LONGREADS

Δρελιώζης for the win

Δρελιώζης for the win
FRANCESCA GIAITZOGLOU WATKINSON

Η ιστορία του Μάκη Δρελιώζη είναι από αυτές που είναι χρήσιμο να κυκλοφορούν, ώστε να μαθαίνουν τα νέα παιδιά που θέλουν να γίνουν επαγγελματίες αθλητές, πόσο λεπτό είναι το όριο που χωρίζει την επιτυχία από την αποτυχία. Όχι σε επίπεδο διακρίσεων, αλλά στο να μπορείς να ζήσεις τη ζωή για την οποία ήσουν προορισμένος.

Υπήρξε από τα μεγαλύτερα ταλέντα της γενιάς του. Παρ' όλα αυτά, δεν απήλαυσε ούτε το 10% όσων θα μπορούσαν να προκύψουν από αυτό το δεδομένο. Ο Μάκης Δρελιώζης ομολογεί πως έκανε λάθη, τα οποία "πλήρωσε". Έκανε όμως, και κάτι ακόμα: δεν σταμάτησε ποτέ να προσπαθεί να ζει με αξιοπρέπεια. Ο λόγος που δέχθηκε να μοιραστεί με το Sport24.gr την ιστορία του, ήταν -κατά του ιδίου το ρηθέν- για να διαπιστώσουν τα νέα παιδιά που θέλουν να γίνουν επαγγελματίες αθλητές, πόσο εύκολα μπορείς να "χαθείς", αλλά και πόσο σημαντικό είναι να προετοιμάζεσαι από μικρός για τη ζωή μετά την αθλητική καριέρα.

Δρελιώζης for the win

Από τα 15 έπαιζε με τους άνδρες. “Μεγάλωσα πριν την ώρα μου” λέει με το χαρακτηριστικό του χαμόγελο, στα 42 και ενώ μεσολάβησαν εμπειρίες που δεν τις λες και φυσιολογικές. Όπως του είπα “ξέρω ανθρώπους που έχουν κατάθλιψη για πολύ λιγότερους λόγους”. Μου απάντησε “στη ζωή, πρέπει να παλεύεις υπό τις όποιες συνθήκες. Η επιβίωση είναι σκληρή, με ό,τι και αν καταπιαστείς. Σημασία έχει να προχωράς με αξιοπρέπεια και να μη ντρέπεσαι για καμία δουλειά, γιατί η ζωή είναι μια περιπέτεια”. Αυτά τον δίδαξε η ζωή του και η οικογένεια του. Ας τον αφήσω όμως, να σου πει την ιστορία του, όπως μας την είπε την ημέρα που τον συναντήσαμε με τη φωτογράφο της 24Media, Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου - Watkinson... στο επί χρόνια δεύτερο σπίτι του: το κλειστό της Αρτάκης. Μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία, είχε κάπου... στα 10/10 σουτ. "Δεν το έχω ξεχάσει, έτσι;" σχολίασε με χαμόγελο.

Ήμουν ψιλόλιγνος, με έβαζαν στο τέρμα και βαριόμουνα

“Οι πρώτες μου αναμνήσεις είναι η οικογένεια, οι γονείς μου να δουλεύουν, να υπάρχουν γενικά, ένα τρέξιμο στο σπίτι”, στα Προσφυγικά του Άγιου Σώστη, όπου έζησε πολύ και το παιχνίδι στην αλάνα. “Πρόλαβα την πεζοδρόμηση και το γήπεδο μπάσκετ που είχαν φτιάξει στο Αστικό. Ήμασταν όλη μέρα, με μια μπάλα στα χέρια”. Όχι στα πόδια; “Το ποδόσφαιρο δεν μου άρεσε, γιατί ήμουν ψηλόλιγνος και δεν θα έλεγες ότι ήμουν ιδιαίτερα ευέλικτος. Τα παιδιά δεν με διάλεγαν και με έβαζαν στο τέρμα. Οπότε βαριόμουνα και δεν έπαιζα. Κλασική περίπτωση, δηλαδή για ψηλό παιδάκι”.

Θυμάται και τα καλοκαίρια “στο σπίτι της οικογένειας μου, στην Κινέτα. Μας κρατούσε η γιαγιά η Δέσποινα, με την οποία περνούσαμε υπέροχα. Μας έλεγε ιστορίες που με μάγευαν, για τη ζωή της στην Σμύρνη, για το διωγμό, για τις δυσκολίες του ταξιδιού από τα Σίλατα της Καππαδοκίας στη Θεσσαλονίκη -αρχικά και μετά στην Αθήνα-, μαζί με τα παιδιά, τη μάνα μου την Ελένη, τη θεία μου τη Μαρίκα και το θείο μου τον Στέφανο, ξυπόλητοι. Μας είχε πει ιστορίες για όλο αυτό το ταξίδι, για την ανέχεια, για την αδυναμία της να ταΐσει τα παιδιά της -είχε έλθει μόνη, χωρίς τον παππού τον Πρόδρομο. Μου είχε πει πως πλησίαζε όποιον έτρωγε δίπλα τους, για να τους πει με τρόπο να πάνε λίγο μακριά, ώστε να μη ζηλεύουν τα παιδιά της. Ή τα έπαιρνε και έφευγαν”. Δεν ζητούσε “γιατί ήταν υπερήφανη”.

