Παναθηναϊκός: Όταν ζεις με το 1-0, κινδυνεύεις να πεθάνεις με το 1-1

Αντικατοπτρισμός της εβδομάδας που προηγήθηκε ο Παναθηναϊκός στη Θεσσαλονίκη, παραδίδεται στον Ράφα Μπενίτεθ μετά την ισοπαλία με τον Άρη με τις διαφορές από την κορυφή και τους ακολούθους της να μοιάζουν τα λιγότερα προβλήματα που ο Ισπανός προπονητής θα κληθεί να αντιμετωπίσει.
Η ανασκόπηση της εβδομάδας που προηγήθηκε της κυριακάτικης αναμέτρησης του Παναθηναϊκού στο “Κλεάνθης Βικελίδης”, χρήσιμη. Κι ενδεικτική. Για το τι εικόνα παρουσίασαν οι πράσινοι κόντρα στον Άρη.
Το δεύτερο επταήμερο της διακοπής, αυτό δηλαδή που παραδοσιακά αξιοποιούν οι περισσότεροι προπονητές σε ανάλογες περιστάσεις για να δουλέψουν περισσότερο, ξεκίνησε με μεταγραφολογία.
Και θριαμβολογία για την (επικοινωνιακή – κι όμως, έτσι κυρίως, ή έστω σε πρώτο επίπεδο, αναδείχτηκε.
Δείγμα κι αυτό για τις προτεραιότητες του οργανισμού…) συμφωνία αγοράς του εντυπωσιακού διδύμου της Κηφισιάς, του Ανδρέα Τεττέη και του Παύλου Παντελίδη.
Συνεχίστηκε με προπονητολογία. Οι επαφές, οι συζητήσεις κι η συμφωνία με τον Ράφα Μπενίτεθ, κυριάρχησε. Δεν γίνονταν – κακά τα ψέματα – κι αλλιώς. Το κρυφτούλι είναι που χάλασε την οποιαδήποτε προσπάθεια να συμμαζευτεί ο ντόρος.
Από τη μία διαψεύσεις επί διαψεύσεων, για κάτι που ο κόσμος το ‘χε τούμπανο, κι από την άλλη, λεπτομέρειες επί λεπτομερειών (άσχετο αν είναι βάσιμες ή όχι) με – ξεκάθαρο και εδώ – σκοπό, όχι να δικαιολογηθεί η επιλογή, το σκεπτικό της απόφασης, αλλά να τονιστεί η οικονομική υπέρβαση και η ανεπανάληπτη δαπάνη για προπονητή που έρχεται να δουλέψει στα μέρη μας.
Κι αυτά ενώ, επαναλαμβάνεται, επισήμως, τα πάντα διαψεύδονταν. Όπως φυσικά, για να μην ξεχνιόμαστε, ανάλογη ήταν και η ενέργεια για τα όσα κυκλοφόρησαν για το στάτους του τεχνικού διευθυντή (φευγάτου από καιρό…).
Κοντολογίς, λες και είμαστε στον Μάιο. Λες και δεν υπήρχε συγκομιδή έξι μόλις βαθμών ύστερα από πέντε αγωνιστικές στο πρωτάθλημα.
Λες και δεν έρχονταν παιχνίδι, πάντα δύσκολο όπως κάθε τέτοιο κόντρα στον Άρη, το οποίο θα έκρινε, ειδικά σε περίπτωση αρνητικής έκβασης, πολλά ήδη από την προτελευταία εβδομάδα του Οκτωβρίου. Και όχι, εννοείται, θετικά.
Η ομάδα, τα αποδυτήρια, το γκρουπ, ο προπονητής, όλο το επιτελείο, αδύνατον ανθρώπινα να μην επηρεαστούν.
Δεν ζουν, δεν λειτουργούν σε φούσκα, αποκομμένοι όλοι από τα τεκταινόμενα, πόσο μάλλον όταν αυτά δεν είναι τέτοια, αποκομμένα δηλαδή, από το ίδιο το γκρουπ (ανεξαρτήτως των αστείων με τις διαψεύσεις που ούτε μικρά παιδιά δεν πιστεύουν, πόσο μάλλον με τον τρόπο που έγιναν και τα όσα, όπως προαναφέρθηκε, τις συνόδευσαν). Κάθε άλλο.
Με όλο αυτό το background, το παιχνίδι στη Θεσσαλονίκη ξεκίνησε ιδανικά. Γκολ, προβάδισμα πολύ νωρίς, στην πρώτη πρώτη ουσιαστικά φάση της αναμέτρησης.
