OPINIONS

Το Κουκάκι B.C. και η ιστορία μιας παρέας

Το Κουκάκι B.C. και η ιστορία μιας παρέας

Ο Μάνος Μίχαλος γράφει για την παρέα του Κουκακίου, που είναι μισό βήμα από το όνειρο της ανόδου στην Α’ ΕΣΚΑ και η οποία εδώ και 10 περίπου χρόνια, με όπλα τη φιλία και την αγάπη για το μπάσκετ, αποδεικνύει ότι ο αθλητισμός δεν έχει σχέση με τα χρήματα.

Το κείμενο που ακολουθεί, είναι από τις περιπτώσεις όπου το να έχεις μια στήλη, ένα blog, ένα βήμα τέλος πάντων, σου δίνει θεωρητικά το δικαίωμα να γράψεις ό,τι θες. Είτε το περιεχόμενο απασχολεί πολλούς, όπως συμβαίνει όταν γράφω για τον Ολυμπιακό στο μπάσκετ, είτε ενδιαφέρει λίγους, όπως στην προκειμένη περίπτωση. Οπότε, οφείλω να ζητήσω συγνώμη από όποιον συνεχίσει παρακάτω και του φανεί ότι κλέβω το χρόνο του, κάτι που δεν είναι στις προθέσεις μου (γενικά).

Το κείμενο αυτό, είναι αφιερωμένο στο Κουκάκι B.C. (το B.C. δεν υφίσταται επίσημα, ΠΑΟ Κουκακίου είναι η επίσημη ονομασία, αλλά όποιος έχει μυρίσει από κοντά τον ιδρώτα που στάζουν εδώ και 10 χρόνια μερικοί τρελοί του μπάσκετ στο κλειστό του Ρουφ, γνωρίζουν ότι το B.C. είναι το σωστό, παρότι ανεπίσημο, χαρακτηριστικό της ομάδας). Και είναι αλήθεια, ότι υπάρχουν κι άλλες ομάδες στο ερασιτεχνικό μπάσκετ που θα έπρεπε να έχουν τη δικιά τους δημοσιότητα, το δικό τους credit απλά και μόνο επειδή κάθε Δευτέρα, Πέμπτη ή Παρασκευή δίνουν το δικό τους αγώνα, χωρίς μεγάλα συμβόλαια, χωρίς μεγάλα όνειρα, χωρίς κόσμο να περιμένει στο αεροδρόμιο, ύστερα από μια μεγάλη (για αυτούς) επιτυχία.

Όμως, τις άλλες ομάδες δεν τις ξέρω τόσο καλά, συνεπώς θα μείνω στο Κουκάκι. Μια παρέα ανώμαλων τύπων, που εδώ και 10 χρόνια συντηρούν μια ομάδα σχεδόν μόνοι τους. Χωρίς χρήματα, χωρίς επιδοτήσεις, με το δόγμα “κανείς δεν πληρώνεται για να παίζει” που μπορεί να είναι κάθε καλοκαίρι εμπόδιο για να γίνουν μεταγραφές, αλλά ποτέ ως τώρα ανυπέρβλητο για να συνεχίσει η ομάδα να υπάρχει.

Λες και η τρέλα του (αρχηγού με όλη την έννοια της λέξης) Σιδερή, του Μοσχονά (και του αδερφού του, του κορυφαίου οπερατέρ στα ελληνικά γήπεδα) του “γάλλου” Νικολά, του Μπουζούλα, του Πράντζαλου, του Σταθόπουλου, του Μανιάτη, ακόμη και του κολλημένου οπαδού, του Θήριου που κοιμάται στα κλαμπ της Ερμιόνης) και όλων των παλιών που ξεκίνησαν επί της ουσίας αυτή την πορεία στα τοπικά πρωταθλήματα, περνάει σαν κολλητική ασθένεια στους καινούριους (στον Καμπέρη, στον Χάρη και τον Κώστα, στον Στέλιο, στον Ράκι, στον Ανδρίτσο, στον νεότερο αλλά παλιό στη νοοτροπία Αιμιλιανό, στους πιτσιρικάδες με ταλέντο όπως τον Τζόι, στον Αλέξη – σόρι για όσους δεν γράφω, το κείμενο βγαίνει χωρίς να κοιτάω κιτάπια και αρχεία) με αποτέλεσμα να μένουν στην ομάδα για αρκετές σεζόν κι ας μην βρίσκουν εύκολα λεφτά, ούτε για τα νερά της αποστολής.

Το Κουκάκι B.C. και η ιστορία μιας παρέας

Κι έτσι, με πατέντες, κόλπα, ημερολόγια και διαρκείας προς κάθε ενδιαφερόμενο (τα διαρκείας προφανώς και δεν χρειάζονται, στο Ρουφ, αν θες μπαίνεις και με το αυτοκίνητο μέσα), αλλά κυρίως όρεξη για μπάσκετ το Κουκάκι από τη Δ’ ΕΣΚΑ την Πέμπτη ξεκινάει τους τελικούς του Α’ ομίλου με αντίπαλο την Ολυμπιάδα Παπάγου, για μια θέση στην Α’ΕΣΚΑ, το μεγάλο όνειρο όλων των ομάδων που αγωνίζονται στα τοπικά πρωταθλήματα. Και αυτό το κείμενο, είναι μια παλιά υπόσχεση, ότι αν “φτάσετε κάποια στιγμή στην Α’ ΕΣΚΑ, θα γράψω κείμενο στο Sport24.gr”. Όμως, δεν έχουν φτάσει ακόμη και το κείμενο γράφεται. Είχε δίκιο ο Θανάσης, όταν μου είπε το βράδυ της Δευτέρας “όποια κι αν είναι η κατάληξη, το κείμενο πρέπει να το γράψεις”.

