Παναθηναϊκός: Τα σπασμένα καθρεφτάκια και οι ιθαγενείς που εξαφανίστηκαν

Για ακόμη μια χρονιά ο Παναθηναϊκός έμεινε πολύ νωρίς, πρωτομηνιά Νοεμβρίου, μετά την ήττα από τον Βόλο εκτός ρεαλιστικής διεκδίκησης τίτλου της Stoiximan Super League. To μόνο που μπορεί να διαφοροποιήσει την απολύτως αποτυχημένη συνταγή των προηγούμενων ανάλογων καταστάσεων, είναι να τα κάνει όλα διαφορετικά.
Όταν ο Παναθηναϊκός αγόρασε τον Τετέ από τη Γαλατασαράι, ο συνοδός απόηχος της κίνησης δεν ήταν αγωνιστικός. Οικονομικός ήταν. Πόσα στοίχισε. Ανεξαρτήτως αν τα κόστη που διέρρευσαν, ήταν απλώς – και ως συνήθως – “φουσκωμένα”. Δεν συνεκτιμήθηκε πως η “ακριβότερη (ως τότε) αγορά των πράσινων” δεν είχε στεριώσει ποτέ και πουθενά, ούτε καν στην παντοκράτειρα της Τουρκίας “τσιμ-μπομ”. Δεν μπήκε στο ζύγι – εσωτερικά προφανώς – πως αυτόν που ήθελε ο τότε προπονητής αγωνίζονταν ακριβώς στην ίδια θέση.
Κανένα πρόβλημα. Έναν μήνα αργότερα, νέο μεταγραφικό ρεκόρ δαπάνης. Αποκτήθηκε και αυτός, ο Φακούντο Πελίστρι και τα (περίπου) 10 εκατομμύρια που δόθηκαν για δύο παίκτες, στην ίδια θέση, του ίδιου ρόλου, δεν ξένισαν, δεν χάλασαν κανέναν. Ίσα ίσα. Όλοι οι καλοί χωράνε. Και που να’ ναι άραγε το πρόβλημα αφού ο Ουρουγουανός έχει παίξει, μπορεί να παίξει, ξέρει να παίζει και αριστερά. Για κοντά στο 15% των παιχνιδιών της καριέρας του βέβαια, αλλά ποτέ μια λεπτομέρεια δεν επιτρέπεται να χαλάσει μια ιστορία.
Όταν ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να πουλήσει, το περασμένο καλοκαίρι πια, τον Νεμάνια Μακσίμοβιτς, το επικερδές της πώλησης – και πάλι – υπογραμμίστηκε. Και αυτό παρότι μέχρι ακόμη και ο πειθήνιος, υπάκουος, Ρουί Βιτόρια δημοσιοποίησε μια (μικρή έστω) αντίδραση. Καμία όμως αντίρρηση ως επιχειρηματική επιλογή. Αγωνιστικά όμως, όταν αποφασίστηκε να αντικαταστήσει τον Σέρβο με τον μόνιμο θαμώνα φυσικοθεραπευτηρίου και ιατρείου, τον Ρενάτο Σάντσες, η επικοινωνία ήταν πως “το deal είναι έξυπνο, γιατί το club είναι κατοχυρωμένο αν ο Πορτογάλος δεν αγωνίζεται”. Ποιο deal; Και το χορτάρι; Το θέμα δεν είναι να μην αγωνίζεται, αλλά να αγωνίζεται.
Όταν ο Παναθηναϊκός έδωσε το δεύτερο μεγαλύτερο συμβόλαιο στο ρόστερ του σε δεξιό μπακ, αυτό ήταν το μόνο που υπερτονίστηκε, μαζί φυσικά με το «τιμημένο» αγωνιστικό παρελθόν και τα γαλόνια του Ντάβιντε Καλάμπρια στο Μιλάνο. Όσο… εξωφρενικό μπορεί να θεωρηθεί – ακόμη και απλώς οικονομικά – πως μια ελληνική ομάδα προσφέρει σε έναν ακραίο αμυντικό παραπάνω από όσα παίρνουν όλοι οι υπόλοιποι της θέσης στους άμεσους ανταγωνιστικές της, ακόμη περισσότερο αδιανόητο είναι να μην συσχετιστεί αυτό το ποσό με το τι, αγωνιστικά, φέρνει στο τραπέζι ο Ιταλός σε σχέση με αυτό που πήρε από εκεί ο Βαγιαννίδης.
