X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

OPINIONS

Το λεξικό του γηπέδου, ρούκουνες εναντίον τσουρουκάδων

Στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος, ο Γιάννης Φιλέρης ξεσκονίζει το λεξικό των γηπέδων και παρουσιάζει τις λέξεις που χρησιμοποιούμε κάθε φορά που πάμε να δούμε ποδόσφαιρο. Παλτά. παρτάλια, τσουρουκάδες και ρούκουνες με άμπαλους, ασχετίδηδες, κοράκια και ρουφιάνους...

Το πρωτάθλημα αρχίζει, κουτσά-στραβα, θέλουμε δεν θέλουμε, θα πάμε στο γήπεδο. Γαύροι, βάζελοι, παόκια, αρειανοί, βάλτε ό,τι θέλετε ως προσδιορισμό. Μπάλα είναι και γυρίζει.

Μπάλα είναι και έχει τις δικές της λέξεις. Άλλες γνωστές, άλλες μεταφορικές. Ένα ιδιαίτερο λεξιλόγιο που επικρατεί στα γήπεδα και σας θυμίζουμε σήμερα για να φρεσκάρουμε και τα ...γαλλικά σας.

Έχουμε και λέμε:

Α

Αμπαλος (ο) Αρχίζουμε με τα εύκολα. Άμπαλος, δηλαδή αυτός που δεν ξέρει μπάλα. "Ρε τι άμπαλος είναι αυτός;" συχνή φράση που χρησιμοποιείται. Ενίοτε, οι φίλαθλοι χρησιμοποιούν τον προσδιορισμό για άλλου είδους συνειρμούς. Παράδειγμα: "Ρε, η Γιώτα τα έφτιαξε με τον Κώστα". "Τι λες ρε; Αυτός είναι τελείως άμπαλος" Παράγωγα: Αμπαλίδης, Αμπαλόπουλος...

Αμπαλαέο (το): Κάτι σαν σύνθημα, που πρωτακούστηκε στην Τούμπα, σε ρυθμό αμπα-λαέ-οέο, δίνει ρυθμό στον ΠΑΟΚ, όσο κι αν κάποιος μπορεί να χαρακτηρίσει ως πρώτο συνθετικό το άμπαλος. Ετυμολογία: Α-μπάλα, λαέ, οέο. Κάτι τέτοιο τέλος πάντων...

Ασχετίδης (ο): Κάτι περισσότερο από άχρηστος. Δεν έχει σχέση με το αντικείμενο. "Τι μου λες τώρα; Ασχετίδης είναι αυτός ρε" απαντάς σε κάποιον που υπερασπίζεται ένα παίκτη τον οποίο δεν συμπαθείς. Παράγωγο: Ασχετόπουλος, μάλλον για παίκτες προερχόμενους από την Πελοπόννησο.

Άντερ (το): Το παιχνίδι που έχει μέχρι δυο γκολ. Το βλέπεις, το παίζεις και πας μετά στο γήπεδο: "Παιδιά, αντεράκι το ματς, είναι βέβαιο". Αν έρθει λιγδώνει και το αντεράκι μας, το κανονικό.

Απέκρουση (η): Απεκρούει ο τερματοφύλαξ φώναζαν παλιά οι σπίκερ, πες-πες έμεινε όπως το αρεοπλάνο, η Ουραγουάη και άλλα τέτοια ωραία. Απεκρούω, απεκρούεις, απεκρούει, η απέκρουση. Απεκρουστικό ε;

'Ασος (ημίχρονο, διπλό τελικό): Τι δεν καταλαβαίνεις; Παίξτο να ησυχάσουμε

Β

Βόιδι (το): Επιθετικός προσδιορισμός (ολίγον τι απαξιωτικός) για ένα ποδοσφαιριστή, διαιτητή, επόπτη: "Τι έκανε το βόιδι ρε;" ρωτάμε με έμφαση, όταν έχει χαθεί μια ευκαιρία απ΄αυτές που δεν χάνονται, ή ο σέντερ-μπακ, μπερδεύτηκε με τον τερματοφύλακα και φάγαμε το γκολάκι.

Βοηθός (ο): Από λάινσμαν, έγινε επόπτης και μετά βοηθός. Η πλάγιος, ή πλαϊνός. Εμείς, βέβαια, επιμένουμε στο επόπτης (εξηγούμε παρακάτω) κι αφήνουμε τους σχολιαστές να υπογραμμίζουν ότι το οφ-σάιντ δεν το καταλόγισε ο βοηθός, που βρισκόταν ακριβώς στην ευθεία (και είχε φάει και ψαράκι)

Βίσμα (το): Δανεισμένος όρος από τον στρατό. "Αυτός είναι βίσμα" λένε εκεί, στο γήπεδο θα ακούσετε το γνωστό "ο Μπιρδιμπίδης παίζει με βίσμα, είναι ρουφιάνος του προέδρου". Τώρα, ποιος του το ρουφιάνεψε του ξερόλα οπαδού που σας πληροφορεί, δεν μπορώ να σας βοηθήσω...

