ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Γιώργος Αγορογιάννης στο SPORT24: “Στη Λιβαδειά κλαίγαμε μια ώρα για τον Μητσιμπόνα, στην ΑΕΚ πήγα λόγω Μπάγεβιτς”

24 MEDIA CREATIVE TEAM / KONSTANTINOS BADOUNAS

Ο Γιώργος Αγορογιάννης μίλησε στο SPORT24 για τους τίτλους και τις σπουδαίες στιγμές που έζησε με την ΑΕΛ, της οποίας υπήρξε και φίλαθλος ως γέννημα θρέμμα Λαρισαίος, αλλά και με την ΑΕΚ με την οποία πανηγύρισε δύο πρωταθλήματα.

Ο Γιώργος Αγορογιάννης είχε την ευλογία να ζήσει τις πιο ιστορικές στιγμές της αγαπημένης του ΑΕΛ τη δεκαετία του ’80 και τις αρχές του ’90, αλλά και μια από τις καλύτερες περιόδους στην ιστορία της ΑΕΚ (αν όχι την κορυφαία της Ένωσης).

Τον συναντήσαμε στο πάρκο Αλκαζάρ, κοντά στο παλιό γήπεδο που μεγαλούργησε με τους βυσσινί και εκεί μας εξιστόρησε τα πάντα για την πορεία του στην αγαπημένη του ομάδα. Από τα πρώτα βήματα και το Κύπελλο του 1985, την βυσσινί τρέλα του 1988 όταν η ΑΕΛ έσπασε το κατεστημένο και κατέκτησε το πρωτάθλημα, το μοναδικό που έχει κατακτήσει ομάδα της Περιφέρειας μέχρι και σήμερα.

Ακολούθως η κουβέντα κύλησε προς την ΑΕΚ και τα πεπραγμένα του στη Νέα Φιλαδέλφεια σε μια πραγματικά σπουδαία ομάδα που έχει χτίσει ο Ντούσαν Μπάγεβιτς που ήταν και ο λόγος που προτίμησε την Ένωση από τους υπόλοιπους μεγάλους.

Η υποδοχή στην πόλη μετά το Κύπελλο το 1985 ήταν λες και η Λάρισα ήταν σκλαβωμένη και την απελευθερώσαμε

Η πορεία σου στην ΑΕΛ ξεκίνησε τη σεζόν 1984/85, μια ιστορική σεζόν για την ομάδα που κατέκτησε τον πρώτο της μεγάλο τίτλο. Πώς το βίωσες εσύ;

Ήταν η πρώτη μου χρονιά στη Λάρισα και τότε ήταν εποχές που η ΑΕΛ έπαιρνε παιδιά από την πόλη και τις ερασιτεχνικές ομάδες του νομού.

Οι παλαιότεροι τότε σε έβαζαν στο κλίμα, σε έκαναν να νιώθεις ότι ήσουν χρόνια εκεί. Μάθαμε τότε τι σημαίνει αυτή η ομάδα για την πόλη και τι στόχους είχε και αμέσως έμπαινες στον ρυθμό της.

Η ΑΕΛ δεν έπαιζε τον ρόλο του κομπάρσου και προσπαθούσε να παίξει ποδόσφαιρο για τον κόσμο, ο οποίος την αγάπησε από την πρώτη στιγμή, από την ίδρυσή της“.

Από ότι καταλαβαίνω πριν πας στην ομάδα την υποστήριζες. Πώς ένιωσες που έβλεπες κάποιους θρύλους από κοντα και έγινες συμπαίκτης τους;

Ξεκινήσαμε μαζί με τον Βασίλη Καραπιάλη, που είμαστε φίλοι. Ήρθαμε μαζί στην ΑΕΛ. Θυμάμαι τότε τα πρώτα χρόνια ως μικροί, ήμασταν έξω από το Αλκαζάρ, πουλούσαμε μαξιλαράκια από φελιζόλ για να κάθεται ο κόσμος και μόλις τελείωνε το παιχνίδι τα μαζεύαμε για να τα πουλήσουμε την άλλη Κυριακή.

Έτσι βγάζαμε ένα μικρό χαρτζιλίκι. Τότε δεν ξέραμε τι θα ακολουθούσε στο μέλλον. Προσπαθούσαμε να μπούμε στο γήπεδο μέσα. Θυμάμαι μπήκα παλιά σε έναν αγώνα της ΑΕΛ στο γήπεδο και με είχε με το χέρι ο Τάκης Παραφέστας. Χρόνια μετά εγώ ήμουν στη θέση του Τάκη και είχα ένα μικρό παιδί, το οποίο κρατούσα από το χέρι.

Αυτά τα πράγματα και σου μένουν, αλλά και σε καθιερώνουν στον κόσμο, ως έναν δικό τους άνθρωπο. Τότε ήμασταν όλοι ένα, νιώθαμε το ίδιο με τον κόσμο“.

Ο Γιώργος Αγορογιάννης θυμάται όσα έζησε στη συνέντευξή του στο SPORT24 Γιάννης Μυλωνάς

Ήσουν παρών στον πρώτο τίτλο της ομάδας το Κύπελλο του 85′. Πώς το έζησες όλο αυτό;

“Μαγικές στιγμές, η ομάδα είχε δείξει από πριν ότι ήταν έτοιμη για τον τίτλο και ήταν θέμα χρόνου να έρθει. Μετά έγινε το έλα να δεις. Έφτασε το λεωφορείο στα διόδια έξω από τη Λάρισα και από κει μέχρι την πόλη πηγαίναμε σε πολύ αργή ταχύτητα λόγω του κόσμου

Μετά υπήρχε άμαξα και φτάσαμε στο Αλκαζάρ. Ήταν οι γνωστοί πανηγυρισμοί, ξέρεις τώρα ο πρώτος τίτλος για μια ομάδα σαν τη ΑΕΛ. Να σου πω δηλαδή, μέτρησε πάρα πολύ, ήταν λογικό να ξεσηκωθεί όλη η πόλη. Οι μισοί το είχαν συνειδητοποιήσει, οι μισοί δεν το είχαν συνειδητοποιήσει τι γινόταν”.

Σας υποδέχθηκαν δηλαδή σαν ήρωες ας πούμε.

Όχι σαν ήρωες. Αν το έβλεπες θα νόμιζες ότι ήταν σκλαβωμένη η Λάρισα και εμείς την απελευθερώσαμε. Δηλαδή, σε τέτοιο σημείο ]υπήρξε λατρεία. Εκείνη τη στιγμή, εκείνη την ημέρα υπήρξε λατρεία και ήταν η αρχή για τα επόμενα χρόνια.

Μέχρι σήμερα δεν την αγαπούν οι φίλαθλοι την ομάδα. Πιστεύω ότι λατρεύουν. Είναι πάρα πολύς κόσμος που ζει, μόνο από την ομάδα και ζει για την ομάδα. Πάρα πολύς κόσμος. Στις αποτυχίες της ομάδας στενοχωριούνται περισσότερο, ενώ στις επιτυχίες χαίρονται πιο πολύ κι από προσωπικές τους επιτυχίες, μερικές φορές“.

