Ο Γουέιντ Μπάλντουιν στο SPORT24: “Στη Φενέρ, όπως και στον Ολυμπιακό, αν χάσεις, είναι λες και ο ήλιος δεν θα ανατείλει την επόμενη μέρα”

Η κοινή φιλοσοφία που υπάρχει σε Φενέρμπαχτσε και Ολυμπιακό. Η θετική πλευρά των social media. Αυτό που του “χάλασε” την εμπειρία του τελικού στο Άμπου Ντάμπι, οι “βιαστικές” αλλαγές προπονητών. Ο Γουέιντ Μπάλντουιν μιλά στο SPORT24 πριν από τη μάχη της πρωταθλήτριας της EuroLeague με τους ερυθρόλευκους (4/12, 21:15) στο ΣΕΦ για την 14η αγωνιστική.
Από τον Ολυμπιακό του 2019, στη Φενέρμπαχτσε του 2025. Ο Γουέιντ Μπάλντουιν μίλησε στο SPORT24 για τις ομοιότητες που βλέπει ανάμεσα σε αυτούς τους δύο οργανισμούς, λίγο πριν επιστρέψει στο άλλοτε μπασκετικό του σπίτι, το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και αντιμετωπίσει τους ερυθρόλευκους (4/12, 21:15, Novasports Prime και LIVE από το SPORT24) στο πλαίσιο της 14ης αγωνιστικής της EuroLeague.
Πέρα από ομοιότητες, ο 29χρονος Αμερικανός γκαρντ βλέπει και κάτι ανησυχητικό στον φετινό Ολυμπιακό, ενώ αισθάνεται αδικημένος που το βραβείο του MVP του Νοεμβρίου κατέληξε στα χέρια του Κένεθ Φαρίντ και όχι στα δικά του, καθώς μέτρησε 14 πόντους, 3.2 ριμπάουντ και 5 ασίστ στα πέντε ματς που έγιναν σε αυτό το διάστημα.
Ο Μπάλντουιν μίλησε ακόμα για το τι του “χάλασε” την εμπειρία του στον τελικό του Final Four στο Άμπου Ντάμπι, για τη διαχείριση των social media από τους αθλητές, αλλά και για τις αλλαγές προπονητών που γίνονται πολύ νωρίς από κάποιες ομάδες της EuroLeague.
Θέλω να ξεκινήσω μερικούς μήνες πριν, στο Άμπου Ντάμπι. Όταν σκέφτεσαι εκείνη τη στιγμή, ποιες είναι οι εικόνες, τα συναισθήματα που σου έρχονται στο μυαλό;
Για μένα ήταν σαν να λέω ‘επιτέλους βρίσκομαι εδώ για πρώτη φορά στην καριέρα μου’. Νομίζω ότι πάλευα να φτάσω σε ένα Final Four για χρόνια. Οπότε, για μένα, το να είμαι εκεί ήταν σαν να θέλω απλώς να απορροφήσω τα πάντα, πραγματικά.
Το πρώτο παιχνίδι ήταν συναρπαστικό, γιατί ήταν με τον Παναθηναϊκό. Είχαμε χάσει από αυτούς δύο φορές. Είχα και το δικό μου παρελθόν μαζί τους, από τη θητεία μου στη Μακάμπι την προηγούμενη σεζόν. Ανυπομονούσα πραγματικά γι’ αυτό το παιχνίδι. Και το να το κερδίσουμε ήταν συναρπαστικό. Αλλά ήξερες ότι υπήρχε μια ακόμη πρόκληση μπροστά.
Και η ομάδα μας ήταν πολύ συγκεντρωμένη στον κύριο στόχο όλο εκείνο το Σαββατοκύριακο. Και αυτός ήταν να είμαστε οι ξεκάθαροι πρωταθλητές. Πηγαίνοντας στον τελικό, η ατμόσφαιρα ήταν πολύ χαλαρή. Όλη η ομάδα μας ήταν πολύ σίγουρη, λόγω του τρόπου που παίξαμε στη σειρά με την Παρί, λόγω της απόδοσής μας απέναντι στον Παναθηναϊκό. Και φυσικά πιστεύαμε ότι απλώς θα το μεταφέραμε όλο αυτό και στο παιχνίδι του τίτλου.
