X

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων. Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία μας και των συνεργατών μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν από τη συγκατάθεσή σας ή να αρνηθείτε να δώσετε τη συγκατάθεσή σας. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αντιταχθείτε σε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις μας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο.

LONGREADS

Ρονάλντο: Το φαινόμενο που "ράγισε"

Το παιδί που πείστηκε πως είναι ο Μεσσίας. Ο ποδοσφαιριστής που έκανε πράγματα που δεν είχαμε ξαναδεί. Το φαινόμενο που "ράγισε", για να κατανοήσουμε ότι κάθε ήρωας έχει την αχίλλειο πτέρνα του, ότι κανείς δεν είναι άτρωτος, κανείς δεν είναι Θεός. Ο Ρονάλντο γίνεται 40 ετών και ο Zastro υποκλίνεται στο μεγαλείο του.

Φθινόπωρο του 1997 στο μουντό και σκοτεινιασμένο Μιλάνο. Η Ίντερ έπαιζε ένα αδιάφορο φιλικό μεσοβδόμαδα με μια κροατική ομάδα, ένα απ’ εκείνα που «έπρεπε» να γίνουν εξ αιτίας κάποιας από τις δεκάδες μεταγραφές του Μοράτι. Όταν τελείωσε το παιχνίδι, παρά το γεγονός ότι το San Siro το είχε σκεπάσει εκείνη η εκνευριστική ομίχλη της Λομβαρδίας και η υγρασία σου τσάκιζε τα κόκαλα, οι περισσότεροι παίκτες παρέμεναν στη μεικτή ζώνη για να υπογράψουν αυτόγραφα στον κόσμο που περίμενε στωικά ακριβώς γι’ αυτή τη στιγμή από την έναρξη του αδιάφορου αγώνα.

Πιο περιζήτητος απ’ όλους ένας πιτσιρίκος που έμοιαζε σαν μοναχός Shaolin. Γήινη επιδερμίδα, γυμνό κρανίο, έντονα ζυγωματικά, στεγνός και λαμπερός σαν κρύσταλλο με δυο μπροστινά «σκιουρίσια» δόντια. Ήταν ο Ronaldo Luís Nazário de Lima, ο βασικός λόγος που το γήπεδο εκείνο το αδιάφορο βράδυ είχε περισσότερο από 40 χιλιάδες κόσμο.

Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, πρόλαβα να του πω «χαιρετισμούς από την Ελλάδα», χαμογέλασε μάλλον αδιάφορα, πιο πολύ από υποχρέωση και συνέχισε να υπογράφει αυτόγραφα ιδρωμένος και κουρασμένος.

Πλησίασα δειλά, πιο πολύ σαν παρατηρητής παρά σαν θαυμαστής. Ήθελα να τον δω από κοντά, δεν μ’ ένοιαζε ούτε ένα αυτόγραφο και σύγχρονα κινητά για μια φωτογραφία δεν υπήρχαν ακόμη. Στο μυαλό μου ήταν ένας από τους ελάχιστους ποδοσφαιριστές που είχα μυθοποιήσει σε μεγάλη ηλικία, είχα εντυπωσιαστεί τόσο πολύ όταν τον πρωτοείδα στο χορτάρι, που «τόλμησα» νοητά να τον βάλω πλάι στο Ντιέγκο. Με την ειδοποιό διαφορά ότι τούτος εδώ ήταν ένας Ντιέγκο με την ταχύτητα του Καρλ Λιούις. Τα βλέμματά μας διασταυρώθηκαν, πρόλαβα να του πω «χαιρετισμούς από την Ελλάδα», χαμογέλασε μάλλον αδιάφορα, πιο πολύ από υποχρέωση και συνέχισε να υπογράφει αυτόγραφα ιδρωμένος και κουρασμένος. Υπέγραψε σε όλα τα κομμάτια χαρτί που βρέθηκαν μπροστά του, σεβάστηκε το κοινό και χάθηκε στα άδυτα των αποδυτηρίων. Έμεινα να κοιτάζω το διάδρομο, μου περνούσαν δεκάδες σκέψεις απ’ το μυαλό, δεν περίμενα ποτέ ότι θα ξανάνιωθα «σκίρτημα» για αθλητικό είδωλο.

Δέκα χρόνια αργότερα τον συνάντησα ξανά. Άνοιξη του 2008, ένα ηλιόλουστο απόγευμα πάλι στο Μιλάνο, στα εγκαίνια ενός μαγαζιού στο Corso Venezia, προσκεκλημένος ενός φίλου. Δεν τον αναγνώρισα αμέσως, πιο πολύ πρόσεξα την εντυπωσιακή γυναίκα που τον συνόδευε και μετά εστίασα στον τύπο με το καπέλο των New York Yankees και τα περίεργα γυαλιά ηλίου. Έσερνε αδιάφορα τα βήματά του, στρουμπουλός, με αέρα εκατομμυριούχου και πολύ μακριά από την εικόνα που είχα κρατήσει στο μυαλό μου. Τα ζυγωματικά είχαν εξαφανιστεί, το μόνο που θύμιζε το είδωλο του San Siro ήταν οι κοπτήρες, τα «σκιουρίσια» δόντια. Κάποια στιγμή βρεθήκαμε φάτσα, θα μπορούσα κάλλιστα να τον χαιρετίσω, να ανταλλάξουμε δυο-τρεις τυπικές κουβέντες, έστω για το event. Δεν το έκανα, όχι επειδή αισθάνθηκα άσχημα, απλούστατα μου ήρθε στο νου η καριέρα του, οι ατυχίες του, όλα όσα πέρασε τον καιρό που έπαιζε ποδόσφαιρο. Και αναλογίστηκα ότι ακριβώς «για όλα όσα πέρασε» δεν τον θυμούνται όλοι ως τον καλύτερο όλων των εποχών.

Στο πλαίσιο μέσα στο άρθρο, μια χούφτα πληροφορίες: Luís Nazário de Lima Ronaldo, 18 ετών, πρωταθλητής κόσμου το 1994 στο Μουντιάλ των ΗΠΑ (κι ας μην είχε αγωνιστεί ούτε δευτερόλεπτο), πρώτος σκόρερ της Cruzeiro με 12 γκολ σε 14 παιχνίδια. Μόλις είχε μεταγραφεί στην PSV από την Cruzeiro, μετά από μια πολύ δύσκολη παιδική ηλικία, γεμάτη φτώχεια και ανέχεια στο Bento Ribeiro, ένα από τα εξαθλιωμένα προάστια του Ρίο. Το άρθρο ανέφερε ότι ήδη τον παρακολουθούσαν μεγαλύτερες ομάδες, μεταξύ αυτών και η Inter που είχε συμφωνήσει με τον κολοσσό της Philips που ήλεγχε και ελέγχει την PSV για match up οποιασδήποτε προσφοράς για τον ποδοσφαιριστή, όσο υψηλή κι αν είναι. Εάν μιλούσαμε για λίγα χρόνια αργότερα, θα έσπευδα απ’ ευθείας στο youtube να δω highlights του παίκτη, τότε δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα, σύμμαχος ήταν μόνο το μυαλό, η φαντασία, το θυμικό. Και η εξιδανικευμένη εικόνα που έπλαθες με το νου, τις περισσότερες φορές σε απογοήτευε οικτρά όταν ερχόταν η ώρα και τον παρακολουθούσες ζωντανά. Τούτη τη φορά όμως όχι.

