Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος: Η ποδοσφαιρική τρέλα του δεν χώρεσε ποτέ σε κανένα καλούπι

Το ελληνικό ποδόσφαιρο λέει αντίο σε έναν από τους πιο ταλαντούχους ποδοσφαιριστές που πάτησαν ποτέ στα γήπεδά του. Ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος πέρασε από όλες τις μεγάλες ομάδες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, φόρεσε το εθνόσημο, έκανε πρωταθλήματα δικά του και στα 38 του αποφάσισε να βάλει τέλος σε μία καριέρα που δύσκολα θα μπορέσει κάποιος να την φτάσει.
Το ποδόσφαιρο θυμάται.
Όχι πάντα και σίγουρα, όχι όλους. Θυμάται όμως εκείνους που άφησαν το σημάδι τους στο χρόνο και έκαναν τη διαφορά, εκείνους που έδωσαν εικόνες και στιγμές, οι οποίες έμειναν ανεξίτηλες στις μνήμες όλων των φιλάθλων.
Ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος ανήκει σε αυτή την κατηγορία ποδοσφαιριστών. Στις 25 Ιουλίου 2025, ο Έλληνας διεθνής ανακοίνωσε την αποχώρησή του από τη δράση, ολοκληρώνοντας μια σπουδαία καριέρα.
Έπειτα από κάτι παραπάνω από δύο δεκαετίες στα γήπεδα, αφήνει πίσω του μια διαδρομή που δύσκολα μπορεί να αντιγράψει κάποιος: 21 χρόνια επαγγελματικής πορείας, 35 συμμετοχές με την Εθνική Ελλάδας, περισσότεροι από 500 επίσημοι αγώνες σε Ελλάδα, Ιταλία και Κύπρο, κλείνοντας έτσι μια καριέρα με τίτλους, ένταση και πολλές αντιδράσεις.
Το κυριότερο απ’ όλα;
Ένα πέρασμα μοναδικό, από όλες τις “μεγάλες” ομάδες του ελληνικού ποδοσφαίρου: Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, ΑΕΚ, ΠΑΟΚ και Άρη. Με τις τρεις πρώτες κατέκτησε και το πρωτάθλημα Ελλάδας. Όμοιος του σε αυτό, κανένας άλλος.
Η θέση του στο γήπεδο άλλαζε, αλλά ο τρόπος παιχνιδιού του παρέμενε σταθερός. Εξτρέμ, μεσοεπιθετικός ή ακόμα αγωνιζόμενος και ως 8άρι, λειτουργούσε πάντα με ένστικτο και αυτοπεποίθηση. Σουτ από μακριά, φάουλ, κινήσεις στο “ένας εναντίον ενός”, τελειώματα στην περιοχή, ακόμα και ανάποδα “ψαλιδάκια” – το ρεπερτόριό του δεν περιοριζόταν εύκολα. Και αυτό τον έκανε έναν εξαιρετικά ταλαντούχο ποδοσφαιριστή.
Ορισμένα από τα πιο κρίσιμα γκολ της καριέρας του σημειώθηκαν σε ντέρμπι, σε αγώνες τίτλου ή σε ευρωπαϊκές βραδιές. Σημεία αναφοράς για τους φιλάθλους, ανεξαρτήτως συλλογικής προτίμησης.
Η πορεία του συνοδεύτηκε από συζητήσεις, μετακινήσεις που προκάλεσαν ένταση, αλλά και γεμάτες σεζόν. Από τα καθοριστικά γκολ με την ΑΕΚ, μέχρι την παρουσία του στους αιώνιους, υπήρξε πάντοτε ουσιαστικός. Αγωνιστικά, ήταν πάντα “μέσα” στο παιχνίδι.
Και αυτό ήταν που τον καθόρισε μέχρι τέλους.
Η αρχή στον ΠΑΟΚ – Το ξεπέταγμα και το πρώτο μάθημα
Ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος γεννήθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 1986 στη Θεσσαλονίκη και ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στον Ατέρμονα, ομάδα της περιοχής. Το 2004, σε ηλικία 17 ετών, αγωνιζόταν στη Νεάπολη, όταν κλήθηκε στη Μικτή ομάδα της ΕΠΣ Μακεδονίας.