Και αυτό ακριβώς κάναμε. Νομίζω ότι για μένα ήταν απλώς τρομερά συναρπαστικό να έχω τόσο μεγάλη επίδραση και στα δύο παιχνίδια, αλλά ένα κομμάτι με πλήγωσε.
Η συνολική μου εμπειρία “χάλασε” επειδή με απέβαλαν από το παιχνίδι. Με έδιωξαν από τον τελικό. Είχα μια τεχνική ποινή που νόμιζα ότι δόθηκε στον πάγκο, αλλά τελικά τη χρέωσαν σε μένα, το οποίο ήταν ενδιαφέρον. Και μια παράβαση προσγείωσης σε σουτ τριών πόντων. Αλλά δεν πήγαν να δουν τη φάση στο replay, απλώς μου σφύριξαν αντιαθλητικό φάουλ.
Έτσι, η βραδιά μου τελείωσε περίπου έξι λεπτά πριν το τέλος του τελικού. Και, ξέρεις, ως παιδί και γενικά, όταν κατακτάς ένα πρωτάθλημα, θέλεις να κρατάς την μπάλα στα τελευταία δευτερόλεπτα ή να βρίσκεσαι στο παρκέ όταν χτυπήσει η κόρνα. Αλλά εγώ παρακολουθούσα πίσω από τον πάγκο, γιατί δεν επιτρέπεται να βρίσκεσαι στον πάγκο όταν αποβληθείς.
Οπότε ήταν σαν αυτές οι διαιτητικές αποφάσεις να μου πήραν μακριά ένα κομμάτι του ενθουσιασμού μου.
Παρόλα αυτά, όταν περνάς μια ολόκληρη σεζόν με μια ομάδα, είναι κάτι πολύ, πολύ ξεχωριστό. Ναι. Ήταν σαν όλα όσα σχεδίασα να συμβούν, ερχόμενος στη Φενέρμπαχτσε, να ολοκληρώθηκαν στο τέλος της σεζόν.
Φέτος νιώθετε ότι έχετε έναν “στόχο στην πλάτη σας”, ότι όλοι θέλουν να κερδίσουν τους πρωταθλητές;
Όχι, όχι, γιατί είμαστε μια διαφορετική ομάδα. Και η μορφή έχει αλλάξει. Δηλαδή, αν είχαμε ξανά τον Έρικ ΜακΚόλουμ, τον Μάρκο Γκούντουριτς, τον Νάιτζελ Χέιζ-Ντέιβις, τον Σέρτατς Σανλί -δεν νομίζω ότι ξεχνάω κάποιο- αν είχαμε ακριβώς την ίδια ομάδα, τότε θα λέγαμε “εντάξει, πρέπει να το ξανακάνουμε”.
Αλλά τώρα ουσιαστικά ενσωματώνουμε πέντε–έξι νέους παίκτες στο σύστημα. Οπότε είναι μια διαφορετική ομάδα. Και η ομάδα μας τώρα πρέπει να βρει έναν νέο ρυθμό και να περάσει τις δικές της δυσκολίες — αυτές που πέρσι η ομάδα είχε ήδη αντιμετωπίσει.
Εξακολουθώ να θέλω να “καθαρίζω” τους πάντες
Έχει αλλάξει κάτι στον τρόπο που προσεγγίζεις το μπάσκετ μετά την κατάκτηση του τίτλου, μετά από αυτό το αίσθημα ολοκλήρωσης;
Όχι. Εξακολουθώ να θέλω να “καθαρίζω” τους πάντες. Έτσι προσεγγίζω το παιχνίδι. Για όσο καιρό παίζω μπάσκετ, αυτή ήταν πάντα η νοοτροπία μου. Κάθε φορά που πατάω στο παρκέ, προσπαθώ να είμαι ο καλύτερος παίκτης στο γήπεδο και να “βγάζω εκτός” τους αντιπάλους.
