OPINIONS

Θέλουμε -πραγματικά- να είμαστε όλοι αδέρφια;

Θέλουμε -πραγματικά- να είμαστε όλοι αδέρφια;

Σύμφωνοι: τις τελευταίες 10 ημέρες είμαστε όλοι μας αδέρφια. Θέλουμε όμως πραγματικά να είμαστε έτσι, ή μήπως το χειμώνα θα ξεχαστούμε; Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος βγαίνει εκτός θέματος και αποτυπώνει τις σκέψεις του.

Ποιος θα το περίμενε ότι το πιο "γεμάτο" 10ήμερο για το ελληνικό μπάσκετ θα ερχόταν μετά το τέλος των αγωνιστικών υποχρεώσεων. Με το εορταστικό κλίμα για την 30η επέτειο του "Big Bang" του 1987, με την εξαιρετική πορεία της εθνικής Γυναικών και φυσικά με τα αδέρφια Αντετοκούνμπο που πλημμύρισαν την καθημερινότητα μας. Δεν ξέρω για σας, αλλά προσωπικά χαίρομαι, όταν ο αθλητισμός πιάνει μεγαλύτερο χώρο στο σαλόνι από αυτό που αποκαλούμε "συνηθισμένο". Όταν, δηλαδή, τα σπορ - και δει το μπάσκετ - απλώνεται πέρα από τα στενά όρια και εξελίσσεται σε κοινωνικό φαινόμενο. Και από την άλλη προβληματίζομαι όταν συνειδητοποιώ ότι η διαπίστωση του προλόγου δεν είναι απλό συμπέρασμα, αλλά η ίδια η αιτία.

Τις 10 τελευταίες ημέρες θυμηθήκαμε με ποιο τρόπο το μπάσκετ μπορεί να αποτελεί γιορτή. Πήρε τη σωστή θέση στην συνείδηση μας, κρατώντας μακριά το όψιμο ενδιαφέρον, που κάποτε το ονομάσαμε "οπαδισμό" και στη συνέχεια βαφτίσαμε ως "ποδοσφαιροποίηση" της εξέδρας. Χωρίς Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό, αλλά και ΠΑΟΚ, ΑΕΚ η ζωή μας έγινε καλύτερη, δεν συμφωνείτε; Γιατί καταλάβαμε τη σημασία που είχε το '87 στο ελληνικό μπάσκετ στην ολότητα του, γιατί πιάσαμε τον εαυτό μας να παρακολουθούμε στους δέκτες μας μια ομάδα που δεν είχαμε προσέξει ποτέ ως τώρα (κι όχι επειδή νικούσε, αλλά κυρίως επειδή μαχόταν σαν να παίζει σε ένα δευτερόλεπτο όλη της την ύπαρξη) και γιατί είδαμε ένα γήπεδο να γεμίζει με 10 χιλιάδες θεατές και ένα event να γεμίζει με έναν ωραίο τρόπο ένα ζεστό κυριακάτικο απόγευμα.

Να ξεκινήσω λίγο ανάποδα. Το "Antetokounbros" που κορυφώθηκε στο ΟΑΚΑ, δεν ήταν ένα παιχνίδι μπάσκετ. Δεν ήταν καν ένα event που απλά θα μάζευε παιδάκια, όπως τα αντίστοιχα που είχαμε ζήσει στα 90s με τον Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ, τους Χάρλεμ Γκλόμπτροτερς ή τα άλλα αστέρια του ΝΒΑ που ερχόντουσαν κατά καιρούς καλεσμένοι από μεγάλες αθλητικές εταιρίες (Πίπεν, Χάουαρντ, Ο'Νιλ και πάει λέγοντας). Το γήπεδο γέμισε με κόσμο κάθε ηλικίας. Μπασκετικούς και μη μπασκετικούς. Πήγαν άνθρωποι του κύκλου μου - φαντάζομαι ότι κάτι αντίστοιχο συνέβη με άτομα του δικού σας κύκλου- - που ενδεχομένως να μην πήγαν ούτε μια φορά φέτος στο ΣΕΦ ή στο ΟΑΚΑ να παρακολουθήσουν παιχνίδι της Euroleague. Και αυτό είναι κάτι πολύ καλό. Γιατί αυτά τα 10 χιλιάδες άτομα βρήκαν το event με την υπογραφή του Γιάννη και του Θανάση Αντετοκούνμπο, ως μια πολύ καλή λύση για να περάσουν ένα όμορφο απόγευμα. Και αυτό εντέλει δεν είναι τόσο απλό, όσο ακούγεται (ή εν προκειμένω διαβάζεται).

