X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

OPINIONS

"Η Ρεάλ προδίδει την ιστορία της"

Ένα ακόμα clásico είχε τη γνωστή κατάληξη. Οι "μερένγκες" προηγήθηκαν και οι "μπλαουγκράνα" έφυγαν νικητές από το "Μπερναμπέου". Διαβάστε στο Sport24.gr ένα σχόλιο "έξω από τα δόντια" για το παιχνίδι της Τετάρτης και γράψτε μας τη γνώμη σας.

Την Τετάρτη θριάμβευσε και πάλι το ποδόσφαιρο της Μπαρτσελόνα. Οι «μπλαουγκράνα» κέρδισαν, παρά το ότι δέχτηκαν νωρίς γκολ.

Ο Μουρίνιο παρουσιάστηκε στο «Μπερναμπέου» έχοντας καταστρώσει ένα λυπηρό σχέδιο, ενώ ο Πέπε ήταν απαράδεκτος.

Η τελευταία πιρουέτα του Μουρίνιο αποδείχτηκε η χειρότερη. Πέταξε – για μια ακόμη φορά – στα σκουπίδια την ιστορία της Ρεάλ και επέμεινε σε ένα εξωφρενικό παιχνίδι, από το οποίο δεν προέκυψε το παραμικρό όφελος. Όλα ήταν απώλειες για τη Μαδρίτη: το αποτέλεσμα, η απόδοση και η αντιαθλητική συμπεριφορά μερικών ποδοσφαιριστών της με τον Πέπε στην κορυφή. Ο οποίος και πάλι νόμισε ότι ανήκει σε κάποια συμμορία, καταστρέφοντας την εικόνα της Ρεάλ.

Η Μπάρτσα έπαιξε καλύτερα, έδειξε μεγαλύτερο θάρρος και δεν επηρεάστηκε από τις κλωτσιές. Η ενδεκάδα των «μερένγκες» περιείχε το μυστικό του τί θα συνέβαινε στο ματς. Ο Μουρίνιο επανέφερε τον Πέπε στο κέντρο του γηπέδου, μετατρέποντάς τον στον Αντίχριστο της Μπαρτσελόνα χωρίς καμία αιτία. Είναι αλήθεια ότι πέρυσι η Ρεάλ κέρδισε τον τελικό του Κυπέλλου, αλλά εκείνη η νίκη προήλθε πολύ περισσότερο από την απόδοση του Κασίγιας, παρά από τη συνεισφορά ενός παίκτη που είναι πάντοτε υποψήφιος για αποβολή, ειδικά όταν αγωνίζεται στα χαφ.

Η παρουσία του Πέπε σήμαινε αυτόματα μια Ρεάλ μικρή, σχεδόν ελάχιστη και απογοητευτική, γιατί το ισπανικό ποδόσφαιρο θυμάται πολλές ομάδες με πολύ λιγότερους πόρους που έχουν δυσκολέψει πολύ περισσότερο τη Μπαρτσελόνα. Ομάδες όμως που διαθέτουν μεγαλείο. Ο Μουρίνιο που έριξε τα φώτα στον Ρονάλντο πριν το παιχνίδι – «μην μου τον πειράξετε, αλλιώς θα έχετε προβλήματα» – δεν έχει πού να κρυφτεί.

Ο Κριστιάνο σκόραρε στη μοναδική ευκαιρία που του παρουσιάστηκε στην έρημο του «Μπερναμπέου». Ίσως ο Μουρίνιο θα έπρεπε να εξηγήσει την ανικανότητά του να αναπτύξει μια απάντηση λογική, γενναιόδωρη και καθαρή απέναντι σε μια ομάδα που για μια ακόμα φορά έπιασε τη Ρεάλ από τα κέρατα και την ταυρομάχησε όπως ήθελε.

Ο Γουαρδιόλα δεν κοροϊδεύει κανέναν. Κάποια μέρα η Μπάρτσα θα χάσει στο «Μπερναμπέου», αλλά αυτό δεν θα οφείλεται στο ότι την έχει μικρύνει ο προπονητής της. Ακόμα και στην περίπτωση της αμφιβολίας, ο Πεπ επιλέγει πάντοτε την πιο γενναία εκδοχή. Δεν μπορεί να ειπωθεί το ίδιο και για τον Μουρίνιο, τουλάχιστον όχι απέναντι στον αντίπαλο που του κάνει τη ζωή μαρτύριο.