Γ

Γκολάρα (η): Παλαιόθεν έκφραση για ένα υπέροχο γκολ. Θυμόμαστε παλιούς τίτλους του ΦΩΤΟΣ "Γκολάρα ο Αναστό", ή της Αθλητικής : "Γκολάρα ο Σαραβάκος", για ωραία γκολ των δυο ιστορικών κυνηγών. Γενικώς ένα γκολ που θα θυμόμαστε για καιρό, λέγοντας: "Θυμάσαι τη γκολάρα που σου είχε φορμάρει ο Τσεντεμέντες;" Παράγωγο: Το γκολάκι "στο πέταξε το γκολάκι, ο Χαλιαμπάλιας"

Γάτος (ο) Επιθετικός προσδιορισμός για τον τερματοφύλακα. Γάτος, πετάγεται δεξιά, αριστερά, διώχνει, γενικά όταν έχεις γάτο-γκολκίπερ δεν ανησυχείς. Εκτός αν στην πορεία αποδειχθεί γατάκι (το)

Γκαντεμόσαυρος (ο): Χαρακτηριστική περίπτωση φίλου σας, που όταν τον παίρνετε μαζί σας στο γήπεδο η ομάδα σας χάνει από χέρι. Συμβαίνει, μάλιστα, να χάνετε όταν βλέπετε ματσάκι και στη τηλεόραση. Μέγιστος γκαντεμόσαυρος, όταν μεταδίδει αγώνες ελληνικών ομάδων στην Ευρώπη, ο (φίλος μου) Αλέξης Σπυρόπουλος

Γιόμα (η): Σέντρα απελπισίας. Για να "γιομίσει" η αντίπαλη περιοχή. Κάποιοι το κάνουν από την αρχή, οπότε μετά την ισοπαλία μονολογείς "με γιόμες από το πρώτο λεπτό δεν βάζουμε γκολ, τι κάνει αυτός ο μπαγλαμάς στις προπονήσεις"

Δ

Δωροδοκία (η): Σοβαροί να΄μαστε. Και μη λέτε κακές λέξεις...

Διαιτητής (ο): Σε γηπεδική διάλεκτο και ο διατητής (αυτή η παλιοχαμούρα), δηλαδή ο άρχοντας του αγώνα, που ακούει αγόγγυστα τα μπινελίκια όλων όσων βρίσκονται στο γήπεδο. Αλησμόνητη φράση: "Και οι διαιτηταί άνθρωποι είναι, κάνουν σφάλματα", που θα έλεγαν και στην δεκαετία του 70

Δημοσιογράφος (ο, αλήτης, ρουφιάνος): Ή χάριν συντομογραφίας σκέτο ΑΡΔ, για να ερχόμαστε στα ίσια μας. Χαρακτηριστικό σχόλιο σε ιστοσελίδα: "Τι να πουν οι ΑΡΔ, πάλι ό,τι τους είπε ο πρόεδρας έγραψαν οι @%*)@δες".

Δικαστής (ο αθλητικός): "Τι έχουμε από Αθλητικό Δικαστή" ρωτάνε οι αρχισυντάκτες. Κι αντί να τους απαντήσουν "μια χόρτα, με λίγη φέτα", δίνουν το ρεπορτάζ οι αντίστοιχοι συντάκτες: "Έφαγε τρεις αγωνιστικές ο Δολοφονίδης για αντιαθλητική συμπεριφορά"

Δρεπανηφόρο (το): Σκληροτράχηλος αμυντικός. Δεν περνάει τίποτε. Ή η μπάλα, ή ο παίκτης. Λέγεται και κλαδευτήρι, όταν το δρεπανηφόρο απλώνει τις ποδάρες του και κλαυδεύει τον επελαύνοντα σέντερ-φορ. Πέφτει πολύ κλωτσίδι δηλαδή...

Διπλό (από ημίχρονο): Πάλι τα ίδια; Παίξτο ρε παιδί μου...

