ΤΟΤΕΝΑΜ

Άγγελος Ποστέκογλου: Η μπάλα κάτω, το βλέμμα πάντα ψηλά

Ο Άγγελος Ποστέκογλου μετά την χτεσινοβραδινή επικράτηση της Τότεναμ κόντρα στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον τελικό του Europa League έγινε ο πρώτος Έλληνας προπονητής ποδοσφαίρου με διεθνή τίτλο σε ανδρικό επίπεδο, έχοντας πάντα φυλακτό της επαγγελματικής σταδιοδρομίας του την πατρική παραγγελιά.

Τον λένε Άγγελο Ποστέκογλου. Και είναι Έλληνας.

Το 2013 το Ελληνικό Μουσείο της Μελβούρνης φιλοξένησε μια ξεχωριστή οπτικοακουστική έκθεση με τίτλο “Μέσα από τα Μάτια ενός Παιδιού” (Through a Child’s Eyes).

Παρουσίασε προσωπικό αρχειακό υλικό δώδεκα παιδιών, τα οποία έφτασαν στην Αυστραλία μετά το πρώτο, μεγάλο κύμα της μετανάστευσης από την Ελλάδα, στις αρχές της δεκαετίας του ’50.

Και μέσα από τη ζωή τους, την οποία και εξιστορούσαν οι ίδιοι, ενήλικες πλέον, με φωτογραφίες και λογιών λογιών στιγμιότυπα, ξεδιπλώνονταν η προκοπή, η πρόοδος, η ενσωμάτωση στην ντόπια κοινωνία, αλλά και η συμβολή που ως Έλληνες μετανάστες και μεγαλωμένοι Αυστραλοί πολίτες, είχαν στην εξέλιξη της πατρίδας που τους δέχτηκε, τους ανέθρεψε και τους μεγάλωσε.

Ένας αυτής της ντουζίνας ήταν ο Άγγελος Ποστέκογλου.

Γεννήθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια. Οι γονείς του, μεροκαματιάρηδες, με δικό τους μαγαζί, το οποίο και συντηρούσε την τετραμελή οικογένειά τους. Η Χούντα, άλλαξε γρήγορα τα δεδομένα. Για όλους. Τα κουκιά δεν έβγαιναν, η επιχείρηση έβαλε λουκέτο και από μια ανυπόφορη όπως φαίνονταν ζωή στην Ελλάδα, ο Δημήτρης και η Βούλα πήραν απόφαση να κυνηγήσουν το όνειρο μιας άλλης, στην άλλη άκρη του κόσμου.

Όχι καλύτερης. Καμία εγγύηση για κάτι τέτοιο. Άλλης. Αλλά ζωής.

Κοντά έναν μήνα κράτησε το ταξίδι τους. Δεν ήξεραν κανέναν στη Μελβούρνη. Δεν μιλούσαν τη γλώσσα. Είχαν φτάσει όμως στη δεύτερη πολυπληθέστερη ελληνική πόλη της υφηλίου. Και αυτό, μόνο αυτό, έφτανε για να γίνει η βάση τους. Έπιασαν ένα σπίτι στα προάστια, γεμάτα τότε από μετανάστες και δούλευαν. Συνέχεια. Η πρώτη φωτογραφία του πεντάχρονου Άγγελου φτάνοντας στην Αυστραλία ήταν με ένα καρτελάκι με το Νούμερο 24, τον αριθμό που οι εκεί αρχές έδιναν στους νιόφερτους από άλλες πατρίδες για μια πρώτη σταχυολόγηση, μια πρώτη καταγραφή.

Το “Ποστέκογλου”, μεγάλο, χαλίκι στις γλώσσες των γηγενών. Έγινε Ποστέκος. Και ο (μπαμπάς) Δημήτρης, Τζιμ. Τον Άγγελο, έμαθαν – από τότε – να τον φωνάζουν Άνγκε ή Άνγκι. Τότε, δεν τον (πολύ)ενοχλούσε (πλέον, ναι). Μικρό παιδί. Να ταιριάξει ήθελε. Ο αθλητισμός φυσιολογικά αποτέλεσε την πρώτη διέξοδος. Ποδόσφαιρο. Όχι αυτό που, εκτός από τα όνειρα, κουβαλούσαν στις βαλίτσες τους οι ερχόμενοι από την Ευρώπη. Δαύτο, οι ντόπιοι δεν το ήξεραν, δεν το ήθελαν, το αποκαλούσαν υποτιμητικά wogball (με καταβολές από τον 19 ο αιώνα, οπότε τους τότε μετανάστες τους έλεγαν μειωτικά wogs) ή Kiss chasey, κοροϊδεύοντας αυτό που τους φαίνονταν… περίεργο, το τρέξιμο δηλαδή των συμπαικτών, τους πανηγυρισμούς και τις αγκαλιές τους μετά την επίτευξη ενός γκολ ή την κατάκτηση μιας νίκης.

