Ο Νίκος Σιρανίδης στο SPORT24: “Να επιστρέψω στα νέα παιδιά όσα με έκαναν να αγαπήσω τον αθλητισμό”

Ο Νίκος Σιρανίδης, χρυσός Ολυμπιονίκης της Αθήνας στις συγχρονισμένες καταδύσεις, μίλησε στο SPORT24 για τις δυσκολίες ως την κατάκτηση της κορυφής, την απαξίωση μετά την επιτυχία, αλλά και την επιστροφή του για να δώσει στους νέους, όσα και ο ίδιος έλαβε, από το άθλημα που αγαπά και υπηρετεί.
Δεν είναι λίγα, στον ελληνικό αθλητισμό, τα παραδείγματα αθλητών που, με το πάθος, την αγάπη και την υπερπροσπάθειά τους, κατάφεραν να κατακτήσουν κορυφές που έμοιαζαν απόρθητες.
Δυστυχώς όμως, δεν είναι και λίγες οι περιπτώσεις, που επιτεύγματα σαν αυτά δεν τιμήθηκαν, ή δεν εκτιμήθηκαν όσο τους άξιζε, παρά έμειναν στα χρονικά ως όμορφες ιστορίες, στην καλύτερη, ή στη χειρότερη ξεχάστηκαν εντελώς.
Στις 16 Αυγούστου 2004, ο Νίκος Σιρανίδης και ο Θωμάς Μπίμης πέτυχαν ένα θαύμα. Κατέκτησαν το πρώτο χρυσό μετάλλιο της Ελλάδας, στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και το παρθενικό στην ιστορία της χώρας μας στις καταδύσεις.
Λίγοι γνωρίζουν σήμερα, ή γνώριζαν και τότε, πως οι δύο Έλληνες πρωταθλητές ήταν καλοί, πρωτοφανώς καλοί για τα δεδομένα της χώρας μας, σε ένα άθλημα που δεν έχουμε και ούτε τότε είχαμε μεγάλη παράδοση.
Όπως μας είπε και ο ίδιος, ο Νίκος Σιρανίδης, η τετράδα, και γιατί όχι το χάλκινο μετάλλιο, ήταν ρεαλιστικός και αντικειμενικός στόχος. Αυτό από μόνο του θα συνιστούσε τεράστια επιτυχία, πόσο μάλλον το χρυσό μετάλλιο που ήρθε τελικά.
Σήμερα ασχολείται με την προπονητική και τον σύλλογό του, με όνομα “Πέντε Κύκλοι”, προσπαθώντας να επιστρέψει στα νέα παιδιά, όλα όσα τον έκαναν να αγαπήσει και να υπηρετήσει τον αθλητισμό.
Μάλιστα δεν μένει μόνο στις καταδύσεις, καθώς πρόσφατα δημιούργησε τμήμα Τάε Κβον Ντο και κάθε καλοκαίρι διοργανώνει camps για παιδιά, με πληθώρα ατομικών, ολυμπιακών αθλημάτων.
Το άθλημά μας επιβιώνει από την τρέλα μερικών ανθρώπων που παλεύουν συνεχώς
Η αρχή του δρόμου, οι άνθρωποι που στιγμάτισαν την πορεία του, οι δυσκολίες που ξεπέρασε μέχρι την κατάκτηση του αθλητικού “Έβερεστ”, αλλά και η απαξίωση και η προσγείωση όταν έσβησαν τα φώτα, μέχρι την επιστροφή του, για να δώσει πίσω σε νέα παιδιά, όλα τα όμορφα που έζησε σε αυτό το ταξίδι, αφήνοντας έξω όλα τα κακώς κείμενα.
Η κολύμβηση στην Ελλάδα είναι ένα άθλημα που πολλοί επιλέγουν για τα παιδιά τους. Πώς φτάνεις όμως στις καταδύσεις;
“Καταρχάς, εμείς είμαστε λίγο… ξώφαλτσοι στον υγρό στίβο. Είμαστε πιο κοντά στην ενόργανη παρά στα αθλήματα της πισίνας, αλλά μας συνδέει το νερό, γι’ αυτό και είμαστε στη KOE, την κολυμβητική ομοσπονδία.
Πολλά παιδάκια, όπως κι εγώ, δεν πήγαιναν ποτέ κολύμπι. Ξεκίνησα από ενόργανη. Εκεί ο προπονητής μου, ο Θόδωρος Μπαρμπούτης, έψαχνε παιδιά για πρωταθλητισμό και έτσι βρέθηκα στις καταδύσεις“.