Δεν τον χωρούσε η Ολλανδία

Πρώτος γύρος Κυπέλλου UEFA 1994-95, 13 του Σεπτέμβρη στο (τότε) Ulrich Haberland Stadion του Λεβερκούζεν. Πέντε ημέρες πριν ο Ρονάλντο κλείσει τα 17, σκάρτο τρίμηνο σε μια χώρα που πιθανόν δεν ήξερε ότι υπήρχε, εντελώς διαφορετική από την πατρίδα του και το περιβάλλον που μεγάλωσε, με μια γλώσσα δύσκολη και μια θερμοκρασία τουλάχιστον είκοσι βαθμούς κάτω από εκείνη του Ρίο. Άλλωστε και ο ίδιος ο Ρονάλντο, όταν ρωτήθηκε κάποτε για τη ζωή του και τις συνθήκες στην Ολλανδία, είχε απαντήσει ότι αν δεν υπήρχε το ποδόσφαιρο θα ήταν πολύ δυστυχισμένος. Επιστρέφοντας στο ματς, είχε λήξει 5-4 και όλοι μιλούσαν για ένα φαινόμενο, μια απίστευτη ανακάλυψη του Ρομάριο, του ανθρώπου που είχε προτείνει τον πιτσιρικά στην PSV, εξηγώντας πως το Αϊντχόφεν είναι το καταλληλότερο εφαλτήριο για την καριέρα νεαρού Βραζιλιάνου ποδοσφαιριστή. Πράγματι, είχε φτάσει στην Ολλανδία δεκαεπτά στα δεκαοκτώ, 179 εκατοστά ύψος, 74 κιλά βάρος, ένα ισχνό παιδί που η εικόνα σε παραπέμπει απ’ ευθείας στο βραζιλιάνικο στερεότυπο ή παραμύθι των favellas και έφυγε 1.83m και +5 κιλά σε μυϊκή μάζα, με πολλούς πονηρούς να εντάσσουν και ζητήματα ντόπινγκ στο κάδρο.

Το ευρωπαϊκό ντεμπούτο του Ρονάλντο όμως, είναι πολύ μακριά από δηλητήρια ή «υποψίες», θεωρίες συνωμοσίας ή επίκτητα ταλέντα. Το video μιλάει από μόνο του, είναι από τις σπανιότατες περιπτώσεις επαναπροσδιορισμού της έννοιας «μόνος μου κι όλοι σας». Όπως λέει έκπληκτος και ο Ολλανδός δημοσιογράφος που μεταδίδει το παιχνίδι μετά το τρίτο γκολ του Ρονάλντο «είναι απίστευτο αυτό που συμβαίνει, αυτό που παρακολουθούμε είναι το Bayer Leverkusen εναντίον ενός δεκαεπτάχρονου παιδιού και το σκορ είναι 4-3!». Δεν είχε καν την απαιτούμενη ηλικία για δίπλωμα οδήγησης, δεν είχε ξαναπαίξει ποτέ ποδόσφαιρο υψηλού ανταγωνισμού, δεν είχε καν προλάβει να αποκτήσει επαφή με το ευρωπαϊκό στυλ παιχνιδιού. Αυτό το παιδί δημιουργούσε κινδύνους ανεξαρτήτως που και πως υποδεχόταν τη μπάλα, ήταν το ίδιο καλός με πλάτη και πρόσωπο στο τέρμα, είτε ξεκινούσε από στάση είτε εν κινήσει. Σκοράρει είτε με δυνατό μακρινό σουτ, είτε ευρισκόμενος στη σωστή θέση, τη σωστή στιγμή σαν άλλος Γκερντ Μίλερ.

Ντριμπλάρει περίτεχνα σε κλειστό χώρο δυο και τρεις, κυρίως όμως αναπτύσσει μια τρομακτική ταχύτητα σε ανοιχτό γήπεδο, ξεπερνά τον αντίπαλο ακόμη και με χάντικαπ 10 και 15 μέτρων, είναι ότι πιο γρήγορο έχουν δει τα μάτια μας μέχρι τότε. Μετά από εκείνο το παιχνίδι στη Γερμανία, περίπου όλοι ήταν βέβαιοι ότι αυτό το παιδί θα αλλάξει το ίδιο το ποδόσφαιρο, θα αναγκάσει προπονητές να σκεφθούν διαφορετικά, αμυντικούς να βελτιωθούν, ομάδες να διαφοροποιήσουν το πλάνο και στον τρόπο ανάπτυξης και όσον αφορά την διαφύλαξη στα νώτα. Ο Ρονάλντο κάνει μια απίστευτη διετία στην PSV, έχει συνολικά 54 γκολ σε 58 παιχνίδια, είναι κάτι τρομερό, κανείς 19χρονος μέχρι τότε δεν είχε τη δική του εξέλιξη και το δικό του impact συνολικά στη φιλοσοφία του ποδοσφαίρου. Το παλκοσένικο όμως είναι μικρό. Όταν το καλοκαίρι του 1996, η PSV αποφάσισε να βγάλει στη βιτρίνα το ακριβότερο περιουσιακό της στοιχείο, δεν το έκανε από ανάγκη ή για λόγους απληστίας. Πολύ απλά τον Ρονάλντο δεν τον χωρούσε πια η Eredivisie, ήταν πολύ εύκολα όλα για εκείνον στην Ολλανδία, το επίπεδό του ήταν για πολύ-πολύ ψηλότερα.

Έναν χρόνο πριν θα τον αγόραζα με κλειστά τα μάτια, φέτος έχω πολλές αμφιβολίες ότι ένα παιδί που δεν έχει κλείσει τα 20 αξίζει μια επένδυση τόσο υψηλού ρίσκου.

Εμφανίστηκαν πολλοί μνηστήρες, όλοι οι τεχνικοί διευθυντές ωστόσο, σημείωναν και ένα ερωτηματικό δίπλα στο όνομά του στις κορυφές της λίστας τους. Φαινόμενο αλλά «ευπαθής στο γόνατο – θέλει ειδική μεταχείριση». Η έχουσα τον τελευταίο λόγο Inter, διστάζει, ο Ρονάλντο είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης σεζόν εξ αιτίας των προβλημάτων στο γόνατο, είναι εξαιρετικά αμφίβολο εάν αντέχει υψηλές εντάσεις και πολύ υψηλότερες απαιτήσεις πρωταθλητισμού σε πολύ πιο δύσκολα πρωταθλήματα. Εμφανίζεται η Μπαρσελόνα, προσφέρει κάτι παραπάνω από 20 εκατομμύρια δολάρια. Το ποσό είναι μεγάλο για την εποχή, αλλά προκαλεί θυμηδία σε σχέση με τα αλλόκοτα νούμερα που πωλήθηκαν ο Ιγκουαΐν ή ο Πογκμπά αντίστοιχα. Ο εκτελεστικός διευθυντής της Philips σηκώνει το ακουστικό και μιλάει απ’ ευθείας με το Μοράτι. Ο Πρόεδρος της Ίντερ δίστασε, ίσως τον επηρέασαν και κάποιες δηλώσεις του ίδιου του παίκτη που ούτε λίγο ούτε πολύ είχε πει ότι θα προτιμούσε έναν διαφορετικό προορισμό γιατί η Ιταλία και συγκεκριμένα η Ίντερ είναι και λίγο «νεκροταφείο» ποδοσφαιριστών.

