Κρις Ρία: Ο μέγας μπλουζίστας που λάτρευε τον Άιρτον Σένα και τη Ferrari

Από τη δισκογραφία του σπουδαίου Βρετανού τραγουδοποιού Κρις Ρία, που πέθανε χθες σε ηλικία 74 ετών, ανάβλυζε μια αγάπη εξίσου ισχυρή με τη μουσική του – η αγάπη του για το αυτοκίνητο και τους αγώνες, από το συγκλονιστικό “Saudade”, φόρο τιμής στον Άιρτον Σένα, μέχρι το άλμπουμ του “La Passione” για τη Ferrari.
Γεννημένος το 1951 στο Μίντλεσμπρο, σε ένα βιομηχανικό περιβάλλον μακριά από τον ήλιο και τη φαντασία της Μεσογείου, ο Κρις Ρία μεγάλωσε ονειρευόμενος δρόμους που δεν είχε ακόμη διασχίσει.
Από παιδί τον μάγευε η Ιταλία, τόσο λόγω της καταγωγής του πατέρα του, Καμίλο Ρία, όσο και των αυτοκινήτων με το cavallino στο φτερό που είχαν ήδη αποκτήσει μυθικές διαστάσεις στο συλλογικό φαντασιακό.
Περνούσε ώρες κοιτάζοντας άτλαντες, ονειρευόμενος το Μαρανέλο, τη Φλωρεντία και φυσικά τις Ferrari. Αυτή η σχέση με τον δρόμο και το αυτοκίνητο διαπέρασε τη μουσική του από πολύ νωρίς.
Πολλά από τα τραγούδια του, έλεγε, είναι “ερωτικές ιστορίες ανθρώπων μέσα σε αυτοκίνητα”, παρατηρήσεις στιγμών που συμβαίνουν σε ταξίδια, σε ουρές, σε νυχτερινές διαδρομές. Το αυτοκίνητο, στους στίχους και στην ατμόσφαιρα των τραγουδιών του, γίνεται σκηνή, καταφύγιο και εξομολογητήριο.
Η πιο ξεκάθαρη και προσωπική του κατάθεση γύρω από το θέμα ήρθε το 1996 με το φιλμ και το άλμπουμ “La Passione”. Ένα βαθιά αυτοβιογραφικό έργο, όπου ο Ρία επιχειρεί να εξηγήσει πώς γεννιούνται οι εμμονές και τα όνειρα ενός παιδιού γύρω από την ταχύτητα και το στυλ.
Στο soundtrack ξεχωρίζει το “Shirley Do You Own A Ferrari?”, ένα παιχνιδιάρικο και ταυτόχρονα ειρωνικό ντουέτο με τη Σίρλεϊ Μπάσεϊ που χρησιμοποιεί τη Ferrari όχι απλώς ως αυτοκίνητο, αλλά ως φετίχ, ως σύμβολο επιθυμίας και κοινωνικού μύθου.
Μαζί με δημιουργιες όπως το “Girl in a Sports Car” και το “Le Mans”, το “La Passione” λειτουργεί σαν μουσική επιστολή αγάπης προς τον κόσμο των σπορ αυτοκινήτων και των αγώνων αντοχής.
“Προσπαθούσαν τόσο πολύ. Εμφανίζονταν με κάτι εκπληκτικό και μετά χαλούσε. Που είναι τόσο ιταλικό”, είπε κάποτε για τη Ferrari σε συνέντευξή του ο Ρία. “Όμως σήμερα πολλοί ιδιοκτήτες Ferrari είναι δισεκατομμυριούχοι. Και χάνεις λίγο εκείνους τους τρελούς τύπους σε ένα χωριό έξω από τη Μόντενα που προσπαθούσαν να κερδίσουν.
Δεν μπορείς να έχεις Formula 1 χωρίς τη Ferrari – απλώς δεν γίνεται. Είναι μέρος του θέματος, το κόκκινο αυτοκίνητο, και πολλά έχουν να κάνουν με το χρώμα. Αν ένα παιδί ερωτευτεί τη Ferrari αυτό το Σαββατοκύριακο, όταν τελικά αγοράσει μία θα είναι κόκκινη. Και όταν μεγαλώσει, θα είναι μεταλλικό κόκκινο – και θα φορά μεταμφίεση όταν την οδηγεί για να μην τον αναγνωρίζουν”.
Ο ίδιος εξήγησε πώς άναψε το πάθος του για τη F1 και τη Ferrari: “Ήταν ένα κυριακάτικο απόγευμα, μια σύντομη ζωντανή μετάδοση από το Μόντε Κάρλο, και ο Στέρλινγκ Μος άφηνε τους πάντες πίσω του. Καθώς περνούσε πρώτος, χαμηλά στον λόφο, έβλεπα αυτά τα περίεργα μικρά πράγματα και ρωτούσα τον πατέρα μου: ‘τι είναι αυτά;’. Και μου έλεγε: ‘σκουάλε’ – καρχαρίες.