Τη δεκαετία του 80 γενικότερα ποια ήταν τα συστατικά αυτά και η ομάδα μπόρεσε και έγινε και έχτισε αυτό τον μύθο;

Η ομάδα ξεκίνησε από το 80, δηλαδή αυτή και η επόμενη δεκαετία ήταν αυτές που σημάδεψαν την ΑΕΛ. Τα συστατικά της; Βασικό συστατικό τότε ήταν ότι όλοι οι παίκτες ήταν από την πόλη, με κάποιες εξαιρέσεις που ήταν από τη Θεσσαλία ή τον κάμπο.

Ίσως έπαιξε ρόλο βέβαια και η τύχη και ότι εκείνη την εποχή υπήρχαν πολλά ταλέντα, δηλαδή σε πληθώρα. Δεν μπορούσε να απορροφήσει όλα τα ταλέντα. Νομίζω ότι όλοι όσοι ήταν τότε στην ομάδα απέδειξαν ότι ήταν ταλέντα, που εξελίχθηκαν σε κάτι πολύ καλύτερο και αυτό οφείλεται στη δουλειά.

Φυσικά το ταλέντο γιατί υπήρχαν ποδοσφαιριστές που ήταν λες και γεννήθηκαν μόνο για το ποδόσφαιρο. Και υπήρχαν και άλλοι που ήταν ταλέντα, αλλά όχι ποδοσφαιρικά, αλλά πιο αθλητικά ταλέντα, που δεν είχαν τόσο καλή τεχνική κατάρτιση, αλλά μπορούσαν να προσφέρουν.

Και όλη αυτή η μίξη όλα αυτά τα χρόνια, επειδή ήταν από την πρώτη χρονιά που ξεκίνησε η άνοδος της ομάδας, ήταν το βασικό συστατικό. Ακολουθήθηκε όλα τα χρόνια και όπως αποδείχτηκε ήταν επιτυχής συνταγή.

Αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό ήταν η δουλειά, ήταν η οργάνωση ήταν ότι όλη η ομάδα αυτά τα 10 χρόνια ήταν οικογένεια, δεν υπήρχαν προστριβές, δεν υπήρχε ανταγωνισμός μεταξύ των παικτών.

Δηλαδή δύο παίκτες παίζανε στην ίδια, ας πούμε στην ίδια πλευρά και ο ένας έπαιζε περισσότερο και επισκίαζε τον άλλον. Δεν υπήρχε η ζήλια, δεν υπήρχε κόντρα, δεν υπήρχε τίποτα κακό.

Όλοι κοιτούσαν το καλό της ομάδας. Ίσως ξέρεις, μπορεί να μην ξέραμε ακόμη τότε τι μπορεί να κάνει η ομάδα και πού μπορεί να φτάσει.

Δεν ξέραμε τι είναι να φτάσεις πρώτος. Εμείς κοιτούσαμε να παίξουμε ποδόσφαιρο και πιστεύω το 80′ μέχρι το 90′ η ΑΕΛ έπαιξε καταπληκτικό ποδόσφαιρο. Όλα τα χρόνια. Τώρα αν ήρθαν οι τίτλοι και όπως αργότερα, όταν μέσα σε μια δεκαετία έρχεται ένα κύπελλο, έρχεται μια δεύτερη θέση το 82 πριν τον Ολυμπιακό, μετά ήρθε το πρωτάθλημα.

Την επόμενη χρονιά του τίτλου πίστευα ότι επειδή δεν άλλαξε καθόλου η ομάδα με μια – δύο προσθήκες καλές που χρειαζόμασταν, νομίζω ότι θα ήμασταν πάλι ανταγωνιστικοί για το πρωτάθλημα.

Δεν είχε αλλάξει η ομάδα καθόλου σε μια δεκαετία. Όταν έχεις τώρα τέσσερις τέτοιες διακρίσεις, μια επαρχιακή ομάδα νομίζω κάτι λέει“.

Η εικόνα του Arena στα ματς με Ηρακλή και ΠΑΣ είναι η ΑΕΛ, ακόμα και οι αντίπαλοι τη θέλουν δυνατή και όχι κομπάρσο

Θεωρείς ότι ήταν το ταβάνι ή μπορούσε και να πετύχει ακόμα περισσότερα εκείνη την περίοδο;

Εκείνη την περίοδο, νομίζω ότι αυτό ήταν το ταβάνι, το οποίο δεν πιστεύαμε ότι θα φτάσουμε ποτέ. Να φανταστείς ότι όχι εκείνη τη χρονιά, ούτε την επομένη δεν είχαμε συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει.

Δηλαδή με το πρωτάθλημα δεν ξέραμε, ήταν κάτι άγνωστο. Μας το λέγανε όλοι με θαυμασμό όπου πηγαίναμε μας έβλεπε ο κόσμος και μας έλεγε όλη την ώρα για το πρωτάθλημα, αλλά δεν το είχαμε συνειδητοποιήσει.

Μετά από ένα με δύο χρόνια λέγαμε πάλι για το πρωτάθλημα. Αφού το πήραμε να πάμε το ξαναπάρουμε. Εφόσον συνέχιζε και συνεχιζόταν η ίδια συνταγή στην ομάδα, δηλαδή τα συστατικά ήταν τα ίδια, πάλι παίρναμε ταλέντα, κάναμε σωστές μεταγραφές, οι όποιες μεταγραφές που χρειαζόταν η ομάδα. Όχι μεταγραφές για το θεαθήναι δηλαδή.

Δεν παίρναμε ονόματα. Να πούμε ότι πήραμε τον τάδε. Δεν υπήρχε αυτό στην ομάδα. Βασικά δεν υπήρχε το μεγάλο όνομα. Εννοώ δηλαδή ούτε από οικονομικής φύσεως, ούτε ποιότητας, ήμασταν όλοι πολύ καλοί.

Να σου πω ένα παράδειγμα. Ας πούμε το μεγάλο όνομα που βγήκε εκείνη τη χρονιά και μετά, ο Βασίλης (σ.σ Καραπιάλης), άμα τον γνώριζες από κοντά τον Βασίλη τότε, θα έλεγες ότι αποκλείεται να είναι αυτός, θα είναι κάποιος άλλος. Μπορεί αυτός ο άνθρωπος να ήταν κάπου και να δούλευε, δεν ήταν ποδοσφαιριστής. Δηλαδή δεν δείχναμε στην ουσία αυτό που ήμασταν ως ποδοσφαιριστές δεν το διαλαλούσαμε, ότι παίζουμε στην ΑΕΛ.