Ο Μοράτι κάνει και δηλώσεις σε prime time στην κάμερα του Canale 5 του σταθμού του ανταγωνιστή Silvio: «έναν χρόνο πριν θα τον αγόραζα με κλειστά τα μάτια, φέτος έχω πολλές αμφιβολίες ότι ένα παιδί που δεν έχει κλείσει τα 20 αξίζει μια επένδυση τόσο υψηλού ρίσκου». Πράγματι «η επένδυση του υψηλού ρίσκου» το επόμενο καλοκαίρι κόστιζε τα διπλά, ο Μοράτι εκείνη τη μεταγραφική περίοδο συμπτωματικά έλαβε από τις χειρότερες αποφάσεις επί θητείας του στους nerazzurri. Όχι μόνο χάθηκε ο Ρονάλντο για ένα ποσό που αργότερα αποδείχθηκε πολύ μικρό, αλλά πωλήθηκε και με τη στάμπα του ξοφλημένου και αποτυχημένου και κάποιος Ρομπέρτο Κάρλος στη Ρεάλ Μαδρίτης, έναντι πινακίου φακής. Ο προπονητής τότε της Ίντερ Roy Hodgson (ναι, ο ίδιος που αργότερα μας χάρισε άπειρες ιλαρές στιγμές στον πάγκο της εθνικής Αγγλίας), ήταν υπερευχαριστημένος με τις προσθήκες του Ελβετού μέσου Ciriaco Sforza και του «πιο ταλαντούχου και υγιούς από το Ρονάλντο», Νιγηριανού Nwankwo Kanu από τον Άγιαξ. Ο Κanu πρόλαβε να κάνει δώδεκα ματς σε μια τριετία, σκόραρε μόλις ένα γκολ, διαγνώστηκε με μια σπάνια πάθηση καρδιακής ανωμαλίας και ποδόσφαιρο έπαιξε μόνο στο θερμοκηπίο του Βενγκέρ στην Άρσεναλ.

Ο Ρονάλντο από την άλλη, έφτασε στη Βαρκελώνη τον καιρό που ο Κρόιφ πέρασε πίσω από την κουίντα, ήταν το κερασάκι στην τούρτα μιας ιδιαίτερα δραστήριας μεταγραφικής περιόδου που είδε να καταλήγουν στο Camp Nou ο Luis Enrique, ο Vítor Baía, ο «δικός μας» Giovanni, ο Laurent Blanc, ο Fernando Couto. Όλοι τους ήδη αστέρες, όλοι τα απαραίτητα συστατικά που έλειπαν για να πλαισιώσουν ποδοσφαιριστές μεγάλου βεληνεκούς όπως ο Josep Guardiola, ο Robert Prosinecki, ο Iván De La Peña, ο Albert Ferrer, ο Sergi, ο Gheorghe Popescu και ασφαλώς ο μεγάλος αρτίστας και αγαπημένος των Καταλανών, Luís Figo. Προπονητής εκείνης της προσπάθειας αναγέννησης της Μπάρσα, ο Sir Bobby Robson, βοηθός του κάποιος κύριος που τον έλεγαν José Mourinho. Είναι μια Μπαρσελόνα πολύ μακριά από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα, μια ομάδα που δεν έχει την παραμικρή σχέση σε φιλοσοφία σε σύγκριση με τις ομάδες του Van Gaal, του Rijkaard, του ίδιου του Pep Guardiola που ακολούθησαν.

Ο ήδη προχωρημένης ηλικίας Robson, δεν προσπαθεί καν να αφομοιώσει την καταλανική ποδοσφαιρική φιλοσοφία, για την ακρίβεια δεν μπήκε καν στη διαδικασία. Ο λάτρης του επιθετικού ποδοσφαίρου Βρετανός, απλώς θαμπώνεται από το ατομικό ταλέντο των ποδοσφαιριστών του και παρουσιάζει μια ελεύθερη και άναρχη Μπάρτσα, μια ομάδα υπερ-επιθετική που στηρίζεται στην έμπνευση της στιγμής και στο απρόβλεπτο που παράγουν οι αστέρες της. Εάν εκείνη η ομάδα ήταν λίγο πιο κυνική, λίγο πιο υπολογίστρια, δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει τη Liga από τη «στρατιωτική» Ρεάλ του Δον Φάμπιο, μια ομάδα που σίγουρα δεν υπολείπετο σε αστέρες (Raùl, Roberto Carlos, Seedorf, Suker, κ.ά.) αλλά ήταν πειθαρχημένη και πολύ προσεκτική στα μετόπισθεν. Η Μπάρτσα όμως ήταν χάρμα ιδέσθαι. «Περιορίζεται» στο Copa Del Rey και στο Κύπελλο Κυπελλούχων, με αριθμούς απίστευτους, από άλλον ποδοσφαιρικό πλανήτη, σχεδόν «προσβλητικούς» για τους αντιπάλους της.

Η σεζόν ολοκληρώνεται με 102 (!) γκολ ενεργητικό, δώδεκα φορές η Μπαρσελόνα σκοράρει περισσότερα από 4, η παραγωγικότητά της είναι δυσθεώρητη, απολαυστική, οι συνδυασμοί των παικτών της μοιάζουν με συγχορδία. Μαέστρος αυτής της ορχήστρας, κύριος εκφραστής αυτού του επιθετικού αριστουργήματος είναι ο Ρονάλντο, σε ρόλο και εκτελεστή και δημιουργού. Τα νούμερα μπορεί να είναι στρατοσφαιρικά, αλλά αποτυπώνουν μόνο μέρος της αλήθειας. Ο Βραζιλιάνος ολοκληρώνει μεν με 47 γκολ σε 49 ματς και αναδεικνύεται πρώτος σκόρερ (Pichichi de la Liga), αλλά αυτά τα έχουν κάνει κι άλλοι, έστω τεράστιες μορφές πριν απ’ εκείνον. Ο Ρονάλντο ξαναεφευρίσκει το ποδόσφαιρο, κάνει πράγματα που δεν είχε δει και ζήσει κανείς ως τότε, χαρίζει μνημειώδεις στιγμές στους φίλους του σπορ. Τα γκολ του είναι έργα τέχνης, απ’ αυτά που σ’ αφήνουν με το στόμα ανοιχτό και οξυγονώνουν σε τέτοιο βαθμό τον εγκέφαλο, που χρειάζεται εύλογο χρονικό διάστημα για να συνέλθεις και να επανέλθεις στην κανονικότητα.