Είχε μεγάλη διαφορά τότε από σήμερα; Σε σχέση με υποδομές, αγώνες κλπ;
“Νομίζω δεν έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικά. Και τώρα δεν έχουμε σχεδόν τίποτα, και τότε υπήρχαν λίγα. Το άθλημά μας επιβιώνει από την τρέλα μερικών ανθρώπων που παλεύουν συνεχώς με τις ομοσπονδίες για να διεκδικήσουν κάτι ακόμα.
Παλιά λέγανε: “φέρτε μια επιτυχία για να φτιάξει το άθλημα”. Φέραμε την απόλυτη επιτυχία, περίμενα καλύτερες μέρες, αλλά τελικά επιστρέψαμε ουσιαστικά 30 χρόνια πίσω“.
Κατάλαβες από νωρίς ότι θέλεις να κάνεις πρωταθλητισμό, ότι δεν βουτάς για χόμπι;
“Όχι. Όπως λέω και τώρα ως προπονητής, ο πρωταθλητισμός δεν είναι κάτι που το επιλέγεις, προκύπτει. Το βασικό είναι να αγαπήσεις αυτό που κάνεις. Είναι τεράστια επιτυχία όταν συμβαίνει, και προσπαθώ να περάσω αυτή τη νοοτροπία στα παιδιά του συλλόγου. Πρώτα πρέπει να αγαπήσουν αυτό που κάνουν.
Η αγάπη και το καθημερινό “θέλω να πάω” σε προωθούν. Όποια προβλήματα συναντήσεις, τα ξεπερνάς γιατί θες να είσαι εκεί.
Ξεκίνησα στα 8 μου χρόνια, τα πρώτα δύο χρόνια ήταν περισσότερο παιχνίδι. Στα 10 άρχισε να σοβαρεύει. Είχα μπει ήδη στις μικρές εθνικές και άρχισα τα πρώτα πανευρωπαϊκά. Από 8 χρονών έκανα 4 ώρες την ημέρα, έξι φορές την εβδομάδα, κάτι που τώρα οι γονείς δύσκολα μπορούν να επιτρέψουν με όλες τις υποχρεώσεις σχολείων, φροντιστηρίων και αγγλικών.
Όταν αγαπάς κάτι, αφήνεις κάποια πράγματα πίσω και το κυνηγάς“.
Οι πρώτοι σου Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν το 1996 στην Ατλάντα, σωστά; Πως έφτασες εκεί;
“Μπορούμε να συζητάμε ώρες γι’ αυτό. Προπονητής μου ήταν ο Θοδωρής Μπαρμπούτης. Ήρθε από τη Ρωσία και έφερε νοοτροπία από χώρα με παράδοση στο άθλημα. Εκείνος μαζί με τον τότε έφορο στον ΑΝΟ Γλυφάδας, τον κ. Φωκιανό είχαν φτιάξει έναν σύλλογο που με έκανε να αγαπήσω τις καταδύσεις και τον πρωταθλητισμό, μου έδωσε υποδομές και πειθαρχία.
Έκανα καθημερινά το “τρίγωνο των Βερμούδων”, Γλυφάδα-Πέραμα-ΟΑΚΑ και πίσω για να προπονούμαι
Το 1996 πήγαμε μαζί στην πρώτη Ολυμπιάδα, παρά τα πολλά προβλήματα. Στην Ελλάδα κάτι καλό σπάνια υποστηρίζεται, συχνά σου βάζουν τρικλοποδιές. Ο Μπαρμπούτης δεν ασχολούνταν με τα παρασκήνια, ήταν δουλευταράς. Φτιάξαμε λάκκο πτώσεων με αφρολέξ, γυμναστήριο στη Γλυφάδα, και άρχισαν να βγαίνουν οι πρώτοι αθλητές υψηλού επιπέδου.
Ήμουν φαντάρος, δεν έπαιρνα άδειες, η ομοσπονδία μου δυσκόλευε την προπόνηση. Έκανα καθημερινά το “τρίγωνο των Βερμούδων”, Γλυφάδα-Πέραμα-ΟΑΚΑ και πίσω για να παρουσιάζομαι στο στρατόπεδο και μετά να πηγαίνω προπόνηση.