Όταν ο Παναθηναϊκός προχώρησε στον δανεισμό του Άνας Ζαρουρί, δεν ανακοίνωσε το παραμικρό από τις τεχνικότητες της συμφωνίας. Το έπραξε (;), το επέτρεψε (;), θεωρώντας μάλλον πως ήταν πλέον “ασφαλές”, όταν ο Μαροκινός έκανε το μακράν του δεύτερου κορυφαίο παιχνίδι του με τα πράσινα, κόντρα στους Γιουνγκ Μπόις.
Όταν ο Παναθηναϊκός αποφάσισε να φλερτάρει με νέο μεταγραφικό ρεκόρ αγοράζοντας τον Βισέντε Ταμπόρδα, για να καλύψει το κενό της αποχώρησης του Ουναχί, δεν απασχόλησε – πάλι εσωτερικά – η απόφαση των αρμοδίων να μην προχωρήσουν στην απόκτησή του τον περασμένο Ιανουάριο. Τότε, υπήρχαν ενστάσεις αναφορικά με την ένταση, τους ρυθμούς και τη θέση του Αργεντινού και πως θα “κόλλαγε”. Το καλοκαίρι, παραδόξως, ξεπεράστηκαν όλοι. Προφανώς όχι με ευθύνη και υπαιτιότητα του ποδοσφαιριστή. Ούτε καν.
Δεν τον χρησιμοποίησε ο τεχνικός που τον υποδέχτηκε (παρότι, όπως διέρρευσε μετά το “διαζύγιο”, δεν είχε εγκρίνει την αγορά του). Δεν τον χρησιμοποίησε ο υπηρεσιακός διάδοχός του. Απόψε, με τον Παναθηναϊκό πίσω στο σκορ από τον Βόλο και τον Ράφα Μπενίτεθ να έχει τέσσερις επιλογές να φέρει από τον πάγκο στα μέσα του του δεύτερου ημιχρόνου ώστε να προσπαθήσει να αλλάξει ρυθμό, να γυρίσει το παιχνίδι, προτίμησε να ρίξει στο γήπεδο, διαδοχικά, τους Γέντβαϊ, Πάντοβιτς, Σιώπη και Γερεμέγεφ.
Αν υπάρχει ένας ποδοσφαιριστής στον οποίο μπορεί να προσωποποιηθεί το στιλ παιχνιδιού στο καλύτερο διάστημα του Παναθηναϊκού στα τελευταία δεκαπέντε χρόνια, επί Ιβάν Γιοβάνοβιτς δηλαδή, αυτός είναι ο Ρουμπέν Πέρεθ. Πάνω του αντικατοπτρίζονταν αυτό που ήθελε – και ο τρόπος που το έκανε – να παρουσιάσει στο γήπεδο η ομάδα.
Αφού εξοστρακίστηκε, στον βωμό του… ψηλώματος του ταβανιού, της αλλαγής ποδοσφαιρικού στυλ, οτιδήποτε τέλος πάντων που κατά καιρούς ευαγγελίζονταν οι διαδοχικές αλλαγές προπονητών, η τρανότερη απόδειξη της εσφαλμένης εκτίμησης και συμπεριφοράς, ήταν πως αποκτήθηκε μια (στα χαρτιά) βελτιωμένη αγωνιστικά έκδοσή του, ο Πέδρο Τσιριβέγια. Και αυτός ακόμη όμως, στους σκάρτους τέσσερις μήνες που βρίσκεται στον Παναθηναϊκό, τώρα, με τον συμπατριώτη του να αναλαμβάνει, γλύτωσε το (σε κάθε περίπτωση) πρόωρο «κάψιμο». Για την ώρα, έστω.
