ΕΘΝΙΚΗ ΕΛΛΑΔΟΣ

Τα διαόλια της Εθνικής παίζουν με χειρόφρενο λυμένο, όπως τους ταιριάζει και δεν σταματάνε

INTIME

Η χτεσινοβραδινή καταιγιστική παράσταση της Εθνικής και το εντυπωσιακό ξεκίνημά της στα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου κόντρα στη Λευκορωσία όχι μόνο υπογραμμίζει τον που πορεύεται αγωνιστικά, αλλά και αποτελεί προάγγελο των όσων, ανάλογων, έρχονται

Ποια Λευκορωσία. ΟΚ, η εύκολη ένσταση για το ελληνικό μονόπρακτο της Παρασκευής στο Φάληρο. Δεν χρειάζεται απάντηση. Ούτε καν υπενθύμιση. Για το πόσες αντίστοιχες – και ακόμη χειρότερες – «Λευκορωσίες» έκαναν χουνέρια τα τελευταία χρόνια. Με δαύτους άλλωστε, η Ελλάδα είχε κατρακυλήσει στο να βρίσκεται στην ίδια κατηγορία του UEFA Ranking μόλις πριν μια τετραετία.

Και ακόμη και αν οι “Λευκορωσίες” – και οι χειρότερες αυτών – δεν μπόρεσαν τελικά να κάνουν ζημιές, πόσες αλήθεια παραμερίζονταν με τον τρόπο που χτες βράδυ η γαλανόλευκη σκόρπισε την πρώτη αντίπαλό της στην προκριματική φάση του επερχόμενου Παγκοσμίου Κυπέλλου;

Το θέμα λοιπόν, δεν είναι η Λευκορωσία. Δεν είναι οι “Λευκορωσίες”. Το θέμα είναι η Ελλάδα. Αυτή η Ελλάδα. Η κυριαρχική, η καταιγιστική, αυτή που δεν αφήνει τον αντίπαλό της, σε παιχνίδι που ξέρει πως είναι (πολύ) ανώτερη και πως πρέπει να το κερδίσει, να αλλάξει δεύτερη πάσα και να περάσει τη σέντρα στο δεκάλεπτο.

Αυτή που στο τέταρτο το έχει ήδη καθαρίσει. Αυτή που στο ημίωρο είναι στα ντόρτια και, κάλιστα, θα μπορούσε να κλείσει το ημίχρονο στο Καραϊσκάκης γράφοντας ιστορικό ρεκόρ παραγωγικότητας ακόμη και σε μισό παιχνίδι.

Αυτή που επιτίθεται με οκτώ και εννιά παίκτες, όλοι αγγίζοντας, πατώντας το κουτί. Αυτή που ξεκινάει το δεύτερο, με τον δεξιό της εξτρέμ να καλύπτει στην περιοχή της Εθνικής τον μπακ. Αυτή που βλέπει το πέμπτο γκολ να προέρχεται από πρεσάρισμα και κλέψιμο στην άλλη.

Μα αυτή που κυρίως νιώθεις πως τα διαόλια που την απαρτίζουν γουστάρουν, θέλουν (μόνο) να παίζουν. Να το χαίρονται. Δεν γίνεται, δεν μπορούν, όλοι τούτοι που συνθέτουν την πιθανότατα πιο ταλαντούχα γενιά που έχουν δει ελληνικά (και όχι μόνο) μάτια εδώ και δεκαετίες, να αρκούνται στο μισό-μηδέν και στη λογική του κρυφτού και του κλεψίματος.

Σε άτια ακαπίστρωτα χαλινάρι δεν μπαίνει, καλπάζουν

Δεν γίνεται να σταματήσεις από παιδιά με ταλέντο ξέχειλο, με ορμή και διάθεση περίσσια από το να ψάχνει ο ένας τον άλλον για να μπουν όλοι στο παιχνίδι, να «γράψουν» όλοι, να βρουν τελική, να συμμετάσχουν, να έχουν και να πάρουν το τόπι, να παίξουν, να κερδίσουν, να εκφοβίσουν, να σαρώσουν.