Ο πιτσιρικάς Άγγελος με το αυστραλέζικο, μπασταρδεμένο σε κανόνες και πλαίσιο, ποδόσφαιρο καταπιάστηκε στην αρχή. Όχι για πολύ όμως. Οι ρίζες, τα γονίδια, η ανάγκη κυριάρχησαν. Τους γονείς του, έτσι κι αλλιώς, δεν τους έβλεπε… ποτέ. Η μόνη ευκαιρία που είχε να βρεθεί με τον πατέρα του ήταν η Κυριακή. Δεύτερα με Παρασκευή, οι Έλληνες της Μελβούρνης δούλευαν. Ασταμάτητα. Και εκεί, μόνο, στις δουλειές τους, συγχρωτίζονταν. Την Κυριακή όμως, η σύναξη μετατρέπονταν σε κατάνυξη. Με δύο προσκυνήματα, με δύο θρησκείες.

Το πρωί στην εκκλησία, το απόγευμα στο γήπεδο, για να κοινωνήσουν μπάλα, αναμνήσεις της πατρίδας που άφησαν, βλέποντας την ομάδα που γι’ αυτόν τον λόγο ίδρυσαν, που ακριβώς έτσι ονομάτισαν και αυτή ήταν ο λόγος που και τους ένωνε όλους, αλλά και τους διέκρινε από τους υπόλοιπους νέους τους συμπατριώτες.

Η Ελλάς της Νότιας Μελβούρνης, ή αγγλιστί South Melbourne Hellas, ήταν – όντως – κάτι παραπάνω από μια ποδοσφαιρική ομάδα. Και για τον Άγγελο έγινε το μέσο της επικοινωνίας, απαραίτητης για τον ίδιο, με τον πατέρα του. Πρώτα ακολουθώντας τον στο γήπεδο και μετά, εκεί γύρω στα οκτώ, εννιά του, όταν εντάχθηκε στα τσικό, εξασφαλίζοντας μια ώρα, στο πήγαινε – έλα από την προπόνηση, παραπάνω μαζί με τον μπαμπά Δημήτρη. Αυτό και μόνο, η σύνδεση του πατέρα με το ποδόσφαιρο, του έφτανε για να διαλέξει. Όχι τι θα ακολουθούσε επαγγελματικά, ποιος το ξέρει στα εννιά του χρόνια, αλλά τι, παράλληλα και μέσω της λατρείας που έτσι πατρικά του μεταδόθηκε, να λατρέψει και ο ίδιος.

Ο Πούσκας και η μανιέρα

Στην Ελλάς πήγε όλη τη διαδρομή. Ένας τραυματισμός ενός εκ των θρύλων της ομάδας τον έφερε στην ενδεκάδα, στο αριστερό άκρο της άμυνας, ένας δικός του, σοβαρός, τερμάτισε τη δική του ποδοσφαιρική καριέρα μόλις στα 27. Πρόλαβε να ξεπεράσει όλους τους προηγούμενους σε αναγνωρισιμότητα, δημοφιλία, υστεροφημία, κερδίζοντας τίτλους και φτάνοντας ως και την (παντελώς ανυπόληπτη εκείνη την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του ’80) εθνική Αυστραλίας.

Στο δεύτερο πρωτάθλημα που πανηγύρισε (1991), στον πάγκο της Ελλάς ήταν ο Φέρεντς Πούσκας, άλλος λατρεμένος του πατέρα του. Ο αρχηγός Ποστέκογλου έγινε η σκιά του Μαγυάρου, λειτουργώντας ως μεταφραστής, (άτυπος) βοηθός, ακόμη ακόμη και ως οδηγός του.