Δεν είχα ποτέ όνειρο να παίξω μπάσκετ

Το πρώτο σπίτι “στήθηκε” στις Παράγκες της Αλεξάνδρας και εκεί ήλθε και ο Πρόδρομος “ο οποίος είχε καροτσάκι και έφτιαχνε σουβλάκια. Ακόμα έχω κάποιες σούβλες δικές του”. Οι δυσκολίες ήταν δεδομένες, σε κάθε ιστορία που έλεγε η γιαγιά η Δέσποινα “αλλά περνούσαν καλά μεταξύ τους. Υπήρχε έντονο το ένστικτο της επιβίωσης και το αίσθημα της αξιοπρέπειας”. Αυτά πέρασαν στο υποσυνείδητο του, χωρίς να το καταλάβει. Όπως και όσα είδε μετά “με τη δουλειά του πατέρα μου και της μητέρας μου, που ήταν μοδίστρα. Την έβλεπα να γαζώνει όλη μέρα. Τον πατέρα μου δεν τον έβλεπα πολύ, γιατί έφευγε πριν ξυπνήσουμε για τη δουλειά. Ήταν ξυλουργός και είχε το εργαστήριο στο Γαλάτσι”. Τα καλοκαίρια, ο Μάκης και ο αδελφός του, ο Άγγελος ακολουθούσαν τον πατέρα τους στη δουλειά. “Μάθαμε να δουλεύουμε από πολύ μικροί” ενημερώνει και θα καταλάβεις σε λίγο γιατί αυτό ήταν που τον έσωσε.

Πώς σκεφτόταν τότε το μέλλον του; “Δεν είχα κάποιο πλάνο, κάποιο όνειρο. Γενικά, δεν κάνω πλάνα. Πολύ μικρός ήθελα να γίνω χειριστής μπουλντόζας. Ήταν κάτι που με εντυπωσίαζε”. Μετά, τον εντυπωσίασε το μπάσκετ. “Υπήρχε μια δραστηριότητα στη γειτονιά, τις δεκαετίες '80 και '90. Είχαμε ομάδες σε μεγάλες κατηγορίες στο μπάσκετ και στο βόλεϊ”. Η πετοσφαίριση ήταν το πρώτο άθλημα που δοκίμασε “σε ηλικία 7 χρόνων. Παράλληλα, επειδή υπήρχε μπασκέτα στο γήπεδο έκανα και σουτάκια. Όταν όμως, πήγε ο Άγγελος στον Πανιώνιο, ήταν θέμα χρόνου να τον ακολουθήσω”. Στα θετικά ήταν πως το μπάσκετ ήταν κάτι που του άρεσε, από την πρώτη επαφή. Και κάπως έτσι ξεκινά η ιστορία, στα 8 του χρόνια. Το 1989 απέκτησε το πρώτο του δελτίο. Τότε το “Ανδρέας Βαρίκας” ήταν ανοιχτό γήπεδο” με τσιμεντένια μπασκέτα, από τη μεριά του σχολείου. Δίπλα είχε το καμαράκι, από τη μια μεριά της εξέδρας ήταν τα αποδυτήρια και από την άλλη η άρση βαρών. Εκεί κοντά... ήταν και η βρύση! Έχω προλάβει το “Βαρίκας” σε όλες τις φάσεις”.

Δρελιώζης for the win
FRANCESCA GIAITZOGLOU WATKINSON

Ο Βαρίκας ήταν εκείνος που πήρε πάνω του την αναμόρφωση της ακαδημίας του Πανιωνίου και εν πολλοίς την εξέλιξη της σε μια εκ των καλύτερων της χώρας. Μπήκε στο σύλλογο τη σεζόν 1977-78, όταν οι “κυανέρυθροι” είχαν πέσει στη Β' Εθνική και αποφάσισαν να ρίξουν το βάρος στα τμήματα υποδομής. Ο πρώτος μεγάλος παίκτης που αναδείχθηκε από αυτά, ήταν ο Νίκος Λινάρδος. Ακολούθησαν πολλοί άλλοι. Ο Μάκης ήταν το μεγαλύτερο ταλέντο της γενιάς του.