Ο Μόου επέστρεψε στην πιο τραχιά του εκδοχή και αυτό υπό την επιδοκιμασία ή τη σιωπή του «Μπερναμπέου», οι κερκίδες του οποίου ανέχονται τα πάντα. Κάθε επίσκεψη της Μπαρτσελόνα είναι ένας Γολγοθάς, αλλά οι φίλαθλοι μοιάζουν να ζουν ένα είδος συνδρόμου της Στοκχόλμης. Στη Ρεάλ δεν έφτασε ούτε το συνηθισμένο γκολ που της έδωσε πλεονέκτημα, ένα γκολ που πάντα έρχεται νωρίς και πανηγυρίζεται από την κερκίδα σαν μια υπόσχεση που ποτέ δεν γίνεται πραγματικότητα.

Και δεν γίνεται πραγματικότητα, γιατί η Μαδρίτη έχει απορρίψει κάθε πιθανότητα να μετρηθεί με την Μπάρτσα χωρίς κόμπλεξ. Δεν έχτισε όμως έτσι τον μύθο του ο σύλλογος και η ομάδα του, που πάντοτε διακρινόταν για την προσωπικότητά της, σε πολλές μάλιστα περιπτώσεις με παίκτες πολύ χειρότερους από αυτούς που διαθέτει σήμερα. «Εγώ είμαι η Ρεάλ, όχι εσύ», διατράνωνε στα διάφορα γήπεδα.

Το γκολ του Ρονάλντο περιέγραψε πολύ λιγότερο την ποιότητα των αντεπιθέσεων της Ρεάλ – σε όλο το ματς υπήρξε μόνο μια προσπάθεια αντάξια της λέξης αντεπίθεση – και πολύ περισσότερο το λάθος του Πίντο. Το «αριστερό» του Κριστιάνο δεν ήταν ούτε κατά διάνοια «θανατηφόρο», απλά ο Πίντο αντέδρασε αργά. Πολλά πράγματα στο παιχνίδι μας εξέπληξαν και ένα από αυτά ήταν η άρνηση της Ρεάλ να θέσει σε δοκιμασία έναν τερματοφύλακα που αν μη τι άλλο, ήταν «ύποπτος». Ένα ακόμα γεγονός που δεν δικαιώνει το σχέδιο του Μουρίνιο.

Όποιος μιλήσει για την δήθεν αποτελεσματικότητα της Ρεάλ στο πρώτο ημίχρονο, είναι τελείως λάθος. Σε αυτά τα 45 λεπτά δεν είδαμε την καλύτερη εκδοχή της Μπαρτσελόνα, όμως οι «μπλαουγκράνα» έφτιαξαν 4 πολύ καλές ευκαιρίες για να σκοράρουν: μια κεφαλιά στο δοκάρι, ένα κακό τελείωμα του Ινιέστα και δυο εξαιρετικές επεμβάσεις του Κασίγιας στην κλειστή γωνία του. Υπήρξαν στιγμές που φάνηκε ότι οι δυο τερματοφύλακες θα ήταν εκείνοι που θα έκριναν το αποτέλεσμα. Και ανάμεσα σε Πίντο και Κασίγιας η διαφορά είναι αισθητή.

Αποδείχτηκε όμως ότι δεν ήταν οι γκολκίπερ οι τελικοί πρωταγωνιστές. Γιατί αυτό που θριάμβευσε ξανά, ήταν το ποδόσφαιρο. Η Μπαρτσελόνα επιβεβαίωσε ότι δεν τη φοβίζει ούτε το «Μπερναμπέου», ούτε η τραχύτητα που εξελίχθηκε σε βία. Ο Πέπε πρόσθεσε και άλλους λόγους για να βάλει πιο σταθερά θεμέλια στην χείριστη φήμη του. Έκανε θέατρο και στη συνέχεια χτύπησε και επιτέθηκε σε αντίπαλο. Το πάτημα του χεριού του Μέσι προκαλεί αηδία. Δεν είναι κάτι καινούργιο, όμως και στον Πέπε υπάρχει ανοχή σε ότι και αν κάνει. Δεν αποβλήθηκε γιατί ο Μουνίθ προτίμησε να κάνει «πολιτική» χειρίστου είδους, ξεχνώντας να τιμωρήσει τις ασχήμιες του Πορτογάλου.

