X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ

Πέδρο Μαρτίνς: Το making of του Professor

24 MEDIA CREATIVE TEAM / KONSTANTINOS BADOUNAS

Μπορεί το παρατσούκλι professor, εδώ, στην Ελλάδα να του αποδόθηκε. Μα ανατρέχοντας την καριέρα και την ποδοσφαιρική πορεία (και ζωής) του Πέδρο Μαρτίνς, εύκολα συνάγεται πως πάντα ήταν τέτοιος. Και για άλλα δύο χρόνια, ο «καθηγητής» θα συνεχίσει τη διδαχή στον πάγκο του Ολυμπιακού.

Από τις δεκάδες, υπάρχει μια ιστορία που αναδεικνύει από νωρίς τη διορατικότητα του Πέδρο Μαρτίνς. Ηταν 25 χρονών. Ηδη παντρεμένος με τoν ερώτα των γυμνασιακών του χρόνων, τη Λίνα και πατέρας – από τα 23 του - του πρώτου του παιδιού (του Ρικάρντο). Μια ζωή στην επαρχία της Πορτογαλίας, σε μικρομεσαίας ομάδες. Πρώτα της γενέτειράς του, τη Φεϊρένσε και μετά, ανεβαίνοντας επίπεδο, της Γκιμαράες. Εκεί ήταν που τον είδαν οι "μεγάλοι" της χώρας. Ολοι στο κατόπι του, την πλέον συμφέρουσα πρόταση την έκανε η Σπόρτινγκ και έτσι πήγε στα "λιοντάρια".

Φτάνοντας στη Λισαβόνα, το συμβόλαιό του προέβλεπε να διαλέξει ένα διαμέρισμα. Οπου ήθελε, όσο ήθελε, εντός φυσικά ενός προβλεπόμενου ορίου για το ενοίκιο. Το έψαξε λοιπόν και το βρήκε στην πιο ακριβή γειτονιά της πορτογαλικής πρωτεύουσας, με την χαρακτηριστική ονομασία "Πάρκο των Πριγκίπων". Ηξερε πως δεν θα έμενε για πολύ εκεί. Δεν του χρειάζονταν ούτε η πολυτέλεια, ούτε το (τόσο) λούσο. Ρώτησε λοιπόν τη διοίκηση των "λιονταριών" τι θα γίνονταν αν έφευγε και πήγαινε κάπου αλλού, αν θα εξακολουθούσε να λαμβάνει το συγκεκριμένο ποσό του ενοικίου.

Η απάντηση καταφατική. Το ίδιο ποσό θα καταβάλλονταν ακόμη και αν το ενοίκιο που θα πλήρωνε στο επόμενο σπίτι του θα ήταν στο μισό ή στο ένα τρίτο. Τρεις μήνες έζησε στη συγκεκριμένη γειτονιά. Μετακόμισε κάπου αλλού, αρκετά φθηνότερα και για τους υπόλοιπους 33 που έμεινε στην Σπόρτινγκ (εκεί, το 1997 γεννήθηκε και Μπάρμπαρα, η κόρη του. Φρόντισε στη γέννησή της να είναι παρών – του Ρικάρντο την είχε χάσει, είχε προπόνηση… - παρότι δεν μπήκε στο χειρουργείο. ), το παραπανίσιο εισόδημα μόνο και μόνο από τη διαφορά του ενοικίου, το αποταμίευε. Και όταν έφυγε από τα "λιοντάρια", με τα χρήματα που είχε στην άκρη, αγόρασε ένα δικό του ακίνητο στη Λισαβόνα.

Δεν το έχει πλέον. Το πούλησε λίγο μετά την απόλυσή του από την Γκιμαράες (η μόνη της καριέρας του), τον Φεβρουάριο του 2018. Ηταν το μόνο διάστημα της καριέρας του, σε γήπεδα και πάγκους, που δεν είχε δουλειά. Για λίγο, ναι, αλλά τότε δεν μπορούσε να ξέρει το πόσο λίγο θα ήταν. Και έτσι κι αλλιώς, από χρόνια, δεκαετίες νωρίτερα, περίμενε πως κάποια στιγμή, μια τέτοια συγκυρία θα έρχονταν και είχε φροντίσει να διασφαλιστεί προκειμένου να μην πιέζονταν για την επόμενη επαγγελματική του επιλογή.