Ειδικά εκείνο το γκολ της 12ης Οκτωβρίου του 1996 με την Compostela, παραμένει ακόμη και σήμερα, 20 ολόκληρα χρόνια μετά, ένα από τα πιο απόλυτα γκολ στην ιστορία του ποδοσφαίρου, μια από τις πιο εύγλωττες εικόνες απόλυτης κυριαρχίας και υπεροχής, τόσο σε τεχνικό όσο και σε αθλητικό επίπεδο. Είναι μια φάση που ο θεατής έχει την εντύπωση ότι παρακολουθεί έναν οδοστρωτήρα να κινείται με 200 χιλιόμετρα την ώρα, είναι ένα γκολ, που όπως είπε ο προπονητής της Βαλένσια, Χόρχε Βαλντάνο, δεν είναι ανθρώπινο, γιατί ο Ρονάλντο μοιάζει με μια ορδή αλόγων που παρασύρει τους πάντες στο διάβα της. Ο Ρονάλντο κλέβει τη μπάλα λίγο πίσω από τη γραμμή του κέντρου, ντριμπλάρει τους πάντες, του τραβούν τη φανέλα, του κάνουν τάκλιν, τον κλωτσάνε, τον σπρώχνουν. Δεν έπεσε ποτέ, παρά την ταχύτητα με την οποία κινείτο, δεν εξώκλινε ποτέ, δεν έχασε την ισορροπία του, δεν πάσαρε. Σαν ορδή από mustangs παρέσυρε τους πάντες στο διάβα, μπήκε στην περιοχή και σκόραρε.

Ειδωλολατρεία για τον Jordan του ποδοσφαίρου

Με εκείνο το γκολ μπήκε στο πάνθεον πριν κατακτήσει οτιδήποτε ως κεντρικός πρωταγωνιστής. Έπαψε να είναι «ό,τι καλύτερο υπάρχει στον κόσμο κάτω των 21 ετών» και μετατράπηκε στον απόλυτο παίκτη, στον πρώτο ποδοσφαιριστή που από απλός αθλητής θα γίνει πολυεθνικό brand. Σαν πρόχειρη αντιπαράθεση, η σεζόν του Ρονάλντο στη Βαρκελώνη το 1996/97, είναι η σεζόν του Michael Jordan στο ΝΒΑ το 1988, χρονιά που ο Air κατέκτησε το πρώτο του MVP. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς, ότι η διαδικασία ανάφλεξης του συσχετισμού marketing και ποδοσφαίρου βρισκόταν ήδη εν εξελίξει, δεκτή κάθε ένσταση. Το ίδιο άλλωστε είχε ειπωθεί και στις ΗΠΑ για την προ Jordan εποχή, όταν είχαν δημιουργηθεί τα δίπολα Magic - Bird ή Erving - Jabbar παλαιότερα. Και στο ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο, υπήρχαν ήδη οι Baggio, οι Cantona, ασφαλώς ο Maradona, όλοι τους κάτι περισσότερο από απλοί ποδοσφαιριστές. Κάθε μορφή πολιτισμού χρειάζεται εικόνες, γεγονότα και μια διαδικασία ανάδειξης αυτών. Το ζητούμενο είναι ποιος αναλαμβάνει το καθήκον να τεθεί σημαιοφόρος αυτής της πολύ κρίσιμης καμπής.

Πλήρως εξελικτική δυναμική και σε άλλους τομείς, το ποδόσφαιρο ξεκίνησε να αποκτά από το 1994, η τετραετία από το Μουντιάλ των ΗΠΑ μέχρι εκείνο της Γαλλίας το 1998, ήταν αυτή η καμπή και οχήματα της ιστορικής μετάλλαξης του προϊόντος ποδόσφαιρο, υπήρξαν αρχικά ο Ρονάλντο και αμέσως μετά ο Ροναλντίνιο. Εκείνοι ήταν οι καταλύτες της επιθετικής ανάπτυξης του ποδοσφαίρου, οι εικόνες που χρησιμοποιήθηκαν ή χρειάστηκαν (η ανάγνωση είναι διττή) για να πουλήσει το προϊόν στα media, για να εμπορευματοποιηθεί και να συγκινήσει και μια δεξαμενή κοινού και ανθρώπων μέχρι τότε ξένων με το ίδιο το άθλημα. Τρόπον τινά, το Μουντιάλ του 1994 σε μια χώρα που το marketing ήταν ήδη επιστήμη, άνοιξε τα μάτια και στην πιο συντηρητική Ευρώπη, ούτως ώστε να δημιουργηθούν οι «δικοί μας» Jordan και μέσω της εικόνας να προσελκυθεί ακόμα περισσότερο κοινό.

Τη διετία 1996/98, ο Ρονάλντο και τα εξωγήινα πράγματα που έκανε στο χόρτο, ήταν το teaser trailer του ποδοσφαίρου του μέλλοντος, ενός ποδοσφαίρου πολύ πιο γρήγορου, πιο δυσνόητου, πολύ πιο περίπλοκου. Ήταν το ποδόσφαιρο του επόμενου αιώνα, το «παγκοσμιοποιημένο» ποδόσφαιρο που συγκινούσε όλες τις κοινωνικές τάξεις, ήταν προσιτό σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης και αφορούσε ολοένα και περισσότερους ανθρώπους. Ο Ρονάλντο ήταν η πρώτη εκδήλωση του Zeitgeist αυτού που σήμερα αρκετοί κατηγορούν ως modern football, ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, στην κατάλληλη ομάδα, την κατάλληλη στιγμή. Τη δική του εποχή γιγαντώθηκε το Champions League, τη δική του εποχή μπήκε στη ζωή μας η έννοια (και η αναγκαιότητα) της συνδρομητικής τηλεόρασης, τη δική του εποχή πλησίασαν το σπορ οι πρώτες πολύ μεγάλες χορηγίες και τα πρώτα πολύ μεγάλα deal των πολυεθνικών.

Καθόλου τυχαία, ο Ρονάλντο είναι και το κεντρικό πρόσωπο της καμπάνιας της Nike, του αμερικανικού κολοσσού, ο οποίος μετά από δεκαετίες που «σνόμπαρε» το soccer, αποφάσισε να χτίσει μια από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις στην ιστορία του αθλητικού marketing, γύρω από το πρόσωπό του και την εθνική Βραζιλίας. Αποκορύφωμα, το θρυλικό πια spot στο αεροδρόμιο, με soundtrack του Quincy Jones και σχεδόν όλα τα αστέρια να παρουσιάζονται όπως μέχρι τότε κανείς δεν είχε τολμήσει να παρουσιάσει σε διαφήμιση. Η ίδια η Nike αναγνωρίζοντας το impact της εικόνας του ποδοσφαιριστή, πριν πέντε χρόνια παρουσίασε ένα ακόμη spot "αυτοσυνείδησης" διαχωρίζοντας το ποδόσφαιρο σε δύο εποχές: B.R. και A.R. Before Ronaldo και After Ronaldo.

Η αύξηση της δημοτικότητάς του, η ανάδειξή του σε brand, η απόλυτη υπερβολή της παρομοίωσής του ακόμα και με τον Ιησού το Λυτρωτή, όπως σε εκείνο το spot με τον ίδιο σαν Μεσσία με ανοικτά τα χέρια πάνω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, θα οδηγήσουν σχεδόν στην καταστροφή του.

