X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

VIRAL

Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είδε και σχολιάζει το 1968

"Σαν χθες θυμάμαι που κίνησα για το Παναθηναϊκό το Στάδιο, πέρα από του Ποδονίφτη τους νερόλακκους και τις σαλαμάντρες, παρέα με τον σχωρεμένο τον Αλέκο τον Πατσιφά και το κορίτσι μου τη Σύρμω".

Πήρε να λαμπαδιάζει ο ουρανός και ο ήλιος χρυσό φλουρί σκαρφάλωσε στου ουρανού την άκρη, για να φωτίσει των παλικαριών τη στράτα, που με το δισάκι στον ώμο και το μυστρί στο χέρι το ζερβό, κίνησαν για το γιαπί, για της σκαλωσιάς τον κάματο.

Άνοιξα τα μάτια μου κι εγώ τα σφαλιστά και κατέβηκα στο περβολάκι, στις καστανιές ανάμεσα και στα ζουμπούλια, να πιω το άγιο καφεδάκι που ετοίμασε με μεράκι η κυρά και να διαβάσω το φύλλο το σημερινό, να μάθω του κόσμου τα μαντάτα.

Και τότες θυμήθηκα το απόβραδο το χτεσινό, τότες που κίνησα σεργιάνι για να δω την ταινία του φίλου μου του καλού, του Τάσου του Μπουλμέτη, το '1968', που ιστορούσε της προσφυγιάς τα μεγαλεία, της αεκάρας το πρωτοκύπελλο. Σιμά μου και άλλοι αεκτζήδες, μεγάλοι και τρανοί, άντρες μπεσαλήδες και ντερβίσηδες, ο Γιαννάκης ο Βούρος, ο Πασχάλης ο Τσαρούχας και αυτό το αηδόνι, αυτός ο Τζον Τίκις του σήμερα, ο Λίνος ο Κόκοτος του τραγουδιού του μοντέρνου, αυτό το μορφόπαιδο, ο Σταν.

Σαν τα χθες θυμάμαι που κίνησα για το Παναθηναϊκό το Στάδιο, πέρα από του Ποδονίφτη τους νερόλακκους και τις σαλαμάντρες, παρέα με τον σχωρεμένο τον Αλέκο τον Πατσιφά, σιμά και τα κορίτσια μας, τη Σύρμω και το Σπυρουλιώ, όμορφες σαν κοντεσίνες, δροσερές σαν πρωτόβγαλτα κοράλλια απ' της θαλάσσης τον βυθό τον φιλντισένιο.... Σκέτες κ@ύλες δηλαδή οι καρ@#$, ακρόκονταρα μας τον είχανε κάμει οι ξεκω@#$5, τι θέλω και τα θυμάμαι ο στιχουργός της ρωμιοσύνης, ο ποιητής της φτωχολογιάς και του σοσιαλισμού.

Πύκνωσε το ανθρωπομάζωμα, πολύβουο μελίσσι ο κοσμάκης, γέλια και καμώματα πίσω στην γαλαρία, φιλιά και μαντέματα εμείς μπροστά, για του αγώνα το αποτέλεσμα. Τσιγάρο ασίκικο, κομπολόι και τίμιο σταυροπόδι ο Αλέκος, το κορίτσι αγκαλιά και πασατέμπο η αφεντιά μου... Και να σου που μπαίνουν στο γήπεδο της Ένωσης οι αετοί, της προσφυγιάς τα στερνοπούλια και σκίρτησε η καρδιά η αεκτζήδικη, όπως σκιρτάνε τα μαθητούδια σαν πηγαίνουνε σε κάποιας μαντάμας το σπίτι το πονηρό και ξεψειριάζουνε τη τσέπη την μπαλωμένη, μισή δεκάρα να βρουν να μάθουν του έρωτα τις τσιριμόνιες και τα καμώματα.

Σφυράει ο διαιτητής, μια προσευχή στον Άη Χαράλαμπο να βλογίσει τα αετόπουλα και ο νους χάνεται στου Βασίλη του Γεωργίου τη φωνή και στα παλιοπάπουτσα του Χρήστου του Ζούπα, αυτού του σπουδαίου, αυτού του γίγαντα του ρωμέικου μπάσκετ, που 'βλεπε το καλάθι σάματις να 'τανε κοφίνι και πέταγε το πέτσινο το τόπι με το χέρι, σάματις να πέταγε τη μπόμπα στο Τεπελένι και στην Κορυτσά, τότες που μια φούχτα Έλληνες σταμάτησαν τα καμιόνια τα ιταλιάνικα.

Ο Γιώργος ο Τρότζος το μπακαλόπαιδο, εφτά χρονώ και ακόμα βύζαινε κατάσαρκα το γάλα από μιας γίδας στέρφας το ρογοβύζι και έτσι γίνηκε δυο μέτρα αψηλός, θεριό ίσαμε εκεί πάνω, και τον εκάνανε χάζι όλα τα κοριτσόπουλα κάτω στου Μπογιάτη τον παλιομαχαλά, εκεί που οι Αρμένηδες, οι Ωβραίοι και όλο το τίμιο φτωχομάνι, μέτραγε αποβραδίς της ζωής του τα αποκαΐδια.