Αυτή ήταν ο Ολυμπιακός

Τα αυτοκίνητα, το παντοπωλείο και η μπάλα

Στερνοπούλι. Εχοντας ήδη δυο γιους, ο ένας 9 και άλλος 7 χρόνια μεγαλύτεροι, οι γονείς του κόρη ήθελαν. Τους προέκυψε ακόμη ένας. Ο πατέρας του, μηχανικός αυτοκινήτων. Αποτραβήχτηκε σταδιακά και άνοιξε πρώτα το δικό του μαγαζάκι, επισκευάζοντας μοτοσυκλέτες και ποδήλατα, προτού επεκταθεί διευθύνοντας μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων.

Η μητέρα του, είχε ένα παντοπωλείο στη Σάντα Μαρία ντε Φέιρα, ακριβώς κάτω από το σπίτι που μεγάλωσε. Κυριολεκτικά παντοπωλείο, από ρούχα μέχρι ζάχαρη και καφέ πουλούσε. Η πρώτη του επαφή με το ποδόσφαιρο ήταν όταν ο πατέρας του προπονούσε την τοπική Φεϊρένσε. Από έξι χρονών τον ακολουθούσε στα παιχνίδια. Η οσμή των αποδυτηρίων, η εικόνα τους πριν και μετά από αυτά, τον μάγεψε.

Και αυτό που θέλησε να ζήσει και ο ίδιος. Επτά χρονών ήταν και το ζήτησε από τους γονείς του. Εχοντας πρότερη εμπειρία από τους άλλους γιούς τους, οι οποίοι ερασιτεχνικά ασχολήθηκαν με το τόπι, έλπιζαν, εύχονταν πως το καπρίτσιο του πιτσιρικά δεν θα μακροημέρευε. Τον έγραψαν λοιπόν στις ακαδημίες – πάντα – της Φεϊρένσε.

Ελα όμως που ποτέ δεν θυμάται να ήθελε να κάνει κάτι άλλο. Οτιδήποτε άλλο. Στα 16 του, περιμένοντας να υπογράψει το πρώτο του ημιεπαγγελματικό συμβόλαιο ανακοίνωσε πως σταματάει το σχολείο. Το σέβονταν ως διαδικασία, ως θεσμό, μα δεν τρελαίνονταν. Και ήταν αδύνατο να παραβγεί μέσα του με το ποδόσφαιρο.

Ο πατέρας του τότε, τον πήρε στην αντιπροσωπεία. Από τις πατρικές μαλαγανιές. Να δελεάσει τον έφηβο κανακάρη με τα πρώτα χρήματα. Λίγο λογιστική, λίγο θελήματα, λίγο αρχειοθέτηση, λίγο να μάθει τη δουλειά, να νιώσει την τσέπη του γεμάτη. Εξι μήνες κράτησε. Και αυτό που από την πρώτη στιγμή που πάτησε το κατώφλι της – οικογενειακής, αφού και τ’ αδέρφια του εκεί εργάζονταν πλέον – επιχείρησης είχε ξεκαθαρίσει πως θα ήταν κάτι προσωρινό.

Και όταν ήρθε αυτό το πρώτο, ημιτεπεαγγαλματικό συμβόλαιο στη Φεϊρένσε, το απέδειξε. Συμβόλαιο που του απέφερε λιγότερα, πολύ λιγότερα απ’ όσα εξασφάλιζε στην αντιπροσωπεία. Ακόμη θυμάται τον πρώτο μισθό. 22.500 πορτογαλικά εσκούδος ήταν, δηλαδή 112,50 ευρώ.

Ποιος μίλησε όμως για λεφτά; Μπάλα. Μόνο και τίποτ’ άλλο. Αντε και η Λίνα, η οποία από τότε, στα μέσα της εφηβείας του, όχι μόνο ήταν ο πρώτος του έρωτας, αλλά για χάρη της έπαιρνε αποφάσεις ζωής. Όπως να απορρίψει μια πρόταση να ενταχθεί στις ακαδημίες της Σπόρτινγκ. Είχε πάει, είχε δοκιμαστεί σ’ ένα τουρνουά στο εξωτερικό για δύο εβδομάδες, δεν του άρεσε, δεν του "κόλλαγε", θα άφηνε και τη Λίνα, κάτι που δεν ήθελε με τίποτα και αποτέλεσε τον βασικότερο λόγο της άρνησής του και της παραμονής του στη Φεϊρένσε.