Ε

Επόπτης (ο): Ο πλαϊνός, ο λάινσμαν, ο βοηθός. Εμείς επόπτη μας τον μάθανε, επόπτη (θα) σας τον λέμε, διότι δε μπορείς να φωνάζεις από την εξέδρα "πλαϊνε, ρε πλαϊνέ, βάλε την σημαία εκεί που ξέρεις, τη σηκώνεις συνέχεια. Τι έχεις πάθει αγκύλωση;"

Έπεσε (ο βλάκας) ο σέντερ-φορ για να πάρει πέναλτι και δεν το έδωσε το κοράκι. Έπεσε (ο γίγαντας) όταν φωνάζουμε "πέσε, πέσε" για να πάρει πέναλτι που δίνει ο άριστος διαιτητής Καλοσφυρίχτρας

Ερχόμαστε (γενικώς): Αδιόρατη απειλή, ότι και καλά "ερχόμαστε" και θα σας ρίξουμε τέσσερα μπαλάκια. Συνήθως μπορεί να φάμε τρία, αλλά δεν έχει σημασία, ερχόμαστε. Απάντηση: Θα τρέχετε...

Επιτάφιος (ο): Ο ακίνητος σέντερ-φορ, με χαρακτηριστική φράση "πιο αργός από τον επιτάφιο". Μην αρχίσω παραδείγματα, θα παρεξηγηθώ.

Επιτροπή (η): Εφέσεων, επίλυσης οικονομικών διαφορών, πειθαρχική, γενικά επιτροπές να ΄χουμε, να ασχολούμαστε. Κορυφαία επιτροπή του Νίκου Βαμβακούλα: "Να φτιάξουμε μια τριμελή επιτροπή από πέντε άτομα"

Ζ

Ζώον (το): Βλέπε και Βόιδι (το). Ή σκεφτείτε τι θα πείτε σε αυτόν που δεν έπαιξε το ματσάκι άσο ημίχρονο, διπλό τελικό: "Καλά εσύ είσαι ζώον"

Ζόρια (τα): Σκούρα τα πράγματα, γιατί έχουμε και δύσκολο πρόγραμμα. Καταλαβαίνεις ότι θα ζοριστείς, θα υποφέρεις. Ειδικά αν είσαι προπονητής. "Έρχονται ζόρια και πέντε ντέρμπι" χαρακτηριστικός τίτλος...

Ζούγκλα (η): Χαμός στο ίσιωμα. Έγινε της κακομοίρας σε ένα γήπεδο: "Μπήκαμε και επικρατούσε ατμόσφαιρα ζούγκλας" δηλώνει ο γενικός αρχηγός της ομάδας και εν συνεχεία προσθέτει το αυτονόητο: "Δυστυχώς τέτοιες εικόνες πάνε το ελληνικό ποδόσφαιρο πολλά χρόνια πίσω".

Ζογκλέρ (ο): Συνήθως έτσι εννοούμε τους ποδοσφαιριστές που κάνουν μαγικά με τη μπάλα. Κάτι σαν τον Ροναλντίνιο, ένα πράγμα. Ειδικά όταν ο μέγας παίκτης έρχεται και δεν έχει ακόμη ακουμπήσει τη μπάλα. Παράγωγο: Ζογκλερικό γκολ, ζογκλερική ντρίπλα, κάτι ανάμεσα σε Μαραντόνα και φυσικά Μέσι...

Η

'Ηττα (η): Στωικοί φιλοσοφούντες φίλαθλοι θα έρθουν να σου πουν: "Μη κάνεις έτσι. Και η ήττα μέσα στο πρόγραμμα είναι". Μην αντιδράσετε, το κάνουν επίτηδες. Δανεικός όρος από το ποδόσφαιρο σε άλλα θέματα: "Έφαγα μια ήττα χθες..."

Ήθος (το): Διδάσκουμε άπαντες. "Η ομάδα μας διδάσκει ήθος" λέει ο πρόεδρος και από πίσω ακούγονται τα γνωστά "τα ακούτε παλιοχαμούρες;" ή "ναι, έτσι είναι" και "μπράβο πρόεδρε"...

Ήρωας (ο): Αυτός που θα βάλει γκολ στο 90. Ο τερματοφύλακας που έπιασε πέναλτι, ο σέντερ-μπακ που παίζει με ματωμένο κεφάλι, ο προπονητής που ξεπέρασε όλες τις δυσκολίες. Ηρωικοί οπαδοί: Πέντε-έξι ταλαίπωροι που έχουν ταξιδέψει για το ματς στην Ισλανδία και με -28 βαθμούς φωνάζουν ημίγυμνοι σε μια γωνία του γηπέδου

Θ

Θεός (ο) Κάποτε ήταν μόνο ο Θωμάς Μαύρος, εξ ου και το Θεωμάς. Τώρα, είναι συνήθως ο ... πρόεδρος, άντε και κάνας παίκτης που θα κάνει χατ-τρικ. Κάτι σαν το ήρωας, αλλά πιο συγκλονιστικό. Θεούκλα: Όταν είσαι μεταξύ Θεού και κάτι ακόμη. "Θεούκλα, ο Ογκουνσότο στις δηλώσεις του"

Θόλωσε (ο) Ρήμα για τον ποδοσφαιριστή, που χάνει τα λογικά του και κάνει πέναλτι, κυνηγάει τον αντίπαλο, βγάζει τη φανέλα του σε ένδειξη διαμαρτυρίας, χάνει γκολ από το ένα μέτρο, γενικά ένα τρελόμπα των γηπέδων...