Εκεί τον ξεχώρισε ο Άγγελος Αναστασιάδης και εισηγήθηκε την απόκτησή του στον ΠΑΟΚ. Η μεταγραφή του ολοκληρώθηκε το καλοκαίρι του 2004 και ο Χριστοδουλόπουλος έγινε μέλος της πρώτης ομάδας του Δικεφάλου του Βορρά.
Σταδιακά πήρε χρόνο συμμετοχής και από την πρώτη του σεζόν έδειξε στοιχεία που προμήνυαν την εξέλιξή του: ταχύτητα, τεχνική, έλλειψη φόβου και ένα δεξί πόδι που το ζήλευαν πολλοί.
Μέχρι το 2008 μέτρησε 63 συμμετοχές και 10 γκολ με την πρώτη ομάδα. Αγωνιζόταν κυρίως ως αριστερός εξτρέμ, με δυνατότητα να συγκλίνει στον άξονα και να απειλεί. Έπαιρνε πρωτοβουλίες, ζητούσε μπάλα και δημιουργούσε φάσεις, ακόμα κι όταν η ομάδα δεν βρισκόταν στην καλύτερή της φάση αγωνιστικά.
Δείτε εδώ την τρομερή κεφαλιά του Λάζαρου κόντρα στον ΟΦΗ τη σεζόν 2006-07:
Το καλοκαίρι του 2006, χωρίς την άδεια του συλλόγου, ταξίδεψε στην Αγγλία για να δοκιμαστεί στη Λίβερπουλ μετά από πρόσκληση των κόκκινων. Οι εντυπώσεις που άφησε ήταν θετικές και ο Ράφα Μπενίτεθ εισηγήθηκε την απόκτησή του. Ωστόσο, η προσφορά που κατέθεσε ο αγγλικός σύλλογος (περίπου 600.000 ευρώ) απορρίφθηκε από τον ΠΑΟΚ. Παράλληλα, η μονομερής κίνηση του παίκτη δημιούργησε εσωτερική κρίση.
Η υπόθεση πήρε διαστάσεις και ο Χριστοδουλόπουλος τέθηκε εκτός ομάδας για έξι μήνες. Το κλίμα άρχισε να εξομαλύνεται μόνο μετά από προσωπική παρέμβαση του τότε προέδρου, Θοδωρή Ζαγοράκη, και τη δημόσια συγγνώμη του παίκτη.
Από τον Μάρτιο του 2007 επέστρεψε σε επίσημους αγώνες, κερδίζοντας ξανά τη θέση του με αγωνιστικά κριτήρια. Εκείνη η εμπειρία, όπως έχει δηλώσει αργότερα ο ίδιος, τον σημάδεψε. Ήταν το πρώτο του “μάθημα” στον κόσμο του επαγγελματικού ποδοσφαίρου.
Ο Παναθηναϊκός – Το πρώτο βήμα στο υψηλότερο επίπεδο
Το καλοκαίρι του 2008, ο Παναθηναϊκός προχώρησε στην απόκτησή του. Η μεταγραφή προκάλεσε αίσθηση, καθώς ο Λάζαρος είχε εξελιχθεί σε ένα από τα πιο υποσχόμενα project του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Στον Παναθηναϊκό αγωνίστηκε από το 2008 έως το 2013, με συνολικά 131 συμμετοχές, 25 γκολ και 13 ασίστ. Έπαιξε τόσο στα άκρα όσο και σε πιο ελεύθερους ρόλους, ανάλογα με το πλάνο του εκάστοτε προπονητή. Αν και ο ρόλος του βασικού δεν ήταν ποτέ απόλυτα κατοχυρωμένος, είχε ενεργή συμμετοχή στις περισσότερες σεζόν.
Η κορυφαία στιγμή του ήρθε το 2009–10, όταν οι πράσινοι κατέκτησαν το νταμπλ υπό τις οδηγίες του Νίκου Νιόπλια. Ο προπονητής του τον εμπιστευόταν ιδιαίτερα δηλώνοντας μάλιστα:
“Ο Λάζαρος είναι παίκτης που μπορεί να σου δώσει πράγματα που δεν τα διδάσκεις. Τα έχει μέσα του. Αν του δώσεις χώρο, θα σε τιμωρήσει. Κι έχει και το σουτ – αυτό είναι κάτι που το έχει από μικρός.”