Ο Γιώργος ο Αμερικάνος, ο φίλος μου, τ' αδέρφι μου, ο χρυσαετός του ελληνικού μπάσκετ, αυτός ο γίγας, αυτός ο άντρας του μπελά και του κρασιού, που όσο κυνηγούσε την μπάλα, άλλο τόσο κυνηγούσε το φουστάνι και το γλεντοκόπι. Θυμάμαι που τον επειράζανε τα πιτσιρικάκια, τα σαΐνια στη μικρή τη γειτονίτσα και τον εφωνάζανε 'Αμερικανάκι' και 'ξενωμερίτη' και τότες αυτός γυρνούσε με παράπονο και μου λεγε "ρωμιός είμαι μωρέ Λεφθέρη, ρωμιός και χριστιανόπουλο" και εγώ για να πάψουν τα αλητόπαιδα, με κομπόστες και γλυκό νεράτζι τα καλόπιανα και αν δεν σταματούσανε, τους έλεγα για τη μάνα τους την πουτ@#$% και για τον πατέρα τους τον παλιοπουστ@#$, μπας και ησυχάσουν κι αυτά τα δόλια μια στάλα.

Θυμάμαι με ρώταγε το κορίτσι μου το Σπυρουλιώ, "πώς παίζεται τούτο το παιχνίδι Λεφθέρη, γιατί πιάνουν την μπάλα με τις αντροχερούκλες τους και δεν την κλωτσούν με τα τίμια ποδάρια τους";... Αλλά σάματις τι ξέραμε κι εμείς από μπάσκετ μωρέ; Εμείς που ματώσαμε το γόνατο στην αλάνα, παίζοντας τόμπολα και αμπάριζα με τα κοντά παντελονάκια, πίσω απ’ τα ασβεστωμένα σκαλοπάτια του Άη Διονύση, εμείς που παίζαμε πετροβολητό και Σι μαριό, μαριό, σι ντο ρε μι, μακαρό, μακαρό, και πιλάλα γρήγορη ξωπίσω από μια κονσέρβα τσίγκινη, σάματις αυτή να 'ταν μπάλα ποδοσφαίρου και εμείς ο Σιδέρης και ο Γκαρίντσα.

Και πέρναγε τότες καμιά φορά ο Τομ Πάπας με την κούρσα, ίσιωνε τη ρεπούμπλικα και μας έλεγε για ένα παλιοπαίχνιδο που στη χώρα του την Αμέρικα χαλνούσε τον κόσμο ολάκερο, το μπάσκετμπολ. 12 χρονώ κι αυτός, με το Μεγάλο Διωγμό το Εικοσιδυό, μπήκε σε μια κουρελόβαρκα και μπάρκαρε για το Νιου Γιορκ, εκεί που 'φτάναν τα καράβια απ' τη Φραγκιά και οι γαλέρες οι γενοβέζικες, κουβαλώντας του φτωχοντουνιά τους καταφρωνεμένους.

Και γίνηκε γκαρσόνι στο Αστόρια, άνθρωπος βαριομοίρης, ιδρόκοπος και δουλευτής και έστελνε πίσω τους τρεις παράδες που με τόσο κάματο μάζευε, για να παντρέψει τις δυο του τις αδερφάδες, άσκημες σαν κουρούνες και να τελειώσει το σκολειό, τ' αδέρφι του το μικρό, ο Σαητονικολής. Και σαν έμασε τον μεγάλο τον μποναμά γύρισε πίσω, γέρος πια, παντέρημος και σκεβρωμένος, και σκάρωσε αυτό το κουτουκάκι στην Αγιά Σωτήρα, πίσω απ' το παλιό το ρολογάδικο του Γκίκα του Καλιαμπάκα, για να φιλεύει βερεσέ μισό δράμι ρέγγα αρμυρωμένη την εργατιά και δυο οκάδες καβουρμά τις αρχοντοκυράδες των πλουσίων.

Τέλεψε ο αγώνας, η νίκη φτερούγησε απάνω από της Αθήνας τα καλυβόσπιτα, και γιόμισαν τις γειτονιές οι μουσικάντηδες με τις παλιές αρμόνικες και τις φτωχολατέρνες, να σιγοτραγουδήσουν του παλιόκοσμου τη χαρά.

Και εκεί απάνω στον χορό με το κορίτσι, είδα από μακρυά τον Στέφανο τον Τζουμάκα να μου γνέφει, με μούσι και μια τραγιάσκα ρουσικιά, σάματις να 'ταν μασκαράς, σάματις να 'χαμε απόκριες και αυτός να 'χε ντυθεί του σαλτιμπάγκου τη φορεσιά.

"Τι χάλια είναι αυτά ρε Στέφανε, του λέγω, πώς γίνηκες έτσι σαν μπαγαπόντης'; "Τι να κάμω Λεφθέρη", μου λέει,"κρύβουμαι απ' της χούντας το χαφιεδότσουρμο, μα δεν μου βάσταγε η καρδιά να κάτσω αλάργα από της ρωμιοσύνης τον ξεσηκωμό και ήρθα κρυφά τον αγώνα να ιδώ. Νικήσαμε", μου κάνει. "Νικήσαμε". "Και θα ξανανικήσουμε", του λέω και πέφτω μ' αναφιλητό, βαρύ και αντρίκιο, στην αγκάλη του τη σοσιαλιστική.

(Κεντρική φωτογραφία: NPD)

TAGS VIRAL
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