Από το Κύπελλο του 85 συνειδητοποιήσαμε ότι μπορούμε να πάρουμε τίτλους ως ΑΕΛ και από τη στιγμή που μαθαίνεις ότι τελικά στο ποδόσφαιρο το μόνο που θα μείνει σε όλους είναι οι τίτλοι γι’ αυτό παλέψαμε. Κι έτσι έγινε, εμάς μετά από 37 χρόνια θυμούνται ακόμα το πρωτάθλημα της ΑΕΛ. Λες και ζούνε μ’ αυτό ακόμα“.

Δηλαδή ακόμη και σήμερα όταν περνάτε έξω στην πόλη αυτό θυμούνται;

Άμα βγούμε έξω μια βόλτα θα καταλάβεις. Θα με σταματήσουν. Και ξέρεις τι; Τώρα πέρασαν τόσα χρόνια έτσι. Ήμασταν 22 χρονών τότε. Εγώ 22, ο Καραπιάλης 23, ο Κολομητρούσης 24. Βγαίνεις έξω και σε χαιρετάει ένας φίλαθλος εκείνης της εποχής, πενήντα – εξήντα χρονών και ξέρεις πώς σε αποκαλεί; «Γεια σου Γιωργάκη», «Κωστάκη τι έγινε;». Δηλαδή άμα έχεις ζήσει αυτά τα χρόνια που ζήσαμε με την ΑΕΛ και ακούς κάτι τέτοιο, συγκινείσαι.

Όσοι τα έχουν ζήσει μονίμως θυμούνται το πρωτάθλημα. «Μας έχετε δώσει τεράστια χαρά. Ξέρετε τι έχετε κάνει για μας; Ξέρετε τι ήταν αυτό που κάνατε; Ξέρετε τι μας έχει χαρίσει»; Είναι αλλιώς να το αφηγείσαι κι αλλιώς να το ζεις. Αλλά εντάξει, είμαστε και σε μια πόλη ίσως μικρή, σχετικά μικρή. Κάθε μέρα συναναστρέφεσαι με τους ίδιους και τους ίδιους και μοιράζεσαι τα πάντα. Πραγματικά τα πάντα δηλαδή μπορούν να σου πουν και τα προβλήματά τους. Να σταματάει ο άλλος να μας πει το πρόβλημά του.

Η ΑΕΛ περιλαμβάνει τους ποδοσφαιριστές, τις διοικήσεις, τους προπονητές, τους φιλάθλους και όλη την πόλη. Κι έτσι είναι λογικό όσοι ανήκαμε σε αυτή την εποχή, οι μεγαλύτεροι να μας θυμούνται με τέτοια αγάπη“.

Ο Γιώργος Αγορογιάννης με τον δημοσιογράφο του SPORT24, Θωμά Τζουβλαρα Γιάννης Μυλωνάς

Είδαμε στα ματς με τον Ηρακλή και τον ΠΑΣ να κατακλύζεται από κόσμο το νέο γήπεδο. Πώς ήταν όμως τότε να παίζεις στο Αλκαζάρ; 

Κοίταξε να δεις, δεν μπορώ να συγκρίνω τις δύο εποχές, αλλά το θέμα είναι ότι είδαμε 15.000 κόσμο μετά από χρόνια. Όχι μετά από χρόνια. Υπήρχαν και παιχνίδια και στη Γ Εθνική που παίξαμε και στο Αλκαζάρ είχε 13, 14 χιλιάδες.

Είναι αυτό που είπα πριν ότι ο κόσμος την λατρεύει την ομάδα, δεν την αγαπάει απλά. Αλλά εντάξει το αισθανθήκαμε λίγο τώρα. Αμέσως μας ήρθε στο μυαλό εκείνες τις εποχές με το παιχνίδι με τον Ηρακλή και τα Γιάννινα.

Δεν έκανες τίποτα άλλο. Κοιτούσες γύρω γύρω και λες αυτό είναι. Αυτό ήταν. Αυτό πρέπει να είναι η ΑΕΛ. Εκεί πρέπει να είναι η ΑΕΛ. Στην κατηγορία που ανέβηκε φέτος στη μεγάλη. Εκεί πρέπει να είναι και πρέπει να μείνει. Νομίζω κανένας δεν την θέλει και από τους αντιπάλους να είναι κομπάρσος. Θέλουν ανταγωνιστική την ομάδα και νομίζω ότι θα είναι ανταγωνιστική“.

Το ματς στη Λιβαδειά μετά τον θάνατο του Μητσιμπόνα δεν θα το ξεχάσω ποτέ, κλαίγαμε για μια ώρα στα αποδυτήρια

Θα σε πάω σε κάτι λίγο πιο άσχημο. Το ντέρμπι με τον ΠΑΟΚ με τη δολοφονία του Μπλιώνα πώς το βίωσες;

Είναι ίσως από τα χειρότερα γεγονότα που έχουν συμβεί στη Λάρισα. Γιατί στην ΑΕΛ είμαστε μια ομάδα που έχουμε μια κακή παράδοση σε ατυχήματα και δυστυχήματα. Νομίζω καταρχήν στην Ελλάδα δεν πιστεύω ότι υπάρχει άλλη ομάδα που έχει βιώσει τόσο μεγάλες απώλειες.

Ήταν το ατύχημα με τον Κουκουλίτσιο και τον Μουσιάρη που τους κόστισε τη ζωή, ήταν μετά το ατύχημα του Γιώργου Μητσιμπόνα. Ο Λευτέρης Μίλος, ο Ντε Νίγκρις, ο Μπαχράμης, ο Ζέρμας. Αυτό το δυστύχημα με τον Χαράλαμπο τον Μπλιωνά ίσως ήταν από τα χειρότερα.

Έχουν συμβεί ατυχήματα φιλάθλων που ξεκινούσαν ένα παιχνίδι. Ξεκινήσαμε στον Εθνικό να παίξουμε, είχαμε κερδίσει 0-3 και ξεκίνησε το λεωφορείο και τρία άτομα σκοτώθηκαν στο δρόμο. Δηλαδή είναι μια ομάδα. Τώρα δεν θέλω να πω τη λέξη. Έχει μια κατάρα σ αυτά τα πράγματα, αλλά παρ’ όλα αυτά, από αυτά, περνάμε δύναμη μέσα από αυτά για να συνεχίσουμε και γι’ αυτούς.

Όσον αφορά τώρα με τον Μπλιώνα, επειδή έτυχε και ήμουν ακριβώς σε θέση που τον πέρασαν από μπροστά μου εκείνη την ώρα, να σου πω, το γήπεδο ήταν γεμάτο και για πέντε λεπτά νόμιζα ότι άδειασε.

Δεν ακουγόταν τίποτα, απολύτως τίποτα. Και αυτό στοίχισε πάρα πολύ. Αλλά μέσα από αυτά που σου λέω παίρναμε δύναμη. Να σου δώσω.