Μετά, δεν θέλει και πολύ. Σε όλους. Για όλους. Και απ’ όλους. Να θεωρηθεί, από εκείνο το σημείο κιόλας, το έργο τελειωμένο. “Πακετάρουμε και φεύγουμε να δούμε τι θα συμβεί από αύριο, με τα σπουδαία που έρχονται, τους καινούργιους, τις αλλαγές”.
Κάπως έτσι, ο Παναθηναϊκός περίμενε ή καλύτερα αντιμετώπισε το ενενηντάλεπτο ως ολοκληρωμένο από το τρίτο του λεπτό. Και σταμάτησε να παίζει.
Επιλογή; Τακτική; Απόφαση; Αδυναμία; Ό,τι κι αν ήταν, κόντρα σε έναν ακόμη περισσότερο προβληματικό Άρη, αυτό έγινε.
Οι πράσινοι δεν έπαιξαν, περιμένοντας πως το 1-0, θα τους έφτανε για να… πακετάρουν και να φύγουν. Κι όσο και αν απέναντι δεν υπήρχε κάποιο φόβητρο, κάποιος κυρίαρχος – παρότι ακόμη και έτσι, “φαινόταν” περισσότερο, πιο απειλητικός στο χορτάρι – εγγυήσεις δεν υπάρχουν στο ποδόσφαιρο.
Ειδικά σε μια ομάδα που δεν ξέρει να λειτουργεί έτσι: να παίζει αποκλειστικά και μόνο για το αποτέλεσμα, να κερδίζει “επαγγελματικά”, να “σβήνει” παιχνίδια. Δεν το έκανε ούτε με τον Βιτόρια, πολύ περισσότερο δεν το κάνει με τον Κόντη στον πάγκο της.
Και, τελικά, δεν μπόρεσε και να το κάνει ούτε απόψε. Θυμήθηκε να παίξει μόνο μετά τη ζημιά, μόνο μετά την ισοφάριση, οπότε και πλέον χρειάζονταν να κερδίσει – κι όχι για να διατηρήσει απλώς κεκτημένα.
Τότε, στο διάστημα μόνο των καθυστερήσεων, δημιούργησε τριπλάσιες ευκαιρίες και φάσεις από όσες είχε φτιάξει ως το 90′ (ουσιαστικά μόνο αυτή του γκολ ήταν). Έτσι είναι.
Όταν φτάνεις να ζεις για το 1-0, κινδυνεύεις να πεθάνεις με το 1-1. Το πρόβλημα για τον Παναθηναϊκό δεν είναι πως συνέβη σε ένα παιχνίδι. Αυτό μπορεί να γίνει, έχει γίνει και θα ξαναγίνει.
Το πρόβλημα, στη μεγάλη του εικόνα και επαγωγικά, είναι πως αυτή η λογική κυριαρχεί εδώ και χρόνια στην ποδοσφαιρική φιλοσοφία (ή «φιλοσοφία») του οργανισμού (κι όχι, εν γένει, των αποδυτηρίων).
Αν η πρόσληψη του Ράφα Μπενίτεθ φτάνει για να το διορθώσει, αβέβαιο. Αν αυτή η πρόσληψη συνδεθεί με τη διεκδίκηση αρχικά και (πόσο μάλλον) στη συνέχεια την κατάκτηση του φετινού πρωταθλήματος, ό,τι το χειρότερο, ό,τι το πιο παράλογο τη δεδομένη τουλάχιστον στιγμή, εξ αρχής δηλαδή της νέας προπονητικά εποχής.
Ούτε ο “πιο ακριβοπληρωμένος τεχνικός στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου” είναι – ή μπορεί να λογίζεται ως – μάγος.
Και δεν αναλαμβάνει ως τέτοιος μια ομάδα, η οποία ύστερα από έξι δικά της παιχνίδια στο πρωτάθλημα βρίσκεται στο -8 από την κορυφή (με ένα ματς λιγότερο) και κυρίως, στο -7 και από τον δεύτερο και από τον τρίτο.
Οι αποστάσεις μιας χρονιάς, μιας σεζόν, μπορεί και να καλύπτονται όταν απομένουν ακόμη τετραπλάσια παιχνίδια από όσα έχουν γίνει.
Χωρίς μάγους, ακόμη ακόμη και χωρίς “Μπενίτεθ”. Οι αποστάσεις χρόνων όμως και πως αυτές θα γεφυρωθούν (ξεκινώντας από το εσωτερικό του club) είναι το ζητούμενο που οδήγησε στην επιλογή του πολύπειρου Ισπανού προπονητή και αυτό που Ίβηρας θα κληθεί – ως τελευταία ζαριά ίσως… – να χτίσει.