NEW ARTICLES

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Ο Άλεξ Οβούμι διηγείται την πιο συνταρακτική ιστορία μπάσκετ που διαδραματίστηκε ποτέ. Μια ιστορία με ουρλιαχτά, σφαίρες, αίμα, ορδές ανταρτών και ασιτία. Μια ιστορία για τον πόιντ-γκαρντ του Μουαμάρ Καντάφι.

Ο Αμερικανονιγηριανός άσος αγωνιζόταν στη Λιβυή τη στιγμή της εξέγερσης και του πολέμου στην Βέγγαζη Βρέθηκε άθελα του στη γραμμή του πυρός και χρειάστηκε να περάσει 12 ημέρες κλεισμένος στο διαμέρισμα του χωρίς ηλεκτρικό, νερό ή φαγητό, να διασχίσει επί 12 ώρες την έρημο για να ζήσει. Και ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια για να βρει ξανά την ψυχή του.

Αυτή είναι η ιστορία του Άλεξ Οβούμι, την οποία έγραψε ο ίδιος για λογαριασμό του BBC . Δεν είναι καινούργια (δημοσιεύτηκε στις 6 Φεβρουαρίου), είναι όμως συνταρακτική. Όπως και το βιβλίο του.

Παίζοντας μπάσκετ για τον Γκαντάφι

"Ήταν ένα υπέροχο διαμέρισμα. Είχε πολύ χώρο και πολύ στιλάτη διακόσμιση. Είχε δύο μεγάλα σαλόνια, τρία υπνοδωμάτια και επίπεδες οθόνες παντού. Οι καναπέδες ήταν τόσο μεγάλοι, που ήταν αδύνατο να μετακινηθούν. Η πόρτα ήταν ατσαλένια, σαν αυτές του θησαυροφυλακίου.

Έφτασα στη Βεγγάζη στις 27 Δεκεμβρίου του 2010. Είναι η 2η μεγαλύτερη πόλη της Λιβύης και εγώ ήρθα για να παίξω μπάσκετ στην ομάδα που λεγόταν Αλ-Ναζρ Βεγγάζη. Είχα μείνει σε ωραία μέρη όλα αυτά τα χρόνια που έπαιζα στην Ευρώπη, αλλά το διαμέρισμα μου στην 7οροφη πολυκατοικία στη μέση της πόλης ήταν το κάτι άλλο, σαν το Ταζ Μαχάλ.

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Αυτό που μου είχε κάνει εντύπωση ήταν οι διάσπαρτες φωτογραφίες του ηγέτη της Λιβύης, του Μουαμάρ Καντάφι και των συγγενών του. Όταν μίλησα με τον πρόεδρο της ομάδας, τον κύριο Αχμέντ, μου είπε πως έχουν τα πράγματα και το ότι το διαμέρισμα ανήκει στον Μουτασίμ Καντάφι, τον γιο του δικτάτορα και ότι η Αλ-Ναζρ είναι η ομάδα του Καντάφι.

Του Καντάφι! Όταν ήμουν παιδί άκουγα συνέχεια για τον Καντάφι. Μεγάλωσα στη Νιγηρία και το όνομα και το πρόσωπο του ήταν συνεχώς στις ειδήσεις, στις εφημερίδες και στην τηλεόραση. Είχε βοηθήσει αφρικανικές ώρες όπως η Νιγηρία και ο Νίγηρας. Θεωρούσαμε τότε ότι ήταν μια από τις φυσιογνωμίες της Αφρικής. Αυτός και ο Νέλσον Μαντέλα. Σαν παιδί δεν είχα φανταστεί τα δεινά που μπορεί να προκαλούσε. Ίσως γιατί ήμουν πολύ απασχολημένος με τον αθλητισμό.

Φοβόντουσαν να χάσουν

Στην πρώτη μου προπόνηση με τους νέους μου συμπαίκτες επικρατούσε μια περίεργη ατμόσφαιρα. Ρώτησα έναν άλλον διεθνή παίκτη της ομάδας, τον Σενεγαλέζο Μουσταφά Νιανγκ γιατί είναι όλοι τόσο θλιμμένοι. Και μου εξήγησε το λόγο: η ομάδα έχανε. Κάποιοι δεν πληρωνόντουσαν, άλλοι έτρωγαν ξύλο. Αν δεν κερδίζαμε το επόμενο ματς, κάποια από τα παιδιά την είχαν άσχημα.