Το ζήτημα βέβαια σε αυτές τις περιπτώσεις, είναι και τι αντίκτυπο έχει στο ίδιο το αντικείμενο αυτή η ειδωλολατρική σχεδόν υπερέκθεση στα media και κατά πόσον ωφέλησε την καριέρα του (όπως και στην περίπτωση του Ronaldinho) η διαρκής ανάγκη για το παραπάνω, το εξεζητημένο, το «εξωγήινο». Δυστυχώς, η αύξηση της δημοτικότητας του Ρονάλντο, η ανάδειξή του σε brand, η απόλυτη υπερβολή της παρομοίωσής του ακόμα και με τον Ιησού το Λυτρωτή, όπως σε εκείνο το spot με τον ίδιο σαν Μεσσία με ανοικτά τα χέρια πάνω από το Ρίο ντε Τζανέιρο, θα οδηγήσουν σχεδόν στην καταστροφή του. Ήταν η αρχή μιας διαδικασίας απο-πραγμάτωσης του ίδιου του ποδοσφαιριστή, ο οποίος κουβαλώντας αυτό το βάρος σχεδόν από είκοσι ετών, λύγισε. Απόλυτα φυσιολογικά και απολύτως αναμενόμενα. Ήδη από τις εποχές της Μπάρσα χρονολογούνται οι πρώτοι ψίθυροι περί κακομαθημένου παιδιού που χάνει προπονήσεις, περί ενός νεαρού star που επειδή μπορεί, κατορθώνει να διαλύει τη συνοχή της ομάδας, εξασφαλίζοντας πχ ειδικές άδειες εν μέσω αγωνιστικής δραστηριότητας προκειμένου να ταξιδέψει και να παρευρεθεί στο Καρναβάλι του Ρίο.

Ο σοφός Sir Bobby είχε κρούσει από τότε τον κώδωνα του κινδύνου, είχε επιστήσει την προσοχή σε όλους, λέγοντας ότι πολύ εύκολα ένα παιδί είκοσι ετών μπορεί να γίνει από άγγελος διάβολος. Ο ίδιος Robson που μερικά χρόνια πριν όταν ρωτήθηκε για τον καλύτερο που προπόνησε ποτέ, απάντησε χωρίς περιστροφές «Ρονάλντο».

Ο ίδιος ο Ρονάλντο είναι η αλήθεια, δεν βοήθησε πολύ τον εαυτό του, δεν μπήκε καν στη διαδικασία αυτοπροστασίας, δεν επέλεξε ποτέ ένα περιβάλλον το οποίο θα μοχθούσε για να διαφυλάξει την καριέρα και το ταλέντο του. Έγινε άπληστος, πολύ άπληστος, σε βαθμό να απαιτεί αναπροσαρμογές συμβολαίου κάθε τρεις και τέσσερεις μήνες, μέσω δύο ανθρώπων που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαρραγή των σχέσεών του με τη Μπαρσελόνα. Επρόκειτο για τους δύο ατζέντηδες που είχε μαζί του από τα χρόνια του São Cristóvão, τον Reinaldo Pitta και τον Alexandre Martins. Ακόμη και σήμερα, σχεδόν μια εικοσαετία μετά, οι δύο μάνατζερ θεωρούνται στη Βαρκελώνη κάτι σαν τους αδερφούς Ντάλτον. Χρησιμοποιώντας λογής τεχνάσματα, οι δύο ατζέντηδες εκβίαζαν ανά τακτά χρονικά διαστήματα τον ιστορικό Πρόεδρο της Μπάρσα Josep Lluís Núñez, έναν άνθρωπο μετριοπαθή και πασίγνωστο για την πρόθεσή του να διαφυλάσσει το σύλλογο καθ’ όλη τη διάρκεια της μακράς θητείας του από το 1978 μέχρι το 2000.

Ο Núñez μετά πόνου καρδίας τελικά συμφωνούσε σχεδόν πάντοτε, ανεχόταν τα τερτίπια επειδή αγαπούσε πολύ τον ποδοσφαιριστή και όταν την άνοιξη του 1997 έδωσε τη γενναιότερη αύξηση στην ιστορία του στον προεδρικό θώκο της Μπάρσα, έκανε το λάθος να δηλώσει ότι «ο Ρονάλντο είναι για πάντα δικός μας». Οι δύο ατζέντηδες χρησιμοποίησαν αυτή τη δήλωση, εκτίναξαν την τιμή του πελάτη τους στα ύψη, έβαλαν στο κόλπο όλη την enfant gâté της Ευρώπης. Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, Μίλαν, Γιουβέντους, Ίντερ, στο κόλπο μπήκε ακόμη και μια συγκλονιστική εικασία περί Ρεάλ. Όλοι γνώριζαν ότι εάν τα βρουν με τους «Ντάλτον» στην προμήθεια, ο ποδοσφαιριστής θα γίνει δικός τους, το ζήτημα δεν ήταν οι απαιτήσεις της Μπάρσα, αλλά η αμοιβή των μάνατζερ. Τη στιγμή που ο Ρονάλντο υποδυόταν το «δυστυχισμένο» στη Βαρκελώνη, οι μάνατζέρ του έπειθαν το Μοράτι να καλύψει την – μέχρι τότε – εξωπραγματική ρήτρα των 27 εκατομμυρίων δολαρίων και να προσφέρει 4 εκατομμύρια δολάρια καθαρά στον πελάτη τους.

Ο Núñez δεν έχει άλλη επιλογή, απλώς κατορθώνει να επιδικαστεί ακόμη 1,8 εκατ. δολάρια από τη FIFA και το καλοκαίρι του 1997, ο Ρονάλντο γίνεται κάτοικος Μιλάνο. Εικάζεται ότι πέραν της νόμιμης προμήθειας, οι δύο ατζέντηδες καρπώθηκαν και από ένα εκατομμύριο έκαστος για τις υπηρεσίες τους, ποσά που για την εποχή άνηκαν στη σφαίρα της φαντασίας. Γεγονός είναι ότι ο Ρονάλντο υπογράφει στην Ίντερ και το απόγευμα της 25ης Ιουλίου του 1997, παρουσιάζεται στο Μιλάνο, βγάζει απλώς το κεφάλι του από τον όροφο των γραφείων της ομάδας στη Via Durini και κραδαίνει ένα κασκόλ με τα χρώματά της. Είναι τρελό, αλλά ο Ρονάλντο «άντεξε» στη Βαρκελώνη μόλις έναν χρόνο, από εκεί που ήταν έτοιμος να υπογράψει δεκαετή (!) επέκταση του συμβολαίου του, βρέθηκε στη Galleria della Madonnina και στην ομάδα που ένα χρόνο νωρίτερα είχε χαρακτηρίσει «νεκροταφείο ποδοσφαιριστών». Το θέμα ήταν ότι μέσα σε αυτό το δωδεκάμηνο, ο Ρονάλντο είχε πειστεί ότι είναι ο Μεσσίας και η παρουσία του και μόνο αρκεί για να μετατρέψει τα νεκροταφεία σε club αναψυχής.