Πώς είναι η συνεργασία με τον Σαρούνας Γιασικεβίτσιους;
Επιτυχημένη. Σου δίνεται η ευκαιρία να παίξεις κάτω από τα πιο λαμπρά φώτα της Ευρώπης και δεν είναι τυχαίο ότι εντάσσεσαι σε μια ομάδα με μεγάλο μπάτζετ, σε έναν σπουδαίο οργανισμό όπως η Φενέρμπαχτσε, μαζί με έναν προπονητή υψηλού επιπέδου. Είναι συνταγή επιτυχίας.
Προφανώς, πρέπει ακόμα να κάνεις τη δουλειά για να πας και να αποδώσεις. Αλλά έχει κάνει καλή δουλειά σε όλες τις ομάδες του στο παρελθόν. Και ήταν ωραίο που το δικό μας γκρουπ κατάφερε να φτάσει εκεί και να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε.
Χρειάστηκε να πάει σε 6 Final Four ως προπονητής μέχρι να κατακτήσει τον τίτλο. Οπότε αναρωτιέμαι, είναι διαφορετικός τώρα; Πιο ήρεμος ή ίσως πιο αυστηρός από πριν;
Ε, όχι. Είναι ένα πολύ παρόμοιο “πρωτόκολλο” στο πώς γίνονται τα πράγματα, είτε κερδίσεις το πρωτάθλημα είτε όχι. Οι καθημερινές απαιτήσεις, οι συνήθειες της προπόνησης, είναι ένα συνεχόμενο πράγμα που απλά κάνεις.
Είναι σαν να ξυπνάς, βουρτσίζεις τα δόντια σου, πλένεις το πρόσωπό σου, κάνεις ντους, ντύνεσαι. Όταν έρχεσαι στην προπόνηση, κάνεις αυτό, αυτό, αυτό και αυτό. Και από εκεί συνεχίζουμε.
Μιλώντας για προπονητές, την περασμένη εβδομάδα είδαμε τον Ετόρε Μεσίνα και τον Ζέλικο Ομπράντοβιτς να παραιτούνται. Εσείς ως παίκτες πώς αντιμετωπίζεται αυτά τα νέα; Σοκάρεστε το ίδιο με τον υπόλοιπο κόσμο;
Νομίζω ότι οι περιπτώσεις τους είναι κάπως παρόμοιες, από όσο μπορεί κανείς να δει απ’ έξω. Δηλαδή, η Παρτιζάν πριν 3–4 χρόνια είχε μια πραγματική ευκαιρία, και πιστεύω ότι άξιζε να πάει στο Final Four.
Μετά έγινε εκείνος ο καβγάς, και από τότε η Παρτιζάν δεν έχει ξαναφτάσει σε εκείνο το επίπεδο. Οπότε δεν είναι παράλογο για έναν προπονητή να απολυθεί ή να παραιτηθεί σε μια τέτοια κατάσταση. Προφανώς είναι δύσκολο, λόγω της ιστορίας και του κύρους που έχουν αυτοί οι προπονητές.
Το ίδιο και με τον Μεσίνα. Ο Μεσίνα πήγε σε Final Four απέναντι στη δική μου Μπάγερν Μονάχου την περίοδο του Covid, το 2021. Και αυτό ήταν μία από τις τελευταίες φορές που έφτασαν στα playoffs. Ίσως έφτασαν και την επόμενη χρονιά.
Άρα νομίζω ότι οι οργανισμοί έδειξαν μεγάλο σεβασμό σε αυτούς τους ανθρώπους και τους έδωσαν πολλές ευκαιρίες. Αλλά κάποια στιγμή, όπως και με τους παίκτες, αν δεν υπάρχει απόδοση, είναι δύσκολο να συνεχίσεις μαζί τους.