Η Μπαρτσελόνα απάντησε με μια αβυσσαλέα κυριαρχία στην αναμέτρηση. Η κατοχή της μπάλας έφτασε στο 72%, ένα ποσοστό που θα έπρεπε να είναι ταπεινωτικό για τη Ρεάλ και για τον κόσμο μιας ομάδας που αγόρασε ότι καλύτερο είχε να της προσφέρει η αγορά. Για ποιο λόγο; Για να παίζει σαν μια μικρή και δυσάρεστη ομάδα. Η Μπάρτσα άφησε μερικά ερωτήματα στο δρόμο – ο Άλβες δεν «λειτούργησε», ο Μέσι κατέβηκε μερικά σκαλοπάτια σε σχέση με προηγούμενες εμφανίσεις του, ο Σεσκ φάνηκε να νιώθει άβολα – αλλά η κυριαρχία της υπήρξε αναμφισβήτητη. Σε μεγάλο μέρος, αυτή η κυριαρχία παραχωρήθηκε από τη Ρεάλ.

Παρά το γεγονός ότι βγήκε «ζωντανή» από το πρώτο ημίχρονο, η Ρεάλ έκανε ότι μπορούσε για να φύγει ηττημένη από το γήπεδο. Συνέβη στο δεύτερο ημίχρονο, αλλά θα μπορούσε να έχει συμβεί από το πρώτο. Η ιδιαιτερότητα ήταν η προοδευτική υστερία στην οποία υπέπεσε η ομάδα. Η ισοφάριση απελευθέρωσε τις εχθροπραξίες. Η κεφαλιά του Πουγιόλ θύμισε τον ημιτελικό του Μουντιάλ απέναντι στη Γερμανία. Οι ίδιοι πρωταγωνιστές – ο Τσάβι στο κόρνερ και η ορμητική εκτέλεση του αμυντικού – και οι ίδιες συνέπειες. Παρεμπιπτόντως, ο Πέπε κοιμήθηκε στη φάση.

Από εκείνο το σημείο και μετά, η Ρεάλ έχασε τα αυγά και τα πασχάλια. Ήδη τα είχε χάσει στο παιχνίδι της, όμως πρόσθεσε και μια άκαιρη συμπεριφορά που άφησε πολύ άσχημες εντυπώσεις τόσο για τους παίκτες όσο και για τον Μουρίνιο. Ο οποίος αυτή τη φορά δεν θα βρει καμία πιθανή δικαιολογία για να νομιμοποιήσει τον αυξανόμενο βαθμό της βίας – προκάλεσε έκπληξη η νοσηρή συμπεριφορά του Τσάμπι Αλόνσο μεταξύ άλλων – της ομάδας του.

Η Μπάρτσα αντέδρασε με δύναμη, με έναν αρχηγό ο οποίος διαθέτει μια απίστευτη προσωπικότητα και με έναν Μπουσκέτς εντυπωσιακό στις αποφάσεις και την ανάπτυξη που πρόσφερε στους δικούς του. Τελικά το μόνο που έλειπε από τους «μπλαουγκράνα» ήταν μια έμπνευση από τον Μέσι. Και δεν απογοητεύτηκαν. Ο Λέο βρήκε τον Αμπιντάλ με μια εκπληκτική λόμπα, δίνοντας την ευκαιρία σε έναν ακόμα αμυντικό να νικήσει με στιλ και ηρεμία τον ανυπεράσπιστο Κασίγιας. Το γκολ απλώς περιέγραψε αυτό που συνέβη σε όλο το ματς. Ότι δηλαδή η Μπάρτσα ήταν καλύτερη σε όλους τους τομείς. Και ότι η Ρεάλ ήταν χειρότερη από ποτέ. Με κάθε έννοια.

ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ

Όμορφα. Τώρα αρχίζουν τα ωραία! Φαντάζομαι την αποθέωση από τους φίλους της Μπαρτσελόνα αλλά και τις κατάρες από τους φίλους της Ρεάλ για το κείμενο που μόλις διαβάσατε. Μετά τη λήξη του αγώνα της Τετάρτης ο κύριος διευθυντής μου ζήτησε να γράψω ένα σχόλιο για αυτά που παρακολουθήσαμε. Χθες, Πέμπτη, διάβασα το χρονικό του ματς από την μαδριλένικη Marca. Το υπογράφει ο Σαντιάγο Σεγουρόλα, όχι κάποιος απλός συντάκτης, αλλά ο ίδιος ο διευθυντής της εφημερίδας.

Ο Σάντι Σεγουρόλα, διευθυντής της Marca, υπογράφει το σχόλιο που μόλις διαβάσατε.