Ενδεικτικά παραδείγματα. Απολύτως μετρημένα και μόνο. Συνέχεια, συνέπεια, καμία. Πως να απαιτηθεί στο γήπεδο;
“Αρχή της νέας διαδικασίας”
Ο Παναθηναϊκός απόψε στον Βόλο, δεν άξιζε να φύγει με το ζερό. Την ουσία όμως δεν την αλλάζει και αυτή είναι πως έμεινε, πρωτομηνιά του τελευταίου μήνα του φθινοπώρου, για ακόμη μια σεζόν, εκτός διεκδίκησης τίτλου. Κακά τα ψέματα, θα συνέβαινε. Νομοτελειακά. Ούτε μάγοι θα μπορούσαν να ανατρέψουν όσα επιζήμια μαγικά γίνονται συστηματικά, για σειρά χρόνων στους «πράσινους».
Δεν ευθύνεται ο μόλις για εννιά μέρες στην Ελλάδα Ράφα Μπενίτεθ. Αυτονόητο. Και στη δική του περίπτωση, πάλι η επικοινωνιακή λεζάντα προτάχθηκε. “Ο πιο ακριβοπληρωμένος τεχνικός στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου”. Λες και τα μηδενικά καλύπτουν τις χρόνιες ανορθογραφίες. Και αλήθεια, σε αυτή τη λίστα, ο Νίκος Νιόπλιας και ο Ιτζάκ Σουμ που βρίσκονται;
Ο πολύπειρος Ισπανός μοιάζει να είναι η τελευταία, για τούτο το διοικητικό σχήμα, ζαριά. Ο ίδιος μίλησε αμέσως μετά το φινάλε της αποψινής αναμέτρησης για την “αρχή μιας διαδικασίας”. Δεν ζήτησε χρόνο, το περιέγραψε όμως σαφώς. Το ίδιο, περί μετασχηματισμού, rebuiliding, αναγέννησης είχε κάνει και στην παρουσίασή του Μπενίτεθ ο ιδιοκτήτης του Παναθηναϊκού. Η ερώτηση για το ποιος γεννά περισσότερη εμπιστοσύνη, μάλλον ρητορική.
Ειδικά όταν έχει να κάνει αποκλειστικά με ποδοσφαιρικούς όρους. Η ποιότητα στο ρόστερ κακώς αμφισβητείται. Άλλο να θεωρείται και να κατηγορείται – πάντα μεταχρονολογημένα – ως ανύπαρκτη (που δεν είναι) και άλλο να είναι υπερτιμημένη ή λανθασμένα συναρμολογημένη, για το οποίο όμως ευθύνη δεν έχουν οι ποδοσφαιριστές.
Ούτε αυτοί που έχουν έρθει – όπως και όσο ήρθαν – ούτε και αυτοί που παρελαύνουν, ήδη κιόλας, σχηματοποιώντας την… ελληνοφρένεια των ημερών. Ενδεικτικό και αυτό. Από την εισήγηση του Μπενίτεθ στις συζητήσεις που είχε πριν αναλάβει για ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου – επιβεβλημένο σε κάθε περίπτωση –, έχουμε φτάσει σε χρόνο ρεκόρ να “εκτελείται” ό,τι ελληνικό κινείται εντός και εκτός συνόρων.
Ούτε πάει έτσι, ούτε γίνεται και έτσι. Γενικά. Οτιδήποτε υιοθετήθηκε και εφαρμόστηκε, δεν περνάει πλέον. Δεν έχει καμία απήχηση (αφού αυτό πρωτίστως ενδιέφερε). Και όσο συνεχίζεται η ίδια ή ανακυκλωμένη συνταγή τόσο θα «καίει» οτιδήποτε έπεται, έστω ως φιλοδοξία για διαφοροποίηση και αλλαγή.
Τα καθρεφτάκια έχουν σπάσει. Και οι ιθαγενείς, αν δεν έχουν εξαφανιστεί, ολοένα και λιγοστεύουν.