Ορισμένοι είχαν γρατζουνιές και μελανιές στα χέρια. Ένας είχε ένα μαυρισμένο μάτι, το οποίο προσπαθούσε να κρύψει. Η ασφάλεια του Καντάφι τους έσπρωχνε στα αποδυτήρια και δεν μιλάμε για μεγαλόσωμους παίκτες, όπως εγώ ή ο Μουσταφά. Κατά τη διάρκεια της προπόνησης έβλεπες ότι κάποιοι φοβόντουσαν να κάνουν λάθος. Αλλά σε όλα τα σπορ θα κάνεις λάθη, θα κάνεις κακές φάσεις. Δεν μπορείς να παίξεις αγώνα με κάποιους να φοβούνται.

Την επόμενη ημέρα ταξιδέψαμε στην Τρίπολη με ένα ιδιωτικό τζετ, όπως γίνεται στο ΝΒΑ. Έτσι ταξίδευε η Αλ-Ναζρ και η οικογένεια Γκαντάφι. Αλλά η συμφωνία ήταν ότι έπρεπε να κερδίζουμε. Οπότε όταν χάναμε υπήρχε πρόβλημα.

Στο συγκεκριμένο παιχνίδι ο Καντάφι βρισκόταν στο παιχνίδι. Πριν την έναρξη του αγώνα τον είχα δει να κάθεται με την στρατιωτική του ακολουθία φορώντας μια λευκή στολή. Στο παρκέ περπατούσε ο γιος του, Σαάντι Καντάφι, ο άνθρωπος που ήταν υπεύθυνος για τον αθλητισμό στη Λιβύη. Μιλήσαμε και ειλικρινά ήταν ένας καλός άνθρωπος, που αγαπούσε τα σπορ.

Τελικά κερδίσαμε με 10 πόντους και στα αποδυτήρια ο κύριος Αχμέντ μοίρασε σε όλους φακέλους με χρήματα, περίπου 1.000 δολάρια "από τον αρχηγό" όπως είπε χαρακτηριστικά.

Βασιλιάς στην Βεγγάζη

Μετά από αυτό το παιχνίδι δεχόμουν ειδική μεταχείριση, επειδή έπαιζα στην ομάδα του Καντάφι. Δεν πλήρωσα ποτέ για φαγητό σε εστιατόρια ή μαγαζιά. Όλα ήταν δωρεάν, είτε ήταν κάλτσες, είτε τηλεοράσεις και υπολογιστές. Δεν πλήρωσα ξανά τίποτα. Και η ομάδα συνέχιζε να κερδίζει και να κερδίζει. Ήμουν ο πλέι-μέικερ, ο ηγέτης, ο μαέστρος της ορχήστρας. Και όσο νικούσαμε οι συμπαίκτες μου δεν φοβόντουσαν.

Είχαμε παρατηρήσει, όμως, ότι ο προπονητής μας, ο κόουτς Σαρίφ, ήταν σκυθρωπός κατά τη διάρκεια της προπόνησης. Ήταν Αιγύπτιος και ανησυχούσε για την κατάσταση στην πατρίδα του. Τότε η επανάσταση ήταν σε πλήρη εξέλιξη.

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Οι φήμες ανέφεραν ότι θα γινόταν εξέγερση και στη Λιβύη, αλλά δεν τις πήρα ποτέ μου στα σοβαρά. Άλλωστε μιλούσαμε για μια χώρα που ο ηγέτης της ήταν στην εξουσία για 42 χρόνια. Ποιος θα είχε τη δύναμη και τον στρατό να τον αμφισβητήσει;

Από την ταράτσα του σπιτιού μου στη Βεγγάζη μπορούσα να δω ολόκληρην την πόλη. Μου άρεσε να πηγαίνω εκεί και να αγναντεύω, ειδικά τις ημέρες που μου έλειπε το σπίτι μου και δεν αισθανόμουν καλά. Άδειαζε το μυαλό μου σε εκείνη την ταράτσα.

Στη γραμμή πυρός

Στις 17 Φεβρουαρίου του 2011 στις 09.15 πήγα στην ταράτσα και είδα 200-300 διαδηλωτές έξω από το αστυνομικό τμήμα. Ένα στρατιωτικό κομβόι πλησιάζει ολοένα και περισσότερο. Και μετά χωρίς προειδοποίηση πυροβολισμοί. Κόσμος τρέχει. Κόσμος σωριάζεται στο δρόμο. Κόσμος νεκρός στη μέση του δρόμου. Προσεύχομαι. Προσεύχομαι να ζω ένα όνειρο, που θα τελειώσει όταν ξυπνήσω.