Η αλλαγή θέσης και ο Κεϊρόζ

Ως επιθετικός ξεκίνησε. Ως επιθετικός ντεμπούταρε με την πρώτη ομάδα, πριν καν ενηλικιωθεί. Εγινε κόντρα στην Ουνιάο ντε Κοϊμπρα, με τη Φεϊρένσε πίσω στο σκορ με 1-0. Μπήκε στο γήπεδο και η πρώτη του επαφή με την μπάλα ήταν ένα λάθος γύρισμα στον τερματοφύλακά του που μετατράπηκε σε ασίστ για το 2-0. Δύο-τρία λεπτά αργότερα, το ξεπέρασε σκοράροντας, μα τι να το κάνεις; Η… ασίστ έμεινε, η Φεϊρένσε ηττήθηκε τελικά με 4-1.

Στη Φεϊρένσε έμεινε ως τα 23 του. Έναν χρόνο νωρίτερα παντρεύτηκε τη Λίνα, με την οποία από τα 18 τους, άνοιξαν και ένα μαγαζάκι στο κέντρο της Σάντα Μαρία, ένα κατάστημα δώρων, το οποίο ακόμη το έχουν στη δούλεψή τους, ξεκινώντας από τότε να χτίζουν και το σπίτι τους. Πρόγραμμα. Στόχοι. Πάντα.

Και λογική. Με αυτόν επιθετικό η Φεϊρένσε προβιβάστηκε στη δεύτερη κατηγορία. Ξαφνικά όμως, ο τότε προπονητής του, ο Αλβαρό Καρολίνο, τον φώναξε και του ζήτησε να εξετάσει το ενδεχόμενο να γύριζε σε θέση αμυντικού μέσου, καθαρού "εξαριού". Το σκέφτηκε, το ζύγισε, το μέτρησε, είδε από τη μία το μέλλον του ως επιθετικός και από την άλλη το μέλλον του ως αμυντικός μέσος και συμφώνησε.

Και δύο σεζόν μετά, παίζοντας στο "6", εξασφάλισε δεύτερη προαγωγή, μετακομίζοντας στην Γκιμαράες. Για πρώτη φορά στα σαλόνια. Άλλο level, άλλες απαιτήσεις, άλλες συνθήκες, άλλα δεδομένα. Αναμενόμενες οι δυσκολίες, γρήγορη όμως, πολύ, η προσαρμογή. Τόσο που δεν γίνονταν να περάσει απαρατήρητη Η Σπόρτινγκ τελικά τον κέρδισε, παρά τα κελεύσματα εντός και εκτός συνόρων (είχε πρόταση από τη Λεβερκούζεν).

Κορυφαίο πλέον επίπεδο. Απαιτήσεις πρωταθλητισμού. Ταλαντούχα ομάδα, ποιοτικοί συμπαίκτες, αλλά προβληματικά, συνολικά για τα "λιοντάρια", χρόνια. Ενδεικτικό ότι στην τριετία του στο «Αλβαλάδα» ένα μόνο Σούπερ Καπ μπόρεσε να πανηγυρίσει. "Σφουγγάρι" όμως. Κρατούσε τα πάντα, ό,τι και όσα του έκαναν, χωρίς φυσικά ούτε καν να έχει στο μυαλό του την προπονητική ως συνέχεια στο ποδόσφαιρο.

Χαρακτηριστική μια ακόμη ιστορία της προσέγγισης που πλέον έχει ως προπονητής. Πρώτος του τεχνικός στη Λισαβόνα ήταν ο Κάρλος Κεϊρόζ. Τον έβαλε λοιπόν δωμάτιο με τον Ντάνι (τον οποίο ο Μαρτίνς θεωρεί, μαζί με τον Πέδρο Μπαρμπόσα, ως τον πλέον ταλαντούχο συμπαίκτη που είχε στην καριέρα του. Αλλά και αυτόν που χαράμισε το ταλέντο του).