Θραύση (η): Έκανε θραύση η επίθεση του Τραχαναϊκού. Δηλαδή πέταξε τέσσερα γκολάκια και ησύχασε...

Ι

Ιστορία (η) Μεγάλη για κάθε ομάδα. "Εμείς ρε έχουμε ιστορία" απαντάς στην καζούρα. Αν, πάντως, κάποιος σε πρήζει επισταμένως του εξηγείς αλλιώς: "Καλά ρε φίλε τι ιστορία είσαι εσύ". Ιστορικός: Ο ...Πανιώνος

Ικανοποιημένος (ο): Προπονητής συνήθως. Όλοι γκρινιάζουν, βρίζουν, σιχτιρίζουν γιατί δεν βλέπουν μπάλα, αλλά ο κόουτς θα πει με νόημα: "Εγώ είμαι ικανοποιημένος γιατί πήραμε τους τρεις βαθμούς. Μετράει η νίκη". Πιο κλισέ πεθαίνεις

Ιιιιιι: (επιφώνημα): Σαν να γλιστράει κάποιος πάνω σε ξυράφι. Φάτσα με το άδειο τέρμα, στο 90, χάνει μοναδική ευκαιρία ο Αμπαλόπουλος: "Ϊιιιιι, τι έχασες ρε άνθρωπε" φωνάζεις και αποχωρείς σε ένδειξη διαμαρτυρίας...

Κ

Κατηφόρα (η): Όταν σε παίρνει από κάτω. Δηλαδή έχεις πέντε γκολ το λιγότερο στο κεφάλι. "Κατηφόρισε το Μπερναμπέου" ας πούμε.

Κωλόφαρδος (ο): Τυχεράκιας. Ο παίκτης που βάζει γκολ από σπόντα. Ο τερματοφύλακας που βλέπει τα δοκάρια να τον σώζουν. Ο προπονητής που έχει γλιτώσει την απόλυση δέκα φορές. Καμιά σχέση με το φαρδοκώλης που αφορά σωματικά χαρακτηριστικά, όπως εύλογα καταλαβαίνετε

Κοράκι (το): Ο διαιτητής, ασχέτως αν έχει αλλάξει το χρώμα της φανέλας (κίτρινο, ροζαλί, κλπ, κλπ) εμείς θυμόμαστε ότι φοράνε μαύρα. Άρα κοράκια (και πολύ τους είναι). "Τι σφύριξε το κοράκι ρε; Θα μας τρελάνει;"

Κούπα (η): Αλλιώς κατσαρόλι. Το Κύπελλο, το τρόπαιο, αυτό που σηκώνεις στο τέλος και όλοι ζηλεύουν. Από τις πολλές κούπες, γνωστό ότι παθαίνεις υπερκούπωση

Κωλό (συνθετικό,προσθέτετε ό,τι θέλετε, σε ευρύ γκάμα επιλογών)

Λ

Λαμόγιο (το): Ο απατεώνας, ο διαιτητής (συνήθως), ή ο επιτήδειος που σας παρέσυρε να παίξετε άσο ημίχρονο, διπλό τελικό κι αυτός έπαιξε το αντίθετο. Σκέτο λαμόγιο. Τι περιμένετε;

Λούζερ (ο): Αυτός που χάνει και το έχει στο αίμα του. 'Οταν μια στις τόσες κερδίζει, φυσικά λέτε με νόημα: "Τι λες ρε λούζερ;"

Λούγκρα (η): Κάτι μεταξύ λαμόγιου και αδιευκρίνστων προθέσεων, παράγοντας, διαιτητής, δημοσιογράφος: "Την άκουσες τη λούγκρα; Είπε ότι θα έρθει χι το ματς"

Λακαμάς (ο): Ο μαλάκας ανάποδα κι ας είναι κανονικά κασμαλά, αλλά άντε να βγάλεις άκρη...

Μ

Μαλάκας (ο): Οποιοσδήποτε. Βασικά ο προπονητής, που δεν κάνει αλλαγές από το 15, ο πρόεδρος που δεν βάζει λεφτά, ο διαιτητής που σφυρίζει άλλα αντ' άλλων, ο εκφωνητής που έλεγε μαλακίες. Αλλά κι ο φίλος σας που είχατε καιρό να τον δείτε και τον ξαναβρήκατε στο γήπεδο και του λέτε τελείως αθώα: "Πού χάθηκες ρε μαλάκα;"

Μπαλάκι (το): Χαιδευτικό το γκολ. Ένα το μπαλάκι, πέντε τα μπαλάκια, γενικώς τα έχετε φάει και προσπαθείτε να τα χωνέψετε...