Οι σφαίρες σφύριζαν πάν από το κεφάλι μου κι εγώ έχω αγκαλιάσει το πάτωμα της ταράτσας. Φοβάμαι τόσο πολύ... Εκείνη τη στιγμή σκέφτομαι τόσα πολλά. Μετά από 10 λεπτά οι πυροβολισμοί σταματούν και ακούγονται μόνο κλάματα και ουρλιαχτά.

Επιστρέφω στο διαμέρισμα μου και κλείνω δυνατά την πόρτα πίσω μου. Τηλεφωνώ στον κόουτς Σαρίφ. Μέχρι να περάσει η κλήση έπρεπε να περιμένω αρκετή ώρα. Τελικά το σηκώνει. Μου λέει ότι βρίσκεται καθ' οδόν για την Αίγυπτο και μου πρότεινε να μείνω στο διαμέρισμα μου και να περιμένω κάποιον να έρθει να με πάρει.

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Προσπάθησα να πάρω τον Μουσταφά, αλλά δεν υπάρχει σήμα. Πατάω με δύναμη τα κουμπιά ξανά και ξανά, αλλά τα δίκτυα έχουν πέσει. Το ίδιο και το ίντερνετ. Κι εγώ αγκαλιάζω τη μεγάλη μεταλλική ντουλάπα και προσεύχομαι.

Κάθε λίγο και λιγάκι κοιτάω έξω από το παράθυρο. Ο κόσμος έχει εξαφανιστεί. Αντ' αυτού βλέπω κάτι παιδιά, παιδιά με τα οποία έπαιζα ποδόσφαιρο στο δρόμο. Είχαν μεταμορφωθεί σε επαναστάτες, κρατώντας πυροβόλα και μαχαίρια. Η κανονική ζωή είχε τελειώσει. Τώρα ήταν ο καθένας για τον εαυτό του.

Πυροβολισμοί, κλάματα και βαριές ανάσες

Κοιτάω πιο πέρα και βλέπω ένα κοριτσάκι να προσπαθεί να σύρει τον πατέρα της μες στο σπίτι. Είναι βαρύς, όμως και χρειάζεται να το βοηθήσει και η μητέρα του. Από το πρόσωπο του τρέχει αίμα. Τελικά σταματούν γιατί είναι βαρύς και δεν μπορούν να τον μετακινήσουν. Κάθονται στη μέση του δρόμου, πάνω από το κορμί του και κλαίνε.

Ακούω έναν δυνατό χτύπο στην πόρτα. Ανοίγω και οι στρατιώτες ρωτούν αν είμαι Αμερικάνος ή Λίβυος. Τους δείχνω το διαβατήριο και μου προχωρούν στο επόμενο διαμέρισμα. Μετά από 15 λεπτά ακούω αναστάτωση στο διάδρομο. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω έναν άνδρα, τον γείτονα μου, ξαπλωμένο στο κατώφλι της πόρτας. Είναι καλυμμένος με αίματα και δεν κουνιέται. Τον ήξερα αυτόν τον άντρα και τον συμπαθούσα. Είχε και μια κόρη, 16 ετών την οποία καμιά φορά βοηθούσα στα αγγλικά της τα απογεύματα.

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Η θέα από το παράθυρο του

Ακούω φασαρία από τη γωνία. Περίεργους ήχους, κλάματα και βαριές ανάσες. Πλησιάζω και βλέπω ένα πυροβόλο ΑΚ-47 στο πάτωμα. Ένας από τους στρατιώτες έχει κατεβάσει το παντελόνι του βιάζει το κοριτσάκι. Είμαι τόσο θυμωμένος. Πλησιάζω να πάρω το όπλο, αλλά ένας άλλος στρατιώτης με βλέπει και με διώχνει. Με σπρώχνει με το όπλο του και με οδηγεί πίσω στο δωμάτιο μου. Εκείνη τη στιγμή φωνάζω και βρίζω με ότι λέξη μου έρχεται στο μυαλό, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα. Κλαίω, φωνάζω, χτυπάω το κεφάλι μου στην ατσαλένια πόρτα. Την ακούω ακόμα...