“Ήμουν στη γενιά των '75αρηδων, με τους οποίους γίναμε παρέα -ακόμα κάνουμε παρέα. Μιλάω για τους Σάββα Ευαγγελίδη, Αλέξη Αμπατζή, Χρήστο Ρήγα και κάποια άλλα παιδιά. Μετά ήταν οι '74αρηδες, με τους οποίους έπαιξα περισσότερο. Ο Παναγιώτης Μακρυδήμας, ο Βασίλης Κικίλιας, ο Σάντρο Μουμούρης, ο Σάκης Βεντούρης, με τους οποίους κάναμε παρέα μέχρι το εφηβικό. Μετά ήταν οι '76αρηδες, δηλαδή ο Καράγκουτης, ο Σιώκος, ο Σκλάβος, ο Παντελιάδης. Με όλους αυτούς ήμασταν μια φουρνιά”. Βλέπεις παλαιά το εφηβικό ήταν τρία χρόνια και εκείνη η ομάδα είχε σαρώσει τα πρωταθλήματα. “Η ακαδημία του Πανιωνίου μας έδωσε αρχές. Είχαμε τον Ηλία Ζούρο και τον Βαγγέλη Βλάχο να μας κατευθύνουν ώστε να γίνουμε σωστοί άνθρωποι και παίκτες, με αξιοπρέπεια και σεβασμό. Ο Ζούρος έκανε τρομερή δουλειά, τότε. Ερχόταν, μας έπαιρνε από το σχολείο για προπόνηση και μετά μας πήγαινε σπίτι. Τότε οι προπονητές που είχαμε, είχαν μεράκι. Για αυτό και η ομάδα “έβγαλε” τόσο επιτυχημένες φουρνιές”.

Πότε άρχισε να σκέφτεται πως το χόμπι του μπορεί να γίνει και επάγγελμα; “Δεν θα το πιστέψεις, αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν σκέφτηκα ποτέ. Μου άρεσε τόσο πολύ το να παίζω μπάσκετ που όταν σταμάτησα και έκανα μια αναδρομή στο παρελθόν, διαπίστωσα πως πληρωνόμουν για να κάνω αυτό που μου άρεσε. Για αυτό και έχασα αρκετά χρήματα, διότι δεν το έβλεπα ως επάγγελμα. Όσο και ακούγεται βλακώδες αυτό που λέω, είναι η αλήθεια. Δεν ξεκίνησα το μπάσκετ, επειδή είδα πως μπορώ να βγάλω χρήματα. Κάτι που κάνουν τώρα τα παιδιά και από 13 χρόνων έχουν ατζέντηδες, πράγματα που είναι τρελά. Κατ' αυτόν τον τρόπο, δεν μαθαίνουν να παλεύουν τα παιδιά και στο τέλος της ημέρας, το να τα βρίσκουν όλα εύκολα, τους κάνει κακό. Στη δική μου περίπτωση, έπαιζα μπάσκετ από αγάπη και για αυτό οι αποφάσεις μου ήταν συναισθηματικές. Όχι έξυπνες”.

Η καρδιά μου, μου στοίχισε λεφτά

Θα σου εξηγήσει επακριβώς, τι εννοεί, λέγοντας πως οι αποφάσεις του ήταν συναισθηματικές. “Όπου και αν πεις ότι είσαι αρχηγός σε ομάδα της Α1, πως έχεις προτάσεις από ομάδες της Α1 και εσύ πας στη Β' Εθνική, θα σου απαντήσουν ότι δεν είσαι φυσιολογικός. Εγώ όμως, το έκανα, όταν πήγα στη Χαλκίδα, το 2001”. Δεν είναι αναπάντητο το “γιατί”. Τουναντίον. “Είχα πικραθεί από τον Πανιώνιο, είχα και ένα ψήσιμο από τον Βαγγέλη Αγγέλου που ήταν κόουτς στη Χαλκίδα και πήγα. Μετά διαπίστωσα πως από αυτά που είπαμε, δεν έγινε τίποτα. Τώρα, με την απόσταση των χρόνων θα σου πω ότι ήταν τεράστιο λάθος. Η καριέρα του αθλητή είναι πολύ μικρή και πρέπει να “ξεζουμίσεις” τη δεκαετία που μπορείς να κάνεις κάποια πράγματα. Είναι δεδομένο πως η καρδιά μου, μου στοίχισε λεφτά”.

Ο πρώτος Έλληνας... Μποσμάν

Θυμίζει πως η γενιά του ήταν σε ένα μεταβατικό στάδιο (“δεν ήταν αμιγώς επαγγελματικό το ξεκίνημα μας”) και για αυτό εκείνα τα παιδιά έβαζαν μπροστά το συναίσθημα. Με αυτό λειτούργησε και το 1996, όταν έγινε ο πρώτος Έλληνας που έκανε χρήση του -φρέσκου τότε- κανονισμού Μποσμάν, ώστε να παίξει στην ιταλική Φορλί. Επειδή ενδέχεται να είσαι νέος και να μη γνωρίζεις τι είναι ο κανονισμός Μποσμάν, να σου πω ότι στις 15/12 του 1995, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στο Λουξεμβούργο αποφάσισε υπέρ της ελεύθερης μετακίνησης εργαζομένων (βλ. και επαγγελματίες αθλητές) εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτομάτως καταργήθηκαν όσα ίσχυαν και επέτρεπαν στις εθνικές ομοσπονδίες των χωρών-μελών να επιβάλουν περιορισμούς σε τέτοιες μεταγραφές. Βασική προϋπόθεση ήταν να μην υπάρχει συμβόλαιο σε ισχύ.