Η μοναξιά στην Ίντερ

Εν αντιθέσει με τη Μπαρσελόνα όπου βρήκε μια ομάδα και μια φιλοσοφία παιχνιδιού που του ταίριαζε απόλυτα, στην Ιταλία τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Δεν θα ήταν απλώς ο εκτελεστής ή ο δημιουργός, ο Ρονάλντο στην Ίντερ, είχε την υποχρέωση να τα κάνει όλα. Εκείνη την εποχή, οι nerazzurri διέθεταν ελάχιστους ποδοσφαιριστές που μιλούσαν την ίδια γλώσσα με το Ρονάλντο και διέθεταν την προσωπικότητα για κάτι πραγματικά μεγάλο. Ένας εξ αυτών ήταν ο Diego Simeone, ο δεύτερος ο Youri Djorkaeff και τελευταίος ο (ημιτελής ωστόσο τότε) Javier Zanetti. Οι υπόλοιποι ήταν είτε βετεράνοι και παλιοσειρές (Bergomi, Zamorano, Winter, Branca) είτε μυστήριοι και περαστικοί (Cauet, Zé Elias, Recoba, Kanu, West) είτε απλώς ακατάλληλοι για ομάδα υψηλών στόχων και απαιτήσεων (όλοι οι υπόλοιποι). Προπονητής της ομάδας ήταν μια πατρική και ήρεμη φιγούρα, ο Gigi Simoni, ένας άνθρωπος λογικός και πράος, ουδέποτε όμως είχε δουλέψει σε ομάδα με στόχους.

Μικρή σημασία έχει βέβαια η εκ των υστέρων ανάλυση των δεδομένων, αφού η φρενίτιδα Ρονάλντο είχε συμπαρασύρει τα πάντα στο διάβα της, η λειψή Ίντερ του Simoni είχε σπάσει τα ρεκόρ στα διαρκείας πωλώντας συνολικά 47.615 κάρτες, ξεπερνώντας για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’90 τη συμπολίτισσα και «ευρωπαία» Μίλαν. Κυριακή 31 Αυγούστου του 1997, η Ίντερ ξεκίνησε το πρωτάθλημα εναντίον της Μπρέσια. Είναι η ίδια ημέρα που από το Παρίσι έχει ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο η σοκαριστική είδηση του θανάτου της πριγκίπισσας Νταϊάνα σε αυτοκινητιστικό. Όλος ο κόσμος συζητούσε για εκείνο το δυστύχημα, ακόμα και στο San Siro εκείνο το απόγευμα, αυτό μονοπωλούσε τις συζητήσεις και όχι το επικείμενο ντεμπούτο του Ρονάλντο. Είναι ορισμένα πράγματα σημαδιακά, αλλά ακόμη και το γεγονός ότι το κοινό δεν υποδέχθηκε το Ρονάλντο με το ενδιαφέρον 110% στραμμένο επάνω του, έπαιξε το ρόλο του στην τελική – αποκαρδιωτική – εικόνα της Ίντερ.

Το ματς θα μπορούσε να είναι και σύμβολο της «καταραμένης Ίντερ» του Μοράτι που έφτασε να γίνει μέχρι και ανέκδοτο στην Ιταλία. Από το πρώτο πεντάλεπτο είναι εμφανείς όλες οι αδυναμίες της ομάδας, η υπεροχή του Ρονάλντο σε σχέση με τους συμπαίκτες του είναι χαώδης, από ένα σημείο κι έπειτα το αντιλαμβάνεται και ο ίδιος και επιδίδεται σε υπερφίαλους ατομισμούς και αδύνατα ένας εναντίον όλων. Αυτές οι πρακτικές στο ιταλικό ποδόσφαιρο της σφιχτής άμυνας και της τακτικής είναι αδύνατον να πιάσουν. Ο Ρονάλντο καταλαβαίνει ότι εδώ δεν είναι Ισπανία, πολλώ δε Ολλανδία. Τον καλύπτουν δύο και τρεις, η αντίπαλη άμυνα ξέρει να παίζει στο χώρο. Προσοχή, μιλάμε απλώς για τη Μπρέσια, όχι για ομάδα από το επάνω μέρος του ταμπλώ. Ο Ρονάλντο θα κάνει δύο σουτ όλα κι όλα, το ένα θα βρει το δοκάρι, το άλλο θα περάσει άουτ. Έπειτα, εδώ δεν υπήρχαν Figo, Guardiola, Luis Enrique, να τον βοηθήσουν, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. O Ρονάλντο για πρώτη φορά αισθάνθηκε εντελώς μόνος.

Ένα τέταρτο πριν τη λήξη, από ασίστ του νεαρού τότε Αντρέα Πίρλο, ο τίμιος γκολτζής Ντάριο Ούμπνερ ανοίγει το σκορ μέσα στο San Siro. Τη σιωπή και την απογοήτευση στην κερκίδα την έκοβες με το μαχαίρι, ο ορισμός της κηδείας. Ο Simoni λίγο πριν έχει ρίξει στο ματς και μια δευτεροκλασάτη μεταγραφή του Μοράτι, έναν επίσης λατινοαμερικάνο με πεταχτά δόντια. Οι ψαγμένοι γνώριζαν ότι τον φωνάζουν El Chino, για την πλειοψηφία είναι ο Άλβαρο Ρεκόμπα. Ο Ουρουγουανός που χρόνια αργότερα θα θαυμάσουμε στη Νέα Σμύρνη (!) θα κλέψει τη δόξα από το «φαινόμενο», δύο δικά του γκολ με απίστευτα σουτ και σε τεχνική και σε δύναμη θα αναποδογυρίσουν το ματς και θα τον καταστήσουν απόλυτο πρωταγωνιστή του αγώνα. Πολλοί λένε ότι σε εκείνο το παιχνίδι τον ερωτεύτηκε ο Μάσιμο Μοράτι, ότι από τότε ξεκίνησε αυτή η τρομερή σχέση που έφερε το Μοράτι στη θέση να τον επιλέξει ως τον καλύτερο ποδοσφαιριστή που έφερε ποτέ στην Ίντερ – και πιστέψτε με, είχε φέρει πολλούς τα ονόματα των οποίων θα τρόμαζαν και τον πιο μετριοπαθή.

Τα παιχνίδια του ήταν παραστάσεις με κάποιες απίστευτες στιγμές που σε άφηναν με το στόμα ανοικτό, το ταλέντο του ανάβλυζε, δεν το χωρούσε κανένα τεραίν, κι όμως ήταν πολύ μόνος.

Ο Ρονάλντο αποχώρησε με το κεφάλι σκυμμένο, αντιλήφθηκε από το πρώτο κιόλας παιχνίδι ότι στο Μιλάνο δεν χωρούν ούτε «ειδικές άδειες», ούτε χαμένες προπονήσεις, ούτε υπήρχε σύνολο για να υπηρετήσει. Όλη την υπόλοιπη σεζόν χάρισε σπάνιες ποδοσφαιρικές στιγμές στο κοινό, πάντοτε προσωπικές, σχεδόν ποτέ προϊόντα ομαδικής προσπάθειας. Τα παιχνίδια του ήταν παραστάσεις με κάποιες απίστευτες στιγμές που σε άφηναν με το στόμα ανοικτό, το ταλέντο του ανάβλυζε, δεν το χωρούσε κανένα τεραίν, κι όμως ήταν πολύ μόνος. Το απίστευτο σόλο εναντίον της Πάρμα στο 1-0 του San Siro, όπου χορεύει κόντρα σε Τουράμ Καναβάρο, Σενσίνι, επινοώντας καινούριες ντρίμπλες, το ένας εναντίον όλων εναντίον της Σαμπντόρια με την ασίστ στον Μπενουά Κοέ, το "εξαγνιστικό" 1-0 με τη Γιουβέντους τη βραδιά που παραλαμβάνει τη Χρυσή Μπάλα του 1997 στο San Siro, πάνω απ’ όλα εκείνο το μαγικά ακατανόητο "πράγμα" εναντίον της Σάλκε στα προημιτελικά του UEFA.