Θέλουμε -πραγματικά- να είμαστε όλοι αδέρφια;

Να το σκεφτούμε λίγο; Τα αστέρια που παρέλασαν στο κλειστό του ΟΑΚΑ, αν εξαιρέσουμε τον ίδιο τον Γιάννη, είναι πρόσωπα οικεία. Είναι πρόσωπα που κυκλοφορούν ανάμεσα μας σε καθημερινή βάση. Παίκτες της Εθνικής, του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού, ή νεαροί που αγωνίζονται στην Stoiximan.gr Basket League ή και μικρότερες κατηγορίες. Δεν είναι κάτι το εξωτικό, όπως συνέβαινε με τον Σακίλ Ο'Νιλ τη δεκαετία του '90 για παράδειγμα. Ακόμη και ο Γιάννης Αντετοκούνμπο είναι για τα καλά μες στην καθημερινότητα μας, έστω κι αν τον απολαμβάνουμε από κοντά μονάχα τα καλοκαίρια. Οπότε είναι να απορεί κανείς: γιατί οι Αντετοκούνμπο μαζεύουν 10.000 άτομα και η Εθνική στο Ακρόπολις ούτε 1.000; Και εκεί έχει Γιάννη. Και εκεί έχει τα μεγαλύτερα αστέρια του ελληνικού μπάσκετ, όπως είναι ο Γιώργος Πρίντεζης και ο Γιάννης Μπουρούσης. Γιατί δεν παρακολουθούμε τέτοιες "γιορτές" στα παιχνίδια της Euroleague, όπου πρωταγωνιστούν δύο κορυφαίες ευρωπαϊκές ομάδες και παρελαύνουν ως αντίπαλοι σπουδαίοι αντίπαλοι, επιπέδου Κάιλ Χάινς; Που κρύβεται μες στη σεζόν ο κόσμος που μέσα σε σε ένα λεπτό χειροκρότησε και τον Πρίντεζη και τον Μπουρούση και τον Γιαννάκη και τον Διαμαντίδη;

Τι το διαφορετικό είχε εντέλει το Antetokounbros. Την οργάνωση και την διάθεση. Από οργάνωση, άλλο τίποτα. Άριστα δέκα. Η λογική της αρπαχτής που έγινε σημαία του '80 και του '90, μέχρι και ταινίες (από αυτές του Τσώλη μέχρι το Βαλκανιζατέρ), έδωσε τη θέση της σε ανθρώπους που ξέρουν να "τρέχουν" πράγματα. Είτε μιλάμε για την υπέροχη βραδιά στην "Στέγη" με πρωταγωνίστρια την οικογένεια Αντετοκούνμπο, είτε μιλάμε για το 3on3 του Πρίντεζη στη Σύρο, μέχρι τις ωραίες παραγωγές και τα βιβλία που έγιναν για τα 30 χρόνια από το '87. Φαίνεται ότι έχουν ωριμάσει οι συνθήκες, όπως έλεγε η φράση κλισέ των βιβλίο ιστορίας, για να μπούμε στην νέα εποχή του τρόπου με τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Θα δείξει...