Οπότε δεν ήταν και τόσο μεγάλο σοκ. Για μένα πιο σοκαριστικές είναι οι περιπτώσεις όπου ένας προπονητής υπογράφει το καλοκαίρι και μετά από επτά παιχνίδια τον απολύουν.
Όπως ο Ίγκορ Κοκόσκοφ στην Εφές;
Σωστά. Και η δική του περίπτωση είναι λίγο δύσκολη, γιατί η Έφες είχε πάρα πολλούς τραυματισμούς. Και, εντάξει, δεν ξέρω τον πραγματικό λόγο, δεν είμαι μέσα σε αυτά τα αποδυτήρια, δεν βρίσκομαι σε αυτές τις καταστάσεις.
Αλλά μιλώντας από έξω, αυτό είναι τρελά. Λες “Πω, απολύθηκε; Έχουν περάσει μόνο έξι, επτά εβδομάδες στη σεζόν”. Είναι τρελό.
Στη Φενέρ, όπως και στον Ολυμπιακό, κάθε παιχνίδι είναι “ζωή ή θάνατος”
Συχνά λέμε ότι η EuroLeague γίνεται όλο και καλύτερη κάθε χρόνο. Περισσότερο ταλέντο, περισσότερη αθλητικότητα. Πόσο σημαντικός παράγοντας είναι το πνευματικό κομμάτι του παιχνιδιού;
Εξαρτάται πραγματικά από το υπό ποια κουλτούρα βρίσκεσαι. Έχω υπάρξει σε πολλούς διαφορετικούς συλλόγους, και εξαρτάται από το πώς είναι τα αποδυτήριά σου και ποιος είναι ο τόνος της ομάδας.
Όσον αφορά την πνευματική αντοχή, μπορεί να είσαι σε μια κατάσταση όπως στον Ολυμπιακό, όπου η πρώτη μου χρονιά ήταν πολύ σοβαρή, ήταν σαν κάθε παιχνίδι να ήταν τελικός.
Η Μπάγερν Μονάχου ήταν περισσότερο “ανάπτυξη–ανάπτυξη”, παρ’ ότι προσπαθούσαμε να κερδίζουμε γιατί είχαμε πολύ καλή σεζόν. Ήταν απαιτητική, και ο Τρινκιέρι είναι πολύ απαιτητικός προπονητής.
Μετά, στη Μπασκόνια, είχαν λίγο περισσότερο τη νοοτροπία της ανάπτυξης.
Και η Μακάμπι ήταν απλώς υπέροχη. Δεν ξέρω πώς να περιγράψω τη νοοτροπία της Μακάμπι. Θέλω να πω διασκεδαστική, αλλά και αποφασιστική ταυτόχρονα.
Και μετά πας στη Φενέρ και είναι πολύ παρόμοια με τον Ολυμπιακό, όπου κάθε παιχνίδι είναι “ζωή ή θάνατος”. Αν χάσεις, είναι λες και ο ήλιος δεν θα ανατείλει επόμενη μέρα. Αν κερδίσεις, είναι απλώς “ναι, έτσι έπρεπε”. Αυτό είναι το διαφορετικό στη νοοτροπία.
Τα social media παίζουν επίσης μεγάλο ρόλο στις ζωές μας πλέον. Εσύ ως επαγγελματίας αθλητής, πώς το χειρίζεσαι αυτό το κομμάτι; Μπαίνεις συχνά; Βλέπεις σχόλια, άρθρα;
Ναι. Είναι ωραίο να έχεις ένα μείγμα από διαφορετικά συναισθήματα όταν μιλάμε για τα social media. Για παράδειγμα, νωρίς μέσα στη σεζόν, μπορεί να σούταρα 25–30% στις βολές. Οπότε θα διάβαζα σχόλια σαν “δεν μπορείς να βάλεις βολές, δεν μπορείς να βάλεις βολές”. Και διαβάζεις αυτά τα αρνητικά σχόλια και λες “εντάξει, καλό είναι, ακριβώς αυτό”.