Το “Μποσμάν” προέκυψε από τον Ζαν-Μαρκ Μποσμάν, Βέλγο ποδοσφαιριστή που ήθελε να πάει στη γαλλική Δουνκέρκη, αλλά δεν μπορούσε διότι η βελγική Λιρς που τον απασχολούσε έως το 1990 απαιτούσε buy out.

Πίσω στον Δρελιώζη “το καλοκαίρι του 1996 είχαμε συμφωνήσει με τον Πανιώνιο να επεκτείνουμε τη συνεργασία που είχε ξεκινήσει από το 1990. Δώσαμε τα χέρια, λίγες ημέρες μετά έπαθα ρήξη χιαστού και αυτά που είχαμε συμφωνήσει, άλλαξαν. Τότε ίσχυε ακόμα η μονομερής ανανέωση, με τους συλλόγους να 'χουν τον πλήρη έλεγχο των αθλητών -σε χρήματα, στα πάντα- έως ότου συμπληρώσουν το 25ο έτος της ηλικίας τους. Συμπτωματικά, τότε άλλαξαν και τα πρόσωπα στον Πανιώνιο και εμφανίστηκαν άνθρωποι που δεν είχαν σχέση με το σύλλογο ή την ιστορία του. Αποφάσισα λοιπόν, να εκμεταλλευτώ τον κανονισμό Μποσμάν, για να παλέψω και να βρω την τύχη μου στην Ιταλία”. Το 1997 που ανέλαβαν ξανά τον Ιστορικό, άνθρωποι του συλλόγου “και πάλι αποφάσισα συναισθηματικά και επέστρεψα”. Έμεινε έως το 2001. Αλλά ας μείνουμε λίγο ακόμα στο γιατί έφυγε για τη γείτονα.

Ήμουν τρία χρόνια χωρίς στατιστική

Ο νεαρότερος σε ηλικία παίκτης, που έχει αγωνιστεί ποτέ σε ματς της Α1 (“το 1990, ήμουν 15 χρόνων και 6 μηνών, όταν με είχε βάλει ο Τζούροβιτς να παίξω εναντίον του Απόλλωνα Πάτρας”) έζησε μια οδύσσεια πριν το σοβαρό τραυματισμό του. Μια στιγμή. Θα σου πει.

“Όταν έφυγε ο Τζούροβιτς, το 1993, είχα πρόταση από τους Αμπελόκηπους, που τότε ανέβαινε τη μια κατηγορία, μετά την άλλη με τους Φλώρο, Σταυρακόπουλο, Παναγιωταράκο, Πατρίκη κα. Ο κόουτς Καλαφατάκης με είχε ζητήσει, όταν η ομάδα ήταν στη Β' Εθνική. Είχα πάει στον Κώστα Μίσσα και του είχα πει ότι θέλω να πάω, για να παίξω. Ο Μίσσας με είχε βοηθήσει πάρα πολύ στα χρόνια που ήταν assistant, αλλά στην πρώτη του χρονιά ως head coach κατάλαβα ότι θα ήθελε να εμπιστευτεί πιο έμπειρα παιδιά. Μιλάω για τη χρονιά του Τέρνερ, του Γιαννάκη και ο Μίσσας μου είχε πει πως θα είμαστε ο Μποσγανάς και εγώ, στη θέση “δύο”. Τελικά, δεν έκανα ούτε προπονήσεις. Αν είχα παίξει στη χρονιά του Μίσσα, στην Α2, δεν θα έκανα τα επιπόλαια λάθη που οφείλονταν στην απειρία μου. Θα με εμπιστεύονταν περισσότερο οι επόμενοι προπονητές”.

Δρελιώζης for the win
FRANCESCA GIAITZOGLOU WATKINSON

Εκεί το βλέμμα του “χάθηκε”, έκανε μια παύση, πριν πει “δέχθηκα να εξιστορήσω όσα μου συνέβησαν, με την ελπίδα ότι η ιστορία μου μπορεί να φανεί χρήσιμη σε κάποιους. Σε αυτούς έχω να πω ότι τα νέα, ταλαντούχα παιδιά πρέπει να παίζουν για να εξελιχθούν. Πρέπει να παίρνουν αγώνες στα πόδια τους. Όλα πρέπει να 'χουν μια σειρά. Εγώ δεν την είχα”.