Ήμουν μόλις οκτώ χρονών. ‘Τι χρώμα είναι;’, ρωτάω, κι εκείνος παίρνει το κρασί του και λέει: ‘Κόκκινο του αίματος, γιε μου, κόκκινο του αίματος’. ‘Και ποιος είναι αυτός ο οδηγός;’. Έμοιαζε με έναν καλοκάγαθο Νταρθ Βέιντερ με το σύγχρονο κράνος του, το όνομά του ήταν Βόλφγκανγκ φον Τριπς, και ζούσε σε ένα κάστρο.
Αυτό ήταν. Από εκείνο το βράδυ και μετά δεν υπήρχε τίποτα άλλο εκτός από τη Ferrari με τη μύτη σαν του καρχαρία” εξήγησε ο Ρία, αναφερόμενος στη θρυλική Ferrari 156, το μονοθέσιο της Scuderia για τη F1 του 1961, που είχε το ιδιαίτερο προσωνύμιο “sharknose” επειδή έμοιαζε εμπρός με ρύγχος καρχαρία.
“Πολλά χρόνια αργότερα περπατούσα στην Κολωνία στο ρεπό από την περιοδεία, και στη γωνία ήταν ένα μουσείο για τον Βόλφγκανγκ φον Τριπς. Είχαν κατεβάσει όλο το υλικό από τη σοφίτα, ανάμεσά τους και ένα κουτί με μπομπίνες και φιλμ – όλα τα ερασιτεχνικά του βίντεο από τις διακοπές του από το 1957 έως το 1960.
Δεν είχα ξαναδεί ποτέ πλάνα του Φον Τριπς. Τον έδειχναν να μαζεύει μήλα στο κάστρο του και στα παρασκήνια κάθε μεγάλου αγώνα. Δεν είχαν προβληθεί ποτέ και μου τα έδωσαν, και από εκεί γεννήθηκε η ιδέα των παιδικών ονείρων”.
Η πιο συγκινητική σύνδεση του Ρία με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό, όμως, ήταν αυτή που αποτυπώθηκε στο τραγούδι “Saudade”, αφιερωμένο στον Άιρτον Σένα. Ο τίτλος, δανεισμένος από την πορτογαλική λέξη που περιγράφει μια βαθιά, σχεδόν μεταφυσική νοσταλγία, συνοψίζει το συναίσθημα απώλειας που ένιωσε ο ίδιος, όπως εκατομμύρια φίλοι της Formula 1, μετά τον τραγικό θάνατο του Βραζιλιάνου θρύλου το 1994.
Το “Saudade” δεν είναι ένα κλασικό αγωνιστικό αφιέρωμα, αλλά το ξέσπασμα της εσωτερικής του θλίψης για έναν άνθρωπο που έβλεπε την οδήγηση ως πνευματική εμπειρία – κάτι που ο Ρία κατανοούσε απόλυτα.
Το πηγαίο, τόσο εκφραστικό οδηγικό στιλ του Σένα τον γοήτευε σε τέτοιο βαθμό ώστε όταν είδε τα φθαρμένα γάντια του Βραζιλιάνου, τα αντιμετώπισε ως απόδειξη της τεράστιας σωματικής και πνευματικής προσπάθειας που απαιτούσε η οδήγησή του. Τα τρύπια γάντια του Άιρτον έγιναν για τον Ρία ένα ισχυρό σύμβολο αφοσίωσης και μόχθου.
Του έμεινε στη μνήμη το Μονακό του 1988: “Ο Σένα κέρδιζε ένα δευτερόλεπτο από όλους στη φουρκέτα Loews. Έπαιρνε ένα δευτερόλεπτο από όλους εκεί” είπε σε μεταγενέστερη συνέντευξή του ο Ρία. “Είναι η αγαπημένη μου χρονιά της McLaren, με την MP4/8. Το να βλέπεις τον Σένα από μέσα ήταν απίστευτο. Κάποιος μου έδειξε τα γάντια μετά το Μονακό – είχαν φθαρεί τελείως”.
Βρισκόταν, επίσης, μέσα στο Ντόνινγκτον το 1993, σε μία από τις πιο μεγαλειώδεις στιγμές του Άιρτον όπου διέλυσε τις Williams στη βροχή με μια κατώτερη McLaren: “Γύρισα σπίτι με σημάδια από τα κάγκελα στο πρόσωπό μου από το Ντόνινγκτον του 1993. Στάθηκα εκεί όρθιος σε όλο τον αγώνα. Οδηγούσε μέσα από ποτάμια – δεν ξέρω πώς το έκανε”, συνέχισε ο Ρία.