Διαβάζεις αυτά τα σχόλια και γίνονται ένα είδος κινήτρου. Κάποια από αυτά τα πράγματα απλώς σε διασκεδάζουν, όπως λίγο από το trash talking που γίνεται δεξιά κι αριστερά, με συλλόγους, με παίκτες.
Βλέπεις, για παράδειγμα, τον λογαριασμό της Μονακό, που συνέχεια “προκαλεί” διαφορετικές ομάδες, παίκτες που το κάνουν… Οπότε ξέρεις τι παίρνεις από τα social media.
Και νομίζω ότι έχει κάνει τα πράγματα πιο ενδιαφέροντα. Βλέπεις περισσότερους χαρακτήρες, περισσότερη προσωπικότητα από τους παίκτες σε σχέση με τα πρώτα χρόνια που έπαιζα στην EuroLeague, όπου όλα ήταν τόσο “στεγνά”.
Τώρα υπάρχει λίγη ζωή σε όλο αυτό. Και αυτό απλώς συμβαδίζει με το πώς κινείται ο κόσμος σήμερα.
Είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση. Δεν την ακούς συχνά. Όλοι λένε “τα social media, είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να σου συμβεί”.
Είναι διασκεδαστικό. Είναι διασκεδαστικό, είναι κακό, είναι τα πάντα. Δεν ξέρω. Υπάρχουν τόσα πολλά παραδείγματα για τα θετικά των social media.
Όπως τώρα στην Τουρκία, υπήρχαν μεγάλα άρθρα και σχόλια για το βραβείο του MVP του Νοεμβρίου. Ήταν πολύ υποστηρικτικοί στο να πάρω εγώ αυτό το βραβείο. Και τελικά δεν πήγε σε μένα. Και τότε λες: “Λατρεύω τα social media τώρα!”
Έχω υποστηρικτικούς οπαδούς, και έναν σύλλογο που με στηρίζει. Κι αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορείς να ζητήσεις ως παίκτης. Οπότε, σε τέτοιες περιπτώσεις, δεν μπορείς να λες “μισώ τα social media”. Λες “τα αγαπώ”. Έτσι είναι.
Περίμενες να πάρεις εσύ το βραβείο του MVP του μήνα;
Μα φυσικά, φυσικά. Παραδοσιακά, πάει στην ομάδα που είχε την καλύτερη πορεία και στον καλύτερο παίκτη εκείνης της ομάδας, τον παίκτη που είχε την καλύτερη απόδοση. Αλλά με μένα ισχύουν διαφορετικοί κανόνες… Σε όλη την καριέρα μου έτσι ήταν.
Σε βλέπω περισσότερο ως ηγέτη της ομάδας φέτος. Μέσα στα αποδυτήρια, πώς το χειρίζεσαι αυτό; Πώς προσεγγίζεις αυτόν τον ρόλο;
Με τον ίδιο τρόπο. Ακριβώς όπως πέρσι. Πέρσι είχαμε πολλούς ηγέτες. Τον Νάιτζελ, που ήταν ξεκάθαρα ο καλύτερός μας παίκτης στο παρκέ, αλλά στα αποδυτήρια κινούταν στον δικό του χώρο. Είναι περισσότερο ηγέτης δίνοντας το καλό παράδειγμα (σσ. lead by example), όχι τόσο με τη φωνή. Τον Νίκο Μέλι, που είναι περισσότερο ομιλητικός ως ηγέτης. Τον Μάρκο Γκούντουριτς, που είναι και αυτός ηγέτης με τις πράξεις του, αλλά και με τα λόγια κάποιες φορές. Κι εγώ, με τον ίδιο τρόπο ηγούμαι.