Όταν σκοτώθηκε ο Γιώργος Μητσιμπόνας, ετοιμαζόμασταν να φύγουμε για τη Λειβαδιά και με πήρε ένας δημοσιογράφος της πόλης στο τηλέφωνο μου λέει «να σου πω κάτι ο Γιώργος έτσι και έτσι». Του απάντησα «άκου να σου πω, μην παίζεις με αυτά. Δεν είναι αστεία τα πράγματα» Επέμεινε. Τελειώνουμε τη συνομιλία και παίρνω έναν άλλο τηλέφωνο, ένα φίλο μου. Τον ρωτάω τι έγινε και μου λέει.

«Έγινε ατύχημα ο Γιώργος είχε σχέση με αυτό». Είχαμε τότε τον Κμιέτσικ προπονητή. Τότε ήμασταν στο λεωφορείο έτοιμοι να φύγουμε για τη Λιβαδειά. Παίρνουμε τηλέφωνο να αναβληθεί το παιχνίδι στη Λιβαδειά.

Δεν το δεχτήκανε να μας αναβάλουν το παιχνίδι και λέει ο προπονητής «δεν θέλω να σκεφτείτε τίποτα, πάμε να παίξουμε. Μη σκέφτεστε το αποτέλεσμα. Πάμε να παίξουμε». Πήγαμε. Δεν μας είπε τίποτα. Είχαμε τόση δύναμη. Το παιχνίδι τελείωσε 2-3, νικήσαμε.

Μπήκαμε στα αποδυτήρια και δεν ακουγόταν τίποτα. Είχαμε καθίσει όλοι κάτω, γύρω γύρω, όπως ήταν τα μπάνια και για περίπου μία ώρα μην πω και παραπάνω, δεν μιλούσε κανένας, τίποτα. Είχαμε καθίσει, αμίλητοι. Μετά από μία ώρα σηκωθήκαμε να ξεντυθούμε και να φύγουμε. Η ομάδα έπαιρνε πολύ δύναμη από αυτά κι ακόμα πιστεύω.

Η συνέντευξη διεκόπη για λίγο, καθώς δεν έκρυψε τα δάκρυά του.

Άμα αναφέρεις το γεγονός αυτό, σε όποιο παιδί από την ομάδα και να τους πάρεις μια συνέντευξη ή έναν καφέ, όλοι θα συγκινηθούν“.

Πάμε στα χαρμόσυνα, πώς βίωσες τη σεζόν του πρωταθλήματος;

Να σου πω την αλήθεια, όταν ξεκίνησε εκείνη η χρονιά ξεκίνησε δύσκολα. Είχαν σταματήσει από την ομάδα ο Παραφέστας και ο Ανδρεούδης ή πιο μεγάλοι ή τους σταματήσανε, δεν γνωρίζω και πολλά ως προς αυτό.

Ήταν λίγο δύσκολη χρονιά γιατί ξεκίνησε άσχημα. Είχαμε ξεκινήσει και ο κόσμος έλεγε τι θα γίνει με την ομάδα. Ο Γκμοχ έβαλε κατευθείαν στην ομάδα εμένα, τον Αλεξούλη, τον Καραπιάλη και τον Κολομητρούση.

Δηλαδή άλλαξε την ομάδα 50% και λέγανε όλοι «πως θα παίξουν αυτοί και τώρα η ομάδα»; Και ξεκινάμε τα φιλικά και έχουμε πέντε στις πέντε ήττες, οι οποίες ήταν εδώ μέσα με τον Άρη, με τον Πιερικό και με ομάδες όχι και μεγάλες.

Και λέγανε όλοι θα πέσουμε. Την πρώτη αγωνιστική η κλήρωση του πρωταθλήματος μας έφερε με τον Ολυμπιακό του Κοσκωτά. Προηγήθηκαν στο ματς και μετά από το γκολ και μέχρι να τελειώσει το παιχνίδι. Νομίζω ότι δεν πρέπει να είχαν περάσει το κέντρο από το γκολ που έβαλαν και μετά.

Θυμάμαι τον Τάσο Μητρόπουλο όταν τελείωσε το παιχνίδι να μας λέει «ρε παιδιά τι παίρνετε; Δεν μπορούσαμε να σας παρακολουθήσουμε. Σκάσαμε από το τρέξιμο. Δεν μπορούσαμε άλλο».

Από εκείνη την αγωνιστική καταλάβαμε τι μπορούμε να κάνουμε. Δηλαδή καταλάβαμε ότι αφού γυρίσαμε τέτοιο παιχνίδι και ήμασταν ξεκούραστοι. Πήραμε ψυχολογία. Ο κόσμος δεν τίθεται θέμα συζήτησης ήταν πάντα δίπλα. Η διοίκηση πάντοτε κοντά, δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα με ποδοσφαιριστή.

Καταλάβαμε τι μπορούμε να κάνουμε. Και δεν είναι μετά τυχαίο ότι δεν ήμασταν ποτέ δεύτεροι όλη τη χρονιά. Δεύτερη θέση δεν πήγαμε ποτέ“.

Με τον Τσίγκοφ νιώθαμε ότι μας κλέβουν τον κόπο μας, ακόμα και σήμερα βλέπω τα ματς εκείνης της χρονιάς

Το τετραήμερο με την υπόθεση Τσίγκοφ πώς ήταν;

Αγχωθήκαμε όλοι γιατί είχαμε καταλάβει δηλαδή ότι πάνε να μας κλέψουν, όχι το πρωτάθλημα, αλλά να μας κλέψουν τον κόπο, όσα δώσαμε. Είχαμε φτάσει μέχρι εκεί μόνοι μας.

Δεν μας βοήθησε κανένας. Δεν είχαμε ούτε τη διαιτησία να μας βοηθήσει, ούτε άλλες ομάδες. Ίσα ίσα όλες ήθελαν να κερδίσουν την ΑΕΛ. Πώς λέγανε ας πούμε ότι θέλουμε να κερδίσουμε τις μεγάλες ομάδες ομάδα, το ίδιο ίσχυε και με εμάς.

Και αγχωθήκαμε, δηλαδή να μας κλέψουν τον κόπο μας. Για ποιο λόγο; Για ένα γεγονός το οποίο από ό,τι αποκαλύφθηκε μετά, ήταν πολύ περίεργο για να μη χρησιμοποιήσω άλλη έκφραση.

Υπήρχε ένας νόμος τότε, πήγαιναν δύο άτομα για ντόπινγκ κοντρόλ και μπορούσε να ζητήσει η αντίπαλη ομάδα έναν παίκτη που ήθελε αυτή. Εγώ αν ήμουν στη θέση του Παναθηναϊκού δεν θα ζητούσα ποτέ έναν παίκτη που δεν έπαιζε. Γιατί ζητάς έναν παίκτη που μπήκε στο τέλος.

Αποκαλύφθηκε ότι έπαιρνε κάποια φάρμακα. Υπήρχαν χαρτιά, υπήρχαν τα πάντα, αλλά όταν δεν τα ξέρεις, αγχώνεσαι και λες φτάσαμε μέχρι εδώ τώρα γιατί άξιζε η ομάδα να φτάσει μέχρι εκεί μόνη της.