Μηχανάκι (το): Χαρακτηρισμός για έναν ποδοσφαιριστή που τρέχει συνέχεια. Το αντίθετο του Επιτάφιου. Ειδικά όταν πρόκειται για αμυντικό χαφ, ταιριάζει απόλυτα. Διότι ένα τερματοφύλακα μηχανάκι τι να τον κάνεις;

Μπεκάτσα (η): Την σημάδεψε ο επιθετικός. Όταν σουτάρει δηλαδή στον γάμο του καραγκιόζη και σημαδεύει διερχόμενες μπεκάτσες. Όπως εκτελεί πέναλτι ο Ράμος (φωτο)

Μνήματα (στα): Απόκρουση που πρέπει να γίνει στο τέλος του αγώνα κι ενώ η ομάδα σου προηγείται με 1-0. Γεμίζουν (με γιόμες) οι αντίπαλοι και ο διπλανός σου αποφαίνεται: "Διώξτε ρε. Στα μνήματα!" Μπρρρ....

Μυρωδιάς (ο): Αυτός που δεν την μυρίζει τη μπάλα. Την βρίσκει με τις πέντε. Και φυσικά ο προπονητής: "Έλα μωρέ τώρα με τον μυρωδιά"

Ν

Ντουλάπα (η): Όχι αυτή που βάζετε τα ρούχα σας και είναι άνω-κάτω. Πρόκειται για χαρακτηρισμό, που προσδιορίζει τα σωματικά προσόντα ενός αμυντικού. Πολύ σωματώδης. "Σκέτη ντουλάπα". Το θέμα είναι να ... κινείται κιόλας.

Ντολμαδάκι (το): Κοντόχοντρος, συνήθως, μεσοεπιθετικός. Έχει προσόντα, ξέρει μπαλίτσα, αλλά έχει και κοιλίτσα. Γενικώς ένα συμπαθητικός τύπος, που προσφέρει θέαμα. Χαρακτηριστικό ντολμαδάκι ο Μπρέσκα !

Ναός (ο): Το γήπεδο της ομάδας σας. Μπορεί να είναι ετοιμόρροπο (μπορεί να έχει γκρεμιστεί) μπορεί να είναι υπερσύγχρονο, μπορεί, μπορεί. Δεν παύει να είναι ο Ναός. Προσοχή, καμιά σχέση με το "εκκλησία το γήπεδο" που σημαίνει ότι δεν ακούστηκε κιχ...

Νεούδι (το): Καλός νέος παίκτης της ομάδας που συμπαθείτε. Είτε μεταγραφή, είτε μικρός σε ηλικία: "Καλό το νεούδι ρε" λέτε με ενθουσιασμό και σας κοιτάνε περίεργα

Ξ

Ξέφωτο (το): Μεγάλος χώρος, που αφήνει ο αντίπαλος όταν πιέζει και η ομάδα σας αμύνεται. Όταν κλέβουν τη μπάλα οι δικοί σας φωνάζετε: "Στο ξέφωτο, στο ξέφωτο"

Ξύπνα (ρε): Προστακτική συνήθως για τον προπονητή, που όπως πάντα κοιμάται στον πάγκο. Ειδικοί της εξέδρας αρχίζουν από το 10 περίπου: "Άντε ρε ζώον ξύπνα, δε βλέπεις ότι μπάζουμε από αριστερά; Κάνε καμιά αλλαγή..."

Ξουτ (επιφώνημα): Για γούρι. Μπαίνει ο αντίπαλος στην μεγάλη περιοχή και αρχίζετε από νωρίς "ξουτ, ξουτ, ξουτ". Σα να εξορκίζετε. Κάτι σαν το ξεμάτιασμα...

Ξυλάγγουρο (το): Ψηλός ποδοσφαιριστής, με ελάχιστα τεχνικά προσόντα. Δε μπορεί να κάνει ντρίπλα, να πασάρει στα πέντε μέτρα, παίζει μάλλον γιατί έχει βίσμα (το). Ή επειδή, απλά έτσι σας φαίνεται επειδή τον αντιπαθείτε...

Ο

Οβίδα (η): Δυνατό σουτ. Πολύ δυνατό όμως, για να γράψει ο ευφάνταστος ρεπόρτερ: "Ο Μπαρμπούτσαλος εξαπέλυσε την οβίδα του και γκρέμισε τον αντίπαλο τερματοφύλακα που δεν μπορούσε παρά να μαζέψει τη μπάλα από τα δίχτυα του". Άμα έχεις φαντασία...