Ο τρόπος που αντιλαμβάνονταν το άθλημα ο «Καλπάζων Συνταγματάρχης», η επιθετική φιλοσοφία του, ήταν αυτή που επηρέασε, που καθόρισε ακόμη και… πριν από τα σπάργανα και την προπονητική φιλοδοξία του Έλληνα, αλλά και τη μεθοδολογία και προσέγγισή του.

Τότε μπήκε ο σπόρος του επιθετικού ποδοσφαίρου που όλοι θεωρούν πως πρεσβεύω. Και δεν ξεριζώθηκε ποτέ“, έχει πει ο ίδιος ο 60χρονος τεχνικός. Φυσικά, στο Albert Park έγινε και η μετάβαση στους πάγκους. Πρώτα βοηθός, μετά πρώτος προπονητής.

Με ιστορικές επιτυχίες, τέτοιες – και παράταιρες για το στάτους της ομάδας – που στην αυγή της χιλιετίας, τον έφεραν στους κόλπους της αυστραλιανής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας.

Φιλοδοξία του να γίνει, από τότε, εκλέκτορας. Πέρασε συνέντευξη για το πόστο, αλλά τελικά επιλέχθηκε να γίνει προπονητής στις αναπτυξιακές ηλικίες. Ακούγεται, ανέκδοτο.

Γιατί πολύ απλά, ακόμη και μόλις πριν 25 χρόνια, στην Αυστραλία δεν υπήρχε καν… ποδόσφαιρο, το οποίο εξακολουθούσε να αντιμετωπίζεται ως ο παρίας των σπορ, χωρίς ανάλογη προβολή, αποδοχή, χρηματοδότηση, διείσδυση.

Πέντε χρόνια ως εκλέκτορας της u17 και άλλα δύο στην u20, βοήθησαν. Χωρίς όμως απτά αποτελέσματα. Η αποτυχία (δεύτερη διαδοχική) της πρόκρισης της U20 στο αντίστοιχο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα αποτέλεσε την αφορμή της ίσως πιο viral (πριν καν εφευρεθεί ως όρος….) συνέντευξης στην ιστορία της αυστραλιανής τηλεόρασης.

Λίγο έλειψε να πλακωθεί (περιορίστηκε λεκτικά, αλλά με ασύλληπτη ένταση) on air με έναν φημισμένο σχολιαστή (Κρεγκ Φόστερ), ξέφυγε και, λίγες εβδομάδες μετά, απολύθηκε, κουβαλώντας – κατά δικό του σχόλιο – τη στάμπα του «αδύνατον να δουλέψει» ξανά στον χώρο. Τέτοια η λεζάντα που χρεώθηκε, τέτοια η απογοήτευση που προκάλεσε, που αναγκάστηκε, ενάμιση χρόνο αργότερα να επιστρέψει στην πατρίδα που είχε αφήσει μικρό παιδί για να εργαστεί στην Παναχαϊκή της τότε Γ’ Εθνικής.

Το λίγο που άντεξε στη μητέρα Ελλάδα και στην άγονη – πιο άγονη δεν γίνεται… -ποδοσφαιρική γραμμή της, ήταν και πολύ. Τουλάχιστον διαπίστωσε και έζησε από πρώτο χέρι τα πολύ χειρότερα, εξοβελισμένος από ένα υποανάπτυκτο (σε διεθνή μέτρα) ποδοσφαιρικό σύστημα, για να γνωρίσει το… ανύπαρκτο σύστημα. Γύρισε στην Αυστραλία, βρίσκοντας καταφύγιο σε αυτό που (εκτιμούσε πως) τον είχε “καταδικάσει”, την τηλεόραση.

Έκανε καλή δουλειά, αποκαθιστώντας τη φήμη του τόσο ώστε να μπορεί να κυνηγάει – κυριολεκτικά – την επιστροφή στην προπονητική. Η ευκαιρία δόθηκε όταν ο Φρανκ Φαρίνα, ο άνθρωπος που η αυστραλιανή ομοσπονδία είχε επιλέξει αντί του ίδιου για εκλέκτορα πριν δέκα χρόνια, είχε απολυθεί από τη Brisbane Roar.

O τότε κομισάριος της… βρεφικής σε ηλικία, επαγγελματικής λίγκας, παλιός συμπαίκτης του Έλληνα προπονητή, από τον οποίο είχε ζητήσει, αν ακούσει κάτι, για οποιονδήποτε πάγκο, να τον ενημερώσει. Το έκανε για τη Brisbane Roar, ο Ποστέκογλου πήγε το επόμενο πρωί, τον δέχτηκαν, συμφώνησαν, ανέλαβε.