Στα τέσσερα τελευταία παιχνίδια της, η Εθνική μετράει συνολικά 82 τελικές. Μία δηλαδή σε κάτι παραπάνω από τέσσερα λεπτά. Αδιανόητο. Φυσιολογικό να έχει “γράψει” 16 γκολ. Βάσει του ταλέντου, βάσει της ποιότητας, βάσει των παραστάσεων, της φλόγας, των πάντων και λίγα είναι.

Επιτέλους. Μια ομάδα, μια ελληνική εθνική ομάδα, που αντιμετωπίζει τους (στα χαρτιά, μα και στην πράξη) υποδεέστερους της, όχι με φουστανέλα, τσαρούχι και τσολιαδισμούς, αλλά με μπάλα. Μπάλα σύγχρονη, μπάλα ταιριαστή με όσα τα νιάτα και η ορμή αυτής της φουρνιάς φέρνουν στο τραπέζι, μπάλα ερωτεύσιμη, μπάλα που τους κάνει, που μας κάνει, να θέλουν, να θέλουμε, να ξαναπαίξουν, να τους ξαναδούμε, την επομένη κιόλας της λήξης.

“Το ευχαριστηθήκαμε”, η ατάκα του Χρήστου Τζόλη μετά την χτεσινοβραδυνή. Αρκεί. Φτάνει. Στο φινάλε, ας το κάνουν όπως το γουστάρουν. Ας παίζουν με χειρόφρενο λυτό, είτε απέναντί τους είναι οι “Λευκορωσίες”, είτε όσες προηγήθηκαν (“Σλοβακίες”, “Βουλγαρίες”) είτε όποιοι και αν είναι αυτοί που ακολουθούν.

Η Δανία που έρχεται τη Δευτέρα, ναι, ασυζητητί είναι καλύτερη ομάδα από όλες όσες τούτη η Εθνική βρήκε στον διάβα της (και σκόρπισε) στο ’25. Αλλά, για να ‘χουμε δηλαδή και καλό ερώτημα, τι τούτη τη στιγμή μοιάζει πιθανότερο να επικρατεί σε ελληνικά και δανέζικα αποδυτήρια;

Ποιος έχει, νιώθει πως έχει, το μομέντουμ, το ψυχολογικό πάνω χέρι, την αίσθηση της ανωτερότητας; Μομέντουμ όχι αστήριχτο, όχι αδικαιολόγητο, όχι προϊόν περπατήματος στα σύννεφα, μα ουσιαστικό, πρακτικό, όπως – πάνω και πρώτα απ’ όλα – τα αποδυτήρια και οι ίδιοι οι ποδοσφαιριστές, αφουγκράζονται, νιώθουν και καταλαβαίνουν.

Και οι Σκανδιναβοί, σε αντίστοιχη φάση με τη δική μας ομάδα βρίσκονται. Ανανεώνονται. Όλοι κι όλοι οι +30 στο ρόστερ τους, τρεις είναι. Ναι, η διαφορά είναι πως σε διεθνές επίπεδο, το πρόσφατο παρελθόν και οι παραστάσεις που έχουν αποκομίσει σε δαύτο από τελικά μεγάλων διοργανώσεων, τους επιτρέπει να το επιχειρούν πέραν της νομοτέλειας, και ανώδυνα. Δεν έχουν το «πρέπει», δεν το κουβαλάνε ως χτικιό από εκείνους που τους παρέδωσαν τη σκυτάλη.

Μα διάολε, πέραν τούτου, τι το ξεχωριστό, τι το παραπανίσιο μπορεί να πει, ένας έκαστος εξ αυτών, στον όποιον Έλληνα βρει μπροστά του μεθαύριο; Και ποιος Έλληνας θα πατήσει χορτάρι νιώθοντας όχι μειονεκτικά, άλλα έστω πως “τούτους εδώ, δεν τους έχουμε” και πρέπει να αλλάξει ο τρόπος, να μετριαστεί η φούρια, να πάει αλλιώς;

Αυτό που κατοχυρώνουν αυτά τα διάολια είναι πως παιχνίδι το παιχνίδι, μετατρέπουν την αίσθηση σε προσδοκία και την προσδοκία σε πεποίθηση: όπως και να πάει, τους έχουμε.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