Έπιασα τα όρια παρά τις δυσκολίες. Πήγα στην Ολυμπιάδα με την τελευταία αποστολή, μόνος μου, υπήρχε και παρασκήνιο με τον δηλωμένο ομοσπονδιακό προπονητή, αλλά ήταν μεγάλη εμπειρία”.
Ο δρόμος για το Σίδνεϋ
“Μετά την Ατλάντα, ο προπονητής μου έφυγε και αναγκάστηκα να δουλέψω μόνος μου. Είχα τάσεις φυγής για το εξωτερικό, ήθελα καλύτερο αποτέλεσμα στη δεύτερη Ολυμπιάδα. Έφυγα στην Ουκρανία για προετοιμασία, δανείστηκα χρήματα, και παρόλο που δεν ολοκλήρωσα πλήρως την προετοιμασία, αφού κάποια στιγμή τα χρήματα τελείωσαν, έπιασα τα όρια για Σίδνεϋ. Πήγα χωρίς προπονητή, η συνεργασία μου με τον τότε ομοσπονδιακό ήταν δύσκολη.
Στο Ολυμπιακό χωριό του Σίδνεϋ γνώρισα τον Μιχάλη Μουρούτσο, μέναμε μαζί, ήταν ωραία εμπειρία. Μου άλλαξαν δωμάτιο λίγες μέρες πριν τον αγώνα, κάτι που με εξόργισε. Στην αρχή με είχαν με τα παιδιά από τον Στίβο και τελευταία στιγμή με έβαλαν με τον Μιχάλη. Βέβαια εκείνο το δωμάτιο ήταν τυχερό. Εκείνος πήρε το μετάλλιο σε εκείνη την Ολυμπιάδα και εγώ στην επόμενη.
Στον τελικό του 2004 υπήρχε μια ενέργεια από πάνω μας
Για το θέμα με τα δωμάτια απευθύνθηκα στην Ολυμπιακή Επιτροπή. Είχα κάνει τέσσερα χρόνια προετοιμασία για αυτήν τη στιγμή και η αντιμετώπιση ήταν απαράδεκτη.
Γυρνώντας, τιμωρήθηκα ένα χρόνο, λόγω απειθαρχίας στο Ολυμπιακό Χωριό. Τότε ήρθε νέος σωματειακός προπονητής, ο Γιούρι Αρταμόνοφ, και μαζί του έδειξα ξανά εμπιστοσύνη σε προπονητή”.
Το όνειρο της Αθήνας
“Η τετραετία 2000-2004 ήταν σκληρή. Το 2002 πέρασα έναν Κινέζο σε Grand Prix, παρά τα προβλήματα με τα χέρια μου και την υπερκόπωση. Άρχισα να πιστεύω ότι κάτι καλό θα γίνει.
Το 2004 φτάσαμε να διεκδικούμε μετάλλιο, κάτι που δεν το φανταζόμασταν. Ο ρεαλιστικός και αντικειμενικός στόχος ήταν τρίτη-τέταρτη θέση, ήδη τεράστιο για ελληνικές καταδύσεις.
Στο Παγκόσμιο είχαμε βγει πέμπτοι με πιο εύκολο πρόγραμμα. Οπότε στην Ολυμπιάδα πήγαμε με πιο δύσκολη βουτιά. Πιστεύαμε στο χάλκινο, αλλά να έρθει το χρυσό, ήταν απίστευτο. Εκείνη τη μέρα υπήρχε μια ενέργεια από πάνω μας”.
Εκεί ένιωσα αυτό που λες, ότι δεν έκοβε πια το μαχαίρι μου
Όποιος ξεκινάει ένα άθλημα ονειρεύεται αυτό που πετύχατε εκείνη τη μέρα. Τον επόμενο καιρό είχατε το ενδιαφέρον που έπρεπε να έχετε; Νιώσατε ότι κάτι δεν πάει καλά;
“Καταρχάς, για πολύ καιρό δεν πιστεύαμε τι πετύχαμε. Πίστευα ότι θα φτιάξει το άθλημά μου, αλλά δεν άλλαξε τίποτα. Έκατσα μέχρι το 2005 ελπίζοντας σε βελτίωση, και όταν είδα ότι δεν υπήρχε προοπτική, τα παράτησα. Οι άνθρωποι που με κρατούσαν στο χώρο φεύγανε κι αυτοί, και δεν ήθελα να μείνω με ανθρώπους που δεν είχαν την ίδια αγάπη για το άθλημα.
