Εθνική: Το Παγκόσμιο Κύπελλο από την τηλεόραση δεν είναι διασκεδαστικό ούτε και ταιριαστό

Μετά την ήττα στη Γλασκώβη, ξεκάθαρα και οριακά είναι τα δεδομένα για την Εθνική ώστε να ανατρέψει την κατάσταση και να διεκδικήσει έστω στις τελευταίες αγωνιστικές των προκριματικών τον Νοέμβριο την πρόκριση στα τελικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου.
“Is losing fun”?
Μια από τις χαρακτηριστικές ατάκες και σκηνές του Moneyball είναι όταν ο Μπίλι Μπιν (τον υποδύεται ο Μπραντ Πιτ), ένας ρηξικέλευθος General Manager μιας μέτριας (στην καλύτερη), άφραγκης και εκ των πραγμάτων εθισμένης στην ήττα και στην αποτυχία επαγγελματικής ομάδας baseball, μπαίνει στα αποδυτήρια μετά από ακόμα μια ήττα της κι έξαλλος από την απάθεια και την ευθυμία των παικτών, τα σπάει, ξεστομίζοντας τη συγκεκριμένη παρόλα.
“Ιs losing fun”? Είναι διασκεδαστικό το να χάνεις;
Αυτονόητη η απάντηση. Ακόμα και στην επόμενη σκηνή, αφού έπεσε νεκρική σιωπή. Και πώς αλλιώς; Σε οποιαδήποτε αποδυτήρια, οποιασδήποτε ομάδας. Εννοείται και στης Εθνικής. Ακόμα περισσότερο αυτής της Εθνικής.
Κανείς δεν θέλει, κανείς δεν αποδέχεται ως (έστω και καταχρηστικά) κανονικότητα τις ήττες. Είναι όμως, τέτοιο το επίπεδο του ταλέντου, της δυναμικής, της προσδοκίας τούτης της φουρνιάς που δεν της πρέπει και να τις δικαιολογεί.
Δεν ταιριάζει σε τούτη την ομάδα – η οποία από μόνη της, με τα πεπραγμένα, την εικόνα, το ποδόσφαιρο που παίζει, μας έχει δώσει τα ανάλογα δικαιώματα – να συμβιβάζεται με χαρακτηρισμούς και κλισέ άλλων ομάδων, άλλων εποχών, άλλης δυναμικής, άλλου ταλέντου.
Μετά από μια ήττα, επαναλαμβάνεται ειδικά για τούτη την ομάδα, δεν έχει καμία σημασία “αν ήμασταν καλύτεροι”, “αν κυριαρχήσαμε”, “αν δωρίσαμε το παιχνίδι”, “αν μας έφταιξαν τα λάθη στην άμυνα ή η αναποτελεσματικότητα στην επίθεση”.
Ειδικά κόντρα σε αντιπάλους των δυνατοτήτων, της ποιότητας και του ποδοσφαιρικού ταλέντου όπως οι χτεσινοβραδινοί της γαλανόλευκης. Δεν έπαιξαν. Δεν είχαν καμία διάθεση να παίξουν.
Την… πρόβα, την είχαν κάνει στην πρεμιέρα των προκριματικών, στην Κοπεγχάγη. “Τσίμπησαν” έναν βαθμό, ο οποίος τους επέτρεψε να επαναλάβουν την ίδια προσέγγιση και κόντρα στην Εθνική.
Το ανοιξιάτικο άλλωστε πάθημά τους, πολύ νωπό για να λησμονηθεί. Για τρίτο λοιπόν, διαδοχικό ενενηντάλεπτο κόντρα στην Ελλάδα, οι Σκωτσέζοι έμειναν πίσω από την μπάλα.
Την παραχώρησαν με χαρά, άνεση και κυρίως επίγνωση πως δεν μπορούν, θέλουν δεν θέλουν, να την κρατήσουν.
Ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς, στην προχτεσινή συνέντευξη Τύπου, δήλωσε πως η Εθνική θα έπρεπε να είναι καλύτερη από εκείνη τη μαρτιάτικη παρέλαση στο “Χάμντεν” για να το αλώσει και δεύτερη φορά μέσα σε λίγους μήνες.
Δεν ήταν. Βερεσέδια το αν φάνηκε καλύτερη συγκριτικά με τον αντίπαλό της, αν είχε περισσότερες ευκαιρίες, αν κράτησε την μπάλα, αν – στο πρώτο εικοσάλεπτο του δεύτερου ημιχρόνου – ήταν ισοπεδωτική. 3-1 έγραψε. Για τη Σκωτία.
Αυτή η ομάδα, με όσα έχει δείξει και τον δρόμο που έχει διανύσει τα τελευταία χρόνια όχι μόνο δικαιολογείται να έχει απαιτήσεις από τον εαυτό της, αλλά και επιβάλλεται να το κάνει.
Και ακόμη περισσότερο να τις περιμένει και να τις ζητάει από όλους (μας). Να έχει απαιτήσεις από το μέλλον της. Να μην το περιμένει όμως. Να το διεκδικήσει, να το πάρει, να το κάνει παρόν. Αν όχι τώρα, όσο πιο άμεσα γίνεται.
