THE SPORTS ECONOMIST

Εουσέμπιο Ντι Φραντσέσκο εμπιστευτικό: Ο δήμιος της Μπαρτσελόνα, η εισήγηση του Τότι και το σαράκι

Ο Εουσέμπιο Ντι Φραντσέσκο
Ο Εουσέμπιο Ντι Φραντσέσκο © 2013 MARCO VASINI/AP IMAGES

Το πατρικό απωθημένο με τον Εουσέμπιο, η ποδηλασία, η οικογενειακή ξενοδοχειακή επιχείρηση, η στροφή στο ποδόσφαιρο, η λατρεμένη Ρόμα, όπου και κατέκτησε το σκουντέτο ως παίκτης και βίωσε εκεί την κορυφαία στιγμή του ως προπονητής, το project της Σασσουόλο και το πρότυπο του Ζέμαν. Το SPORT24 καταγράφει την ποδοσφαιρική διαδρομή ενός εκ των προπονητών που συνομιλεί η ΑΕΚ για την τεχνική της ηγεσία, του Εουσέμπιο ντι Φραντσέσκο.

Το μονοπάτι του Εουσέμπιο ντι Φραντσέσκο, ο οποίος απασχολεί έντονα την ΑΕΚ, ήταν προδιαγεγραμμένο από την ώρα της βάφτισής του. Ο Αρνάλντο, ο πατέρας του, λάτρης του Εουσέμπιο. Και φρόντισε να το διατυμπανίσει δίνοντας τ’ όνομα του κορυφαίου Πορτογάλου ποδοσφαιριστή της ιστορίας σ’ έναν από τους τρεις κανακάρηδές του.

Ο Αρνάλντο αγαπούσε άλλα δύο πράγματα: την ποδηλασία και την Μπολόνια. Οι γιοι του (έχει και μια κόρη, τη Σερένα), λάτρεψαν την Πεσκάρα. Την έβλεπαν κάθε καλοκαίρι (σχεδόν) όποτε και επέλεγε το Σαμπουτσέτο για την προετοιμασία της. Εκεί, η φαμίλια Ντι Φραντσέσκο διατηρεί για κοντά μισό αιώνα ένα ξενοδοχείο – εστιατόριο.

Και όλα τα μέλη της βοηθούσαν. Ο Εουσέμπιο μέχρι τα 15 του, έβρισκε την στολή να τον περιμένει όταν τελείωνε το σχολείο. Είχε ήδη κάνει την αθλητική του επιλογή, αφού από τη ποδηλασία (άλλο πατρικό απωθημένο), προτίμησε το ποδόσφαιρο. Τότε, στα μέσα της εφηβείας, φάνηκε πως η επιλογή μπορούσε να εξελιχτεί σε επάγγελμα. Εντάχθηκε στις ακαδημίες της Εμπολι και τρία χρόνια αργότερα, με την ενηλικίωση, ντεμπούταρε στη Serie A κόντρα στη Γιουβέντους.

ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ

Τα πρώτα χρόνια, γεμάτα μεν, αλλά δύσκολα. Τον έφεραν μέχρι και τη Serie C. Σχολείο μεγάλο τα κακοτράχαλα αλώνια του ιταλικού ποδοσφαίρου. Διαμόρφωσαν προφίλ. Αγωνιστικό, αλλά και μετέπειτα προπονητικό. Δεν διακρίνονταν για την τεχνική του. Ηταν όμως ακούραστος, "μηχανάκι", με τρεξίματα παντού στο κέντρο, ηγετική φυσιογνωμία και χαρακτήρας, που κέρδιζε προπονητές, συμπαίκτες και κοινό.

Αυτά τα χαρακτηριστικά τον έφεραν στη Ρόμα – του προπονητικού του μέντορα, τουλάχιστον σε επίπεδο επίθεση – Ζντένεκ Ζέμαν και, κατόπιν, έστω και για μετρημένες συμμετοχές (μόλις μια ντουζίνα) στην εθνική Ιταλίας. Με τους "τζιαλορόσι" πανηγύρισε τον μόνο τίτλο της ποδοσφαιρικής του καριέρας, το σκουντέτο το 2001.