Ο Σεγουρόλα θεωρείται – και είναι – ένας από τους εγκυρότερους αθλητικογράφους στην Ισπανία. Για να είμαι ειλικρινής, αν έγραφα τελικά έναν σχολιασμό για το παιχνίδι του Κυπέλλου, στην ουσία του θα έλεγε πάνω κάτω τα ίδια. Όμως προτίμησα να μεταφράσω το δικό του κείμενο και να το παραθέσω αυτούσιο, όπως δημοσιεύτηκε χθες – το επαναλαμβάνω – στην μαδριλένικη Marca. Το δίδαγμα είναι πολλαπλό. Όμως – αν μου επιτρέπετε – θέλω να κάνω μόνο δυο επισημάνσεις.

ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΩΠΙΔΕΣ

Η πρώτη αφορά το συνάφι μας. Η Marca είναι η αθλητική εφημερίδα της πρωτεύουσας, αυτή που εκπροσωπεί όσο κανένας άλλος θεσμός ή οργανισμός τη Ρεάλ Μαδρίτης. Κάτι σαν το επίσημο «όργανο» των «μερένγκες» στην Ισπανία και τον υπόλοιπο κόσμο. Μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για μια από τις δυο μεγαλύτερες αθλητικές εφημερίδες παγκοσμίως (μαζί με την γαλλική L’Equipe). Όμως οι συντάκτες της ακολουθούν έναν πολύ απλό, όσο και βασικό κανόνα της δημοσιογραφίας. Γράφουν ότι βλέπουν και σχολιάζουν χωρίς παρωπίδες.

Είμαι σίγουρος ότι διαβάζοντας το κείμενο του Σεγουρόλα και - ίσως - πιστεύοντας ότι είναι δικό μου (είναι γνωστά νομίζω τα «μπλαουγκράνα» αισθήματά μου), αρκετοί από εσάς θα σκεφτήκατε «πω πω τι γράφει ο άρρωστος» ή «ο τύπος είναι τελειωμένος» ή «εντάξει μάγκα μου, το παράχεσες» και άλλα, εμπνευσμένα ακόμα και από τη «γαλλική» λογοτεχνία. Και είναι λογικό και αναμενόμενο. Γιατί έτσι σας έχουμε (κακο)μάθει στην Ελλάδα. Η ομάδα μας έχει πάντα δίκιο και ακόμα και όταν έχει άδικο, θα το φέρουμε από δώ, θα το φέρουμε από κει και θα ανακαλύψουμε αυτό που μας βολεύει.

Το κείμενο του Σάντι Σεγουρόλα στην Marca (19-1-2012)

Αλήθεια, ποια οπαδική φυλλάδα από τις δικές μας, ποιο οπαδικό site, θα έβγαινε να γράψει έτσι κρυστάλλινα, όπως ο Σεγουρόλα, για την ομάδα που υποστηρίζει; Οι διαφορές είναι δυο και άμεσα αλληλένδετες με τον τρόπο που λειτουργεί εδώ η αθλητική δημοσιογραφία. Πρώτα ο ίδιος ο σύλλογος και μετά οι αναγνώστες. Όπου το όποιο γραφείο Τύπου μετά την ανάγνωση ενός τέτοιου κειμένου θα έβαζε ένα τεράστιο «Χ» δίπλα στο συγκεκριμένο ΜΜΕ. Βέτο χωρίς έλεος και τέλος.

Και όπου οι αναγνώστες – στη θλιβερή πλειοψηφία τους άρρωστοι φανατικοί – θα θεωρούσαν προδοσία τη δημοσίευση οποιουδήποτε γραπτού θέτει σε αμφισβήτηση την αγνότητα και ανωτερότητα της ομάδας τους. Γιατί η κριτική – τεκμηριωμένη με επιχειρήματα – δεν έχει θέση στο μυαλό τους. Είναι μόνο οι ίδιοι, αυτοί που έχουν το δικαίωμα να βρίζουν, να απειλούν και να προπηλακίζουν τους παίκτες ή τον προπονητή της ομάδας τους, όταν θεωρούν ότι κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο.

Και κάθε φορά που ένας συντάκτης θέλει να γράψει τη γνώμη του, πρέπει πρώτα να λάβει υπόψη του όλους τους δαίμονες που μπορεί να απειλήσουν τον ίδιο και τη δουλειά του. Να βάλει «καμπύλες» στις λέξεις και να αποσιωπήσει ότι μπορεί να ενοχλήσει, αλλιώς αυτό που θα γράψει, δεν θα «περάσει» από τον αρχισυντάκτη ή τον διευθυντή. Με αποτέλεσμα να διαβάζετε είτε ευνουχισμένα κείμενα είτε κείμενα παπάρες.