Και σκέφτεσαι τώρα ότι σου το κλέβουν; Δηλαδή δουλεύεις όλο τον χρόνο, μαζεύεις κάποια λεφτά και έρχεται άλλος στο σπίτι και σας τα κλέβει. Γιατί ρε φίλε; Και ίσα ίσα αυτό μας ζόρισε ακόμα πιο πολύ μετά“.

Το ιστορικό ματς με τον Ηρακλή με το πανέμορφο τέρμα του Μητσιμπόνα πώς το βίωσες;

Δεν είχαμε αγχωθεί. Δεν είχε αγχωθεί η ομάδα. Μπήκαμε να παίξουμε. όπως σε όλα τα παιχνίδια γιατί ξέραμε τι μπορούσαμε να κάνουμε. Αυτό ήταν το θέμα. Γνωρίζαμε τι μπορούσε να κάνει ο καθένας.

Κέρδισαν ένα πέναλτι, που χάθηκε. Αυτό το παιχνίδι από το πέναλτι και μετά χάθηκε για εκείνους. Βέβαια έπαιξε ρόλο και η κόκκινη αμέσως στην επόμενη φάση του Ηρακλή, του Παπαδόπουλου, αλλά από την ώρα εκείνη και μετά το παιχνίδι με τον Ηρακλή και το παιχνίδι με τον Πανιώνιο εδώ μέσα, ένα 4 – 0, εκείνη τη χρονιά νομίζω ότι είναι για μένα ίσως τα καλύτερα παιχνίδια που έχει παίξει η ομάδα.

Γιατί έβαλα να δω τα παιχνίδια αυτά στο VIDEO μια μέρα και όπως βλέπεις σήμερα υπάρχουν και τα στατιστικά που δεν υπήρχαν τότε. Μέτρησα 42 τελικές με τον Πανιώνιο και σκέφτομαι ότι ακούω τελικές σήμερα, 15 τελικές ας πούμε και οι 10 είναι κάτι σουτ στο Θεό.

Εδώ μιλάμε για τόσες τελικές με τον Πανιώνιο με δοκάρια και τον τερματοφύλακα να πιάνει όσα έβαζε. Ο Ζιώγας έπρεπε να βάλει εκείνη τη μέρα έξι γκολ. Δεν το συζητάμε τώρα“.

Πόσες φορές τα έχετε ξαναδεί τα ματς;

Συνέχεια. Τα έχω στο σπίτι, τα έχω σε στικάκι. Τα έχω συνέχεια, τα βλέπω“.

Ο Γιώργος Αγορογιάννης στη συνέντευξή του στο SPORT24 Γιάννης Μυλωνάς

Ποια είναι αυτό που βλέπετε πιο συχνά;

Το καλύτερο ήταν αυτό με τον Πανιώνιο, πολύ περισσότερο από τα άλλα. Μετά έχω δει πολλές φορές ένα μεγάλο διπλό που πήραμε στη Βέροια, 2-5 αν δεν κάνω λάθος. Τότε είχαν ταξιδέψει 5.000 δικοί μας και ήταν μαζί μας”.

Από το ματς με τον Ηρακλή έχετε σώσει τίποτα από αυτά που φορούσατε. Έχω διαβάσει / δει ότι οι φίλαθλοι σας είχαν πάρει τα πάντα;

Τη φανέλα του πρωταθλήματος. Οι περισσότεροι δεν τις έχουν, γιατί μπήκε ο κόσμος μέσα τους τις έβγαζε ο κόσμος με το ζόρι. Δεν μπορούσες να συγκρατηθείς, αλλά κατάφερα και την κράτησα.

Σορτσάκια, κάλτσες. μας τα πήρανε πριν μπούμε στα αποδυτήρια. Δεν μπορούσες να πεις και τίποτα. Να σου πω κάτι; Δεν μας ένοιαξε και πολύ δηλαδή. Και μπήκε ο κόσμος μέσα και τα πήρε και χαλάλι τους. Γιατί η βοήθεια που είχαμε από τον κόσμο ήταν απίστευτη, δεν το συζητάμε.

Και όταν βλέπεις τώρα 10.000 – 15.000 έχουν κλείσει την εθνική οδό, έτσι; ΑΕΛ είμαστε, δεν είμαστε για παράδειγμα ο Ολυμπιακός που έχει τουλάχιστον ένα εκατομμύριο φιλάθλους. Αλλά εμείς, αυτούς τους 15.000 τους έχουμε πάντα. Εμένα μ’ αρέσει πάρα πολύ που αυξάνονται και μ’ άρεσε που στο ματς με τον ΠΑΣ είδα τόσο κόσμο. Το μισό γήπεδο ήταν παιδάκια.

Και μου άρεσε πάρα πολύ αυτό, γιατί τους περνάνε οι γονείς αυτό το μήνυμα του τι είναι η ΑΕΛ Τους παίρνανε ότι εδώ εμείς έχουμε την ΑΕΛ. Πιστεύω έπαιξε πάρα πολύ μεγάλο ρόλο σ’ αυτό το ότι είμαστε η μοναδική επαρχιακή πόλη που δεν υπάρχει σύνδεσμος μεγάλης ομάδας. Είδα σε μεγάλο βαθμό αυτά που έζησα ως ποδοσφαιριστής στο Αλκαζάρ, εκείνη τη χρυσή εποχή“.

Σταδιακά μετά το πρωτάθλημα φαινόταν ότι η ομάδα άρχισε να κατηφορίζει.

Άλλαξε η διοίκηση, έφυγε η διοίκηση του προέδρου του κύριου Καντόνια που υπήρχε μια σταθερότητα που δεν είχες να σκεφτείς τίποτα ως ποδοσφαιριστής. Σκεφτόσουν μόνο να παίξεις ποδόσφαιρο, μόνο την προπόνηση και την ομάδα γιατί δεν σου έλειπε τίποτα.

Μας παρουσιαζόταν ένα πρόβλημα, αμέσως το λύνανε ήταν κοντά σου. Αυτοί είχαν μια οργάνωση στην ομάδα τους, σύμφωνα με την οργάνωση που έκαναν και στις επιχειρήσεις τους. Έτσι ήταν πολύ επιτυχημένοι επιχειρηματίες. Ήταν οικονομικά εύρωστοι πάρα πολύ, αλλά αυτό λειτουργούσαν και την ομάδα με αυτό το σύστημα.

Από τη στιγμή που έφυγε ο πρόεδρος και μετά οι άλλοι πρόεδροι που ήρθαν δεν είχαν την αντίστοιχη οικονομική επιφάνεια είχαν και ξεκίνησε μετά και ξεκίνησε το ξεπούλημα.