Αυτό το σουτ, όπως αποδείχθηκε σε όλη του την καριέρα, δεν ήταν μόνο δυνατό – ήταν και καθοριστικό.
Στο διάστημα αυτό αγωνίστηκε και στην Ευρώπη, ενώ στα μεγάλα ντέρμπι συχνά ήταν ανάμεσα στους παίκτες που ξεχώριζαν. Δεν έλειψαν οι περίοδοι αμφισβήτησης, με συζητήσεις για το κατά πόσο αξιοποιείται πλήρως το ταλέντο του.
Δείτε τα γκολ του Λάζαρου στο ελληνικό πρωτάθλημα στο πέρασμά του (2008-2012) από τον Παναθηναϊκό:
Εκείνος, ωστόσο, συνέχιζε να δίνει απαντήσεις εντός γηπέδου, με γκολ, ασίστ και μεγάλη επιδραστικότητα στο παιχνίδι των πρασίνων.
Το ιταλικό στοίχημα
Τον Ιανουάριο του 2013, ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος πέρασε τα σύνορα για πρώτη φορά. Στα 26 του χρόνια, άνοιξε έναν νέο κύκλο καριέρας στην Ιταλία, φορώντας τη φανέλα της Μπολόνια.
Η αλλαγή ήταν μεγάλη, όμως η απόφασή του είχε μέσα της σιγουριά. Ήθελε να εξελιχθεί, να τεστάρει τις δυνάμεις του σε ένα πιο απαιτητικό περιβάλλον, με διαφορετικές τακτικές και πιο σκληρούς ρυθμούς.
Ο Λάζαρος με τη φανέλα της Μπολόνια.Η παρουσία του ήταν αρκετά καλή. Σε 41 συμμετοχές πέτυχε 3 γκολ και μοίρασε 3 ασίστ. Έμεινε σταθερός στην απόφασή του να συνεχίσει στην Ιταλία και μετά τον υποβιβασμό της ομάδας του.
Η Βερόνα τον απέκτησε το καλοκαίρι του 2014 και τον παραχώρησε στη Σαμπντόρια, όπου αγωνίστηκε 11 φορές και σκόραρε 1 γκολ. Η επόμενη σεζόν, πίσω στη Βερόνα, ήταν η πιο γεμάτη. Μέτρησε 27 συμμετοχές και 2 γκολ, αποδεικνύοντας την αξία του σε κάθε ευκαιρία.
Η τριετία στην Ιταλία γέμισε τη φαρέτρα του με εμπειρίες. Έμαθε να κινείται μέσα σε πιο σύνθετες τακτικές, να διαχειρίζεται διαφορετικές απαιτήσεις, να προσαρμόζεται χωρίς να χάνει τη φυσική του ένταση. Έχτιζε τον επόμενο εαυτό του, μακριά από τη “φασαρία” του ελληνικού πρωταθλήματος.
Η επιστροφή στην Ελλάδα, όμως, πλησίαζε. Και ο Λάζαρος είχε έτοιμη την απάντηση.
Η μεγάλη επιστροφή είναι γεγονός
Το 2016, η ΑΕΚ αποφασίζει να του δώσει αυτή την ευκαιρία.
Στην Ένωση έρχεται αρχικά ως λύση ευκαιρίας. Ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, οι απαιτήσεις υψηλές, αλλά ο Λάζαρος έρχεται αποφασισμένος να γίνει ηγέτης. Όπως έχει πει και ο ίδιος:
“Δεν ήρθα ποτέ κάπου για να κάνω πίσω. Ήθελα να μπω και να δείξω ότι μπορώ να βοηθήσω άμεσα. Ακόμη κι αν άλλοι δεν το περίμεναν από μένα τότε.”
Στην ΑΕΚ τη χρονιά 2016-17 βρίσκει ξανά τον καλύτερό του εαυτό. Γίνεται βασικό στέλεχος, σκοράρει εντυπωσιακά γκολ και συμμετέχει καθοριστικά στις ευρωπαϊκές πορείες της ομάδας. Όμως το αποκορύφωμα δεν είχε έρθει ακόμα – θα έρθει την επόμενη σεζόν.
