Το συγκλονιστικό VIDEO ντοκουμέντο του SPORT24: Ο Μίμης Παπαϊωάννου τραγουδάει μαζί με τον Μίκη "το τελευταίο βράδυ μου"
Ένα πραγματικό ντοκουμέντο, ένα ιστορικό κειμήλιο αν προτιμάτε, προσφέρει το SPORT24. Ο Μίμης Παπαϊωάννου τραγουδάει "το δυο πόρτες έχει η ζωή" του Στέλιου Καζαντζίδη και του κάνει σεγόντο ο τεράστιος Μίκης Θεοδωράκης. Δείτε το βίντεο, αλλά και τις φωτογραφίες από το αρχείο του Νίκου Μάλλιαρη που φωτίζουν την αθέατη όψη του μεγάλου ποδοσφαιριστή
Για το πόσο σπουδαίος ποδοσφαιριστής υπήρξε ο Μίμης Παπαϊωάννου δεν χρειάζεται να γράψει κανείς κάτι. Φτάνει και μόνο η ιστορία με τη Ρεάλ Μαδρίτης, που έδινε 4 εκατομμύρια δραχμές στην ΑΕΚ, ένα μυθικό ποσό στο μακρινό 1965, για να καταλάβει την αξία του πάνω στο χορτάρι.
Η άρνηση της Ένωσης να τον παραχωρήσει στη βασίλισσα τον έστειλε δίπλα στον Στέλιο Καζαντζίδη και στη Μαρινέλα σε περιοδεία στη Γερμανία, για να ξεδιπλώσει το ταλέντο του στο τραγούδι. Η φωνή του, άλλωστε, έχει σημαδέψει αιώνια τον ύμνο της ΑΕΚ. Η ζωή του όλη, ένα γκολ με τη "κιτρινόμαυρη" φανέλα και ένα τραγούδι του Στέλιου.
Το σημερινό αφιέρωμα του SPORT24 στον αέρινο Μίμη προσπαθεί να σκιαγραφήσει τον "άλλο" Παπαϊωάννου. Με τη βοήθεια, μάλιστα, του Νίκου Μάλλιαρη και του ανεπανάληπτου αρχείου του, φέρνει στη δημοσιότητα και ένα μοναδικό ντοκουμέντο.
Στις 18 Δεκεμβρίου του 2003 ο Μίκης Θεοδωράκης υποδέχεται στο ξενοδοχείο "Χίλτον" μια ξεχωριστή παρέα από ποδοσφαιριστές που έγραψαν την ιστορία του αθλήματος στην Ελλάδα. "Αν μου έλεγαν ότι σήμερα θα έχω ένα γεύμα με τον Μπετόβεν, τον Σούμαν, τον Βάγκνερ, δεν θα χαιρόμουν τόσο πολύ, όσο που βρίσκομαι μαζί σας" λέει στην ομήγυρη ο μεγάλος συνθέτης.
Ο Μίκης καμαρώνει που κάθεται δίπλα στον Λεωνίδα Ανδριανόπουλο, ίνδαλμα της παιδικής του ηλικίας, αποκαλύπτει τον ποδοσφαιρόφιλο εαυτό του (και την προτίμηση του στον Ολυμπιακό) και η βραδιά καταλήγει -όπως αναμενόταν- σε λαϊκό γλέντι. Χασάπικα, ζεϊμπέκικα, τραγούδι και χορός.
Παίρνουν το μικρόφωνο όλοι. Από τον Μίκη και τον "πρόεδρο" Λευτέρη Παπαδόπουλο μέχρι τους παλαίμαχους που διασκεδάζουν με την παντοτινή λεβεντιά τους και βέβαια τον Μίμη Παπαϊωάννου.