Επειδή ήταν πολύ πεισματάρης, ξυπνούσε το χάραμα, πήγαινε για προπόνηση, μετά στο σχολείο και έπειτα πάλι στο γήπεδο “για προπόνηση με το ανδρικό... που τελικά δεν έκανα, καθώς μετά την προθέρμανση καθόμουν και μετά για πλήρη προπόνηση με το εφηβικό”. Κάπως έτσι, χάθηκε η σεζόν 1993-94. Την επομένη εμφανίστηκε στη Νέα Σμύρνη ο Ίβκοβιτς “και δυο ημέρες πριν πάμε διακοπές, έπαθα ρήξη χιαστού. Ο Ίβκοβιτς μου είχε πει νωρίτερα, ότι θα με χρησιμοποιούσε ως βασικό “δυάρι”. Μετά τον τραυματισμό μου, εύλογα άλλαξε πλάκα και έφερε τον Τράβις Μέις με τον Θερλ Μπέιλι. Είχα επικεντρωθεί στην αποθεραπεία μου και... πάει και αυτή η χρονιά. Το καλοκαίρι του '95, ο “Ντούντα” με έστειλε στη Γιουγκοσλαβία για αποκατάσταση και προπονήσεις, γύρισα πολύ δυνατός και με τεράστια λαχτάρα να παίξω. Αυτό ήταν μάλλον ο λόγος που υπέπεσα σε λάθη, τα οποία είχαν να κάνουν με τη συμπεριφορά μου”. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτύξει κόντρα με τον βοηθό του Ίβκοβιτς, τον Μίλαν Μίνιτς “και έκλεισα την τριετία, χωρίς στατιστικά. Ήμουν άτυχος και στην Εθνική, όταν κλήθηκα, με τους 74ρηδες ενόψει του Πανευρωπαϊκού της Θεσσαλονίκης, το 1991, ο κόουτς Τσίσκας με “έκοψε”, διότι υπήρχε απόφαση να γίνει Έλληνας ο Μοραϊτοφ -παίκτης του Άρη. Αυτή η ομάδα ήλθε 2η”.

Είχα οργή μέσα μου

Ομολογεί ότι “ήμουν 19-20 χρόνων και δεν είχα την εμπειρία να διαχειριστώ κάποιες καταστάσεις. Για αυτό και λέω έκανα λάθη που είχαν ως συνέπεια την τιμωρία μου. Βέβαια, ήταν φοβερή χρονιά, με Μπάιρον Ντίκινς, Ζάρκο Πάσπαλι, Φάνη Χριστοδούλου, τον Παναγιώτη Γιαννάκη, τον Καράγκουτη, τον Γέλιτς, τον Μποσγανά, τον Στόουκς, τον Αγγέλου. Πρέπει να ήταν η σεζόν που ο Πανιώνιος έπαιξε το καλύτερο μπάσκετ”. Οι μόνες ώρες που δεν αισθανόταν θυμό ήταν αυτές των προπονήσεων. “Όσο και αν σου φανεί περίεργο, ήμουν πολύ ανταγωνιστικός. Ο Τέρνερ, ο οποίος είχε έλθει για “4αρι” και βγήκε καθαρό “2αρι” μου είχε πει στο τέλος της σεζόν πως “αν δεν ήσουν εσύ, δεν θα είχα κάνει αυτή τη χρονιά”.

Κατόπιν όλων αυτών, ο ατζέντης του, Γκας Σαρηγιαννίδης, μαζί με τον Βαγγέλη Αγγέλου τον βοήθησαν να βρει δουλειά στο εξωτερικό και έτσι, πήγε στο Φορλί. “Έκανα αρκετά καλή χρονιά στην Ιταλία, με 11π. κατά μ.ο., σε πρωτάθλημα που δεν ήξερα”. Δεν ήξερε και τη γλώσσα. “Ούτε καν καλά αγγλικά. Μια ανάμνηση που έχω από αυτήν την εποχή, είναι τους δικούς μου και την Ελένη, τότε σύντροφο μου, τωρινή σύζυγο μου να κλαίνε στο αεροδρόμιο λες και έφευγα για πάντα”. Λίγο καιρό μετά, εμφανίστηκε στην πόλη και ο Γιώργος Μασλαρινός “οι Παταβούκας και Πρέλεβιτς πήγαν στην Μπολόνια -που είναι δίπλα στο Φορλί- και κάναμε μια πολύ ωραία παρέα. Ακόμα είμαστε φίλοι”. Θα έλεγες πως είχε στρώσει το δρόμο. Λάθος. Σημείωσε επίσης, κάπου εδώ ότι αν δεν είχε φύγει... θα έπαιζε πάλι για τον Τζούροβιτς, τον πρώτο που τον είχε εμπιστευτεί ποτέ, ο οποίος είχε αντικαταστήσει στο δίμηνο τον Κιουμουρτζόγλου. Θα έπαιζε και Ευρωλίγκα.

