο προσωπικά ήθελε τελικά ο Ομπράντοβιτς για να μείνει ή πόσα ήταν διατεθειμένοι να δώσουν σε έναν «δικό τους άνθρωπο» οι Γιαννακόπουλοι.

Όπως και στους χωρισμούς, αυτό που μένει είναι το μηδέν. Από αυτό καλούνται να ξεκινήσουν και ο Ομπράντοβιτς και ο Παναθηναϊκός. Υπάρχει, δηλαδή, ένα ξεκάθαρο και μεγάλο κίνητρο για να συνεχίσει ο καθένας μόνος του: Να δείξουν ύστερα από 13 χρόνια ότι δεν έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλον.

Υ.Γ. Η αποχώρηση του Ζέλιμιρ Ομπράντοβιτς από τον Παναθηναϊκό είναι μια μεγάλη, με πολλές προεκτάσεις και αρκετή συζήτηση ήττα για το ελληνικό μπάσκετ. Ό,τι χρώμα φανέλα, γυαλιά φοράς ή ό,τι πληκτρολόγιο κι αν κρατάς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