Και για να μην παρεξηγήσετε αυτά που λέω, το θέμα μου δεν είναι ντε και καλά να γράψει κάποιος εδώ ότι ο αντίστοιχος Πέπε έγινε Αντίχριστος με εντολή του αντίστοιχου Μουρίνιο. Αλλά όταν θεωρήσει ότι πρέπει να το γράψει, να μην τον εμποδίζει κανείς. Όχι επειδή δόθηκε γραμμή, αλλά επειδή έτσι πιστεύει ο ίδιος. Ούτως ή άλλως κάτω από κάθε γραπτό βάζουμε το όνομά μας. Κάποτε αυτό ήταν τιμή για τη δημοσιογραφία, έτσι δεν μας έμαθαν;

ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΟΣ ΑΥΝΑΝΙΣΜΟΣ

Η δεύτερη επισήμανση αφορά τη «μεταφορά» του εγχώριου οπαδικού αυνανισμού σε ξένα χωράφια. Το τί μπορεί να διαβάσει κανείς στο διαδίκτυο από τους όψιμους – και μη – οπαδούς των ξένων ομάδων, δεν περιγράφεται. Εδώ ανεβάζουμε στο facebook στο λογαριασμό του Sport24.gr αφιερώματα π.χ. για τη Ρεάλ ή την Μπαρτσελόνα και μέσα σε δευτερόλεπτα ο οχετός των «σχολίων» πλημμυρίζει με αχαρακτήριστες μαλακίες. Κοινό στοιχείο το σεξ. Όλοι πηδάνε (ή απειλούν ότι θα τους πηδήξουν) όλους, ενίοτε χωρίς σάλιο και πάντως χωρίς έλεος.

Αυτοί οι φουκαράδες Μέσι, Κριστιάνο, Μουρίνιο και Γουαρδιόλα πρέπει να ξεβρακώνονται κάθε τρεις και λίγο για να πηδήξουν ο ένας τον άλλο και αντίστροφα. Προσθέτουν και ολίγη από ιστορία, μπερδεύοντας μέσα τον δυνάστη βασιλιά, την περήφανη και ελεύθερη Καταλονία, τον καριόλη τον Φράνκο, τον Ελ Σιντ και τη θειά μου τη χορεύτρια και κάπως έτσι φτιάχνουν ένα υπέροχο ποδοσφαιρικό μικροκλίμα, μέσα στο οποίο περιφέρουν την άρρωστη αντίληψή τους για τη μπάλα.

Ποιοι άραγε από αυτούς που ανάλογα με την προτίμησή τους αποκαλούν πουτάνες τη Ρεάλ ή τη Μπαρτσελόνα, θα ανέχονταν μια τέτοια εικόνα έξω από το δικό τους γήπεδο;

Γράφουν και τα αντίστοιχα συνθήματα, όπως το περίφημο «Puta Madrid» ή το ευφυέστατο «Puta Cataluña» και – είμαι σίγουρος – ότι πιστεύουν πως αποτελούν πλέον μέρος των οπαδών της μιας ή της άλλης ομάδας. Αυτό που δεν έχουν πάρει χαμπάρι είναι ότι υπάρχει τεράστια διαφορά ανάμεσα στον χαβαλέ και την καζούρα από τη μια μεριά και την εμετική, χωρίς νόημα, αντιπαράθεση από την άλλη. Και οπωσδήποτε υπάρχει ακόμα πιο μεγάλη, χαώδης διαφορά, ανάμεσα στον δικό τους συρφετό και τους φίλους της Ρεάλ και της Μπαρτσελόνα.

Όταν όλοι αυτοί που τον παίζουν αχαλιναγώγητα διαδικτυακά, μάθουν ότι ο σεβασμός στην αντίπαλη ομάδα, στην ιστορία της και στην προσπάθεια των παικτών της, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να κατανοήσουν την ομορφιά του ποδοσφαίρου, τότε θα έχουμε κάνει ένα βήμα μπροστά. Αλλά επειδή ο φαύλος κύκλος μέσα στον οποίο στριφογυρίζουμε, είναι τόσο ερμητικά σφραγισμένος με στεγανά που «φροντίζουν» όλοι οι ανεύθυνοι «υπεύθυνοι» να μην παίρνουν φως απ’ έξω, το μόνο που καταφέρνουμε είναι να κάνουμε συνεχόμενα βήματα προς τα πίσω.

Και το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μας αξίζουν ούτε Μέσιδες, ούτε Ρονάλντοι, ούτε Σεγουρόλες, ούτε Γουαρδιόλες.

Πιο δυνατά μπορώ να το πω, πιο καθαρά όχι.

Πηγή: Marca

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