Όταν υπηρέτησε στο ναυτικό -κανονικά, όχι ντεμέκ

Το καλοκαίρι του 1997 δέχθηκε πρόταση από τη Σκαβολίνι “αλλά έπρεπε να υπηρετήσω τη στρατιωτική μου θητεία. Είχαν αρχίσει να χτυπούν... τα καμπανάκια στο αεροδρόμιο. Είχε λήξει και η αναβολή που είχα, λόγω σπουδών”. Τι σπούδαζε; “Δημοσιογράφος (γελάει)”. Παρεμπιπτόντως, τον Πανιώνιο είχαν αναλάβει ο Μίλτος Λαζαρίδης και ο Μάκης Δενδρινός “και με το που με έπιασαν, όλα είχαν τελειώσει”. Επέστρεψε λοιπόν, στη Νέα Σμύρνη και υπέγραψε τριετές.

Δρελιώζης for the win
FRANCESCA GIAITZOGLOU WATKINSON

“Η πρώτη σεζόν ήταν εξαιρετική και προς το τελείωμα της, έπρεπε να παρουσιαστώ. Ο Δημήτρης Αποσκίτης ήταν προπονητής στο Πολεμικό Ναυτικό και ξεκίνησα εκεί προπονήσεις, μαζί με τον Γιώργο Σιγάλα... πριν παρουσιαστώ. Υπεύθυνος αθλητισμού, στο σώμα, ήταν ένας προπονητής ποδοσφαίρου: ο Μπάμπης Ρήγας. Αυτός ο άνθρωπος, με κατέστρεψε. Όταν ήλθε η ώρα της μετάταξης (από τους 21 μήνες, οι 6 ήταν παραμεθόριος), με έστειλε στη Διεύθυνση Διοίκησης της Σαλαμίνας. Υπηρεσία από την οποία δεν μπορούσες να λείπεις. Δεν είναι μυστικό πως οι επαγγελματίες αθλητές τυγχάνουν ιδιαίτερης μεταχείρισης στο στρατό. Παρ' όλα αυτά, εγώ έπρεπε να πηγαίνω κάθε μέρα στη Σαλαμίνα. Σηκωνόμουν 5 το πρωί, έπαιρνα το καράβι, περνούσα απέναντι, 6.45 έπιανα τη σκουπιδιάρα, κουβαλούσα 3 τόνους απορρίμματα κάθε μέρα και στις 2 έφευγα. Έπεφτα πάνω στη μαζική επιστροφή, έκανα δυο ώρες να φτάσω σπίτι και στις 5 πήγαινα για προπόνηση. Δεν γινόταν πάλι, να 'χω μια σειρά. Το μπάσκετ είναι ρυθμός και εγώ δεν μπορούσα να τον βρω ποτέ”.

Αποφάσισα να ξεκινήσω ξανά από το μηδέν

Ο Ματσόν αντικατέστησε τον Δενδρινό, εμφανίστηκαν στην Πλατεία οι Διαμαντόπουλος και Παπαλουκάς “εγώ δεν είχα ολοκληρώσει τη θητεία μου και δεν μπορούσα να είμαι όπως ήθελα να είμαι. Δεν συνηθίζω να ρίχνω ευθύνες σε άλλους. Εκ των υστέρων, διαπίστωσα πως είχαν γίνει περίεργα πράγματα. Εν πάση περιπτώσει, ήλθε ο Σούμποτιτς και από βασικός, μπήκα στον “πάγο”, γιατί η διοίκηση είχε πει να παίζουν οι μικροί”. Πάλι είχε αλλάξει η διοίκηση ”και είχα πει στον Σούμποτιτς, κατά λέξη “από ό,τι βλέπω, με θες για βοηθό καθαρίστριας” και μου απάντησε “ναι”.

Ήταν πια 24 χρόνων “και σκέφτηκα πως επειδή δεν είχε πάει κάτι καλά, θα ξεκινούσα από το μηδέν”. Εξ ου και η Χαλκίδα “μολονότι είχα πρόταση από το Μαρούσι του Αλεξανδρή. Είχα αποφασίσει να κάνω από την αρχή τα βήματα και να βοηθήσω την ομάδα να "ανέβει" στην Α1”. Σύντομα διαπίστωσε πως όσα έλεγαν με τον Αγγέλου, ουδεμία σχέση με την πραγματικότητα είχαν. Ένα θα σου πω: το 2016 δικαιώθηκε από δικαστήριο, για να πάρει εκείνα τα δεδουλευμένα, που δεν πήρε ποτέ γιατί η ΚΑΕ δεν υπήρχε πια. Στο λέω για να καταλάβεις πως ούτε εκεί πήγαν τα πράγματα, όπως τα είχε προγραμματίσει. “Για να πάω στη Χαλκίδα, είχα πει “όχι” στην πρόταση του Μπάνε Πρέλιεβιτς να πάω στον ΠΑΟΚ. Έφτασα λοιπόν, 25 και με έλεγαν ακόμα ταλέντο. Αυτό είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να συμβεί σε έναν παίκτη. Μετά τα 17-18, πρέπει να μπεις σε μια σειρά και να παίξεις”.