Χωρίς τον Μάρκο και τον Νάιτζελ, απλώς μου δόθηκε μεγαλύτερος χώρος. Ναι, περισσότερος χώρος ουσιαστικά. Αλλά για μένα είναι το ίδιο. Είμαι ο ίδιος χαρακτήρας που ήμουν πριν τέσσερα–πέντε χρόνια. Συναντάω παλιούς συμπαίκτες και μου λένε: “Δεν έχεις αλλάξει καθόλου, ρε. Είσαι ακόμα ο ίδιος. Ε σ’ αγαπώ αδερφέ”.
Λοιπόν, πάμε και στο αποψινό παιχνίδι. Έχουμε δει μεγάλες μάχες ανάμεσα στη Φενέρ και τον Ολυμπιακό τα τελευταία χρόνια. Τι περιμένεις τώρα;
Ο Ολυμπιακός είναι… δεν θέλω να πω “απελπισμένος”, αλλά σίγουρα είναι κάπως. Ξέρεις, ακούς απ’ έξω “δεν έχουμε γκαρντ, δεν έχουμε γκαρντ”. Είναι δύσκολο να είσαι γκαρντ και να τα ακούς αυτά. Οπότε νιώθω ότι κάτι… κάτι δεν πάει καλά.
Αλλά έχουν αποδείξει ότι είναι μια από τις κορυφαίες ομάδες στην EuroLeague κάθε χρόνο. Και ποτέ δεν είναι εύκολο παιχνίδι όταν έρχεσαι στον Πειραιά να παίξεις.
Πρέπει να έχουμε την αυτοπεποίθησή μας και να διατηρήσουμε τη δυναμική που έχουμε τον τελευταίο μήνα, σε ένα δύσκολο εκτός έδρας παιχνίδι, απέναντι σε μια ομάδα που έχει όλες τις δυνατότητες να φτάσει σε ακόμη ένα Final Four για πέμπτη ή έκτη συνεχόμενη χρονιά.
Πάμε και λίγο πιο μακριά, γιατί σε δύο εβδομάδες παίζετε με τον Παναθηναϊκό. Τι πιστεύεις για τους πράσινους με βάση τα όσα έχεις δει μέχρι τώρα;
Είναι όπως πέρσι. Πολλοί παίκτες που έχουν μείνει. Μια ομάδα στην οποία δεν βλέπεις ουσιαστικά κανένα κενό. Και σίγουρα φαίνεται μια ομάδα πεινασμένη να επιστρέψει στο Final Four, να επιστρέψει στον τίτλο.
Και δεν θα είναι εύκολο, ειδικά να παίξεις απέναντι σε μια ομάδα που νίκησες στον δρόμο για εκεί. Οπότε το παιχνίδι με τον Παναθηναϊκό θα είναι σίγουρα πολύ απαιτητικό και πολύ φορτισμένο συναισθηματικά.
Υπάρχει κάποια άλλη ομάδα που σου έχει τραβήξει το μάτι ως μεγάλη απειλή φέτος;
Είναι πολύ νωρίς για να το πεις αυτό. Υπάρχουν 38 αγωνιστικές και είμαστε μόνο στην 13η. Δεν έχουμε φτάσει καν στη μέση, δεν έχουμε δει τις ομάδες για δεύτερη φορά. Είναι πολύ νωρίς για συμπεράσματα.
Πολλές ομάδες παίζουν καλά. Η Ζάλγκιρις παίζει πολύ καλά. Το να παίζεις απέναντί τους είναι σαν… προπόνηση για εμάς. Ο νέος τους προπονητής είναι ο Τόμας Μασιούλις (σσ. που ήταν βοηθός στη Φενέρμπαχτσε). Έχουν “κλέψει” όλες τις φάσεις μας, την τακτική μας. Αλλά είναι πολύ καλή ομάδα, έχουν εξαιρετική χημεία φέτος. Και μας νίκησαν στο δεύτερο παιχνίδι της χρονιάς. Παίζουν πολύ καλά.
Ο Ερυθρός Αστέρας επίσης παίζει πολύ καλά, φαίνονται να έχουν εξαιρετική ομαδική χημεία. Αυτές είναι οι επικίνδυνες ομάδες μέχρι στιγμής.