Τέτοια μάζωξη, σε μια και μόνο ομάδα, σε μια και μόνο γενιά, με τέτοιον χρονικό ορίζοντα μπροστά της, τέτοιων διάφορων ποδοσφαιρικών στοιχείων αφενός ως ελληνικό ποδόσφαιρο ίσως να μην είχαμε και ποτέ άλλοτε, αφετέρου είναι κρίμα και άδικο να… εξαϋλωθούν στο περίμενε και απλώς μπαίνοντας στον κρίκο της αλυσίδας των αποτυχημένων προσπαθειών επιστροφής σε τελικά μεγάλων διοργανώσεων.
Αυτή η ομάδα είναι για να βρίσκεται εκεί. Τελεία, παύλα, αλλαγή παραγράφου.
Κι εφόσον είναι για να βρίσκεται εκεί, παιχνίδια σαν το χτεσινοβραδινό, δεν πιάνονται από το αποτέλεσμα, αλλά το πώς προέκυψε αυτό. Και σίγουρα όχι ως μεταφυσικό παράγωγο.
Δύο γκολ από στατικές φάσεις. Συμβαίνει; Προφανώς. Επιτρέπεται; Ακόμα κι αν έρχονται με πάρτι σπόντας (όπως στο πρώτο); Δεν θα πρέπει.
Ειδικά συνεκτιμώντας πως στο μεσοδιάστημα των γκολ της ανατροπής, οι Σκωτσέζοι είχαν απειλήσει ξανά ύστερα από μια τρίτη στατική φάσης.
Γίνεται χειρότερο αν σκεφτούμε πως αλλιώς, γενικά για όσο παίχτηκε μπάλα στη Γλασκώβη, δεν απείλησαν.
Στο γκολ της ανατροπής, στην εκτέλεση στο δεύτερο δοκάρι (όπως σε κάθε σκωτσέζικο στατικό), αμέσως μετά το γέμισμα, πριν την επαφή, έχουν βγει στην κομπίνα τους, τέσσερις δικοί τους, “νταμάρια” όλοι, με τρεις δικούς μας στα όρια της μικρής περιοχής.
Λογικό και επόμενο, το σπάσιμο, την σπόντα, ακόμα και κατά τύχη, να έχουν περισσότερες πιθανότητες να την κερδίσουν, να την εκμεταλλευτούν, να ωφεληθούν (2-1).
Τη δυνατότητα να κρατάνε την μπάλα για τρία, τέσσερα λεπτά, αλλάζοντας δεκάδες πάσες, όπως στη φάση του ελληνικού γκολ, δεν την έχουν. Χτες, ούτε και την επιδίωξαν κιόλας.
Για την ακρίβεια, δεν το έκαναν ποτέ στις 4,5 ώρες μπάλας κόντρα στην Εθνική από τον Μάρτιο και ύστερα.
Την ευχέρεια να ανεβάζουν παράλληλα και συνεχώς – όπως στο ξεκίνημα του δεύτερου ημιχρόνου – τους δυο ακραίους αμυντικούς τους στα όρια της αντίπαλης περιοχής, ούτε (η διαφορά στα ανεβάσματα των αριστερών μπακ, του κορυφαίου Τσιμίκα και του μέχρι το καλοκαίρι ομόσταβλού του στη Λίβερπουλ, Ρόμπερτσον, ενδεικτική), ούτε.
Βλέπεις την ενέργεια του Καρέτσα, στη συμπλήρωση των ενενήντα λεπτών (και τη φοβερή επέμβαση του Γκαν) και σκέφτεσαι πως υπάρχουν τουλάχιστον άνετα δυο-τρεις Έλληνες που μπορούν να κάνουν κάτι ανάλογο.
Κοιτάς απέναντι και δυσκολεύεσαι να φανταστείς έναν. Ε, και; Αυτά μοιάζουν με τα συγκαταβατικά χτυπήματα στην πλάτη για το κατευόδιο.
Της “μη εισόδου” στο πάρτι, στα συναξάρια των τελικών, αλλά της παραμονής έξω από δαύτες, με την ευγενική υποσημείωση πως “ήσασταν καλοί όμως”.
Φτάνει; Αρκεί; Ούτε για αστείο. Όχι μόνο για εμάς, τους απ’ έξω, αλλά σίγουρα για όλους τους “μέσα”. Ειδικά – επαναλαμβάνεται, υπογραμμίζεται και χρωματίζεται – για τούτη την ομάδα, για τούτη τη φουρνιά.
Η κατάσταση, μετά τις δύο διαδοχικές “τριάρες” από Δανία και Σκωτία, είναι σαφές πως έχει μετατραπεί σε οριακή για να διεκδικηθεί, έστω αυτό, η πρόκριση στο Παγκόσμιο Κύπελλο στην τελευταία στροφή της προκριματικής διαδικασίας, τον Νοέμβριο, και να μην επικυρωθεί ο αποκλεισμός από τον Οκτώβριο κιόλας, μετατρέποντας έτσι τις δύο τελευταίες αγωνιστικές σε τυπική διαδικασία.
Αυτό και μόνο, εν όψει της καθοριστικής κυριακάτικης αναμέτρησης επιβάλλεται να κινητοποιήσει, να κεντρίσει, να τσαντίσει.
Πόσο διασκεδαστικό μπορεί να είναι, για τούτη την ομάδα, για τούτη τη φουρνιά, ένα Παγκόσμιο Κύπελλο τηλεοπτικά;