Λέει -τι άλλο- ένα τραγούδι του Καζαντζίδη. "Δυο πόρτες έχει η ζωή", σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ο Στέλιος Μανωλάς και ο Σάββας Παπάζογλου του κάνουν σε κάποια στιγμή σεγόντο. Το δεύτερο κουπλέ θα το πει πηγαίνοντας προς το μέρος του Μίκη. Και κει θα σκύψει λίγο προς τη μεριά του μεγάλου συνθέτη για να τραγουδήσουν μαζί του ρεφρέν "όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα μια πνοή"
Ο φακός αποτυπώνει την στιγμή και δε νομίζουμε να υπάρχουν μάτια που να μην δακρύζουν βλέποντας την. Δυο ιερά τέρατα, ένας στη μουσική, ένας μέσα στο γήπεδο, ενώνονται σε ένα από τα ωραιότερα λαϊκά τραγούδια.
Το φιλί του Μίμη στο τέλος δείχνει και τον απεριόριστο σεβασμό και εκτίμηση στο πρόσωπο του μεγάλου Μίκη. "Αργότερα μου έλεγε πόσο υπέροχα είχε νιώσει που τραγούδησε μαζί με τον Μίκη. Δεν το πίστευε. Και είδες, βέβαια, ότι ο Παπαϊωάννου δεν διάλεξε κάποιο τραγούδι του Θεοδωράκη, αλλά του Καζαντζίδη. Κι ο Μίκης πιο πολύ ήθελε να τραγουδήσει μαζί του", θυμάται ο Μάλλιαρης...
Η πρώτη συνάντηση στη Λεωφόρο
Με τον Θεοδωράκη η πρώτη γνωριμία είχε γίνει ένα χρόνο νωρίτερα (11/10/2003). Ο Μίκης ήταν προσκεκλημένος της ομοσπονδίας στο ματς με την Β.Ιρλανδία, καθώς είχε χαρίσει τη μουσική του ("Ποιος δε μιλάει για τη Λαμπρή", από το "Ένας Όμηρος") για να παίζει πριν από τους αγώνες της Εθνικής Ομάδας. Ο αγώνας ήταν καθοριστικός για την πρόκριση στο Euro 2004 και τελείωσε 1-0, με το εισιτήριο για την Πορτογαλία στα χέρια του Ρεχάγκελ και των παικτών του.
"Εγώ πήγα παρέα με το Νίκο Χρηστίδη και μπαίνοντας στα επίσημα, αφού είδαμε τους πορτιέρηδες να μην αναγνωρίζουν και να εμποδίζουν αρχικά την είσοδο στον Μπάμπη τον Κοτρίδη, βρήκαμε τον Δομάζο, τον Καμάρα, τον Λουκανίδη και τον Παπαϊωάννου" διηγείται ο Μάλλιαρης και περιγράφει γλαφυρά εκείνη τη σκηνή:
"Στα δέκα μέτρα ο Μίκης, δίπλα σε επίσημους και μη. Η -τότε- Δήμαρχος Αθηναίων Ντόρα Μπακογιάννη, Γιάννα Αγγελοπούλου και λοιποί. Δεν σταματάει να χαιρετάει, λίγο αμήχανος αλλά πάντα χαμογελαστός. Σε μια στιγμή, ο Δομάζος μου ψυθιρίζει: "Κοίτα Νίκο, πως την έχουν πέσει όλοι τους στον Μίκη..." Γυρίζω και του λέω "Μίμη, κανονικά σε αυτό το γήπεδο εσύ έπρεπε να είσαι οικοδεσπότης" και λέω στους υπόλοιπους "πάμε να τον χαιρετήσουμε θα χαρεί πολύ".
Στην αρχή δίστασαν, πήγα μόνος μου, σχεδόν τους ξαναπήρα με το ζόρι για να τους φέρω κοντά του. Οι ποδοσφαιριστές αυτής της γενιάς είχαν αυτή τη συστολή έμφυτη, παρότι είδωλα, δεν ψωνίστηκαν ποτέ. Κι ο Παπαϊωάννου ήταν το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Δεν περίμεναν ποτέ ότι ολόκληρος Θεοδωράκης όχι μόνο θα τους μιλούσε από κοντά, αλλά θα πέταγε από τη χαρά του, που βρέθηκαν μπροστά του! Έτσι κι έγινε, έπεσε, μάλιστα, και η ιδέα να του κάνουμε το τραπέζι και φτάσαμε στο Χίλτον, στη βραδιά του Δεκέμβρη του 2003.