Σκόπιμα. Ο Ντάνι φασαριόζος, εξωστρεφής, μπελάς κανονικός. Ο Μαρτίνς σοβαρός, συνεπής, μετρημένος. Μια φορά στην καριέρα του θυμάται μόνο να ξενύχτησε, να κοιμήθηκε αργά, παραμονές παιχνιδιού ή πρωινής προπόνησης. Στον γάμο του αδερφού του. Και είχε φροντίσει, από πριν, να ενημερώσει τον προπονητή του. Για τέτοιο τύπο μιλάμε.

Ο Κεϊρόζ το είδε, το έμαθε, το αντιλήφθηκε και ήλπιζε πως θα… αναχαίτιζε τον Ντάνι. Αμ δε. Στη διάρκεια της πρώτης του προετοιμασίας με την Σπόρτινγκ, τα «λιοντάρια» έπαιζαν ένα φιλικό στην Βαλένθια. Κάποια στιγμή, μαύρα μεσάνυχτα, χτύπησε το τηλέφωνο στο δωμάτιο του Κεϊρόζ. Μια γυναίκα στην άλλη άκρη της γραμμής, ρωτούσε που ακριβώς έπρεπε να πάει. Είχε μπερδέψει τα δωμάτια. Ηθελε/έπρεπε να πάρει το 315, πήρε το 215, όπου έμενε ο Κεϊρόζ.

Ο Πορτογάλος προπονητής κατάλαβε τι γίνονταν, δεν προδόθηκε όμως στη γυναίκα και μόλις το έκλεισε, πήγε καρφί στο 315. Χτύπησε την πόρτα και είδε τρεις παίκτες του (μεταξύ αυτών φυσικά και τον Ντάνι), με γυναίκες, ποτά, πούρα, τα πάντα όλα. Δεν είπε τίποτα, δεν έκανε τίποτα. Το επόμενο πρωί, φώναξε τον Μαρτίνς και τον ρώτησε αν είχε αντιληφθεί κάτι. "Όταν ξάπλωσα να κοιμηθώ, ο Ντάνι ήταν στο κρεβάτι του. Όταν ξύπνησα, επίσης", η απάντηση που πήρε.

Τι έκανε ο Κεϊρόζ λοιπόν; Τίποτα. Δεν κοινοποίησε το παραμικρό, δεν ξεκίνησε καμία πειθαρχική διαδικασία. Μίλησε στους… αμαρτωλούς, χωρίς όμως να τους τιμωρήσει. Το διευθέτησε ήσυχα, χωρίς να το ξεχάσει. Στην επόμενη στραβή τους όμως (που ήρθε), ήταν αμείλικτος. Όταν τα πράγματα στην ομάδα πάνε/είναι καλά, δεν έκανε κάτι για να προκαλέσει τον εκτροχιασμό της. Όταν όμως ένιωθε πως στραβώνουν, ο Κεϊρόζ δεν δίσταζε να πάρει κεφάλια.

Κάτι που σίγουρα μπορούν να αναγνωρίσουν αρκετοί από όσους έχουν συνεργαστεί με τον κόουτς Μαρτίνς…

Σκαλί σκαλί στους πάγκους

Η Σπόρτινγκ τον έφερε ως και την εθνική Πορτογαλίας. Το ντεμπούτο του (και η μόνη του διεθνής συμμετοχή, κλήθηκε άλλες δύο φορές), ως αλλαγή παίζοντας 26 λεπτά κόντρα στη Βόρεια Ιρλανδία, τον Οκτώβριο του ’97, επισκιάστηκε από ένα φοβερό επεισόδιο με τον γνωστό μας Ρικάρντο Σα Πίντο να επιτίθεται και να χτυπάει τον τότε εκλέκτορα, Αρτούρ Ζόρζε.

Η μετατροπή του σε αμυντικό χαφ πιθανότατα του εξασφάλισε μια σημαντική επαγγελματική καριέρα, αλλά ήταν αδύνατον έχοντας τότε μπροστά του Πάουλο Σόουζα, Παουλίνιο Σάντος, Πάουλο Μπέντο και Οσεάνο, να τον… μονιμοποιήσει στις επιλογές του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος.