Σιγά σιγά μετά από δύο χρόνια και μέσα σε τρία τέσσερα χρόνια έφυγε όλη η ομάδα. Δηλαδή αν πάρεις όλους της ομάδας, είχε μείνει εδώ ο Γιάννης ο Βαλαώρας, έμεινε ο Θοδωρής ο Βουτυρίτσας, φύγαμε επτά άτομα. Φύγαμε γιατί έπρεπε να φύγουμε από ότι μας έλεγε ένας πρόεδρος αργότερα και για να σώσουμε την ομάδα, γιατί οικονομικά δεν ήταν σε καλή κατάσταση“.

Δεν ήθελα να φύγω από την ΑΕΛ, στην ΑΕΚ πήγα λόγω του Μπάγεβιτς

Εσύ δεν ήθελες να φύγεις;

Να σου πω εγώ όταν τελείωσε το συμβόλαιό μου το 1991. Ήμουν ελεύθερος. Είχα πολλές προτάσεις από την ΑΕΚ και τον Ολυμπιακό και μπορούσα να πάω. Ήμουν ελεύθερος.

Το οικονομικό όφελος ήταν ήταν όλο δικό μου, αλλά δεν ήθελα να φύγω. Και είπα στον πρόεδρο ότι δεν θέλω να φύγω, ήθελα να μείνω εδώ, όπως αποφάσισε ο Καραπιάλης που είπε θέλουμε να μείνουμε αν και ο πρόεδρος δεν ήθελε.

Ήθελε να βοηθήσουμε την ομάδα, να τη σώσουμε γιατί δεν υπήρχαν λεφτά. Δεν φύγαμε εκείνη τη χρονιά μείναμε εδώ. Την άλλη χρονιά πάλι, το ίδιο. Επέμενε.

Τότε δυσκόλεψαν τα πράγματα γιατί έφυγε ο Μητσιμπόνας, δυσκόλεψαν οι συνθήκες και μας είπε ξανά να φύγουμε. Ο Βασίλης πήρε μεταγραφή στον Ολυμπιακό κι εγώ στην ΑΕΚ. Νομίζω ότι το ποσό που ήρθε στην ομάδα από εμάς τους δύο ήταν τόσο μεγάλο που μπορούσε να καλύψει μια ομάδα όπως η ΑΕΛ για μια διετία, τριετία.

Αλλά δεν ξέρω πως διαχειρίστηκαν αυτά τα ποσά. Από ότι φαίνεται μάλλον δεν διαχειρίστηκαν σωστά το οικονομικό σκέλος της ομάδας γιατί με τόσα λεφτά η ομάδα μπορούσε να έχει μια σταθερότητα, να ήταν συνέχεια στην εξάδα. Και ξέρεις αν υπήρξε κάποια χρονιά μπορούσες να κάνεις μια υπέρβαση.

Αλλά με τόσα λεφτά δεν γίνεται μέσα σε 3-4 χρόνια να πας στην Β Εθνική. Από την μια χρειαζόταν λεφτά η ομάδα για να σωθεί και με ένα τέτοιο ποσό έπρεπε να σωθεί. Έπρεπε να γίνουν μεταγραφές, δεν έγιναν μεταγραφές. Τώρα να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω την διαχείριση αυτού του οικονομικού σκέλους. Δεν μπορώ να πω γιατί δεν ξέρω”.

Το επόμενο βήμα της καριέρας σου ήταν η ΑΕΚ. Πώς ήρθες να πας εκεί; Τι ενδιαφέρον υπήρχε από άλλες ομάδες;

Tο ενδιαφέρον ιδίως της ΑΕΚ από το 90. Γιατί τελείωνε το συμβόλαιό μου το καλοκαίρι και είχα μια επαφή με τους ανθρώπους της και μπορούσα να το κάνω λόγω επειδή ήμουν ελεύθερος.

Μπορούσα να μιλήσω και όταν συναντήθηκα στην Αθήνα με τους υπεύθυνους είχα συμφωνήσει σε όλα. Ο Μπάγεβιτς είπε εντάξει, όλα ωραία τα είχαμε συμφωνήσει τα πάντα. Αλλά μετά, επειδή υπήρχε στη μέση και ο πατέρας μου πιο πολύ και το συναισθηματικό όμως με την ΑΕΛ αποφάσισα να μη φύγω.

Ε, αυτό στοίχισε πάρα πολύ στην ΑΕΚ τότε γιατί έβγαλα εκτός προγραμματισμού τον Μπάγεβιτς από ότι έγραφαν τότε οι εφημερίδες της εποχής, αλλά την επόμενη χρονιά πάλι η ΑΕΚ έδειξε θερμό ενδιαφέρον και εγώ είπα μόνο εκεί θέλω να πάω. Είχα προτάσεις από ΠΑΟΚ, από Ολυμπιακό, αλλά πήγα στην ΑΕΚ λόγω του Μπάγεβιτς.

Είναι βασικό όταν ο προπονητής λέει ότι θέλω έναν παίκτη σε αυτή τη θέση και θέλω αυτόν, νομίζω ότι πρέπει να παίζει ρόλο αυτό για τον ποδοσφαιριστή, γιατί είναι πολύ βασικό όταν σε θέλει ο προπονητής και ιδίως σε μια εποχή που η ΑΕΚ ήταν σε καλύτερη κατάσταση μπορώ να πω.

Όταν πήγα τότε η ΑΕΚ πήρε ήδη ένα πρωτάθλημα, μετά ακολούθησαν άλλα δύο. Νομίζω ότι εκείνη η ΑΕΚ έπαιξε το καλύτερο ποδόσφαιρο. Και να σου πω κάτι η εικοσαετία του από το 1980 μέχρι και το 2000; Όχι αδίκως. Η ΑΕΛ του 88 και η ΑΕΚ του 1992-93 δίκαια ψηφίστηκαν οι καλύτερες ομάδες της εικοσαετίας.

Η ΑΕΚ τότε έπαιζε ωραίο ποδόσφαιρο, χωρίς να είχε τα μεγάλα ονόματα. Δεν είχαμε τα ονόματα τα πολύ μεγάλα, όπως είχε ο Ολυμπιακός και Παναθηναϊκός. Γιατί και στην ΑΕΚ έγινε πολύ καλή δουλειά σε όλα αυτά τα χρόνια.

Επειδή εγώ έζησα εδώ όλα τα χρόνια του τι σήμαινε ΑΕΛ, ένιωσα απλά ότι πήγα από μια οικογένεια σε μια άλλη οικογένεια. Έφυγα από μια πολύ καλή και πήγα σε μια εξίσου πολύ καλή. Αυτό φανερώνεται πιστεύω από τα αποτελέσματα σε κάθε ομαδικό άθλημα“.

Φωτογραφία από τη συνέντευξη του Γιώργου Αγορογιάννη στο SPORT24 Γιάννης Μυλωνάς

Ποιο ήταν το μυστικό εκείνης της ΑΕΚ και μπόρεσε και πέτυχε;

Ήταν μια πλήρης ομάδα. Δεν σκεφτόσουν ότι λείπει ο τάδε και θα γίνει ζημιά. Είχες μια ομάδα από είκοσι παίκτες, πλήρης. Δεν φαινόταν τα κενά. Υπήρξαν μερικά παιχνίδια που δεν φάνηκαν, τα κενά καθόλου.

