Δύο λόγια για τον Φίλιππο Συρίγο

Ο Κώστας Καίσαρης γράφει για τον Φίλιππο Συρίγο. Για την προσωπικότητα του, την τεράστια αξία του σαν δημοσιογράφο και την ταύτισή του με το μπάσκετ.
Σκάρτος ένας μήνα, έχει περάσει, όταν ένας φίλος γιατρός, μου είχε πει: “Ο συνάδελφός σου, ο Φίλιππος Συρίγος, δεν είναι καλά”. Επιβεβαιώθηκε.
Ο Συρίγος ήταν μια σπάνια, μια μοναδική περίπτωση ολοκληρωμένου δημοσιογράφου: Ήξερε να κάνει σπικάζ στην τηλεόραση. Ήξερε να κάνει ραδιόφωνο. Ήξερε να κάνει ρεπορτάζ. Ήξερε να γράφει σχόλιο. Και τα έκανε όλα αυτά, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ταυτόχρονα, είχε επιτελικές και οργανωτικές ικανότητες. Ήξερε να διευθύνει ένα αθλητικό τμήμα σε εφημερίδα ή τηλεόραση. Να βγάλει ένα περιοδικό. Ήξερε να επιλέγει συνεργάτες και να τους κουμαντάρει. Κι όλα αυτά χωρίς να σκοτώνεται. Τάβλι έπαιζε στην Ελευθεροτυπία.
Ο Συρίγος, εξέφραζε μία δημοσιογραφία που δεν υπάρχει πια. Ήταν ο δημοσιογράφος της κόντρας: Κοντράρισε την “εθνική υπόθεση”, των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Το “τροχαίο” της υπόθεσης Κεντέρη-Θάνου. Την παραχώρηση του Καραϊσκάκης στον Σωκράτη Κόκκαλη. Από μακρυά, χωρίς να έχω προσωπική επαφή μαζί του, θαύμαζα τον αγώνα που έδωσε με τον καρκίνο. Σακατεμένος από τις χημειοθεραπείες, φορώντας καπέλο, επειδή είχαν πέσει τα μαλλιά του, σκιάχτρο του εαυτού του, έμεινε όρθιος μέχρι το τέλος. Καβάλαγε τα αεροπλάνα για να κάνει μεταδόσεις στον εξωτερικό, έβγαινε στην τηλεόραση. Σκυλί μονάχο. Τεράστια ψυχική δύναμη. Με τον χαρακτήρα που είχε άλλωστε ο Συρίγος δεν θα μπορούσε να πάει πάσο. Ούτε στον καρκίνο.
Τριάντα χρόνια στη δουλειά, δεν είχα πολλές παρτίδες μαζί του. Ελάχιστα είχαμε συνεργαστεί, στις αρχές του ’83 όταν είχε επιτελική θέση στον “Ελεύθερο Τύπο”. Είχε φύγει γρήγορα μάλιστα για να επιστρέψει στην “Ελευθεροτυπία”.
Στην περιβόητη υπόθεση Κιάπε, που είχε αποκαλύψει ο Κώστας Γεωργιάδης στην Ελευθεροτυπία κάπου είχε πέσει έξω, κάπου υπερέβαλε. Του τα έγραφα και χοντρά μάλιστα. Ξαναμιλήσαμε ύστερα από δέκα χρόνια περίπου, όταν βρεθήκαμε συμπτωματικά σε ένα ταξίδι στο εξωτερικό. Ήταν να συνεργαστούμε στο ραδιόφωνο, σε κοινή εκπομπή, κάναμε ένα ραντεβού, αλλά δεν έκατσε. Τελευταία φορά είχαμε μιλήσει πριν περίπου ένα χρόνο. Έγραφα για τους Ολυμπιακούς του 2004 και τον πήρα τηλέφωνο. Παρά το πρόβλημά του, ήταν άνετος και μου μίλαγε για μισή ώρα.
Ο θάνατος προσδιορίζεται και με αυτή ακριβώς την κίνηση: Όταν σβήνεις από τον κατάλογο, ένα τηλέφωνο που δεν πρόκειται να καλέσεις ποτέ. Κακά τα ψέματα. Κανένα χώμα δεν είναι ελαφρύ. Και δεν υπάρχει κανένα τέτοιο ταξίδι, για να ευχηθείς να είναι καλό. Δεν πήγε σε κανένα παράδεισο ο Αμερικάνος για να παίξει μονό με τον Κολοκυθά, κάτω από το βλέμμα του Φαίδωνα Ματθαίου. Δεν πρόκειται να τους συναντήσει τώρα ο Συρίγος για να κάνουν παρέα. Έτσι θέλουν να πιστεύουν οι συγγενείς και οι φίλοι, όταν χάνουν έναν δικό τους άνθρωπο. Δικαίωμά τους. Έτσι συνηθίζεται να γράφουν οι δημοσιογράφοι, όταν “αποχαιρετούν” κάποιον.
Μάταια όλα αυτά. Τους δικούς μας ανθρώπους τους αγαπάμε όταν είναι εν ζωή. Εν ζωή εκτιμάμε τους φίλους μας, εν ζωή αναγνωρίζουμε, τις αξίες. Μετά θάνατον είναι αργά. Το ελληνικό μπάσκετ, οφείλει πολλά στον Φίλιππο Συρίγο. Όπως και ο Συρίγος κέρδισε πολλά από το μπάσκετ. Δεν είναι μόνο ότι έβαλε μέσω της ΕΡΤ, στη δεκαετία του ’80, το μπάσκετ σε όλα τα σπίτια. Σε όλη τη διαδρομή της δημοσιογραφικής του καριέρας, έδωσε μάχες για το μπάσκετ. Αν ο Γιώργος Βασιλακόπουλος είναι ο Νο1 θεμελιωτής της ανάπτυξης του μπάσκετ στην Ελλάδα, ο Συρίγος, ήταν ο Νο2 και σε κοντινή απόσταση. Πάντα ήταν με το μπάσκετ ο Συρίγος, είτε το μπάσκετ είχε δίκιο, είτε είχε άδικο. Όταν σ’ ένα φάιναλ-φορ στο εξωτερικό, είχε μπροστά του τον Γιάννη Σγουρό (με την ιδιότητα του ΓΓΑ) δεν δίστασε να τον πάρει στο κυνήγι: “Φύγε από δω, εξωμότη”
Επειδή ο Σγουρός ενώ ήταν στα νιάτα του, αθλητής του μπάσκετ, ταυτίστηκε στη συνέχεια με την Άρση Βαρών, την οποία σαν ΓΓΑ πριμοδοτούσε στις επιχορηγήσεις. Δεν υπάρχουν σωστοί και αντικειμενικοί δημοσιογράφοι. Αν δεν έχουν συμφέροντα, έχουν φίλους και πληροφοριοδότες.
Εξ αντικειμένου τα συμφέροντα του Συρίγου, είχαν ταυτισθεί με το μπάσκετ. Αυτό δεν μειώνει στο ελάχιστο, την προσωπικότητά του και την αξία του σαν δημοσιογράφος. Αυτή τη φορά, η κοινοτοπία, που σε αυτές τις περιπτώσεις λέει, “η δημοσιογραφία έγινε φτωχότερη”, ισχύει στο ακέραιο.