Από τότε, κάθε φορά που γινόταν μια συναυλία για τον Μίκη, ο Μίμης ήθελε να τη δει, με έπαιρνε τηλέφωνο να πάμε, να μιλήσουμε μαζί του".
Η καλλιτεχνική φύση του
Η αλήθεια είναι ότι ο Μίμης Παπαϊωάννου βρέθηκε δίπλα στην τέχνη από μικρός. Είχε ωραία φωνή, του άρεσαν τα λαϊκά τραγούδια και κυρίως ο Καζαντζίδης. Ο Μάλλιαρης εξηγεί: "Δεν είναι τυχαίο ότι από μικρός συνδέθηκε με τα τραγούδια του Στέλιου. Αργότερα όταν τον γνώρισε από κοντά, έγιναν και φίλοι. Τους συνέδεε η ίδια η ζωή, οι κοινές καταβολές τους.
Μεγάλωσαν στην μεταπολεμική Ελλάδα, φτωχόπαιδα που βρήκαν τον δρόμο της καταξίωσης και της αναγνώρισης από χιλιάδες κόσμο. Στα γήπεδα ο ένας, στο πάλκο ο άλλος. Λατρεύτηκαν, αποθεώθηκαν".
Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό. Καζαντζίδης και Παπαϊωάννου, όταν πιέστηκαν από τους "από πάνω", βρόντηξαν τα πάντα πίσω τους: "Ναι, έτσι είναι. Ο ένας όταν μπούχτισε από τα κέντρα και το νταβατζιλίκι των εταιρειών, αποσύρθηκε στο σπίτι του για ψάρεμα κι ο άλλος όταν η ΑΕΚ δεν τον παραχώρησε στη Ρεάλ, έγινε τραγουδιστής! Πώς να μη ταιριάξουν, λοιπόν; Εκτιμούσε πολύ τον Καζαντζίδη, ο οποίος στο τέλος τον έπεισε να επιστρέψει στο ποδόσφαιρο".
Σάμπως το ποδόσφαιρο δεν είναι τέχνη. Ειδικά όπως το έπαιζε ο Μίμης Παπαϊωάννου. Ήταν κι ο ίδιος πηγή έμπνευσης. Πρώτα απ' όλα για την ίδια τη σύζυγο του, ζωγράφο Μαίρη Παπαϊωάννου
Ακόμη κι αν δεν μιλούσε πολύ, μπορούσε με μια δυο φράσεις να αποτυπώσει όσα άλλοι ανέλυαν επί ώρες. Μπορούσε να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με ποιητές, σκηνοθέτες και δημοσιογράφους: "Μια ατάκα του έφτανε", λέει ο Μάλλιαρης που ήθελε πάντα να συνδέει το ποδόσφαιρο με τον πολιτισμό και βρήκε ανθρώπους πρόθυμους να συζητάνε, να θυμούνται να ανοίγουν νέους ορίζοντες.
"Δεν έλεγε ποτέ όχι, σε κάθε πρόσκληση που είχαμε. Μια φορά πήγαμε στο Ηρώδειο, όπου υπήρχε η παράσταση "Κιβωτός". Σκηνοθέτης ο Παντελής Βούλγαρης, σκηνικά ο Αλέκος Φασιανός, και κεντρικός ερμηνευτής ο Μανόλης Μητσιάς, που σαν γνήσιος ποδοσφαιρόφιλος θαύμαζε τον Παπαϊωάννου. Είχαμε ζητήσει κάποιες θέσεις μπροστά. Ήταν κι άλλοι μαζί, όπως ο Λουκανίδης, ο Καραβίτης, ο Καμάρας.