Εκείνη η επιστροφή ήταν ένα κομβικό σημείο στην καριέρα του. Από την Ιταλία με ερωτήματα, στην ΑΕΚ ως “ρολίστας”, και από εκεί, σιγά-σιγά, στο προσκήνιο – μέχρι την απόλυτη έκρηξη της σεζόν 2017–18, όπου δεν υπήρχε αμφιβολία πια: ο Λάζαρος ήταν και πάλι εκεί, δηλαδή στην κορυφή.
Η μαγική σεζόν με την ΑΕΚ
Η σεζόν 2017–18 ήταν η χρονιά της ΑΕΚ. Ήταν όμως και η χρονιά του Λάζαρου Χριστοδουλόπουλου. Στα 31 του χρόνια, με πολλές εμπειρίες στην πλάτη αλλά και την αμφισβήτηση ακόμη να τον ακολουθεί, κατάφερε να γίνει ο πιο κομβικός παίκτης σε μια ομάδα που επέστρεψε στον θρόνο του ελληνικού ποδοσφαίρου.
Αγωνίστηκε συνολικά σε 47 επίσημα ματς, σκόραρε 16 φορές και έδωσε 4 ασίστ. Ο τρόπος που συμμετείχε στο παιχνίδι της ομάδας του Μανόλο Χιμένεθ δεν περιοριζόταν απλώς στην εκτέλεση.
Έπαιρνε πρωτοβουλίες, κρατούσε την μπάλα υπό πίεση, γύριζε για να ξεκινήσει επιθέσεις και δεν φοβόταν να συγκρουστεί σε φάσεις με ένταση. Ήταν ο παίκτης που μπορούσε να εμπνεύσει με μια ενέργεια, να αλλάξει τη ροή ενός ματς, να ηγηθεί.
Το ματς της 24ης Σεπτεμβρίου απέναντι στον Ολυμπιακό έχει μείνει βαθιά χαραγμένο στη μνήμη των φιλάθλων της ΑΕΚ. Η ομάδα βρέθηκε να χάνει 2-0 μέσα στο ΟΑΚΑ μέχρι το 63′, αλλά μείωσε πρώτα με τον Λάζαρο και έπειτα ο ίδιος με μία καταπληκτική εκτέλεση φάουλ, ισοφάρισε τον Ολυμπιακό σε 2-2.
Δείτε εδώ το μαγικό φάουλ του Λάζαρου με τον Ολυμπιακό:
Το ΟΑΚΑ σηκώθηκε στο πόδι, η ανατροπή ολοκληρώθηκε λίγο αργότερα και η σεζόν πήρε νέα τροχιά. Εκείνο το βράδυ, ο Λάζαρος ήταν ο απόλυτος MVP, σε ένα ματς που έμοιαζε με την πρώτη πράξη του τίτλου.
Όλη η χρονιά ήταν γεμάτη καθοριστικές στιγμές του. Και ο Χιμένεθ, προπονητής του τότε, το συνόψισε τέλεια:
“Ο Λάζαρος είναι παίκτης-ηγέτης. Δεν φοβάται. Παίρνει το βάρος πάνω του όταν οι άλλοι διστάζουν.
”Δείτε το μαγικό γυριστό γκολ του Λάζαρου κόντρα στη ΑΕΛ στο 90+4′ που έδωσε την πρόκριση στην ΑΕΚ στον τελικό Κυπέλλου:
Ο ίδιος ο παίκτης, μιλώντας χρόνια αργότερα, αναγνώρισε ότι εκείνη η σεζόν ήταν κάτι ξεχωριστό:
“Το πίστευα. Πιο πολύ από ποτέ. Ήξερα ότι ήμουν καλά. Ήθελα να κερδίσουμε αυτό το πρωτάθλημα. Και ήθελα να είμαι μέσα, να το ζήσω. Όχι απλά να είμαι παρών, αλλά να το κρίνω.”
Και το έκανε.
Το πρωτάθλημα της ΑΕΚ το 2018 γράφτηκε με πολλά ονόματα. Μα λίγοι είχαν τόσες φάσεις-ορόσημα όσο εκείνος. Στο αποκορύφωμα της καριέρας του, ο Λάζαρος ήταν η ίδια η ιστορία της χρονιάς.