Είναι ένα άθλημα για λίγους, ακριβό σε υποδομές και υποστηρίζεται δύσκολα. Οι μεγάλοι φορείς προτιμούν επενδύσεις σε κολυμβητήρια για χιλιάδες παιδιά, αντί σε καταδυτήρια για 100–200 παιδιά. Οπότε πάντα είμαστε στο περιθώριο“.
Από όλη αυτή την αντιμετώπιση, ένιωσες ποτέ ότι δεν πέτυχες κάτι σπουδαίο;
“Όχι. Το μετάλλιο ήταν εκεί. Απλά είδα ότι όλοι ενδιαφέρονταν για τη λάμψη της στιγμής, φωτογραφίες, τηλεοπτικά ρεπορτάζ. Επέλεξα να μην μπω σε αυτή τη φάση. Ήθελα ένα βήμα για να πω ουσιαστικά πράγματα για το άθλημά μας. Εκεί θέλανε να τους λέμε για τη ζωή μας και πράγματα άσχετα με το άθλημα.
Αφού σταμάτησα το 2005, θέλησα να ξαναρχίσω με στόχο το Πεκίνο, το 2008. Πήγα στον τότε Υφυπουργό Αθλητισμού, γιατί ήθελα στήριξη, αλλά μου είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει κάτι εκτός Ομοσπονδίας. Τότε άκουσα το εξής απίστευτο: “Όταν κόβει το μαχαίρι σου να διεκδικείς”.
Ήταν απίστευτο να το ακούς αυτό. Εκεί ένιωσα αυτό που λες, ότι δεν έκοβε πια το μαχαίρι μου. Επιβεβαιώθηκα ότι η επιτυχία ήταν φούσκα. Όλοι θέλουν τη στιγμή της λάμψης και μετά χάνονται.
Έτσι απομακρύνθηκα από τον χώρο για κάποια χρόνια. Έκανα οικογένεια, έμεινα εκτός 10 χρόνια, όμως η αγάπη μου με έφερε πίσω“.
Για να προσφέρεις από άλλο πόστο;
“Ναι. Ήθελα να είμαι ξανά στον χώρο για να βάλω το λιθαράκι μου. Έτσι ξεκίνησα τους “Πέντε Κύκλους”.”
Πώς είναι η κατάσταση τώρα με την ομοσπονδία, το υπουργείο και το άθλημα;
“Ακόμα προχωράμε κυρίως από τον μόχθο και τον ζήλο όσων αγαπάνε το άθλημα. Όπως έκανε τότε και ο Φωκιανός που σου είπα, ο έφορος. Προσπαθώντας αφιλοκερδώς να βοηθήσω στην ανάπτυξη του αθλήματος, να δούμε κάποια καταδυτήρια στην επαρχία, όμως τους είναι αδιάφορα.
Οπότε επέλεξα να το κάνω μέσα από το σωματείο μου, να ξαναφτιάξουμε αυτό βρήκα εγώ ξεκινώντας και να δώσουμε σπίθα στα νέα παιδιά. Έχουμε πλέον τμήμα, προπονητική ομάδα και υποστηρικτές, όπως ο Αντώνης Σιφναίος.
Αν ήμουν Πρόεδρος της Ομοσπονδίας, ή Υφυπουργός, δεν θα ξεκινούσα ρωτώντας τους ομοσπονδιακούς προπονητές
Είναι πολύ σημαντική η βοήθειά του. Ξεκίνησε φέρνοντας το παιδί του στον σύλλογο, όμως στη συνέχεια έγινε έφορος. Καταβάλλει σημαντική προσπάθεια και συνεισφέρει πολύ. Έτσι μπορώ και εγώ και αφιερώνω όλη μου την ενέργεια στο προπονητικό κομμάτι και όχι στα εξωαγωνιστικά. Στόχος μας είναι να ξαναφτιάξουμε τη σύνθεση που είχε πετύχει παλιότερα“.
Ένα σωματείο που να εκπέμπει ασφάλεια και να μπορούν να ονειρεύονται.
“Ακριβώς. Όσο μπορούμε, φτιάχνουμε ένα περιβάλλον για τα παιδιά. Το σημαντικό είναι να μην εξαρτάσαι από κανέναν“.