Σε μια στιγμή αρχίζουν και χειροκροτούν. Με κοιτάζει ο Μίμης και με ρωτάει. "Για εμάς είναι τα παλαμάκια;" Δεν το πίστευε ότι στο Ηρώδειο, υποτίθεται σε ένα τελείως διαφορετικό χώρο από τα γήπεδα θα τον χειροκροτούσαν και πολλά χρόνια, βέβαια, μετά την αποχώρηση τους από τα γήπεδα.
Ξεχνιούνται, όμως, τέτοιοι άνθρωποι; Δεν γίνεται να φύγουν από τη μνήμη όσων τους είδαν στο χορτάρι. Ακόμη κι εκείνοι που δεν τους είδαν να παίζουν, μεγάλωσαν με τον θρύλο τους. Σε ένα ταξίδι, που χαμε κάνει με την ομάδα των παλαιμάχων, στη Δράμα θυμάμαι τη λατρεία όλου του κόσμου για τον Λουκανίδη και τον Παπαϊωάννου. Έβγαιναν από τις καφετέρειες και τα μαγαζιά οι άνθρωποι να τους χαιρετήσουν, να πιάσουν την κουβέντα μαζί τους. Και δεν ήταν μόνο οι παλιότεροι, οι ασπρομάλληδες, αλλά και νέα παιδιά.
Ο μύθος του Παπαϊωάννου πέρασε από γενιά σε γενιά, έμεινε ανεξίτηλος και υπερέβη τον οπαδισμό. Αυτό φάνηκε και στην πανελλήνια συγκίνηση που προκάλεσε η είδηση του θανάτου του. Δεν τον αγάπησαν μόνο οι φίλοι της ΑΕΚ, αλλά σύσσωμο το ελληνικό ποδόσφαιρο".
Μπήκε μπροστά σε δύσκολους καιρούς
Ο Νίκος Μάλλιαρης γνώρισε τον Μίμη Παπαϊωάννου στα μέσα της δεκαετίας του '70. Τότε, που ξεκίνησε και το συνδικαλιστικό κίνημα των ποδοσφαιριστών. Ο αρχηγός της ΑΕΚ δεν αρνήθηκε να μπει μπροστά, όπως κι όλοι οι κορυφαίοι ποδοσφαιριστές της εποχής του, για να αποκτήσει ο ΠΣΑΠ οντότητα, να αρθρώσει λόγο και να κερδίσει σαν Σύνδεσμος και τον σεβασμό και την αναγνώριση απ' όλους.
"Για όσους δεν το γνωρίζουν ο Μίμης ήταν ο δεύτερος πρόεδρος του ΠΣΑΠ μετά τον Δομάζο, που ιεραρχικά είχε πάρει πρώτος τη θέση, με την σύμφωνη γνώμη όλου του Δ.Σ. Το ίδιο έγινε και με τον Παπαϊωάννου.
Οι παλιοί ποδοσφαιριστές είχαν πάντα ένα αλληλοσεβασμό και μια αλληλοεκτίμηση, έκαναν παρέα μεταξύ τους αλλά είχαν και κοινά βιώματα. Οι περισσότεροι προέρχονταν από φτωχές οικογένειες, οι γονείς τους ήταν βιοπαλαιστές, οι ίδιοι πάλευαν για το μεροκάματο ακόμη κι όταν ξεκίνησαν να ασχολούνται με το ποδόσφαιρο.
Κανείς τους δεν έβγαλε πολλά λεφτά παίζοντας μπάλα. Έζησαν τα χρόνια που κάποιες φορές τα αναπολούμε αλλά δεν ήταν πάντα τόσο ρομαντικά και τόσο ρόδινα. Η απαξίωση των ποδοσφαιριστών ήταν μόνιμο φαινόμενο. Και δεν μιλάω μόνο για το καθεστώς του δελτίου, που ουσιαστικά καθιστούσαν τους παίκτες δέσμιους των διαθέσεων του οποιουδήποτε τυχάρπαστου προέδρου.