Η σχέση του Βρετανού μουσικού με τα αυτοκίνητα, ωστόσο, δεν έμεινε μόνο στη φαντασία ή στο στούντιο. Ήταν απολύτως βιωματική. Ένα από τα λιγότερο γνωστά αλλά πιο αποκαλυπτικά περιστατικά της ζωής του συνέβη το 1995, όταν ο Κρις Ρία εργάστηκε ως μηχανικός στα πιτς στο GP του Μονακό, με την ομάδα της Jordan.
Με στολή και συγκεκριμένο ρόλο, ήταν υπεύθυνος για τη θερμαντική κουβέρτα του πίσω δεξιού ελαστικού στο μονοθέσιο του Έντι Ιρβάιν. Δεν επρόκειτο για επικοινωνιακό τέχνασμα, αλλά για μια αυθεντική ανάγκη να ζήσει τον κόσμο της Formula 1 από μέσα.
“Μπόρεσα να φορέσω τη δική μου φόρμα και το κράνος μου στο γκαράζ” εξήγησε λίγα χρόνια αργότερα, σε συνέντευξή του. “Πραγματικά δεν ήθελα να κάνω το VIP κομμάτι, οπότε ήμουν υπεύθυνος για το δεξί πίσω ελαστικό του Έντι Ιρβάιν.
Το έκανα μερικές φορές, αλλά η μόνη φορά που ήταν πραγματικά δύσκολο ήταν στο Μονακό. Ο τροχός μου ήταν πολύ ζεστός και είναι αρκετά μεγάλη η διαδρομή τρέχοντας με αυτόν τον εξοπλισμό, πιθανότατα επειδή είχα ένα τρομερό hangover”.
Παράλληλα, ο Κρις Ρία πήρξε ιδιοκτήτης και οδηγός κλασικών αυτοκινήτων: μιας Ferrari Dino και μιας Ferrari 328, ενώ είχε στην κατοχή του και μία Lotus 6 του 1955.
Συμμετείχε σε αγώνες ιστορικών αυτοκινήτων και δεν δίστασε να βρεθεί στο περιβάλλον του επαγγελματικού motorsport, παίρνοντας μέρος σε δοκιμές και εκδηλώσεις που σχετίζονταν με το Βρετανικό Πρωτάθλημα Αυτοκινήτων Τουρισμού (BTCC) στις αρχές της δεκαετίας του ’90.
Έτσι, στον τοίχο του σπιτιού του μπορείς να δεις μαζί κιθάρες που του χάρισαν ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ και ο Τζόνι Μαρ των Smiths, την πορτοκαλί Fender Stratocaster με την οποία έγραψε το “Road To Hell” και δίπλα π.χ. ένα διαλυμένο έμβολο μιας Porsche από έναν αγώνα που του πήγε στραβά.
Για τον Κρις Ρία δεν υπήρχε διαφορά σε μια στιγμή βυθίσματος σε μια διαισθητική μουσική δημιουργία με την απόλυτη αφοσίωση σε έναν αριστουργηματικό γύρο κατατακτήριων δοκιμών: “Έπαιξα κάποτε στο Φεστιβάλ Τζαζ του Μοντρό και σε ένα κομμάτι που λέγεται ‘It’s All Gone’ έπρεπε να κάνω ένα ελεύθερο σόλο. Είναι το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει ποτέ – γιατί δεν το σκεφτόμουν.
Είναι σαν ένας γύρος κατατακτηρίων – πράγματα που σου βγήκαν όταν ήσουν πραγματικά στο όριο. Οι άνθρωποι μου λένε ότι το έχω ξανακάνει, αλλά δεν νομίζω. Αν ήξερα ότι κάποιος με τραβάει βίντεο, θα διαλυόμουν”, εξήγησε.
Ακόμα και τα πιο εμπορικά του τραγούδια, όπως το “The Road to Hell” και το “Driving Home for Christmas”, γεννήθηκαν από πραγματικές εμπειρίες στο δρόμο. Το πρώτο εμπνέυστηκε σε μια στιγμή που βρισκόταν κολλημένος στην κίνηση, ενώ το δεύτερο -σύμφωνα με την επίσημη ιστοσελίδα του- “αφηγείται την ιστορία ενός κουρασμένου ταξιδιώτη που επιστρέφει στο σπίτι του, μια στιγμή ζεστασιάς, χιούμορ και εορταστικής διάθεσης που δεν έχει χάσει ποτέ τη μαγεία της”.
Αυτά τα Χριστούγεννα, ο Κρις Ρία είναι αυτός που επιστρέφει στο “σπίτι” του. Με ένα sportscar, προς τους δρόμους των ουρανών – παρέα, πια, με τον Άιρτον, τον Έντσο και τον Φον Τριπς.