Από την αρχή της σεζόν μας είχαν χαμένους. Ένα παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό, μας έλειπε όλη η επίθεση, μας έλειπαν τέσσερις πέντε παίκτες και μας είχανε όλοι για χαμένους. Ήταν ένα παιχνίδι το 93, το οποίο εάν κερδίζαμε κατά 90% είχαμε πάρει και το πρωτάθλημα. Παίζαμε με μισή ομάδα, αλλά κερδίσαμε 2-0 και μπορώ να πω και εύκολα. Και εκεί φάνηκε η δουλειά.

Όλη η ομάδα έπαιζε ενωμένη. Δηλαδή ο ένας βοηθούσε τον άλλον. Δεν ήταν κανένας ποδοσφαιριστής στο γήπεδο, μόνος του“.

Πώς ήταν ο Μπάγεβιτς ως προπονητής;

Ήθελε πειθαρχία πολύ, ήταν πάντοτε σοβαρός και μερικές φορές ήταν αυστηρός. Έχω πει ότι από τους προπονητές που έχω δουλέψει, ήταν ο προπονητής που δούλευε 90% τακτική στην ομάδα.

Δηλαδή πως θα στηθεί, πως θα παίξουμε. Ασχολούνταν πώς θα παίξουμε με την κάθε ομάδα, κάθε Κυριακή. Δηλαδή τις αδυναμίες της ή τις δυνατότητες που είχε ο αντίπαλος. Και το βασικότερο όλων ήταν η πειθαρχία. Δεν άφηνε να υπάρχουν ίντριγκες.

Δηλαδή μόλις παρουσιαζόταν κάτι, γιατί σε όλες αυτές τις ομάδες, όσο και να πούμε ψέματα, πάντα παρουσιάζονται προβλήματα στα αποδυτήρια.

Το θέμα είναι κατά πόσο μπορούν αυτοί που είναι υπεύθυνοι να τα σταματήσουν ή κατά πόσο μπορεί να διογκωθούν κι άλλο. Αλλά ούτε ο Μπάγεβιτς άφηνε να διογκωθούν και πολύ περισσότερο και ο κύριος Μελισσανίδης, ακόμα περισσότερο.

Έλεγε θυμάμαι μία φράση ο Μπάγεβιτς. «Η διοίκηση είναι για να έχουν τους ποδοσφαιριστές να είναι ήσυχοι, να μην ασχολούνται με τίποτα άλλο. Να είσαστε εντάξει απέναντι μου και εμείς θα έχουμε την ομάδα πρώτη»“.

Ο Μελισσανίδης δεν ήθελε να βλέπει την ΑΕΚ δεύτερη, πολλές φορές χάζευα την ατμόσφαιρα στην σκεπαστή

Αναφερθήκατε και στον κύριο Μελισσανίδη πως ήταν η παρουσία του στην ομάδα; Διέφερε τότε σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν και όπως τον γνωρίζαμε;

Όπως τον έζησα εγώ ήξερε πολύ καλά το ποδόσφαιρο, ήταν πάρα πολλά χρόνια στο ποδόσφαιρο την εποχή που πήγα στην ΑΕΚ, καθώς ήταν ήδη στον Ιωνικό. Ήξερε όλα τα πράγματα του ποδοσφαίρου, όλα τα πεπραγμένα και εντός αγωνιστικού χώρου και εκτός αγωνιστικού χώρου.

Ήταν ένας πλήρης παράγοντας, ένας άνθρωπος ο οποίος δεν ήθελε να βλέπει την ομάδα δεύτερη. Έκανε τα πάντα για να την βλέπει πρώτη. Νομίζω ότι το θεωρούσε αποτυχία για τον εαυτό του να έρθει η ομάδα δεύτερη. Έκανε πάρα πολλά πράγματα.

Εμείς δεν είχαμε κανένα πρόβλημα ποτέ. Δηλαδή από άποψη διοίκησης, όσον αφορά δηλαδή το οικονομικό ή οποιαδήποτε άλλα προβλήματα υπήρχαν και δεν άφηνε κανένα πρόβλημα. Τα κάλυπτε όλα. Βέβαια είχε δικαίωμα να είναι αυστηρός όταν εμείς δεν ήμασταν σωστοί, γιατί υπήρχαν και τέτοιες καταστάσεις.

Υπήρχαν και τέτοια παιχνίδια που δεν ήμασταν σωστοί, αλλά μπορούσες να μην είσαι σωστός, δεν μπορούσες όμως να μην προσπαθείς. Μπορούσες να μην είσαι σωστός, αλλά άμα έβλεπε ότι γινόταν η προσπάθεια, νομίζω ότι αυτό κάλυπτε λίγο το ότι δεν ήμασταν σωστοί στο παιχνίδι γιατί συνέβαινε για διάφορους λόγους, αλλά πείραζε πάρα πολύ, όπως και ο Μπάγεβιτς.

Το να μην προσπαθείς καθόλου ενώ μπορείς να προσπαθείς δεν ήταν υπέρ των ποδοσφαιριστών δηλαδή και σε εμάς δεν φαινόταν καλό“.

Με ποιους ταιριάζεις καλύτερα στην ΑΕΚ; Από συμπαίκτες.

Κοίτα, εγώ έκανα πολύ παρέα επειδή ήμασταν και από τον από τη Θεσσαλία με τον Βάιο Καραγιάννη. Αργότερα εγώ με τον Αλέκο Αλεξανδρή και μετά ακόμα μέχρι σήμερα που κρατάει η φιλία μας δηλαδή και μιλάμε και όταν θα μπορούμε να βρισκόμαστε με τον Γιώργο τον Κούτουλα. Είμαστε πολύ φίλοι.

Και ο Μιχάλης Βλάχος, αλλά είναι στο εξωτερικό ο Μιχάλης, αλλά μιλάμε, έχουμε σχέσεις. Βρισκόμαστε με τους παλαίμαχους καμιά φορά. Γιατί ας πούμε είναι τιμή που με παίρνουν από την ΑΕΚ παλαίμαχοι και λέει θα παίξουμε στα Τρίκαλα. Έλα να παίξεις.

Εντάξει, είναι τιμή αυτό για μένα. Δηλαδή μετά από είκοσι τόσα χρόνια σε θυμούνται; Και νιώθω σαν να είμαι εκεί ακόμη“.

Έχει τύχει δηλαδή να σας σταματήσουν και φίλοι της ΑΕΚ όπως της ΑΕΛ που μου είπατε προηγουμένως;

Μια φορά στην Κέρκυρα. Θα σου πω μόνο ένα παράδειγμα. Πήγαμε με τη γυναίκα μου και περπατούσαμε στα στενάκια και βγαίνει κάποιος από ένα κατάστημα. Τώρα μιλάμε για πριν 4 5 χρόνια είχα φύγει από την ΑΕΚ περίπου 25 χρόνια.