Αν αύριο γινόσουν πρόεδρος της ομοσπονδίας ή υφυπουργός αθλητισμού, τι θα πρότεινες ή θα έκανες ο ίδιος για να προοδεύσει το άθλημα; Δύο-τρία απλά πράγματα που δεν γίνονται ενώ θα μπορούσαν.
“Θα ξεκινούσα από τα χαμηλότερα στρώματα για να καταλάβω τι προβλήματα αντιμετωπίζουν, ειδικά στα ατομικά αθλήματα, και μετά σε συνεργασία με τις ομοσπονδίες θα βλέπαμε πώς να δημιουργήσουμε υποδομές και ευκαιρίες ανάπτυξης. Δεν θα ξεκινούσα ρωτώντας τους ομοσπονδιακούς προπονητές για παράδειγμα.
Είναι και θέμα σχολείου. Πώς βοηθάμε τα παιδιά να έχουν χρόνο να αθληθούν, ή αν φτάσουν στον πρωταθλητισμό, πώς να τα υποστηρίξουμε. Στη δική μου εποχή δεν υπήρχε μέριμνα για το σχολείο όταν έκανες 5 ή 10 ώρες προπόνηση“.
Τώρα έχουν εξαλειφθεί και τα κίνητρα, όπως τα μόρια για πανεπιστήμιο, κι έτσι ένα παιδί δεν έχει κίνητρο να προπονείται καθημερινά.
“Ξέρεις τι; Δεν μπορούν να γίνουν όλοι γιατροί, δικηγόροι ή πρωταθλητές. Δεν χρειάζεται. Άρα αν ένα παιδί έχει κλίση σε ένα άθλημα, αλλά όχι στα μαθήματα, πρέπει να έχει μεγαλύτερη ευελιξία να αθλείται, χωρίς να παραμελεί τις σπουδές. Αυτός ο διαχωρισμός εφαρμόζεται και σε άλλες χώρες με ανεπτυγμένο αθλητισμό. Βλέπουν τις ικανότητες και δίνουν ευκαιρίες.
Υποστηρίζουν όλα τα αθλήματα, γιατί κάθε παιδί μπορεί να ξεχωρίσει.
Ένα πράγμα που θέλω εγώ να φωτίσω, είναι αυτό που έζησα εγώ. Ήμασταν παρέα, οικογένεια, κάναμε camp. Ακριβώς αυτό το δέσιμο, οι εκδρομές που πηγαίναμε όλοι μαζί. Δεν το βρίσκεις εύκολα.
Έχω σκεφτεί να πάρω ένα 9-θέσιο λεωφορείο για να πηγαίνουμε την ομάδα για σκι ή άλλες δραστηριότητες, ώστε να νιώσουν ομάδα. Αυτό θα τους κάνει να θέλουν να έρχονται στην προπόνηση και να θυσιάζουν πράγματα, που δεν θεωρώ θυσία. Όταν αγαπάς κάτι, δεν σε νοιάζει αν χάνεις ένα πάρτι ή έναν καφέ.
Από τότε που έγινα αθλητής, το πείσμα μου με βοήθησε
Αυτό βοηθά και στη ζωή, ακόμα κι αν δεν ασχοληθείς επαγγελματικά με το άθλημα. Η εμπειρία να είσαι μέλος και να ηγείσαι ομάδας σου μαθαίνει πειθαρχία, σεβασμό, συνεργασία και αποδοχή της διαφορετικότητας. Ο αθλητισμός είναι ένα ταξίδι με πολλά μαθήματα.
Βλέπω όμως ότι στο δικό μας άθλημα το κάνουμε δύσκολο. Είμαστε “μικρό χωριό”, αντί να είμαστε ενωμένοι, υπάρχει άγχος και μικροψυχία. Αντί να βοηθηθούμε, ψάχνουμε λόγους να χωρίσουμε“.
Αισθάνεσαι ότι αυτοί που είναι σε θέσεις ευθύνης, είναι πλέον πολύ μακριά από το ίδιο το άθλημα; Δηλαδή, αυτό που είπες, δεν αφουγκράζονται τις ανάγκες των αθλητών, των προπονητών; Ή μπορεί να μην ήταν ούτε αθλητές;
“Ναι. Τα σωματεία τρώγονται μεταξύ τους και η ομοσπονδία δεν έχει ανθρώπους να δώσουν λύσεις. Για να διεκδικήσουμε υποδομές και να προχωρήσει το άθλημα, χρειάζεται κάποιος που καταλαβαίνει τα χαμηλά επίπεδα. Πολλοί που πέρασαν δεν είχαν γνώση.