Αν και είμαι βαθιά θρησκευόμενος δυσκολεύω να το παραδεχτώ, αλλά υπήρχαν στιγμής που αμφισβήτησα την πίστη μου. Πέρασα την πρώτη ημέρα ξαπλωμένος στο πάτωμα: έκλαιγα, προσευχόμουν και δοκίμαζα το τηλέφωνο μου ξανά και ξανά.

Έτρωγα κατσαρίδες και έπινα νερό από την τουαλέτα

Υπήρχαν δίπλα μου μερικές γυναίκες και ένα μωρό που έκλαιγε από την πείνα. Στη Λιβύη δεν κρατούν πολύ φαγητό στο σπίτι. Αγοράζουν φρέσκα φρούτα και λαχανικά κάθε μέρα. Οπότε τους έδωσα τα περισσότερα πράγματα που είχα: λίγο ψωμί και λίγο τυρί. Θεωρούσα ότι αυτό δεν θα κρατήσει πάνω από 2-3 ημέρες.

Αλλά κράτησε παραπάνω. Σειρήνες, πυροβολισμοί και ουρλιαχτά. Χωρίς σταματημό, 24 ώρες το 24ωρο. Το διαμέρισμα μου ήταν στη γραμμή του πυρός. Ήμουν μια τελεία στον κύκλο του στόχου. Έλεγα στον εαυτό μου ότι θα σωζόμουν, ότι από στιγμή σε στιγμή θα έρθουν οι πεζοναύτες να ρίξουν την ατσαλένια πόρτα. Δεν κοιμόμουν κανονικά, παρά μόνοι για μερικά λεπτά.

Το αστυνομικό τμήμα στην απέναντι πλευρά του δρόμου είχε πάρει φωτιά. Οι αστυνομικοί είχαν ανέβει στην ταράτσα και ήταν στο ίδιο ύψος με το δικό μου διαμέρισμα. Τους κοιτούσα από το παράθυρο και με κοιτούσαν κι αυτοί πίσω.

Δεν είχα ηλεκτρικό ή νερό. Ούτε τροφή, μου τέλειωσα μετά από δύο ημέρες. Κράτησα το ελάχιστο νερό που είχα για 4-5 ημέρες και μετά τέλειωσε κι αυτό. Άρχισα να πίνω το νερό της τουαλέτας. Όταν ήθελε να πάω τουαλέτα -κάτι που δεν γινόταν συχνά- χρησιμοποιούσα την μπανιέρα ή πλαστικά σακουλάκια.

Είχα συνειδητοποιήσει ότι αν δεν έκανα αυτά τα πράγματα, δεν θα επιβίωνα. Τρεις ή τέσσερις ημέρεα μετά τη σφαγή, ένα κτίριο στην απέναντι πλευρά κατέρρευσε. Την επόμενη ημέρα η αεροπορία της Λιβύης άρχισε να βομβαρδίζει την Βεγγάζη στην προσπάθεια τους καταλάβουν ξανά την πόλη.

Σκεφτόμουν ότι έχω καναπέδες με χρυσά πόδια, αλλά δεν μπορώ να φάω το χρυσάφι. Ή ότι οι τηλεοράσεις με την επίπεδο οθόνη δεν μπορούν να με θρέψουν. Πως τα πάντα σε αυτό το διαμέρισμα ήταν άχρηστα. Πράγματα που θεωρούμε δεδομένα, το νερό, λίγο τυρί, μερικές φέτες ψωμί, ξαφνικά μοιάζουν με πολυτέλειες. Κάθε μέρα γινόμουν πιο αδύναμος και άρχιζα να πεινάω πολύ.

Όταν οι πόνοι στο στομάχι μου έγιναν έντονοι άρχισα να τρώω κατσαρίδες και σκουλήκια, που έβρισκα στις γλάστρες στο μπαλκόνι. Είχαμε δει εκπομπές στην τηλεόραση και θυμόμουν ότι είναι καλύτερος να τις τρώμε ζωντανές. Ήταν λίγο αλμυρές, αλλά εγώ πεινούσα τόσο πολύ που νόμιζα πως ήταν μπριζόλες.

"Οκότσα! Οκότσα!"