Δρελιώζης for the win
FRANCESCA GIAITZOGLOU WATKINSON

Από όταν πήγε στη Χαλκίδα, άρχισε να δραστηριοποιείται και εκτός του μπάσκετ. Μαζί με τον αδελφό του, Άγγελο, ο οποίος είχε δουλέψει με τον πατέρα στο ξυλουργείο, ενώ είχε σπουδάσει διακοσμητής εσωτερικών χώρων και γραφίστας, κάναμε μια επιχείρηση εισαγωγής ιταλικών επίπλων κουζίνας και ντουλαπών. “Μετά, ήλθε η κρίση”... και αυτά. Ο Αγγέλου έφυγε κάποια στιγμή από τη Χαλκίδα, αλλά εκείνος έμεινε για τη διετία που είχε υπογράψει “και μετά, για καλή μου τύχη πήγα στον Πανελλήνιο του Μανουσέλη, όπου έπαιξα το καλύτερο μπάσκετ της καριέρας μου. Το ευχαριστήθηκα πολύ, οι παίκτες ήμασταν φανταστική παρέα. Ακόμα έχουμε σχέσεις. Εξ ου και “ανεβάσαμε” την ομάδα στην Α1”.

Θυμίζει πως στον αθλητισμό, για να κάνεις δουλειά “πρέπει να έχεις τύχη και να βρεις λίγο ρυθμό στην καριέρα σου”. Τι έγινε στον Πανελλήνιο το 2004-05, τη χρονιά της Α1; “Είχα κάνει πολύ καλή χρονιά στην Α2 και μετά την πρόκριση στην Α1, ο Μανουσέλης πήγε στην Αμερική να βρει ξένους. Χρόνια μετά, σε συζήτηση που είχαμε συμφώνησε πως θα μπορούσε να 'χει επιλέξει καλύτερα. Δεν ήλθαν τα αποτελέσματα, ο Μανουσέλης αποχώρησε, ήλθε ο Πετρόπουλος και άλλαξε όλη η ομάδα. Έφερε πέντε ξένους και έπαιζαν εκείνοι”. Άρα, πάει και αυτή η σεζόν, αλλά τον παρηγορούσε πια, το γεγονός ότι πήγαινε καλά η δουλειά που είχε κάνει με την οικογένεια του. “Για αυτό και έβαλα σε δευτερεύουσα φάση το μπάσκετ. Μου είχε κάνει πρόταση η Δάφνη, αλλά και πάλι δεν έγινε ό,τι είπαμε” και τον Δεκέμβριο έμεινε ελεύθερος. Και απλήρωτος. Το καλοκαίρι (έχουμε φτάσει στο 2006) έτυχε να κάνει μια κουβέντα με τον Μάκη Δενδρινό, ο οποίος είχε πάει στον Γκυζιακό. “Μου είπε πως με θέλει και του εξήγησα ότι επειδή πια για εμένα το μπάσκετ είναι χόμπι, δέχθηκα”. Η ομάδα ήταν στη Γ' Εθνική “και την πρώτη χρονιά προκριθήκαμε στη Β'. Τη δεύτερη χάσαμε την άνοδο στο τέλος, ο πρόεδρος καταστράφηκε οικονομικά και εξαφανίστηκε. Αυτό που είχε γίνει όμως, στον Γκυζιακό ήταν πως διαπίστωσα ότι το μπάσκετ δεν έχει “τελειώσει” μέσα μου”.

Τα έκανα λίγο ανάποδα όλα

Τότε τον πήρε τηλέφωνο ο Μανουσέλης, ο οποίος ήταν βοηθός προπονητή στον Ολυμπιακό. “Ο Μάνος είχε “κόλλημα” με την τριγωνική επίθεση, την οποία ήξερε πως γνώριζα. Σε μια τυχαία συνάντηση, του είπα ότι ήθελα να κάνω προπονήσεις και μου πρότεινε να πάω στον Ολυμπιακό. Έτσι, θα βοηθούσα στο να μάθουν οι νέοι παίκτες της ομάδας την τριγωνική επίθεση, την περίοδο που έλειπαν οι διεθνείς”. Ήταν η σεζόν που είχε υπογράψει με τους Πειραιώτες ο Τζος Τσίλντρες. “Το σώμα μου είχε αρχίσει να ξυπνάει. Είχα φτάσει σε κατάσταση που έκρινα πως θα ήταν κρίμα να μην παίξω. Πήρα τηλέφωνο τον Άκη Καρτάλο (γενικός διευθυντής στον Πανιώνιο) και του είπα πως θα ήθελα να κάνω προπονήσεις, μέχρι να βρω ομάδα. Ο Τριφούνοβιτς που ήταν τότε προπονητής, δέχθηκε και μετά κάποιες προπονήσεις μου είπε αν ενδιαφερόμουν να γίνω η τρίτη επιλογή στη θέση μου. Έτσι, έπαιξα και στην Ευρωλίγκα”.