Η συνέχεια στον Ολυμπιακό – Η αποδοχή, ο τραυματισμός και η επιστροφή
Το καλοκαίρι του 2018, μετά την εντυπωσιακή του σεζόν με την ΑΕΚ, ο Χριστοδουλόπουλος παίρνει τη δύσκολη απόφαση να μετακινηθεί στον Ολυμπιακό. Ήταν μια απόφαση που προκάλεσε πληθώρα αντιδράσεων, αλλά ο ίδιος είχε δηλώσει ξεκάθαρα:
“Ήθελα να συνεχίσω σε ομάδα που κάνει πρωταθλητισμό, με ξεκάθαρο πλάνο. Δεν με απασχολούσε η πίεση.”
Η μετάβαση στον Ολυμπιακό, όμως, δεν είχε τη συνέχεια που ήλπιζε. Ο Λάζαρος πήγε στον Πειραιά ως πρωταθλητής, με στόχο να διεκδικήσει ξανά τίτλους και να συνεχίσει στο υψηλότερο επίπεδο.
Έκανε καλή εκκίνηση, έδειξε διάθεση και πάθος, όμως στάθηκε άτυχος. Ένας σοβαρός τραυματισμός τον κράτησε εκτός για μεγάλο διάστημα και του έκοψε τη φόρα ακριβώς τη στιγμή που είχε αρχίσει να βρίσκει ρυθμό.
Ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος με τη φανέλα του Ολυμπιακού.Στις 17 Φεβρουαρίου 2019, στο ντέρμπι με την ΑΕΚ, ένιωσε το αριστερό του γόνατο να τον προδίδει. Η διάγνωση ήταν ρήξη χιαστού. Για δεύτερη φορά στην καριέρα του. Ο ίδιος τραυματισμός που είχε περάσει το 2011, επέστρεφε οκτώ χρόνια μετά, στα 32 του. Η χρονιά τελείωνε πρόωρα και μαζί της η προοπτική να καθιερωθεί στον Ολυμπιακό.
Προσπάθησε να επιστρέψει, να ξαναμπεί στα πλάνα, να κερδίσει χώρο σε μια ομάδα που είχε ήδη ρολάρει. Πήρε ευκαιρίες, βοήθησε σε κομβικές στιγμές, αλλά δεν κατάφερε να χτίσει διάρκεια.
Δείτε το καταπληκτικό γυριστό κόντρα στη Ντουντελάντζ στο 1:22:
Η χημεία με τον Πέδρο Μαρτίνς δεν δημιουργήθηκε ποτέ πραγματικά.
“Δεν ταιριάξαν τα χνώτα μας”,
παραδέχτηκε αργότερα, χωρίς πικρία. Ο προπονητής ήθελε να διατηρήσει τη συνοχή της ομάδας και ο Λάζαρος βρέθηκε σταδιακά εκτός βασικού ρόλου.
“Ίσως εκεί να έκανε λάθος, γιατί θεωρώ πως είχα πράγματα να δώσω.”
Δεν ήταν θέμα έλλειψης προσπάθειας. Ούτε θέμα στάσης. Ήταν μια προσπάθεια που χτυπήθηκε από ατυχία και έμεινε μετέωρη. Και ο ίδιος το κατάλαβε, χωρίς να ψάχνει δικαιολογίες.
Τα τελευταία χρόνια – Από τον Ατρόμητο και τον Άρη, στο κλείσιμο ενός γεμάτου κύκλου
Μετά τον Ολυμπιακό, ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος δεν αναζήτησε τίτλους. Αναζήτησε παιχνίδι. Το 2020 φόρεσε τη φανέλα του Ατρομήτου και θύμισε σε όλους πως η ποιότητα δεν φεύγει. Σκόραρε, δημιούργησε, ηγήθηκε. Το 2021 πήγε στον Άρη. Ήταν εκεί στα play-offs, στα ντέρμπι, στις βραδιές που μετρούσε η προσωπικότητα.
Ο Λάζαρος με τη φανέλα του Άρη.Το 2022 πήρε τον δρόμο για την Κύπρο και την Ανόρθωση. Άλλο πρωτάθλημα, άλλες συνθήκες, αλλά ο ίδιος παίκτης: παθιασμένος, φωνάζοντας πως όσο μπορεί να παίζει, θα το κάνει. Το 2024 επέστρεψε στην Ελλάδα για να φορέσει τη φανέλα του Ηρακλή, η οποία έμελλε να είναι και η τελευταία που θα φορούσε σε επαγγελματικό επίπεδο.