Ουστ (επιφώνημα): Αντιπάθεια. Δεν θέλετε να βλέπετε τον προπονητή, τον διαιτητή, την αντίπαλη ομάδα. Λέτε απλά ουστ. Μην το πουν για σας μόνο...

Οβερ (το): Αντίθετο του άντερ, δηλαδή ένα ματς που έχει τρία γκολ και πάνω. Όταν το τρίτο μπει στο 90, θα θριαμβολογήσετε: "Ναι ρε Φούστη μου, αφού το έβλεπα, ήρθε το μαμημένο". Φυσικά έχετε χάσει δέκα κιλά ιδρώτα και πέντε χρόνια ζωής. Λεπτομέρειες...

Ομορφιές (οι): Διπλής χρήσεως. "Έκανε ομορφιές ο Ζογκλερίδης" σημαίνει ότι είχε πολλές ωραίες στιγμές μέσα στο γήπεδο με ψαλιδάκια, τακουνάκια κλπ,κλπ. "Έγιναν ομορφιές σήμερα" σημαίνει ότι δεν πιστεύετε στα μάτια σας ότι έπρεπε να παίξετε, όπως σας είπαν, άσο ημίχρονο, διπλό τελικό. Εμ... δεν ακούτε

Π

Παράγκα (η): Το "παρασκήνιο" εκεί που "μαγειρεύονται" οι διαιτησίες. Δεν υπάρχει βέβαια. Πιστεύετε εσείς, σοβαροί άνθρωποι, τέτοια πράγματα. Παπαπαπα...

Πιστολιά (η): Εκεί που το ματς δεν έχει ενδιαφέρον, έρχεται ο διαιτητής και δίνει ανύπαρκτο πέναλτι. Συμπέρασμα: "Ήταν πιστολιά". Λαμβάνεται ως προειδοποίηση, ή γενικώς δράση της παράγκας. Πιστεύετε, όμως, εσείς σοβαροί άνθρωποι τέτοια πράγματα. Όχι, βέβαια...

Παλτό (το): Περιμένετε τον παικταρά που θα είναι κράμα μεταξύ Μέσι και Ρονάλντο και έρχεται ένας Αμπαλίδης. Κι επειδή θα τον φάτε, θέλετε δεν θέλετε, τον χειμώνα φοριέται ως παλτό. Χαιδευτικό: Παλτουδιά Αν πρόκειται για τεράστια αποτυχία χρησιμοποιούνται και τα καμπαρντίνα, ρεντιγκότα

Παρτάλι (το): Πολύ παλτό, όμως. Αλλοπρόσαλλος. Δεν ξέρει μπάλα. Άμπαλος. Σκέτο παρτάλι...

Πόρνη (η): Μπάλα (Όσιμ)

Ρ

Ρούκουνας (ο): Δανεικός όρος από άλλου είδους διασκέδαση, ο οποίος όμως χαρακτηρίζει περιέργως ένα τελείως άμπαλο ποδοσφαιριστή, για τον οποίο αναφωνείτε: "Πω-πω, ρε τι ρούκουνας είναι αυτός;"

Ρουφιάνα (η) Μπάλα (βλέπε Πόρνη).

Ρουφιάνος (ο αλήτης, δημοσιογράφος): Μη τα ξαναλέμε, αν και οι δημοσιογράφοι χαρακιτηρίζουν έτσι τους ποδοσφαιριστές που "ξερνούν" τα πάντα: "Ας είναι καλά ο ρουφιάνος μου, τα είπε όλα και έχουμε ρεπορτάζ..." Χαΐδευτικό: Ρουφ

Ρούφας (ο) Τερματοφύλακας που τρώει ό,τι πάει μέσα. Μιλάμε για απαράδεκτη κατάσταση. Χειρότερα και από Κοστάντζο!

Ρόμβος (ο): Σύστημα ανάπτυξης της ομάδας. "Παίζουμε με ρόμβο" καθώς οι ποδοσφαιριστές σχηματίζουν αυτό το σχήμα μέσα στο γήπεδο, άσχετα αν εσάς σας μοιάζει με ορθογώνιο παραλληλόγραμμο. Έξτρα μπόνους: Ρόμβος με κλικ (!) του Γιάννη Ματζουράκη

Σ

Σπαθί (το): Διαιτησία σπαθί. Δηλαδή 50-50, κανονικό, όχι πενήντα υπέρ μας και πενήντα εναντίον των αντιπάλων. Σπαθένιος διαιτητής: Διαιτητής που δεν μασάει...

Στημένο (το, τα): Τι λέτε τώρα, σοβαροί άνθρωποι. Πιστεύετε σε τέτοια πράγματα;

Σιγουράκι (το): Σας το σφύριξαν, το παίξατε, τα πήρατε. Τελεία...