Μετά την Σπόρτινγκ, ακολούθησαν δύο σεζόν, σε Μποαβίστα και Σάντα Κλάρα, πριν τον τελευταίο σταθμό της καριέρας του, την Αλβέρκα. Ουσιστικά, τον πρώτο της προπονητικής του. Εκεί, από τα 30 του κιόλας, έχοντας τεχνικό έναν από τους μέντορές του (Κεϊρόζ, Οτάβιο Μασάδο, Ενρίκε Νούνιες οι άλλοι που θεωρεί τέτοιους), τον Ζοζέ Κουσέιρο, ξεκίνησε να κάνει μαθήματα και όταν κρέμασε τα παπούτσια του, στα 34, είχε ήδη πάρει τα δύο πρώτα διπλώματα.

Είχε – εννοείται – πάντα και τις εναλλακτικές του. Ανοιξε ένα εστιατόριο, το Fair Play, στη γενέτειρά του. Για τέσσερα χρόνια δούλεψε μια χαρά. Συνεργάστηκε, για λίγο περισσότερο, με τον Πάουλο Αλβες σε εταιρεία αθλητικής ένδυσης. Και όχι, ένα κατάστημα υποδημάτων στη Σάντα Μαρία που φέρει – μέχρι και σήμερα – το όνομά του (σοβαρά, Πέδρο Μαρτίνς λέγεται) δεν είναι δικό του.

Σε κάθε περίπτωση, αποκούμπια ήταν όλα τούτα. Από την στιγμή που η προπονητική κυριάρχησε, δεν υπήρχε – ούτε εκεί – γυρισμός. Ακολούθησε τον Κουσέιρο ως assistant στη Σετουμπάλ, «βαφτίστηκε» σε συνθήκες πρωταθλητισμού πάλι ως βοηθός του στην Πόρτο – εκεί συνάντησε τον καλύτερο, όπως θεωρεί παίκτη που έχει προπονήσει, τον Βραζιλιάνο φορ Λουίς Φαμπιάνο. Ο εν Ελλάδι πλέον ταλαντούχος; Ο Κώστας Φορτούνης -, είχαν μαζί μια αποτυχημένη σεζόν (υποβιβασμός) στην Μπελενένσες και κάπου εκεί, τα τσανάκια τους χώρισαν.

Ο Κουσέιρο ανέλαβε την Ελπίδων της Πορτογαλίας, ο Μαρτίνς έκρινε πως έπρεπε πλέον να ξεκινήσει τη δική του, σόλο, σταδιοδρομία. Ξεκίνησε όχι απλώς από τα χαμηλά, αλλά από τ’ άγραφα. Ουνιάο Λάμας, Λουσιτανία, Εσπίνιο, Μαρίτιμο Β’. Συνέχισε ανεβαίνοντας την σκάλα, όχι παίρνοντας – όπως έλαχε σε αρκετούς Πορτογάλους προπονητές – το ασανσέρ.

Είχε μεσολαβήσει το μεγαλύτερο τραύμα της ζωής του. Ο απανωτός, σε διάστημα ενός χρόνου (2006-07) χαμός του πατέρα και του μεγαλύτερου αδερφού του. Και οι δύο από καρδιακά προβλήματα (ο ίδιος, πέραν της χοληστερίνης που ελέγχει φαρμακευτικά, δεν αντιμετωπίζει ανάλογα). Τον πρώτο πρόλαβε να τον αποχαιρετήσει στο νοσοκομείο, τον δεύτερο, τον αντίκρισε αυτός νεκρό, αναζητώντας τον στο σπίτι του, αφού τον είχε στήσει για τρεις ώρες σε ένα ραντεβού που είχαν. Και για τους δύο, απόλυτα αναπάντεχο, βαθιά σοκαριστικό.

Στη Μαρίτιμο, πήρε την πρώτη ευκαιρία στα "σαλόνια", μετά την απόλυση του Ολλανδού, Μίτσελ φαν ντεν Γκααγκ και τον πρόεδρο του club, να τηρεί τον λόγο που είχε δώσει στον Μαρτίνς (όταν του ανέθεσε τα ηνία της δεύτερης ομάδας) και να τον προβιβάζει, στο ξεκίνημα της σεζόν 2010-11, σε πρώτο προπονητή.