Έφερα ένα τραμπολίνο της ομοσπονδίας που σάπιζε στον Άγιο Κοσμά και για να μην επιβαρύνω άλλους χώρους, νοίκιασα δικό μου χώρο στο ΟΑΚΑ. Το συντήρησα και το έφερα σε καλό επίπεδο. Αφού το ολοκλήρωσα, μου είπαν ότι θα το χρησιμοποιήσουν κι άλλοι αφού ανήκει στην Ομοσπονδία. Στο τέλος βγήκε μία «φήμη» ότι τους ζητούσα χρήματα. Όταν έφτασε στην ομοσπονδία, αποφάσισαν να μη το έχει κανείς, οπότε έπρεπε να βρω λύση μόνος μου.
Από τότε που έγινα αθλητής, το πείσμα μου με βοήθησε. Όσο με τσιτώνουν, τόσο πορώνομαι. Όταν όλα είναι ήρεμα, μπορεί να είμαι αναβλητικός. Πιστεύω ότι αν όλα ήταν πιο ομαλά, ίσως να μην είχα την ίδια πορεία. Αλλά πιστεύω επίσης πως αν ήμουν σε άλλη χώρα θα είχα πάει σε περισσότερες Ολυμπιάδες“.
Πώς φαντάζεσαι το μέλλον για το άθλημα;
“Μ’ άρεσε η προπονητική και πάντα έλεγα ότι θα γίνω προπονητής. Όταν φτιάχναμε τους «Πέντε Κύκλους», έβλεπα πόσο σημαντικό είναι. Όμως είναι δύσκολος ο δρόμος, ειδικά χωρίς παράγοντες. Έτσι κατάλαβα πως πρέπει λίγο να αφήσω την προπονητική για να ασχοληθώ με αυτό και να φτιάξω τα πράγματα πιο ριζικά για να υπάρχει μέλλον.
Είμαστε δέκα χρόνια στο χώρο ως σωματείο. Έφερα τον πρώτο μου προπονητή, που έβαλε το λιθαράκι του στην ανάπτυξη ενός μέρους της τωρινής Εθνικής Ομάδας. Αναγκάστηκα να αναλάβω περισσότερα, γιατί δεν υπήρχαν αρκετά παιδιά και έβαζα συνεχώς χέρι στην τσέπη. Οι προσπάθειες συνεργασίας με την Ομοσπονδία αφιλοκερδώς δεν απέδωσαν, οπότε αποφάσισα να κάνω αυτό που μπορούσα μόνος μου.
Είναι σαν ένας αγώνας για το αν θα υπερισχύσει το καλό, ή το κακό
Μέσα σε αυτό το διάστημα, και ο Αντώνης Σιφναίος, ο έφορός μας. Τονίζω ξανά ότι έχει βοηθήσει πολύ και μου δίνει χώρο να ασχοληθώ με την προπονητική που αγαπάω, κρατώντας το κεφάλι μου ήσυχο για τα υπόλοιπα.
Ζούμε σε μια χώρα όπου πρέπει να προσαρμόζεσαι χρόνο με το χρόνο. Δεν μπορείς να κάνεις μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, π.χ. για Ολυμπιάδα κάθε τετραετία, ανάλογα με τι υλικό έχεις, αλλά στην Ελλάδα πηγαίνεις χρόνο με το χρόνο. Το μοναδικό καταδυτήριο είναι στο ΟΑΚΑ και έχει περιορισμένες ώρες για μικρά παιδιά , ενώ οι χρεώσεις δεν είναι βιώσιμες. Προσπαθούμε με κάθε τρόπο να βρίσκουμε λύσεις.
Πιστεύω ότι κάνουμε καλή προσπάθεια και θέλω να είμαι αισιόδοξος. Το θέμα είναι πόσο μπορούμε να κρατήσουμε τα παιδιά στο χώρο για να έχουν επιτυχίες“.
Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ, και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω. Θα περιμένω άλλες μέρες
Φαντάζομαι και η έλλειψη προπονητών έχει να κάνει με το ότι πολλά παιδιά, μεγαλώνοντας, δεν περνούσαν καλά;
“Ναι, φεύγουν δυσαρεστημένα και δεν θέλουν να ξαναπατήσουν στον χώρο. Θέλω να πιστεύω ότι κάτι αλλάζει. Κάποιοι που κρατούσαν το άθλημα πίσω αποχώρησαν, οπότε αρχίζει να βελτιώνεται η κατάσταση. Υπάρχουν ακόμα δυσκολίες, αλλά είναι σαν ένας αγώνας. Αν θα υπερισχύσει το καλό, ή το κακό.
Οι “Πέντε Κύκλοι” είναι αυτό που λέω στα μέλη και στους γονείς. Προσπαθούμε να οχυρωθούμε εμείς, να κοιτάμε τη δική μας δουλειά και να είμαστε όσο γίνεται αυτόνομοι, για να μην εξαρτιόμαστε από άλλους και να μην μας σταματήσει κάτι στην πορεία“.
Γιατί να έρθει ένα παιδί στις καταδύσεις;
“Υπάρχουν πολλοί λόγοι. Είναι άρτιο άθλημα. Ένα παιδί που ασχολείται με τις καταδύσεις αποκτά υποδομές για να διακριθεί σε οποιοδήποτε άλλο άθλημα. Στη γυμναστική και στην πισίνα μαθαίνει να αντιμετωπίζει φοβίες, να εμπιστεύεται το σώμα του και να ελέγχει κάθε κίνηση. Αυτός ο έλεγχος και η επιδεξιότητα που αποκτά το βοηθούν σε όλα τα αθλήματα.
Μπορεί να κάνει οποιοδήποτε άλλο άθλημα θελήσει, ενώ τα υπόλοιπα αθλήματα, δεν μπορούν να βουτήξουν“.
Σε εκείνο το σημείο μας σύστησε τον Βαγγέλη Φανουράκη, έναν νεαρό συνεργάτη, με τον οποίον μοιράζεται την ίδια αγάπη και πάθος για τον αθλητισμό και όπως μας είπε του θυμίζει τον εαυτό του μικρότερο. Μαζί ξεκίνησαν πρόσφατα το νέο άθλημα του συλλόγου, το Τάε Κβον Ντο.
“Οι “Πέντε Κύκλοι” ξεκίνησαν από την αγάπη μου για τις καταδύσεις, αλλά είναι γενικότερα αθλητικό σωματείο. Κάθε καλοκαίρι διοργανώνουμε camp για να περάσουν τα παιδιά καλά και να μάθουν ατομικά αθλήματα που δεν είναι διαδεδομένα. Θέλω να προωθήσω και να αναδείξω αυτά τα αθλήματα. Οι εκπαιδευτές που συνεργάζομαι αγαπούν το άθλημά τους και το υπηρετούν.
Κάπως έτσι ανακάλυψα τον Βαγγέλη, που ήταν πολύ καλός αθλητής, αλλά δεν έφτασε στο μέγιστο, λόγω προσωπικών συγκυριών. Τώρα είναι εξαιρετικός προπονητής με μεγάλη αγάπη να προσφέρει. Φέτος ανοίξαμε μαζί το Τάε Κβον Ντο. Μου αρέσει να συνεργάζομαι με ανθρώπους που αγαπάνε το άθλημα τους και θέλουν να προσφέρουν.
Τίποτα δεν είναι τυχαίο. Όπως το δωμάτιο στο Σίδνεϋ για τα μετάλλια του Μουρούτσου και το δικό μου το 2004. Ό,τι ανοίγουμε, έχει σκοπό και συνέχεια. Όταν υπάρχει αγάπη και πάθος, θα πετύχεις. Είναι στο χέρι σου. Παρά τις δυσκολίες, όταν έχεις αγάπη τις προσπερνάς και αυτό βλέπω και στον Βαγγέλη σήμερα. Βλέπω εμένα μικρότερο. Έχει το πάθος και την τρέλα που είχα.
Δεν πρέπει να αφήνεις περιθώρια αποτυχίας. Για την επιτυχία πρέπει να αναρωτιέσαι «πότε» και όχι «αν».
Εδώ ταιριάζει ένας στίχος των Κατσιμιχαίων από τη “Μοναξιά του Σχινοβάτη” που λέει: “Θα μείνω εδώ και θα υπάρχω όπως μπορώ, και για το πείσμα σας γουρούνια θα αντέχω. Θα περιμένω άλλες μέρες”.
Και έρχονται αυτές οι μέρες. Αυτό εύχομαι“.