Απόμακρος, αλλά όχι και άνιωθος

Ανέλαβε ομάδες που χρειάζονταν όχι απλώς αναδόμηση, αλλά γκρέμισμα και χτίσιμο από τα θεμέλια.

Σε όλες έκανε, με το… καλημέρα, σαρωτικές εκκαθαρίσεις, συνήθως επιλέγοντας να τις ξεκινήσει από εμβληματικούς, πλην όμως δυσλειτουργικούς (πια), ποδοσφαιριστές, χωρίς – εννοείται – να διστάζει να συγκρουστεί για να περάσει το δικό του μήνυμα.

Έτσι κι αλλιώς, από την πρώτη στιγμή της σταδιοδρομίας του ως και σήμερα, το δηλώνει και το γνωρίζουν οι πάντες με τους οποίους έχει συνεργαστεί: και δείχνει και είναι και θέλει να είναι απόμακρος, χωρίς την παραμικρή επικοινωνία και επαφή με τους παίκτες του, πέραν της αποκλειστικής επαγγελματικά, στο γήπεδο, στην προπόνηση, στα αποδυτήρια. Και αυτή, στο ελάχιστο δυνατό.

Επαφή που σίγουρα του έλειψε και του ίδιου.

Έχει αποκαλύψει πως ο πατέρας του δεν τον αγκάλιαζε, κάτι που ο ίδιος ως πατέρας προσπαθεί να αναπληρώσει και με το παραπάνω στην ανατροφή με τη γυναίκα του Γεωργία (γνωρίστηκαν στη συνύπαρξή τους στη South Melbourne. Αυτός προπονητής, αυτή εμπορική διευθύντρια) των τριών αγοριών τους, του Τζέιμς, του Μαξ και του Αλέξη.

Στους, όποιους, παίκτες του όμως είναι αλλιώς. Το… φωνάζει πως ποτέ δεν έχει μιλήσει με κανέναν τετ-α-τετ πάνω από ένα λεπτό (παρότι λειτουργούσε τελείως διαφορετικά σε επίπεδο στρατολόγησης, είτε ως εκλέκτορας, είτε όταν ήθελε να πείσει έναν ποδοσφαιριστή για να τον αποκτήσει), θεωρώντας πως έτσι παραμένει αμερόληπτος στην κρίση του. Άλλο όμως απόμακρος και άλλο ξενέρωτος και άνιωθος.

Τέτοιος, δεν είναι. Οι ομιλίες του πριν τα παιχνίδια, καθολικά αποδεκτό πως στοχεύουν στην καρδιά και στο μυαλό, με όλα τα υπόλοιπα απαραίτητα για το σώμα και την τακτική προετοιμασία να έχουν γίνει στη διάρκεια της εβδομάδας, όπου οι προπονήσεις του είναι βγαλμένες από κατάστιχα διαβολικά.

Ένταση καθ’ όλη τη διάρκειά τους. Ένταση τεράστια, επιδιωκόμενα να γίνει τέτοια σε κάθε στιγμή. Ένταση σωματική – απλό παράδειγμα, πως συνηθίζει να πετάει μπάλες στα προπονητικά διπλά μόνο και μόνο για να μην παίρνει κανείς ανάσα – και ψυχολογική, αφού τον… νιώθουν όλοι όσοι μοιράζονται το γήπεδο μαζί του.

Κατά τη διάρκεια της θητείας του στην εθνική Αυστραλίας, ένας τηλεοπτικός σταθμός εξασφάλισε άδεια για ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στην καθημερινότητα των Socceroos. Δεν τον πτόησαν οι κάμερες, δεν ανησυχούσε – πλέον – ούτε για τη δημόσια εικόνα του, με τα καντήλια, τις παρατηρήσεις, τις φωνές, ακόμη και τις εκρήξεις (είχε διαλύσει, καταγεγραμμένο, οθόνη τηλεόρασης σε ημίχρονο αγώνα), να περνάνε όλα – και πιθανότατα και… μαζεμένα στο μοντάζ ως προς την ποσότητα – στην κοινή γνώμη.