Δώδεκα ημέρες μετά τον εγκλεισμό μου στο διαμέρισμα χτύπησε το κινητό μου τηλέφωνο. Ήταν ο Μουσταφά. Είχε μείνει κι αυτός κλεισμένος σε ένα δωμάτιο, στην άλλη άκρη της πόλης. Με ρώτησε τι κάνω και του απάντησα ότι δεν είμαι και πολύ καλά. Μου είπε ότι η κοπέλα μου, η Αλέξις, τον είχε πάρει τηλέφωνο τις ΗΠΑ. Ανησυχούσε πολύ.

Όταν μιλάμε ξανά την επόμενη ημέρα μου είπε ότι ο πρόεδρος της ομάδας, ο κύριος Αχμέντ είχε υποσχεθεί ότι θα μας βγάλει από τη χώρα. Έπρεπε να πάμε απλά στα γραφεία της ομάδας, που απείχαν δύο τετράγωνα από το σπίτι μου. Δεν ήμουν, όμως, σίγουρος ότι θα φτάσουμε ως εκεί. Του είπε "ή θα σε δω, ή δεν θα σε δω".

Ήμουν τόσο αδύναμος που μου πήρε 15 λεπτά να κατέβω τους εφτά ορόφους. Στο δρόμο είδα κάλυκες από σφαίρες, τις οποίες είχαν ρίξει στον κόσμο πριν από δύο βδομάδες. Σήκωσα μια και άρχισα να σκέφτομαι αν αυτή χτύπησε κάποιον άνθρωπο. Δεν ήταν σφαίρες από πιστόλια, ήταν τόσο μεγάλες που νόμιζες ότι μπορούσε να σου ξεκολλήσει το πόδι.

Μετά συνάντησα τα παιδιά που έβλεπα από το παράθυρο μου, αυτά με τα οποία έπαιζε ποδόσφαιρο, να κρατούν πυροβόλα ΑΚ-47 μεγαλύτερα και από το μπόι τους. Με αναγνώρισαν και άρχισαν να φωνάζουν "Οκάτσα! Οκότσα". Με φώναζαν έτσι επειδή έμοιαζα με τον Νιγηριανό ποδοσφαιριστή. Είδαν τα πόδια μου να τρέμουν και έτρεξαν να με πιάσουν από τα χέρια. Δύο από αυτά με κρατούσαν όρθιοι και με τα πολλά κατάφερα να τους εξηγήσω που ήθελα να πάω.

Ουσιαστικά με κουβάλησαν για ένα μίλι. Πήγαμε από στενά και κάναμε κύκλο. Κάποιες φορές χρειαζόταν να τρέχουμε, ενώ άλλες σταματούσαμε και μέναμε τελείως ακίνητοι. Στο γραφείο ο Μουσταφά και εγώ αγκαλιαστήκαμε. Ο κύριος Αχμέντ μας είπε ότι μπορεί να μας βγάλει από τη χώρα, αλλά ότι θα είναι επικίνδυνο. Θα έπρεπε να διασχίσουμε μια απόσταση έξι ωρών στην έρημο για να φτάσουμε στην Αίγυπτο.

Πριν από μερικές ημέρες μας είπε ότι ένας Καμερουνέζος ποδοσφαιριστής είχε νοικιάσει ένα αυτοκίνητο για να βγει από τα σύνορα, αλλά πανικοβλήθηκε σε έναν έλεγχο από τους αντάρτες και άρχισε να τρέχει στην έρημο. Τον πυροβόλησαν.

Ο Μουσταφά δεν ήθελε να το κάνει και έπρεπε να τον πείσω, την ίδια ώρα που έβαζα όσα περισσότερα κέικ μπορούσα στο στόμα μου. Έτρωγα και έπινα νερό για να ανακτήσω τις δυνάμεις μου για να μπορέσω να επιστρέψω με τα δικά μου πόδια στο διαμέρισμα μου. Τα κατάφερα. Γύρισα στο σπίτι υπό τη συνοδεία της προσωπικής μου στρατιάς από πολεμιστές-μινιατούρες.

"Νόμιζα ότι θα μας σκοτώσουν επί τόπου"

Πήρα μια μικρή βαλίτσα και στις 02.00 τα ξημερώματα άκουσα ένα αυτοκίνητο να κορνάρει από κάτω. Ήταν ένα μικρό αυτοκίνητο και ο ύψους 2.08 Μουσταφά είχε ήδη στριμωχτεί στο μπροστά κάθισμα.