Και παρότι κρέμασε τα παπούτσια του τέσσερα χρόνια μετά, έχοντας περάσει από Ανκόνα, Πιατσέντζα και Περούτζια, εκεί συνδέθηκε περισσότερο απ’ οπουδήποτε άλλου. Και εκεί, αμέσως σχεδόν με τη συνταξιοδότηση, επέστρεψε για ν’ αναλάβει πόστο team manager, κατόπιν εισήγησης – ενδεικτικό απολύτως του σεβασμού και της αναγνώρισης που είχε στην κοινωνία των Ρωμαίων – της Αυτού Μεγαλειότητας του "Ολίμπικο", του Φραντσέσκο Τότι, την οποία και αποδέχτηκε η κόρη του ιδιοκτήτη Φράνκο Σένσι και (τότε, καλοκαίρι 2005) Νο2 του club, Ροζέλα.

Η γαλήνη της αμμουδιάς και το σαράκι

Το πρότερο, επιτυχημένο, παρελθόν, δεν αποτελεί καμία εγγύηση για ανάλογο μέλλον. Το συγκεκριμένο πόστο δεν του ταίριαξε. Ετσι και γρήγορα το παράτησε. Και μετά από μια ζωή μυρίζοντας αποδυτήρια, γρασίδι, ζώντας στα γήπεδα και στο/για το ποδόσφαιρο, αποτραβήχτηκε. Πήγε στην Πεσκάρα, αναλαμβάνοντας υπεύθυνος ενός τουριστικού resort.

Το ξημέρωμα τον έβρισκε να καθαρίζει την αμμουδιά, το βράδυ να απολαμβάνει την ησυχία της. Είχε βρει – κατά δήλωσή του – γαλήνη. Ούτε καν ασχολούνταν με οτιδήποτε ποδοσφαιρικό, ούτε για αποτελέσματα δεν ρωτούσε και ενδιαφέρονταν. Η προπονητική προέκυψε… κατά λάθος, όταν ο πρόεδρος της Βαλ ντι Σάνγκρο, ομάδας τότε της Serie C2, του πρότεινε ν’ αναλάβει αθλητικός διευθυντής, περισσότερο για το… ξεκάρφωμα αφού δεν είχε το κατάλληλο δίπλωμα για να κάθεται – και επισήμως – στον πάγκο ως προπονητής.

Αποδέχτηκε την πρόταση και έτσι, το σαράκι του ποδοσφαίρου, μπήκε και πάλι. Ξεκίνησε τα πρώτα δειλά μαθήματα προπονητικής και έσπασε, με τη βούλα, το ρόδι αναλαμβάνοντας το 2008 την Βίρτους Λαντσιάνο, ομάδα της 3ης τη τάξει κατηγορίας του ιταλικού ποδοσφαίρου. Ακολούθησαν Πεσκάρα και Λέτσε, με το απάγκιο του και παράλληλα πασαπόρτι για την αναγνώριση να το βρίσκει στη Σασουόλο.

ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΡΘΡΟ

Ανέλαβε τους "νεροβέρντι" το 2012, όταν αγωνίζονταν στη Serie b. Στην πρώτη του χρονιά στον πάγκο, κέρδισε το πρωτάθλημα και τον προβιβασμό στα "σαλόνια", συμβάλλοντας έτσι στη θεμελίωση ενός εκ των πλέον αξιομνημόνευτων projects του κάλτσιο στον 21ο αιώνα, τη μετάλλαξη δηλαδή της Σασσουόλο από μια άσημη ομάδα χαμηλότερων κατηγοριών, σε υπολογίσιμη δύναμη του καμπιονάτο, με φοβερή επενδυτική ποδοσφαιρική λογική.

Εννοείται πως ο δρόμος είχε… σαμαράκια. Στην παρθενική σεζόν στη serie a, 2013-14, απολύθηκε τον Ιανουάριο. Επέστρεψε όμως ως… Μεσίας τον Μάρτιο και με φοβερό ντεμαράζ, κράτησε τη Σασσουόλο στην κατηγορία. Αυτό ήταν. Σημείο καμπής για το club, σημείο καμπής για τον ίδιο τον Ντι Φραντσέσκο, ο οποίος έχοντας παράσημο τη μετεωρική ανέλιξη της Σασσουόλο (τερμάτισε 6η τη σεζόν 2015-16, παίζοντας για πρώτη φορά στην ιστορία της ομίλους ευρωπαϊκής διοργάνωσης, στο Europa League, την επόμενη) προβιβάστηκε, γυρίζοντας στα… παλιά, γνώριμα και αγαπημένα.