Σε όποια ομάδα κι αν βρέθηκε, δεν χαμήλωσε ποτέ το βλέμμα, ούτε κατέβασε στροφές. Έπαιζε με το πάθος και την τρέλα που τον χαρακτήριζε από παιδί. Όχι για να αποδείξει κάτι. Αλλά γιατί έτσι ήταν φτιαγμένος.
“Μέχρι το τελευταίο μου παιχνίδι, ήθελα να αισθάνομαι ότι κάτι προσφέρω. Όχι απλώς να είμαι στο ρόστερ. Αν δεν μπορούσα να το κάνω, θα έφευγα μόνος μου”, είχε δηλώσει σε παλιότερη συνέντευξη, δείχνοντας τη στάση ζωής που τον συνόδευε.
Ο Λάζαρος στην Εθνική – Παρών στα μεγάλα με την αίσθηση του ανεκπλήρωτου
Ο Λάζαρος αγωνίστηκε 35 φορές με την Εθνική Ελλάδας και πέτυχε ένα γκολ, απέναντι στη Λιθουανία το 2013 για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου 2014.
Η κορυφαία του στιγμή, όμως, με το εθνόσημο ήρθε το καλοκαίρι του 2014, στη Βραζιλία. Στα δύο πιο κρίσιμα παιχνίδια του Μουντιάλ, ξεκίνησε βασικός απέναντι στην νίκη με 2–1 κόντρα στην Ακτή Ελεφαντοστού που έδωσε στην Εθνική μας την πρόκριση για πρώτη φορά στην ιστορία της σε νοκ-άουτ Παγκοσμίου Κυπέλλου.
Ακολούθησε η μονομαχία με την Κόστα Ρίκα στη φάση των 16, όπου ο Λάζαρος έκανε ίσως την καλύτερη εμφάνισή του με την Εθνική ομάδα. Αγωνίστηκε και στα 120 λεπτά, ήταν συγκλονιστικός, κρατώντας την ομάδα ψηλά, δημιουργώντας διαρκώς κινδύνους από τα άκρα και παίζοντας με αυταπάρνηση μέχρι το τελευταίο σφύριγμα. Έφτιαξε φάσεις, πήρε πρωτοβουλίες, δεν σταμάτησε ποτέ να κυνηγά τη μπάλα.
Μπορεί η Ελλάδα να αποκλείστηκε στα πέναλτι, αλλά ο Λάζαρος είχε αφήσει το στίγμα του. Ήταν εξαιρετικός. Με τις ενέργειές του έδινε ρυθμό, ένταση, ώθηση. Παρών στα δύσκολα, χωρίς να σκοράρει ή να τραβά τα φώτα, έκανε τη δουλειά που χρειαζόταν. Πάλευε, έπαιρνε φάουλ, κρατούσε μπάλα, ξεκινούσε αντεπιθέσεις.
Δείτε τα highlights του παιχνιδιού Ελλάδα-Κόστα Ρίκα, στα οποία ξεχωρίζει ο Λάζαρος:
Κι όμως, ποτέ δεν έγινε μόνιμο μέλος του βασικού κορμού. Όπως ο ίδιος έχει παραδεχτεί, δεν θυμάται να έχει παίξει τρία σερί ματς με την Εθνική για να βρει ρυθμό. Ένιωσε ότι δεν του δόθηκε η εμπιστοσύνη που άξιζε. Το 2018, παρότι βρισκόταν σε εξαιρετική φόρμα με τον Ολυμπιακό, έμεινε εκτός αποστολής.
Χρόνια μετά, με περισσότερη ψυχραιμία, είχε δηλώσει:
“Αν μπορώ να μπω 30 λεπτά και να βοηθήσω, θα το κάνω. Εσείς οι δημοσιογράφοι με βγάλατε “game changer” – θα μπω και θα το αλλάξω”.
Η σχέση του με την Εθνική είχε απογοητεύσεις, παραλείψεις, αλήθειες που δεν ειπώθηκαν. Αλλά είχε και στιγμές. Και στα μεγάλα ματς, όταν χρειάστηκε, ήταν εκεί και έκανε τη διαφορά.