Στοίχημα (το): Δεν ασχολούμαστε. Εμείς βλέπουμε μόνο τους αγώνες, δεν παίζουμε. Είναι τζόγος, εθισμός, σε καταστρέφει, χάνεις τα λεφτά σου. Να το παίξω τελικά όβερ, είσαι σίγουρος;

Σύστημα (το): Ο τρόπος που παίζει η ομάδα με βάση τους αριθμούς αμυντικών, μεσαίων και επιθετικών. Παλιά λέγαμε 4-4-2 και καθαρίζαμε, άντε κι ένα 4-3-3. Έλα, όμως, που οι Καρπετοπανούτσοι, άρχισαν τη φάμπρικα 4-3-2-1 και άρχισε το έλα να δεις. Διότι το 4-3-2-1 μπορεί να γίνει 3-4-1-2, 4-1-2-1-1-1. Πέντε μείον πέντε, μείον πέντε, έξι δια δυο συν οκτώ...

Τ

Τσάκας-Τσούκας (ο) Καμιά σχέση με τον Τσάκα Βλάση (που να ναι αυτή η ψυχή;) αλλά απλά ο πασατέμπος. Ό,τι απέμεινε από την παλιά καλή εποχή του "κωκ, σάμαλι, τσακα-τσούκας παιδιά". Για να περνάει η ώρα (ειδικά όταν το ματς δεν βλέπεται).

Τσόγλανος (ο): Ο θρασύς επιθετικός. Δεν κωλώνει πουθενά. Ταιριάζει σε περιπτώσεις νεαρών ποδοσφαιριστών που κάνουν "όνομα" και ενθουσιασμένος γυρνάτε σπίτι και λέτε στην γυναίκα σας: "Καλά έβαλε μια γκολάρα ο τσόγλανος". Τι να πει η σύζυγος. Κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι της...

Τρίμπαλο (το): Ένα παιχνίδι που έχει τρία γκολ. Συνήθως ένα ωραιότατο 3-0 που σας βγάζει από τα ρούχα σας και φωνάζετε στον απέναντι ο οποίος βέβαια δεν πρόκειται να σας ακούσει: "Καλό το τρίμπαλο;"

Τακουνιά (η): Το τακουνάκι. Χτύπημα με το πίσω μέρος του ποδιού. Θεαματική ενέργεια. Το λέτε κι αυτό στη γυναίκα σας: "Ο τσόγλανος έκανε και μια τακουνιά..." Σιγουρευτείτε αν κουνάει, ακόμη το κεφάλι της και συνεχίστε απτόητος. Δεν καταλαβαίνει έτσι κι αλλιώς...

Τσουρουκάς (ο) Συνώνυμο του ρούκουνας. Δεν την βρίσκει και εύκολα τη μπάλα. Τσουρούκι απο τα λίγα...

Υ

Υπόθεση (η): Ο φάκελος ενός αγώνα που χειρίζεται η Αθλητική Δικαιοσύνη. Επιφανείς δικηγόροι με ειδικότητα να κάνουν το άσπρο μαύρο: "Δεν έγινε εισβολή φιλάθλων κύριε δικαστά. Απλά το γήπεδο ήρθε πιο κοντά, με αποτέλεσμα οι οπαδοί μας να μην έχουν που να πατήσουν και πέρασαν την πλάγια γραμμή" ας πούμε

Υδραυλικός (ο): Ποδοσφαιριστής που κάνει υδραυλικές ντρίπλες. Περνάει, όποιον βρίσκει μπροστά του, είτε έχει χώρο, είτε (κυρίως) δεν έχει. Πώς χώνεται ο υδραυλικός κάτω από τον νεροχύτη; Κάπως έτσι. Γνωστότερος υδραυλικός-ποδοσφαιριστής; Νάτσο Σκόκο...

Φ

Φιστικώνω: Ρήμα για το σκοράρω. Φιστίκια, δηλαδή, είναι τα γκολ. Όταν ρίχνεις πολλά φιστίκια ... φιστικώνεις. "Μετά την τακουνιά, ο τσόγλανος το φιστίκωσε κιόλας" ξαναλέτε στη γυναίκα σας η οποία έχει πέσει λιπόθυμη...

Φόλα (η): Ματς που δεν βλέπεται. Μάπα το καρπούζι. Σούπα. Κοινώς "φάγαμε τη φόλα μέσα στο ψοφόκρυο"

Φλώροι (οι): Χωρίς άλλη κουβέντα, οι αντίπαλοί μας. Μην επεκταθούμε σε λεπτομέρειες...

Φάσεις (και γκολ): Αέναο δημοσιογραφικό κλισέ στις περιγραφές των αγώνων. Όπως, βέβαια, και το φιλμ του ματς.