Ήταν η εποχή που μέσω των επιτήδειων παραγόντων προσπαθούσαν να διαφθείρουν τις συνειδήσεις των ίδιων των ποδοσφαιριστών, προσφέροντας χτηματικά ποσά για μειωμένη απόδοση.
Η καχυποψία και η σχεδόν περιφρονητική αντιμετώπιση σε μια στραβοκλωτσιά, ή σε ένα λάθος του αμυντικού και του τερματοφύλακα, σε έκαναν από τη μια στιγμή στην άλλη "πουλημένο". Κι αυτό εκείνοι οι πολύ μεγάλοι ποδοσφαιριστές δεν μπορούσαν να το αποδεχθούν.
Μπήκαν μπροστά, έβαλαν την υπογραφή τους που λέμε και χάρη στα δικά τους ονόματα μπόρεσε ο ΠΣΑΠ να προχωρήσει, να κερδίσει πράγματα και να αγκαλιάσει το σύνολο των Ελλήνων ποδοσφαιριστών. Μας βοήθησε πάρα πολύ ο Μίμης Παπαϊωάννου εκείνα τα πρώτα χρόνια. Αν δεν ήταν αυτός και οι ομόλογοι του, δύσκολα ο Σύνδεσμος θα κατάφερνε κάτι ουσιαστικό. Αντίθετα, μπήκε μπροστά σε δύσκολους καιρούς και δεν είχε πρόβλημα να εναντωθεί, ακόμη και στο δικό του "αφεντικό" -ας του πούμε έτσι- Λουκά Μπάρλο.
Αλλά και στη συνέχεια, όταν σταμάτησε την μπάλα και ο Μάλλιαρης του ζητούσε να δώσει το παρών σε διάφορες εκδηλώσεις, ο Παπαϊωάννου δεν έλεγε ποτέ όχι:
"Ο Μίμης δεν ήταν πολιτικοποιημένος με τη στενή έννοια του όρου. Ήξερε όμως από πρώτο χέρι τι σημαίνει αδικία, ποιους πρέπει να υποστηρίξει και να ενισχύσει.
Γι αυτό και τον είδαμε στους αγώνες της ομάδας "Hasta La Victoria Siempre" για την ενίσχυση των απεργών χαλυβουργών, ή σε άλλους για τη συμπαράσταση στους Παλαιστίνιους.
Ήταν εκεί, πάντα διακριτικός, πάντα προσηνής και ευγενής, δίπλα σε όσους είχαν ανάγκη. Οι κοινωνικές του ευαισθησίες ήταν πολύ μεγάλες και η συμμετοχή του ενεργή..."
Ένας ωραίος άνθρωπος
Ο ευγενής, χιουμορίστας και πολύ απλός Μίμης Παπαϊωάννου -με τα χρόνια έγινε φίλος του Μάλλιαρη, που θυμάται ακόμα την πρώτη βόλτα τους με την μερσεντές την οποία του είχε χαρίσει ο ίδιος ο Μπάρλος: "Αλλά ο Μίμης δεν ήταν ούτε της πολυτέλειας, ούτε του φαίνεσθαι. Η ζωή του δεν ήταν ποτέ εύκολη.
Είχε από μικρός την αίσθηση του καθήκοντος και αγαπούσε την οικογένεια του. Λέγανε παλιότερα ότι συχνά-πυκνά έθετε οικονομικά αιτήματα στην ΑΕΚ, λίγοι όμως γνωρίζουν ότι είχε τρεις αδερφές, που όπως όριζαν οι άγραφοι κανόνες της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας, έπρεπε να τις προικίσει και να τις παντρέψει.
Ο ίδιος έκανε μια πολύ ωραία οικογένεια με την συζυγο του και τις δυο κόρες του, ζούσε ήσυχα στο Πόρτο Ράφτη, του άρεσε να περνάει όμορφα με τους καλούς του φίλους, λέγοντας αστεία και φυσικά τραγουδώντας. Όπως εκείνο το βράδυ του Δεκέμβρη του 2003, μαζί με τον Μίκη".