Πέρασαν μόλις 15 λεπτά όταν φτάσαμε στον πρώτο έλεγχο από τους αντάρτες, οι οποίοι έψαξαν τα πράγματα μας, πέταξαν τα ρούχα μας στο πάτωμα και έλεγξαν τα διαβατήρια μας. Είμαστε και οι δύο μαύροι και μας περνούσαν για μισθοφόρους του Καντάφι που προσπαθούσαν να διαφύγουν.

Σε έναν από αυτούς τους ελέγχους κλώτσησαν τον Μουσταφά στα πόδια και τον έκαναν να γονατίσει. Προς στιγμήν πίστευα ότι θα τον πυροβολήσουν μπροστά στα μάτια μου. Ο οδηγός μας τους έλεγε συνεχώς ότι είμαστε μπασκετμπολίστες, αλλά εκείνη την εποχή είχαν γίνει τόσα πολλά, που κανείς δεν πίστευε κανέναν.

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Μας άφησαν να φύγουμε τελικά. Περάσαμε εφτά τέτοιους ελέγχους και έτσι η 6ωρη διαδρομή διήρκησε 12 ώρες, επειδή ακριβώς έπρεπε να σταματάμε συνεχώς. Μας έψαξαν τόσες πολλές φορές, μας κλώτσησαν, μας ξάπλωσαν στη βρώμα... Ήταν δύσκολα. Και αν δω τον οδηγό ξανά στη ζωή μου θα του δώσω όλα τα χρήματα που θα έχω στην τσέπη μου.

Περάσαμε τελικά τα αιγυπτιακά σύνορα και μετά από τρεις ημέρες σε στρατόπεδο προσφύγων ξεκίνησε η διαδικασία επιστροφής μου στις ΗΠΑ. Την ώρα που περίμενα το πούλμαν για το Κάιρο, με πήρε τηλέφωνο ο κόουτς Σαρίφ. Μου ζήτησε να πάω να τον δω στην Αλεξάνδρεια, να μείνω με την οικογένεια του, να μιλήσω μαζί τους και να συνέλθω λιγάκι.

"Δεν είσαι ο ίδιος άνθρωπος"

Το σκέφτηκα καλά και συνειδητοποίησα ότι χρειαζόμουν χρόνο. Δεν ήθελα να με δει η οικογένεια μου στην άθλια κατάσταση που βρισκόμουν. Έτσι αποχαιρέτησα τον Μουσταφά και πήρα το λεωφορείο για την Αλεξάνδρεια.

Όταν ο κόουτς Σαρίφ με είδε κούνησε το κεφάλι του και μου είπε: "δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που ήξερα. Δεν είναι αυτός". Είχα χάσει το χρώμα μου, είχα τρίχες σε όλο μου το πρόσωπο. Τα δόντια μου είχαν κιτρινίσει, τα μάτια μου ήταν κόκκινα. Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό. Βασικά είχε δει ότι η ψυχή μου είχε εγκαταλείψει το σώμα μου. Μου θύμισε ότι οι στιγμές που ήμουν ευτυχισμένος, ήταν οι στιγμές που έπαιζα μπάσκετ.

Το διάστημα που αυτός και η γυναίκα του με φρόντιζαν με έβαλε σε μια ομάδα της Αλεξάνδρειας, την οποία έλεγαν Ελ Ολίμπι, την οποία προπονούσε ένας από παλιός του παίκτης. Δεν είχε να κάνει πια με τα χρήματα. Δεν με ένοιαζε πια αυτό. Το μόνο που ήθελα ήταν να επιστρέψω στην κανονική ζωή.

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Έκανα ένα τσεκ-απ πριν αγωνιστώ και οι γιατροί βρήκαν ότι η ασιτία είχε σκοτώσει το σώμα μου. Ως επαγγελματίας αθλητής το σώμα μου είχε μάθει να καταναλώνει πολλές θερμίδες. Το συκώτι μου ήταν διαλυμένο, το ίδιο και οι πνεύμονες μου, ενώ οι αιματολογικές εξετάσεις δεν βγήκαν καλές.