Φουλ επίθεση

Slow starter (σχεδόν) πάντα. Την πρώτη σεζόν του στην Ιαπωνία και τους Marinos της Γιοκοχάμα λίγο έλειψε να υποβιβαστεί. Στις πρώτες επτά αγωνιστικές στον πάγκο της Σέλτικ – και εκεί, δεύτερη επιλογή ήταν. Πρώτη ήταν ο νυν τεχνικός της Νιουκάστλ, Έντι Χάου.

Η πρότερη όμως δουλειά του Ποστέκογλου στους Marinos, ομάδα που ανήκει, έστωεν μέρει, στο City Football Group του εξασφάλισε το απαραίτητο lobbying και προσβάσεις την ώρα της… κρίσης για την τεχνική ηγεσία των “καθολικών” – είχε χάσει 11 βαθμούς.

Πάντα, μα πάντα, με επιθετικό ποδόσφαιρο. Στα ξεκινήματά του, στη South Melbourne, οπότε και αντιμετώπισε στο (πρωτόλειο) Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2000, στη Βραζιλία, τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, χάνοντας τότε το παιχνίδι (0-2), αλλά πιέζοντας αφόρητα τους «κόκκινους διαβόλους» για την ισοφάριση στο τέλος.

Στην καθιέρωσή του στη Brisbane Roar, την όπως θεωρείται καλύτερη, επιθετικότερη, παραγωγικότερη, ομορφότερη στο ποδόσφαιρο που έπαιζε ομάδα όλων των εποχών στην Αυστραλία, την Roar-celona, όπως αποκλήθηκε από τους ντόπιους, με προφανή παραπομπή στην τότε κυριαρχική Μπάρτσα του Πεπ που αντιμετώπισε πριν τη μετακόμιση στη Γηραιά Αλβιόνα, σε μια τουρνέ της Σίτι στην Άπω Ανατολή, όντας στον πάγκο των Marinos.

Οι «πολίτες» κέρδισαν, αλλά τους βγήκε το λάδι, είχαν μικρότερη κατοχή (58% έναντι 42%), ο Γκουαρντιόλα ζητούσε από το ημίωρο κιόλας να κάνει αλλαγές, βλέποντας πως οι ποδοσφαιριστές του (έστω σε φάση προετοιμασίας) δεν άντεχαν τον ρυθμό των αντιπάλων τους και στο φινάλε, αποθεώνοντάς ό,τι αντιμετώπισε: “Η Σίτι και οι Marinos έχουν ακριβώς την ίδια φιλοσοφία στο γήπεδο“.

Εννοείται και στη θητεία του στην εθνική Αυστραλίας. Είτε κατακτώντας το Asian Cup το 2015, είτε συμβάλλοντας σε διαδοχικές προκρίσεις σε τελικά Παγκοσμίου Κυπέλλου (2014, ’18 – σε αυτό δεν πήγε τελικά, επιλέγοντας να παραιτηθεί λίγους μήνες νωρίτερα λόγω διαφορών με τους επιτελείς της ομοσπονδίας), είτε παίζοντας… του θανατά και κερδίζοντας τις εντυπώσεις – παρότι χάνοντας όλα τα παιχνίδια – στο «γκρουπ του θανάτου» του 2014 (Ισπανία, Χιλή, Ολλανδία).

Διάολε, για την Αυστραλία μιλάμε. Την Αυστραλία στην οποία μεγάλωσε με το wogball, την οποία ξεκίνησε να υπηρετεί φυτωριακά στις αρχές του 21 ου αιώνα χωρίς να υπάρχει η παραμικρή υποδομή και πλάνο, την Αυστραλία όμως που άπαντες αναγνωρίζουν πως αυτός προσωποποίησε την αλλαγή επιπέδου στο ποδόσφαιρό της, τον εκσυγχρονισμό του Οπουδήποτε. Συλλογικά, διεθνώς, αντιπροσωπευτικά, σε επίπεδο ακαδημιών, επαγγελματισμού, όπου και αν κοιτάξει κανείς πλέον, η σφραγίδα είναι ολοδική του, με τον ίδιο να θεωρείται – και προφανώς όχι άδικα – ο κορυφαίος προπονητής όλων των εποχών στη χώρα, πιθανότατα ο κορυφαίος… ποδοσφαιράνθρωπος της ιστορίας (σίγουρα του 21 ου
αιώνα), τυπικά επιβεβαιώνοντάς το με μια θέση στο (το έχουν και εκεί, ναι) Hall of Fame.