Χ

Χέλι (το): Ευέλικτος ποδοσφαιριστής που ξεφεύγει σαν χέλι. Ξεγλιστράει. Είναι πιο εύηχο από το ελίσσεται σαν φίδι (αν και η κόμπρα, προτιμάται για το αστραπιαίο χτύπημα με την γνωστή φράση "χτύπησε όπως η κόμπρα"). Γενικά άμα έχεις φαντασία ...

Χασογκόλης (ο): Αθεράπευτος κυνηγός που χάνει γκολ από το μισό μέτρο. Ανεπίδεκτος μαθήσεως. Δηλαδή "εγώ να μουν στην θέση του θα είχα βάλει τρία γκολ" κι ας είστε 120 κιλά και δε μπορείτε να πάρετε τα πόδια σας.

Χασοδίκης (ο) Δικηγόρος που χάνει τις δίκες. Είναι και λίγο δύσκολο να πειστεί ο Δικαστής ότι το γήπεδο μεγάλωσε με αποτέλεσμα άθελά τους οι ευγενέστατοι οπαδοί της ομάδας σας εισέβαλαν στον αγωνιστικό χώρο και συνεπλάκησαν με τα ΜΑΤ

Χασομέρια (τα): Οι καθυστερήσεις. Για τους καθωσπρέπει εκφωνητές "ο επιπλέον" ή ο "πρόσθετος" χρόνος που δείχνει ο 4ος (διαιτητής). Εμείς τα λέμε χασομέρια. "Άσε ρε γυναίκα, είμαι μέχρι εδώ. Φάγαμε γκολ στα χασομέρια" διηγείστε, αλλά η σύζυγος έχει ήδη πάρει δυο πρόζακ και κοιμάται.

Ψ

Ψόφος (ο) Πέφτει κάτω ο αντίπαλος για να κάνει καθυστέρηση. Να χασομερήσει, ο αλητήριος. Τι θα φωναξετε όλοι μαζί; Ναι, ναι. Την ευχή "ψόφος" διότι εν πάση περιπτώσει, μπάλα παίζουμε, δεν μπορεί να μας κοροϊδεύουν μπροστά στα μάτια μας. Ψόφο ρε!

Ψαλίδι (το) Όχι το χρυσό, αλλά το ανάποδο. Απογείωση ποδοσφαιριστή που ανάποδα με το τέρμα κάνει ψαλίδι τα πόδια του και σουτάρει στην αντίπαλη εστία. Υποκοριστικό: Ψαλιδάκι. Ομορφιές σας λέω (σαν την φωτογραφία)

Ψαράκι (το): Οριζοντίωση ποδοσφαιριστή για κεφαλιά. Γκολάρα δηλαδή, είτε φάει το χορτάρι, είτε όχι. Σημασία έχει να το φάει ο ρούφας του αντιπάλου...

Ψήνεται (το) Γκολ, βέβαια. Πιέζουμε τον αντίπαλο, που αμύνεται με πάθος, χάνουμε ευκαιρίες, φωνάζει η εξέδρα. "Ψήνεται το γκολάκι" λες στον διπλανό σου και σηκώνεστε μαζί στην επόμενη φάση για να πανηγυρίσετε. Μη καείτε, προσέξτε...

Ω

Ωχ (επιφώνημα): Σας πιέζει ο αντίπαλος, φοβάστε, τρέμετε, αλλάζετε θέση για γούρι, αλλά τίποτε. "Ωχ το φάγαμε" μονολογείτε, αλλά μηδένα προ του τέλους μακάριζε. Υπάρχουν και τα δοκάρια.

Ωραίος (ο) Ο μέγιστος κόουτς που στο ημίχρονο τον βρίζατε, έχει έμπνευση. Στο 0-1 κάνει δυο αλλαγές, που βάζουν από ένα τεμάχιο (αμάν το ξέχασα αυτό, βάλτε το στο ταυ) και εσείς αναφωνείτε: "Καλά ωραίος ο προπονητής. Πάντα το έλεγα" Οπωσδήποτε...

Ωμα (η): Γκάφα, στραβοκλωτσιά, ή μάλλον όταν βρίσκει αέρα ο αμυντικός και η μπάλα πάει κατευθείαν στον αντίπαλο για γκολ. Ή όταν κάνει κουτσουκέλα ο τερματοφύλακας. Γενικά μια ηλιθιότητα ενός παίκτη σας: "Αλλά τι να κάνει ο τσόγλανος μόνος του; Έκανε την ώμα ο ρούφας και φάγαμε το μπαλάκι" ολοκληρώνετε την συζήτηση με τη γυναίκα σας και ανοίγετε το Sport24.gr για να δείτε ξανά τις φάσεις και τα γκολ...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