Το νερό, πλέον, είχε μπει στ’ αυλάκι. Τέσσερα χρόνια έμεινε στη Μαδέιρα. Η 5η θέση το 2012 και η παρουσία στους ομίλους του Europa League, πρώτα δείγματα δυναμικής. Ακολούθησε η διετία στη Ρίο Αβε. Πάλι Europa League, δύο φορές στους ημιτελικούς του Κυπέλλου (τη μία αποκλείστηκε στα πέναλτι από την Μπενφίκα) και πλέον, ο θόρυβος γίνεται μεγαλύτερος. Τόσο που δεν περιορίζεται στα πορτογαλικά σύνορα.

Πριν δώσει τα χέρια με την Γκιμαράες, καλοκαίρι του ’16, έχει δύο προτάσεις από το εξωτερικό. Η μία από την Τουρκία, η δεύτερη από την Ελλάδα. Πραγματιστής, σίγουρος για το κάθε του βήμα, αποφάσισε να συνεχίσει στην πατρίδα του. Δεν του βγήκε, αφού τα προβλήματα στην Γκιμαράες ήταν αρκετά, η συνεργασία του με τον – ιδιόρρυθμο τουλάχιστον – πρόεδρο της όχι αγαστή και έτσι, μοιραία έφτασε στο διαζύγιο τέτοια εποχή πάνω κάτω πριν τέσσερα χρόνια.

Είχε ανέβει όλη την σκάλα. Είχε δει όλο το έργο. Εμαθε και δέχτηκε ως κομμάτι της δουλειάς του, ως μέρος του επαγγέλματός του, τη football business, θεωρώντας το μάλιστα ιδιαίτερα τιμητικό που στην ως τότε σταδιοδρομία του, η κερδοφορία των clubs από πωλήσεις παικτών που ανέδειξε ήταν πρωτοφανής.

Πλέον, "φώναζε" πως ήταν έτοιμος να αλλάξει επίπεδο.

Next level

Ο Ολυμπιακός είχε χτυπήσει ήδη δύο φορές την πόρτα του. Η πρώτη ήταν το καλοκαίρι του ’17. Στο συμβόλαιό του με την Γκιμαράες υπήρχε buy out 1 εκατ. ευρώ. Ο πρόεδρος του club επέμεινε σε αυτό, οι "ερυθρόλευκοι" όχι και έτσι δεν προχώρησε κάτι τότε.

Δεν ξεχάστηκε όμως. Τον Νοέμβριο, ο Ολυμπιακός έπαιζε στο πλαίσιο του Europa League στη Λισαβόνα με την Σπόρτινγκ. Παραμονές του παιχνιδιού ο τότε τεχνικός σύμβουλος της διοίκησης Ντάρκο Κοβάσεβιτς μαζί με τον Κριστιάν Καρεμπέ κάνουν τα 370 χιλιόμετρα ως το Γκιμαράες προκειμένου να συναντηθούν με τον Μαρτίνς, να τον γνωρίσουν, να πάρουν μια πρώτη γεύση ενός προπονητή που στον Ολυμπιακό – ελέω του δικτύου και της πληροφόρησης που έχουν στην Πορτογαλία – είχαν ξεχωρίσει καιρό.

Και τότε ακόμη, παρότι φαίνονταν πως δεν θα μακροημέρευε στην Γκιμαράες, αυτό το ένα εκατομμύριο παρέμενε απαιτητό ακόμη και στην πιο μικρή νύξη περί ενδιαφέροντος προς το πορτογαλικό club. Όταν όμως, νομοτελειακά επήλθε το μοιραίο, η φυγή του από τους "κατακτητές", τότε δεν υπήρχαν εμπόδια.

Το μόνο που έμενε ήταν και η προεδρική αποδοχή. Ο Μαρτίνς, Φεβρουάριο του ’18, συναντήθηκε με τον Βαγγέλη Μαρινάκη στο Λονδίνο και εκεί, έδωσαν τα χέρια. Οι ανακοινώσεις βέβαια χρειάστηκε να περιμένουν ως τον Απρίλιο. Τουλάχιστον είχε τον χρόνο ο Πορτογάλος να μάθει ελληνικά.