Η παραγγελιά του Δημήτρη

Και φυσικά κερδίζοντας. Παντού. Όπου και αν δούλεψε (πέραν της πλέον βραχύβιας θητείας του, μετά τη φυγή του από τη Roar, στη Victory της Μελβούρνης.

Ουδείς προφήτης στον τόπο του…. Αυτό το -11 των πρώτων αγωνιστικών με τη Σέλτικ (η οποία την περασμένη της άφιξής του σεζόν είχε μείνει στο -25 από τους Ρέιντζερς), το γύρισε και το έκανε πρωτάθλημα στην πρώτη χρονιά του στη Γλασκόβη (και την επόμενη σε τρεμπλ), μετατρέποντας την κοροϊδία σε συγγνώμη, την κατακραυγή σε αποθέωση και τις βαϊραλιές σε συνθήματα.

Δεν σταματάμε ποτέ. Μόνο στο ημίχρονο, στο τέλος και όταν πανηγυρίζουμε. Αν οι αντίπαλοι θέλουν να σταματήσουν, τότε είναι καλό για εμάς“, μια από δαύτες που διέρρευσαν από τα αποδυτήρια των “καθολικών” στην εφιαλτική αρχή της σεζόν και αντιμετωπίστηκαν, τότε, με οργή, θυμηδία, αμφιβολία. Στο φινάλε της χρονιάς το “Δεν σταματάμε ποτέ” (We Never Stop) είχε γίνει σύνθημα στο “Σέλτικ Παρκ”.

(Εννοείται πως) Ούτε της Τότεναμ ήταν η κορυφαία επιλογή το καλοκαίρι του ‘23, αλλά στον πάγκο της ξεκίνησε κόντρα στην προπονητική μανιέρα του, αφρενάριστος, κάτι που τελικά αρκούσε στα “σπιρούνια” για να τερματίσουν στην πεντάδα της περυσινής Premier League.

Η φετινή σεζόν πάλι κόντρα εξελίχτηκε. Χειρότερη του συλλόγου εδώ και δεκαετίες, το φίνις όμως, επιβεβαίωσε ακόμη έναν κανόνα (του). “Πάντα κερδίζω στη δεύτερη χρονιά μου σε ομάδα“, ξεστόμιζε ξανά και ξανά το τελευταίο διάστημα.

Επικρατώντας της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ στον τελικό του Europa League, έστω και με στιλ και τακτική τελείως αντίθετα στα προπονητικά πιστεύω του, οδήγησε την Τότεναμ στον πρώτο της τίτλο έπειτα από 17 χρόνια και τον πρώτο διεθνή της μετά από 41. Το πιθανότερο, αν όχι βέβαιο, είναι πως παρότι συνδέθηκε αιώνια με την ιστορία του συλλόγου, τη μοίρα του στον πάγκο του, δεν θα την αλλάξει.

Το βέβαιο είναι πως ό,τι και να γίνει, όπου και αν τον βρει η επόμενη χρονιά, σε όποιον άλλον (ή όχι) πάγκο, το μεδούλι της μανιέρας του, της φιλοσοφίας του, δεν το αλλάζει.

Ήταν άλλωστε και αυτό κάτι που του έμαθε ο πατέρας του. Μέσα, εξυπακούεται, από το ποδόσφαιρο. Πρώτα ακούγοντάς τον, παιδάκι, να το φωνάζει, να το μοιράζεται στο.. εκκλησίασμα του γηπέδου της Ελλάς και μετά να το προσωποποιεί πια στα όσα του έλεγε και όχι μόνο ως ποδοσφαιριστή.

Κάτω η μπάλα“.

Πιο χαρακτηριστικά… ελληνικό δεν γίνεται. Ακόμη περισσότερο και απ’ όσο νιώθει ο γιος του, ακόμη περισσότερο και από όσο δημοσιοποίησε (και πάλι) στις δηλώσεις του παραμονές του τελικού του “Σαν Μαμές”, που τον έχρισε ως τον πρώτο Έλληνα προπονητή ποδοσφαίρου με διεθνή τίτλο σε ανδρικό επίπεδο.

Ο Δημήτρης Ποστέκογλου πέθανε το 2018. Ο γιος του δείχνει πως την παραγγελιά του την ακολουθεί ευλαβικά και έτσι η μπάλα μένει χαμηλά. Το βλέμμα του όμως από την άλλη μπορεί, δικαιούται, αξίζει να το κρατάει ψηλά. Και από χτες, ακόμη ψηλότερα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