Το χάι-λάιτ του αποκλεισμού της Μπαρτσελόνα

Το καλοκαίρι λοιπόν του 2017 συμφώνησε με τη Ρόμα. Παρθενική, προπονητικά, σεζόν στο "Ολίμπικο", ονειρεμένη. Οι "τζιαλορόσι" τερμάτισαν στην 3η θέση, μα το χάι-λάιτ ήρθε στο Champions League, όπου και στα προημιτελικά πανηγύρισαν μια φοβερή ανατροπή κόντρα στην Μπαρτσελόνα (του Ερνέστο Βαλβέρδε), γυρίζοντας από το 1-4 της Βαρκελώνης, με το 3-0 στη Ρώμη να υπογράφεται με κεφαλιά στο φινάλε της ρεβάνς από τον Κώστα Μανωλά, που έστειλε τη Ρόμα για πρώτη φορά μετά από 34 χρόνια στην τετράδα της διοργάνωσης.

Εκεί, η Λίβερπουλ έβαλε stop, ωστόσο όλο το πακέτο της πρώτης χρονιάς, έφτανε για να οδηγήσει, αμέσως στην πλουσιοπάροχη και άμεση επέκταση συμβολαίου του Ντι Φραντσέσκο. Η δεύτερη όμως σεζόν στράβωσε. Όχι εξ αρχής, αλλά μετά το μέσο της. Πρώτα, το σοκαριστικό 1-7 από τη Φιορεντίνα στον προημιτελικό του Κυπέλλου Ιταλίας (30/1/2019) που ακύρωσε τα πάντα, ξεκινώντας την κατρακύλα, η οποία ολοκληρώθηκε για τον 53χρονο προπονητή με τον αποκλεισμό στους "16" του Champions League από την Πόρτο.

Εκτοτε, έχει αναλάβει τρεις ομάδες. Μακριά, πολύ, από την επιτυχία σε όλες. Σαμπντόρια, Κάλιαρι και Βερόνα. Οκτώ παιχνίδια όλα κι όλα πρόλαβε στον πάγκο των "μπλουτσερτσιάτι", μεσούσης της σεζόν έφυγε από τους Σαρδηνούς (όπου και συνεργάστηκε με τον Μπάμπη Λυκογιάννη), μόλις τέσσερα και σκάρτους τρεις μήνες κράτησε η θητεία του στους "τζιαλομπλού".

Και κάπως έτσι, από τον Σεπτέμβριο, κυκλοφορεί ελεύθερος στην αγορά, αναζητώντας το επόμενο project. Διαβάζει – και διαβάζει πολύ, χωρίς να περιχαρακώνεται. Με την ίδια ευκολία που θα καταπιαστεί με τις βιογραφίες των Αγκάσι και Τζόκοβιτς και θα στραφεί στο mainstream, "Η Τέχνη του Πολέμου", θα απολαύσει Αριστοτέλεια φιλοσοφία -, διευθύνει έναν μη κερδοσκοπικό φιλανθρωπικό οργανισμό με αποστολές βοήθειας σε χώρες του τρίτου κόσμου, αλλά και όπου υπάρχει ανάγκη, καμαρώνει τον γιο του Φεντερίκο (εξτρέμ και στην Εμπολι και δαύτος) και, φυσικά, επιμορφώνεται ποδοσφαιρικά, δηλώνοντας πάντα, αθεράπευτα… Ζεμανικός, τουλάχιστον ως προς τη βάση της προπονητικής του φιλοσοφίας.

Πως περιγράφεται σε δυο αράδες; Την απάντηση, τη δίνει ο ίδιος: "Σεβασμός και αφοσίωση. Αυταπάρνηση, πίστη στους κανόνες και το πλαίσιο, εμπιστοσύνη στη δουλειά και την προσπάθεια".

TAGS THE SPORTS ECONOMIST ΑΕΚ ΠΟΔΟΣΦΑΙΡΟ ΑΕΚ ΝΤΙ ΦΡΑΝΤΣΕΣΚΟ
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