Εκείνη την παρθενική χρονιά, η Inter κατάφερε να κατακτήσει «μόνο» το Κύπελλο UEFA, επικρατώντας με 3-0 στον τελικό της Lazio, με το Ρονάλντο να κάνει εκείνη τη μαγική προσποίηση με τα πόδια να περνούν αλλεπάλληλες φορές πάνω από τη μπάλα. Το scudetto χάθηκε πρωτίστως όχι εξ αιτίας της διαιτησίας, αλλά λόγω παιδαριωδών λαθών – πρόχειρα θυμάται κανείς την εντός έδρας ήττα από τη Μπάρι – ελλιπούς ρόστερ και κακής διαχείρισης από το Simoni. Σίγουρα υπήρξε εύνοια της Juventus, κορωνίδα αυτής ήταν το πέναλτι του Μαρκ Ιουλιάνο στο Τορίνο πάνω στον ίδιο το Ρονάλντο, αλλά την ίδια στιγμή ήταν ολοφάνερο ότι η Juve ήταν πληρέστερη, πιο ψημένη, με σαφέστερους αγωνιστικούς προσανατολισμούς και δεν τα περίμενε όλα από έναν άνθρωπο, έστω κι αν λογιζόταν «φαινόμενο». Διότι φαινόμενο τον αποκαλούσαν το Ρονάλντο, από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο αεροδρόμιο Malpensa και επιδόσεις φαινομένου ήταν ο απολογισμός της «στείρας» χρονιάς του.

Ο Ρονάλντο τελείωσε τη σεζόν με 25 γκολ στο πρωτάθλημα, 34 σε σύνολο 47 παιχνιδιών. Κέρδισε τη Χρυσή Μπάλα, το FIFA World Player, σκόραρε στα ντέρμπι, μοίρασε ασίστ, άλλαξε έστω και λίγο τη νοοτροπία μιας ομάδας χωρίς καθαρό προσανατολισμό, με τη στάμπα του loser επάνω της και με ένα εντελώς ετεροβαρές υλικό που χωρίς αυτόν πιθανόν θα πάλευε για την απ’ ευθείας έξοδο στους ομίλους του τσάμπιονς λιγκ. Κι όμως, για τον υπόλοιπο κόσμο αυτά τα επιτεύγματα ήταν «λίγα», το φαινόμενο έπρεπε με τη μία να τα κατακτήσει όλα, έπρεπε να σκοράρει περισσότερο, να κάνει περισσότερα μαγικά, να γίνει κάτι σαν Μαραντόνα τη χρονιά του ανέλπιστου scudetto της Νάπολι. Είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς το impact του Ρονάλντο στην Inter εάν δεν έχει ζήσει το περιβάλλον, εάν δεν γνωρίζει πόσο καταρρακωμένος ήταν ο οργανισμός πριν καταφθάσει εκείνος, πόσο καταλυτικός υπήρξε ο ρόλος του για την επανεμφάνιση της περηφάνιας στα πρόσωπα των οπαδών των nerazzurri.

Η μέρα που ράγισε το κρύσταλλο

Στον ορίζοντα πλέον, υπήρχε η πρόθεση να χτιστεί μια κανονική ομάδα γύρω του, να μην υποχρεούται διαρκώς σε ατέρμονους ατομισμούς και κατάχρηση ντρίμπλας, να βοηθηθεί από την ομάδα και όχι να τα περιμένουν όλα απ’ αυτόν. Αυτό ήταν το σχέδιο τουλάχιστον στη Via Durini, κανείς ωστόσο δεν είχε προσθέσει στην εξίσωση τον παράγοντα Παγκόσμιο Κύπελλο της Γαλλίας, το καλοκαίρι του 1998. Ήταν μια διοργάνωση που άπαντες περίμεναν να λάμψει όσο κανείς, ένα τουρνουά κομμένο και ραμμένο στα μέτρα του, μια προδιαγεγραμμένη εποποιΐα που είχε σχεδιαστεί μαεστρικά από την Ομοσπονδία της Βραζιλίας, τους χορηγούς, την ίδια τη FIFA. Ο Ρονάλντο όμως έφυγε για τα γήπεδα της Γαλλίας σαν Μεσσίας και επέστρεψε σαν φάντασμα, με ένα τεράστιο πέπλο μυστηρίου να καλύπτει ακόμη και σήμερα, κοντά είκοσι χρόνια μετά, τα γεγονότα της 12ης Ιουλίου του 1998.

Ήταν 2 και μισή το μεσημέρι της ημέρας του τελικού, ο Ρονάλντο μοιράζεται το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που έχει καταλύσει η Seleção με το Ρομπέρτο Κάρλος. Ξεσπάει σε σπασμούς, τόσο δυνατούς που πέφτει από το κρεββάτι. Δεν εξηγήθηκε ποτέ το γιατί. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως επρόκειτο για επιληπτικό επεισόδιο, άλλοι υπονοούν υπερβολική χρήση παυσίπονων (ή ναρκωτικών) προκειμένου να πάψουν οι ενοχλητικοί πόνοι στον αστράγαλο που έθεταν εν αμφιβόλω τη συμμετοχή του στο μεγάλο τελικό, οι συνομωσιολόγοι μιλούν ξεκάθαρα για «ντόπα», σκληρή και βαριά «ντόπα». Άνθρωποι που ήταν πολύ κοντά του εκείνη την εποχή όμως, ψιθυρίζουν το ασύλληπτο: ο Ρονάλντο υπέστη καρδιακή προσβολή, στένωση των καρωτίδων αρτηριών, με το προσωπικό του ξενοδοχείου και τον ιατρό που έσπευσε να παράξει τις πρώτες βοήθειες να κάνει λόγο ότι για κάποια δευτερόλεπτα ήταν νεκρός. Ο ίδιος ο Ρονάλντο μια μέρα μετά από εκείνο το βαρύ 3-0 στον τελικό με τη Γαλλία, πριν προλάβουν να τον μπουκώσουν με δικαιολογίες και σενάρια οι μάνατζερ, οι δικηγόροι και οι λογής παρατρεχάμενοι, δήλωσε με αφοπλιστική ειλικρίνεια ενώ κατέβαινε κουτσαίνοντας από το πούλμαν, ότι «χάσαμε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο, αλλά εγώ κέρδισα τη ζωή μου».