Ο χαρακτήρας του
Ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος ήταν πάντα κάτι περισσότερο από ένας γρήγορος εξτρέμ με καλό σουτ. Ήταν ένας ποδοσφαιριστής με προσωπικότητα. Ένας παίκτης με έντονο εγωισμό, αγωνιστικό θράσος και ένα πείσμα που τον κρατούσε όρθιο και ταυτόχρονα τον έφερνε αντιμέτωπο με συγκρούσεις.
Αυτό το μείγμα τον ανέδειξε και η αλήθεια είναι, πως κατά περιόδους, τον στιγμάτισε.
Δεν έκρυψε ποτέ ότι ήθελε να είναι πρωταγωνιστής, ότι πίστευε πολύ στις δυνατότητές του. Το έβγαζε στον αγωνιστικό χώρο, το έβγαζε και στις αποφάσεις του. Ο τρόπος που έφυγε από τον ΠΑΟΚ, η μετακίνησή του από την ΑΕΚ στον Ολυμπιακό, η επιλογή να συνεχίσει μετά τον σοβαρό τραυματισμό του – όλες ενέργειες ανθρώπου που δεν φοβάται να ρισκάρει, ακόμη κι αν του στοιχίσει σε αποδοχή.
“Δεν ήμουν ποτέ ο τύπος που θα καθόταν ήσυχα. Αν είχα κάτι να πω, το έλεγα. Και αυτό δεν άρεσε πάντα. Αλλά δεν μπορώ να το αλλάξω. Έτσι είμαι”,
είχε πει σε μια από τις πιο ειλικρινείς του δηλώσεις στη μεγάλη συνέντευξη που παραχώρησε στο SPORT24 και τον Ηλία Καλλονά το 2022.
Η ένταση ήταν η φυσική του κατάσταση. Το πάθος, το κάψιμο για το παιχνίδι, ο θυμός όταν έβγαινε αλλαγή, η χαρά όταν πετύχαινε ένα κρίσιμο γκολ. Δεν το έπαιζε “ψύχραιμος επαγγελματίας”. Ήταν φτιαγμένος για το τώρα, για το έντονο, για το “όλα ή τίποτα”.
Ίσως αυτός να ήταν τελικά ο λόγος που έμεινε στη μνήμη. Όχι επειδή ήταν τέλειος. Αλλά επειδή ήταν πάντα αληθινός.
Αντί επιλόγου
Ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος ολοκλήρωσε μια καριέρα που τον έφερε σε όλα τα μεγάλα γήπεδα της Ελλάδας. Από τη Λεωφόρο και την Τούμπα, μέχρι το ΟΑΚΑ και το Καραϊσκάκης. Αγωνίστηκε στις κορυφαίες ομάδες της χώρας κατακτώντας με τρεις από αυτές το πρωτάθλημα της Super League.
Πέρασε από όλα τα στάδια. Αυτό της αποθέωσης, της αμφισβήτησης, των τραυματισμών, της επιστροφής. Κέρδισε τίτλους, αγωνίστηκε σε τελικούς, συμμετείχε στο Παγκόσμιο Κύπελλο, έβαλε σημαντικά γκολ σε κρίσιμα παιχνίδια.
Λίγο πριν το τέλος της πορείας του, είχε πει:
“Το όνειρό μου είναι να πάω τα παιδιά μου στην Τούμπα, στη Λεωφόρο, στην OPAP Arena, στο “Γ. Καραϊσκάκης” και να τους πω ότι έπαιξα σε αυτές τις ομάδες. Και μετά θα τους πω: Δείτε ποια ομάδα σας αρέσει… Δεν με ενδιαφέρει τι ομάδα θα γίνουν.”
Μια διαδρομή που κράτησε δύο δεκαετίες, με πολυετή παρουσία στο κορυφαίο επίπεδο, στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και στην Εθνική Ελλάδας, φτάνει στο τέλος της.
Ο Λάζαρος Χριστοδουλόπουλος αποχωρεί από την δράση, αφήνοντας πίσω του μια γεμάτη ποδοσφαιρική πορεία και ένα αποτύπωμα που δύσκολα ξεχνιέται.
Γιατί ο Λάζαρος είχε μια τρέλα. Κι αυτή του την τρέλα, το ποδόσφαιρο θα την θυμάται για πάντα.