Και βγαίνει ένας από το κατάστημα και με φωνάζει «Γιωργάκη, ρε Αγορογιάννη» και τα σχετικά. Η γυναίκα μου ξαφνιάστηκε που με γνώρισε τόσα χρόνια μετά και με τα πολιτικά. 

Με κάλεσε μέσα και έχει ένα μαγαζί με τουριστικά είδη και όλοι οι τοίχοι είναι κίτρινοι με φωτογραφίες από το 70 ακόμη δεν μπορείς να φανταστείς. Εξαρτάται και τι χαρακτήρας είσαι. Αλλά είναι αυτό που σου είπα ότι αυτά μένουν. Δηλαδή η αληθινή αγάπη, ο σεβασμός και ο θαυμασμός του κόσμου. Νομίζω ότι δεν φεύγει ποτέ από πάνω“.

Τι το ξεχωριστό έχει σε σχέση με τον ανταγωνισμό τότε και κατάφερε και πήρε τα πρωταθλήματα για το πολύ όμορφο ποδόσφαιρο που έπαιξε.

Πολλή δουλειά, πολύ οργανωμένη δουλειά. Είχαμε έναν γυμναστή που για μένα είναι ο καλύτερος που έχει περάσει ποτέ, ο Δημήτρης Μπουρουτζίκας. Μέχρι και την παραμικρή λεπτομέρεια δηλαδή σε οδηγούσε και προπονούσε τον κάθε ποδοσφαιριστή ξεχωριστά.

Και όλα αυτά το ατομικό τα έκανε ο Δημήτρης μια μίξη και έκανε την ομάδα. Αλλά το πιο βασικό ήταν ότι είχαμε όλοι οι παίκτες ο καθένας ήταν αυτό που έπρεπε για τη θέση του. Ο Κασάπης έπαιζε ως αριστερός μπακ, όπως έπρεπε να παίζει ένας αριστερός μπακ.

Τη δουλειά αυτή που έπρεπε να κάνει, αυτή έκανε ο Μανωλάς, το ίδιο έκανε και ο Σαβέβσκι, όπως και τα υπόλοιπα παιδιά μην τα αδικώ. Κάθε ένας στη θέση του ήταν η κορυφή.

Αυτό πιστεύω ότι είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα με την ομάδα της ΑΕΛ του 88′. Κάθε παίκτης ήταν για εκείνη τη θέση ο καλύτερος που μπορούσε να έχει η ομάδα για εκείνη τη θέση“.

Πώς ήταν να παίζεις στο Νίκος Γκούμας; Δεν ξέρω αν μπορείς να το συγκρίνεις με το γήπεδο.

Όταν ήμουν στο γήπεδο καμιά φορά χάζευα τη σκεπαστή, όσο μπορούσα φυσικά. Την ατμόσφαιρα που δημιουργούσαν στη θύρα 21. Όπως και στο Ολυμπιακό Στάδιο, όταν παίξαμε πρώτη φορά με τον Ολυμπιακό με την ΑΕΚ ή και σαν αντίπαλος ως παίκτης της ΑΕΛ ας πούμε, έλεγες ρε παιδί μου τι ήταν και τι γίνεται εκεί πέρα.

Σε σχέση με την ΑΕΛ βλέπω διαφορές στον κόσμο της ΑΕΚ, γιατί διαφέρουν και οι κοινωνίες των πόλεων. Βέβαια οι φίλοι της ΑΕΚ αγαπούν την ομάδα πάρα πολύ.

Νομίζω ότι αυτό το κατάφερε κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό ο Δημήτρης Μελισσανίδης εκείνη την περίοδο. Δηλαδή όχι να φέρει τον κόσμο στο γήπεδο, αλλά τον κόσμο που θα φέρει στο γήπεδο να την αγαπήσει την ομάδα είτε έχανε είτε κέρδιζε.

Ο κόσμος ήταν πάρα πολύ μεγάλη βοήθεια για την ΑΕΚ. Βέβαια ήταν διπλάσιο διπλάσιος κόσμος απ’ ότι στην ΑΕΛ, αλλά τα μεγέθη του κόσμου. Βέβαια και στη Λάρισα, άμα είχαμε κι εμείς ένα γήπεδο, τότε, 30.000 νομίζω ότι θα το γέμιζε κα η ΑΕΛ. Θα είχαμε κάθε Κυριακή 30.000 γιατί μετέρχονται την ομάδα και άμα έβλεπε ο κόσμος”.

Ο Γιώργος Αγορογιάννης στο πάρκο Αλκαζάρ στο πλαίσιο της συνέντευξής του στο SPORT24 Γιάννης Μυλωνάς

Πώς ήταν το να παίζεις στο Champions League με την ΑΕΚ;

Ήταν ένα μεγάλο όνειρο και φυσικά κάτι για το οποίο θα δηλώνω περήφανος που το πέτυχα με την ΑΕΚ. Παίξαμε σε μεγάλα και ιστορικά γήπεδα με μεγάλες ομάδες, ήταν μια ανταμοιβή της πολύ καλής παρουσίας που είχαμε τότε στο πρωτάθλημα. Εμπειρίες που δεν πρόκειται να ξεχάσουμε ποτέ για όσα πετύχαμε.

Προσωπικά δεν ξεχώρισα κάποιον αντίπαλο, ήταν μαγικά όλα τα ματς είτε με τη Μίλαν είτε με τον Άγιαξ, αλλά και την Αϊντχόφεν ένα χρόνο πριν. Και φυσικά υπέροχη η ατμόσφαιρα που είχαν και οι φίλοι της ΑΕΚ στη Νέα Φιλαδέλφεια”.

Τι βλέπετε για τις δύο ομάδες στο παρόν και το μέλλον;

Η ΑΕΛ επέστρεψε εκεί που ανήκει και μακάρι να μη γυρίσει ξανά χαμηλά. Έδειξε ότι έχει τη δυναμική για να πετύχει μεγάλα πράγματα στο ελληνικό πρωτάθλημα, αρκεί φυσικά να κάνει τα σωστά βήματα. Ο κόσμος λατρεύει αυτή την ομάδα και έδειξε ότι τη στηρίζει.

Η ΑΕΚ από την άλλη ενώ έδειξε κάποια καλά βήματα με την είσοδό της στο νέο γήπεδο, φέτος η χρονιά δεν κύλησε καθόλου καλά, όχι μόνο γιατί έμεινε εκτός τίτλων, αλλά με τον τρόπο που χάθηκαν αυτοί. Το καλοκαίρι πρέπει να αλλάξει πολλά για να έχει μια καλύτερη παρουσία και στην Ευρώπη”.

Ευχαριστούμε τον Γιάννη Μυλωνά για την φωτογράφιση στη συνέντευξη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