Ίσως, επομένως, να έχει μεγαλύτερη σημασία να σταθούμε στην δεύτερη λέξη, στη "Διάθεση". Η διάθεση, όπως και το πάθος, όταν συναντά τη μεθοδικότητα, την τεχνογνωσία και την οργανωτική σκέψη/δουλειά, τότε αποτελεί το κατάλληλο καύσιμο για την επιτυχία. Οι άνθρωποι πίσω από το Antetokounbros με άλλα λόγια είχαν τη διάθεση να γεμίσουν το γήπεδο και να το γεμίσουν με τον σωστό κόσμο. Αυτή είναι η διαφορά με το ΟΑΚΑ όταν παίζει ο Παναθηναϊκός και με το ΣΕΦ όταν παίζει ο Ολυμπιακός. Στον ποιον κόσμο τελικά θέλουν οι ίδιες οι διοικήσεις και επομένως στις αντίστοιχες υπηρεσίες που αποφασίζουν να προσφέρουν. Διότι, αυτό που έχει εντέλει σημασία στις αθλητικές business είναι το προϊόν. Και με αυτή τη λέξη, δεν περιορίζεται μόνο η ποιότητα του ίδιου του αγώνα, αλλά πάνω από όλα η εμπειρία του γηπέδου, το game experience. Που ξεκινά από την πρόσβαση, το πάρκινγκ και τις τουαλέτες και καταλήγει στα προϊόντα που μπορεί κάποιος να αγοράσει (αθλητικό υλικό, φαγητό, αναψυκτικά) και στις παράπλευρες δραστηριότητες είτε πριν, είτε κατά τη διάρκεια, είτε μετά το ίδιο το κυρίως πιάτο, που είναι ο αγώνας.

Θέλουμε -πραγματικά- να είμαστε όλοι αδέρφια;

Οι ομάδες μας ουδέποτε είχαν στόχο να φέρουν στο γήπεδο τις οικογένειες ή παρέες κατά σταθερή βάση. Το επιχείρησαν μόνο σπασμωδικά σε παιχνίδια ελληνικού πρωταθλήματος, που γνώριζαν εκ προοιμίου ότι σε αυτά οι φανατικοί θα έλεγαν "πάσο". Και το κακό είναι ότι έχουν το προϊόν. Έχουν τους καλούς παίκτες, έχουν τα παιχνίδια υψηλού ανταγωνισμού και ενδιαφέροντος. Έχουν τις εγκαταστάσεις, έστω κι αν είναι "δανεικές" και όχι ιδιόκτητες (τεράστιο κεφάλαιο του βιβλίου "σύγχρονα προβλήματα του επαγγελματικού αθλητισμού" που θα πρέπει να αναλυθεί μια άλλη φορά). Έχουν όλα τα υλικά . Λείπει μόνο η διάθεση να πάρουν μια απόφαση και να διαλέξουν τον κόσμο που τελικά στοχεύουν να έχουν στο γήπεδο. Αυτόν που επέλεξε να φιλοξενήσει στις εξέδρες του το ΝΒΑ. Τον κόσμο που θα καταναλώσει, τον κόσμο που θα απολαύσει το παιχνίδι και θα ψυχαγωγηθεί.

Κι όταν τελικά έκλεισαν τα φώτα στο "Antetokounbros" γεννήθηκε ξανά το λυπηρό συμπέρασμα ότι στην Ελλάδα είμαστε υποκριτές. Το είπε και ο Θανάσης Αντετοκούνμπο, αλλά σε άλλη συζήτηση. Είμαστε υποκριτές γιατί προσέχουμε να μη λερώσουμε στο μετρό, αλλά βρομίζουμε τον ηλεκτρικό. Είμαστε υποκριτές επειδή απολαμβάνουμε την κυριακάτικη γιορτή του ΟΑΚΑ, αλλά περιμένουμε το Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός για να βρίσουμε, να φωνάξουμε, να βγάλουμε το κόμπλεξ μας στα social media. Είμαστε υποκριτές γιατί στην τελική "δεν είμαστε έτσι", αλλά αντίθετα λειτουργούμε επιλεκτικά, ανάλογα με το "όπως μας μάθουν" ή "όπως μας επιτρέπουν".

Για αυτό θα επιμείνω: το πρόβλημα το έχουν αυτοί που μας μαθαίνουν. Από τους γονείς που βρίζουν σε παιχνίδια μίνι τον διαιτητή, τους προπονητές που έκαναν εικόνα τον Γιάννη Ιωαννίδη και φυσικά στις ομάδες που ανέχονται ή ενισχύουν (ανάλογα την περίσταση) την οπαδική βία. Το κλισέ αναρωτιέται φωναχτά "ποιον αθλητισμό θέλουμε". Ίσως κάποια στιγμή να πρέπει να αποφασίσουμε. Έχουμε όμως τη διάθεση;

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