Δεν ξέρω αν κατάλαβες, αλλά στην καριέρα του επέλεξε από την Α1 είχε πάει στη Β' Εθνική και από την Γ' Εθνική... στην Ευρωλίγκα. “Ναι (γελάει), τα έκανα λίγο ανάποδα όλα! Με μια λέξη, η καριέρα μου ήταν μια περιπέτεια. Η ζωή είναι μια περιπέτεια. Το μόνο βέβαιο είναι πως όταν κάνουμε σχέδια, ο Θεός γελάει”. Τότε άρχισαν τα συμπτώματα της κρίσης “έπεσαν” οι δουλειές στο μαγαζί που είχαμε, ξεκίνησαν τα προβλήματα και τελικά, φτάσαμε στο σημείο να πρέπει να βρούμε κάτι άλλο, με το οποίο να ασχοληθούμε για να ζήσουμε”.

Έμαθα να παίρνω παραγγελίες, να σερβίρω, να ψήνω

Έτσι, προέκυψε το “Πλατειάκι μας”, σουβλατζίδικο που θα βρεις στο Νέο Κόσμο. “Ομολογώ ότι ήταν μια δουλειά που δεν ήξερα. Αλλά την έμαθα. Όπως έμαθα να σερβίρω, να ψήνω, να παίρνω παραγγελίες. Τα πάντα. Η γειτονιά αυτή χρειάστηκε πολύ δουλειά, για να γίνει πόλος έλξης για τους κατοίκους της περιοχής. Όλα ξεκίνησαν από το Σύλλογο Προσφύγων και Οικιστών, που έχουμε εδώ. Τα μαγαζιά της περιοχής, το mall της περιοχής του '60, η αγορά των προσφυγικών, ήταν παρατημένα για χρόνια. Τη νύχτα δεν περπατούσε κανείς εδώ. Ήταν άνδρο ναρκωτικών. Τώρα βλέπεις παιδιά και παίζουν. Προηγήθηκε η πρόσκληση του Δήμου Αθηναίων, όπου ανήκουν αυτά τα καταστήματα, για να αναβιώσει η περιοχή. Συστήσαμε μια ομάδα, ενημερώσαμε πόσοι θέλουμε να πάρουμε μαγαζί, κάναμε ένα πλάνο ως προς το τι θα ανοίξει για να μην ανταγωνίζεται το ένα μαγαζί, το διπλανό, έγινε μια κλήρωση” και κέρδισε. Μετά ξεκίνησε η γραφειοκρατία που ήταν... για δυνατούς λύτες, αλλά τέλος καλό, όλα καλά και το 2012 η περιοχή απέκτησε ξανά ζωή.

Ήμουν τυχερός, γιατί στα λάθη μου με στήριζαν

Ο Μάκης απέκτησε νέες γνώσεις και μια νέα πρόκληση, στην οποία είχε αποφασίσει να ανταποκριθεί. “Ήμουν πολύ τυχερός που σε όλη μου τη ζωή, η γυναίκα μου, οι γονείς μου και ο αδελφός μου ήταν δίπλα μου. Και στα λάθη μου. Δεν έκανα μόνο λάθος επιλογές στην καριέρα μου, αλλά έκανα και στη διαχείριση των οικονομικών. “Έχασα” χρήματα, γιατί δεν είχα τις γνώσεις και αυτό είναι ένα πρόβλημα που έχουν οι επαγγελματίες αθλητές. Δεν σπουδάζουν, ώστε να είναι έτοιμοι για το μετά και να αποφύγουν τις λανθασμένες κινήσεις και συχνά βλέπεις ανθρώπους που έχουν “βγάλει” εκατομμύρια από την καριέρα τους, να φτάνουν να ζουν με τη βοήθεια των συγγενών τους”.

Καταλήγει στο ότι “όλα γίνονται και όλα είναι μαθήματα ζωής. Αν σκέφτηκα ποτέ να ασχοληθώ, από το όποιο πόστο με το μπάσκετ; Όχι, γιατί δεν έχω πια το χρόνο. Επιπροσθέτως, στο παρελθόν είχε τύχει να κάνω 2-3 πράγματα μαζί και δεν μπορούσα να ανταπεξέλθω. Αυτό μου έγινε μάθημα. Με ενδιαφέρει ωστόσο, να μάθουν οι νέες γενιές αυτά που έχω περάσει. Ένας βοηθηθεί είναι κέρδος. Επίσης, όλοι θα είναι κερδισμένοι αν βάλουν τα νέα παιδιά στη διαδικασία να σκέφτονται τι θα κάνουν μετά το μπάσκετ, πριν να είναι αργά. Γίνονται σχετικά σεμινάρια στον ΠΣΑΚ και είναι σημαντικό να τα παρακολουθούν τα παιδιά”.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