Είναι παράλογο, αλλά ακόμη και σήμερα, δεν έχει γίνει γνωστό ποιος τρελός πήρε την ευθύνη και έβαλε έναν 21χρονο να παίξει, ενώ τέσσερις ώρες πριν το παιχνίδι είδε το χάρο με τα μάτια του. Κυκλοφορούν άπειρα σενάρια. Οι χορηγοί, η τηλεόραση, η Ομοσπονδία, οι μάνατζερ ή όλοι αυτοί μαζί. Ο Ρονάλντο έπαιξε (τρόπος του λέγειν διότι ήταν ωσεί παρών στο ματς) μια ολόκληρη ώρα πριν ο Ζαγκάλο κάνει το αυτονόητο και τον αντικαταστήσει. Η εικόνα του ήταν κάκιστη, θλιβερή, παρόλο που χάθηκε στον κυκεώνα ενός ζωντανού τελικού Παγκοσμίου Κυπέλλου. Αργότερα ειπώθηκε ότι ο ίδιος ζήτησε από το Ζαγκάλο να αγωνιστεί, ότι υποτίμησε το επεισόδιο που υπέστη στο ξενοδοχείο και επειδή όλοι τον πίεζαν, πήρε την ευθύνη και μπήκε στο χόρτο. Ό,τι κι αν έγινε εκείνο το απόγευμα, ό,τι κι αν ισχύει, γεγονός είναι ότι σε ηλικία 21 ετών και 9 μηνών, ο μοναχός Shaolin, το φαινόμενο, η σφαίρα, το πανάκριβο και καλογυαλισμένο κρύσταλλο ράγισε και ο μύθος ξεκίνησε να γκρεμίζεται ανά την υφήλιο.

Μετά από εκείνη την αποφράδα ημέρα, ο Ρονάλντο κατέκτησε ένα Μουντιάλ και μάλιστα ως πρώτος σκόρερ, ακόμη μια Χρυσή Μπάλα, πολλούς τίτλους με τους galacticos της Ρεάλ, έδωσε εκατοντάδες παραστάσεις σημειώνοντας απίστευτα γκολ, συμπεριλαμβανομένου εκείνου του hattrick στο Old Trafford, έκανε μια ονειρεμένη καριέρα, σε καμία περίπτωση όμως δεν ξαναέδωσε σε όλους τους πιστούς του τα «κειμήλια» της τετραετίας από τα 17 του έως τα 21 του χρόνια. Ήταν ένας ανεμοστρόβιλος που έγινε δυνατός αέρας, μια άγρια θάλασσα που έγινε ταραγμένη, ένα υπερφυσικό φαινόμενο που έγινε γήινο, απτό, «κοινό». Μέσα σε όλη αυτή την τραγωδία, είχε και τα δύο επίπονα «κρακ» στο γόνατο, δύο πολύ σοβαρούς τραυματισμούς στον τένοντα, με το δεύτερο να ηχεί σε όλο το Olimpico σε εκείνο το ματς κόντρα στη Lazio.

Ίσως εκείνοι οι δύο πολύ σοβαροί τραυματισμοί μας επέτρεψαν να ζήσουμε έστω και λίγο το μεγαλείο του Ρονάλντο, μας βοήθησαν να κατανοήσουμε ότι κάθε ήρωας έχει την αχίλλειο πτέρνα του, ότι κανείς δεν είναι άτρωτος, κανείς δεν είναι Θεός.

Ίσως ακόμη και ο ίδιος να μην μπορεί να δώσει μια εξήγηση για αυτό που τον λύγισε περισσότερο. Το άγχος; Η επιθανάτια εμπειρία στη Γαλλία; Η φθορά και το τίμημα του να είσαι «φαινόμενο»; Τα εύθραυστα γόνατά του; Ή μήπως τελικά οι μεγάλες, οι δυσβάστακτες, οι θεόρατες προσδοκίες όλων μας; Είναι ίσως πολύ σκληρό αυτό που αποτολμώ να γράψω, αλλά ίσως εκείνοι οι δύο πολύ σοβαροί τραυματισμοί μας επέτρεψαν να ζήσουμε έστω και λίγο το μεγαλείο του, μας βοήθησαν να κατανοήσουμε ότι κάθε ήρωας έχει την αχίλλειο πτέρνα του, ότι κανείς δεν είναι άτρωτος, κανείς δεν είναι Θεός. Η γήινη εικόνα που ζήσαμε μετά το Μουντιάλ της Γαλλίας, ο αστερίσκος των τραυματισμών, το δικαιολογήσιμο του πράγματος, αποφόρτισαν έναν άνθρωπο από τη μόνιμη υποχρέωση να κάνει πράγματα που δεν είχαμε ξαναδεί, που δεν είχαμε καν φανταστεί στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι. Ο Ρονάλντο έγινε τρωτός, έπαψε να κατατρέχεται από την κατάρα του, σε τελική ανάλυση δεν κατήντησε ποτέ Ροναλντίνιο, δεν βυθίστηκε ποτέ στο βούρκο κανενός Ασίς και δεν τσαλάκωσε ποτέ τόσο πολύ την εικόνα του.

Υπάρχει πάντοτε εκείνη η τετραετία του «πριν» που σβήνει μονοκονδυλιά και τη ροπή στις καταχρήσεις και την έντονη προσωπική ζωή και τους πειρασμούς, ακόμα και τα προβλήματα με το βάρος του. Όπως υπάρχει και η εμφάνιση του δεύτερου Ρονάλντο, του Πορτογάλου, ο οποίος του «πήρε» ακόμα και το όνομα, υπάρχουν νέα παιδιά, έφηβοι, που αγνοούν την ύπαρξή του γιατί γκουγκλάροντας καταλήγουν στον Κριστιάνο. Η καριέρα του δεν θα μείνει στην ιστορία ως η μεγαλύτερη όλων των εποχών, είναι όμως από τις ελάχιστες που χωρίς κάποια «αν» θα παρέδιδαν στην ιστορία τον καλύτερο όλων των εποχών και δεν είναι υπερβολή που τονίζει την αλήθεια. Όπως έγραψε και ο Brian Phillips στο Slate: «You can either stay alive to what's wonderful about sports or give up and admit you see players as oil wells. Ronaldo isn't a quantifiable reserve of potentials that was never efficiently tapped or a set of character traits that never reliably pumped out his natural talent. He's a person, the interface of whose personality with the world produced some breathtaking moments in a game».

Λόγια ενός δημοσιογράφου θα πει κάποιος, πιθανόν να έχει και δίκιο. Προσωπικά, ανέκαθεν προτιμούσα τα λόγια των ίδιων των πρωταγωνιστών, των έτερων (πολύ) μεγάλων του αθλήματος, ειδικά όταν έπεφτα επάνω τους κατά τύχη. Πριν λίγα χρόνια, ο Christophe Dugarry, ο παλαίμαχος διεθνής Γάλλος επιθετικός, είχε μια εκπομπή στη γαλλική τηλεόραση, ένα είδος συνδυασμού talk show και αφήγησης αθλητικών ιστοριών. Καλεσμένος της εκπομπής ήταν ο Zinedine Zidane, συζήτησαν για πολλή ώρα, έπαιξαν τένις, κάποια στιγμή κάθισαν στον πάγκο δίπλα στο court. Ο Dugarry άδραξε την ευκαιρία και ρώτησε αιφνιδιαστικά το Ζιζού ποιος είναι ο καλύτερος που έχει δει. Χωρίς δισταγμό, χωρίς δεύτερη σκέψη, ο Zidane απάντησε μονομιάς: “Ahhh, Ronaldo!”. Με τόνο στη λήγουσα. Γιατί κανείς δεν είναι τέλειος.

There is only one Ronaldo? Tα footshirts έχουν απάντηση

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