Προς Θεού, δεν έγραφε (και ούτε γράφει) εκθέσεις, ούτε μπορούσε να αγορεύσει, αλλά μέχρι να έρθει και να επιβλέψει – όπως του ζητήθηκε – την τότε διαδικασία του… extreme makeover που επιχειρήθηκε στον Ολυμπιακό (21 ποδοσφαιριστές αποχώρησαν, 20 ήρθαν), είχε μάθει το αλφάβητο, μπορούσε τα βασικά, διαβάζοντας, να τα καταλάβει. Και μπορεί εξ αρχής τα αγγλικά να είναι υπερ-αρκετά στην καθημερινότητά του, αλλά συνεχίζει να μαθαίνει την γλώσσα.

Τέσσερα χρόνια συμπληρώνει πλέον. Δεν ήταν ρόδινη η διαδικασία. Δεν θα μπορούσε να είναι. Πέρασε δυσκολίες. Ο αποκλεισμός από τη Λαμία τον πρώτο χρόνο στο Κύπελλο. Το must win παιχνίδι με τον Ερυθρό Αστέρα στους ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ τον δεύτερο, οι πλέον χαρακτηριστικές, αυτές που περισσότερο από κάθε άλλη, έθεσαν εν αμφιβόλω τη θέση του στον πάγκο.

Η εμπιστοσύνη όμως, πρώτα των αποδυτηρίων και μετά διοικητικά, η αναγνώριση για το έργο του και τα απτά αποτελέσματα, αδιαμφισβήτητα. Και λειτουργικά εκατέρωθεν. Δεν σταμάτησε να αρνείται προτάσεις πολλών εκατομμυρίων από την αραβική χερσόνησο. Ποτέ δεν έκρυψε και σε κανέναν πως το όνειρό του είναι η Premier League. Ποτέ επίσης δεν άκουσε πως αν και εφόσον προκύψει, ο δρόμος θα είναι κλειστός.

Είναι όμως ευτυχισμένος στον Ολυμπιακό. Οι δύο ανανεώσεις που έκανε, τρανές, αποδείξεις. Κέρδισε τίτλους, γεύτηκε το Τσάμπιονς Λιγκ, εξελίσσει ποδοσφαιριστές, βλέπει τους καρπούς της δουλειάς να αποδίδουν πολυεπίπεδα. Και ανταποδοτικά εξελίσσεται. Ξεκίνησε την προπονητική αναλαμβάνοντας ο ίδιος την εκγύμναση των ποδοσφαιριστών του. Σήμερα, το – ευρύτερο – επιτελείο του, που ασχολείται με το κάθε τι που αφορά την καθημερινότητα των ποδοσφαιριστών, προσεγγίζει τα 20 άτομα.

Η πρόκριση επί της Αρσεναλ κορυφαία στιγμή της εν Ελλάδι θητεία του, μα και παράλληλα το γαμώτο του (ναι, την ξέρει τη λέξη…) αφού δεν κρύβει πως τότε, αν δεν είχε προκύψει η κοσμογονική συγκυρία της πανδημίας και ο Ολυμπιακός δεν υποχρεούνταν να διεκδικήσει συνέχεια στο Europa League μήνες αργότερα, παίζοντας τη ρεβάνς με τους Γουλβς κατακαλόκαιρο, είχε όλα τα φόντα να προχωρήσει περισσότερο. Πολύ περισσότερο.

Πλέον, μετά τις χτεσινές (27/1) υπογραφές, έχει δύο χρόνια ακόμη να το κυνηγήσει. Και να διαλύσει ό,τι ρεκόρ δεν έχει ως τώρα καταρρίψει στον πάγκο του Ολυμπιακού. Πριν έρθει στην Ελλάδα, είχε ερωτηθεί σε μια συνέντευξή του πως βλέπει τον εαυτό του σε μια πενταετία., πως θα ήθελε να είναι.

"Σε ένα μεγάλο club, να κερδίζω τίτλους. Σε κορυφαίο επίπεδο διεθνώς".

Δεν είναι μάντης. Ο Πέδρο Μαρτίνς είναι. Εδώ που έγινε professor. Εδώ που είναι ένα ευτυχισμένος άνθρωπος…

TAGS ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΣ STOIXIMAN SUPER LEAGUE
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