Αλλά έπαιξα, όπως και να 'χει. Η Ελ Ολίμπι ήθελε τη βοήθεια μου για να μπει στα πλέι-οφς και τελικά κατέληξε να κερδίζει τα τελευταία 13 ματς και να παίρνει το πρωτάθλημα. Ήταν εκπληκτικά. Παρόλα αυτά η απόφαση μου να μην επιστρέψω στην Αμερική, αλλά να παίξω στην Αίγυπτο δεν έγινε κατανοητή από τη μητέρα μου και την κοπέλα μου. Όταν επέστρεψα σπίτι μου και είδα τον πατέρα μου ξέσπασα σε δάκρυα. Είχε πέσει σε διαβητικό κώμα. Είχε γίνει αυτό επειδή ο μικρότερος γιος του δεν ήθελε να γυρίσει; Ένιωσα τόσο άσχημα.

Μου διέγνωσαν μετατραυματικό στρες. Κλεινόμουν στο σπίτι μου με τα πατζούρια κλειστά για 15 ώρες. Δεν έκανα μπάνιο. Έκανα πολύ θεραπεία. Μεγάλωσα με βαθιές καθολικές αρχές και η επιστροφή στην εκκλησία με βοήθησε πολύ να βρω τον παλιό εαυτό μου.

Αυτή είναι η νέα ζωή μου

Οι παλιοί μου συμπαίκτες στην Βεγγάζη, ωστόσο, δεν είχαν που να πάνε, δεν είχαν δρόμο διαφυγής. Πολλοί πολέμησαν στον πόλεμο. Μιλάω ακόμη με έναν από αυτούς, αλλά και με τον Μουσταφά, με τον οποίο μιλάμε μια φορά στις δύο βδομάδες. Τον είδα το περασμένο καλοκαίρι και του έδωσα τη μεγαλύτερη αγκαλιά του κόσμου. Είμαστε ενωμένοι πια για μια ζωή. Προσπάθησα να επικοινωνήσω και με την κοπέλα που έμενε στο απέναντι διαμέρισμα, αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν βρήκα τίποτα.

Προσπάθησα να ξεχάσω όλα όσα έγιναν, αλλά η οικογένεια μου με έπεισε ότι πρέπει να δημοσιοποιήσω την ιστορία μου. Έτσι έγραψε το βιβλίο "O poing guard του Καντάφι". Ήταν δύσκολο για μένα. Μεσολάβησαν αρκετά δάκρυα.

Δεν μετανιώνω που πήγα στη Λιβύη. Στη ζωή, όπως και στο μπάσκετ, θα κάνεις λάθη, θα κάνεις κακές φάσεις. Αλλά υπάρχει ένα σχέδιο από το Θεό για τα πάντα. Μπορείς να πας δεξιά, μπορείς να πας αριστερά, αλλά στο τέλος θα καταλήξεις στην ίδια διαδρομή.

Είμαι ακόμη μαζί με την κοπέλα μου και μετά από ένα μικρό διάλειμμα ξεκίνησα να παίζω και πάλι, αυτή τη φορά στην Αγγλία, στους Γουόρτσεστερ Γουλβς. Οι συμπαίκτες μου πολλές φορές δεν ξέρουν πως να με χειριστούν. Με πιάνει συχνά κατάθλιψη, έτσι ξαφνικά. Τη μια είμαι χαρούμενος και την άλλη είμαι λυπημένος. Καμιά φορά ξεσπάσω. Έτσι έχουν αποφασίσει να με αφήνουν ήσυχο και είμαι ευγνώμον για την κατανόηση τους.

Σφαίρες, ουρλιαχτά και pick-n-roll

Όταν κλείνω τα μάτια μου, ζω όλες τις στιγμές από το 2011. Βλέπω πρόσωπα, βλέπω πνεύματα. Οπότε το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να μένω ξύπνιος. Κοιμάμαι μόνο για τέσσερις ώρες και στις 08.00 που ξυπνάω είμαι ενθουσιασμένος που πάω για προπόνηση. Το μπάσκετ είναι ένας τρόπος διαφυγής για μένα. Η μοναδική στιγμή που είμαι απόλυτα ήρεμος είναι τα 40 λεπτά ενός αγώνα.

Καμιά φορά, βέβαια, παθαίνω κρίσεις πανικού. Τα χέρια μου ιδρώνουν και αρχίζω να τρέμω. Δεν μπορώ να αναπνεύσω, δεν μπορώ να λειτουργήσω. Δεν μπορώ να βγω από τα αποδυτήρια. Ο κόσμος με βλέπει και σκέφτεται ότι "αυτός είναι τρελός". Αλλά αυτό είναι φυσιολογικό για μένα τώρα. Αυτή είναι η φυσιολογική μου ζωή".

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