Όντως. Το Κουκάκι δεν ήταν ποτέ χρυσοθήρας. Οι παίκτες που μαζεύονται (έστω με απουσίες, που αρρωσταίνουν τον προπονητή τους) για προπόνηση κάθε Δευτέρα, Τετάρτη, Σάββατο και Κυριακή, δεν έχουν ποτέ αυτοσκοπό την επιτυχία. Θέλουν W, θέλουν νίκες, αλλά δεν θυσιάζουν το παιχνίδι. Αυτό είναι πάνω από όλα, όπως και ο καφές στη Μακρυγιάννη, τα τάβλι στην Αυλή του Μανιάτη μέχρι και τελευταία στιγμή πριν τις διατάσεις της προπόνησης, δεν θα χάσουν ποτέ φαγητό μετά τα ματς, ακόμη και αν έχουν φάει 40 πόντους στο κεφάλι. Σημασία, δεν έχει ποιο φύλλο αγώνα θα πάρουν στα χέρια τους, σημασία έχει, ότι το παιχνίδι συνεχίζεται. Δεν έχουν σημασία οι σκοποί και τα συμφέροντα. Για παράδειγμα: ο Δημήτρης Κυριαζής, δεν έπαιξε ποτέ, σχεδόν ούτε δευτερόλεπτο σε αυτή την ομάδα (coach decision) αλλά ήταν πάντα εκεί, συνεχίζει να πηγαίνει να τη βλέπει, απλά γιατί ήταν μέλος της παρέας, μέλος του παιχνιδιού.

Γιατί, όπως συμβαίνει σε μεγάλο ποσοστό αυτών των ομάδων, άλλοι αφήνουν μικρά μωρά, άλλοι αφήνουν γυναίκες, γκόμενες, ένα ποτό παραπάνω, για να παίξουν μπάσκετ, για να είναι έτοιμοι στον αγώνα. Σε κάθε “μικρή” (δεν υπάρχουν μικρές ομάδες, αυτά είναι στερεότυπα δικά μας, των media) ομάδα, οι θυσίες είναι αναλογικά περισσότερες από αυτών στις “μεγάλες”, γιατί δεν είναι η δουλειά τους. Σε κάθε τέτοια ομάδα, η εβδομάδα δεν έχει συνεντεύξεις Τύπου, δεν έχει διασημότητα πέρα από τα στενά όρια μιας γειτονιάς, δεν έχει χρήματα που αλλάζουν τη ζωή σου. Πρέπει, να βρεις εσύ κίνητρα για να συνεχίσεις μέχρι τα 30, τα 35. Να, πάρτε για παράδειγμα εμένα: στα 24 την έκανα λούης παρότι άρρωστος με το να παίζω μπάσκετ, (κλείνοντας τυχαία την όποια μικρή καριέρα μου στο Κουκάκι καλή ώρα) γιατί προφανώς δεν είχα το κάτι παραπάνω στην όρεξη που χρειάζεται για να συνεχίσεις, να συνδυάσεις δουλειά με χόμπι, δουλειά με παιχνίδι.

Ομάδες σαν το Κουκάκι, κάνουν το μπάσκετ να μοιάζει περισσότερο με παιχνίδι. Και αυτό δεν σημαίνει ότι δεν παίζουν με τις αρχές που διέπουν το μπάσκετ σε μεγάλες κατηγορίες και διοργανώσεις. Και το πικ εν ρολ μια χαρά το κάνουν και τις αποστάσεις κρατούν και σκορ πιάνουν και νέες τακτικές περνάνε οι προπονητές (τουλάχιστον αυτοί που μαθαίνουν όσο περνάει ο καιρός και δεν μένουν στα ίδια), απλά σε πιο αργή ταχύτητα, με λιγότερο φαντεζί περιτύλιγμα. Και στο φινάλε, ο Δημήτρης Μοσχονάς είναι παίκτης από αυτούς που χάνονται σε κάθε γενιά ( ΤΙ;;;;), ενώ το ταλέντο και οι δυνατότητές του (μιλάμε για τον Χάινς της ΕΣΚΑ) ήταν για άλλα πράγματα.

Τη Δευτέρα, όταν τελείωσε το κρίσιμο ματς με την Παλατιανή, ο Σιδερής (ένας λευκός Ρέι Άλεν, σε μέγεθος τσέπης) μου είπε “10 χρόνια ρε, επιτέλους, 10 χρόνια για αυτή τη στιγμή περιμέναμε”, ατάκα που σκεφτόμουν μέχρι και σήμερα, γιατί είναι δείγμα του ότι το να είσαι νικητής, δεν σημαίνει ότι πρέπει να κατακτήσεις το στόχο σου, να ανέβεις δηλαδή σε μια κατηγορία. Το να είσαι νικητής, σημαίνει ότι τον διεκδικείς αυτόν τον στόχο, με νύχια και δόντια, ακόμη και όταν οι αντίπαλοι νομίζουν ότι είσαι ένα καφενείο από τη Βεϊκου, ενώ εσύ ξέρεις πολύ καλά τι μπορείς να πετύχεις. Νικητής σημαίνει είμαι ακόμη εδώ. Και το Κουκάκι, είναι.

Το Κουκάκι B.C. και η ιστορία μιας παρέας

Δεν το περίμενα, όταν άλλαξαν προπονητές, όταν οικονομική στήριξη δεν υπήρχε, πριν από περίπου πέντε χρόνια. Σκέφτηκα ότι θα διαλύσουν, ο καθένας θα πάει σπίτι του ή σε άλλη ομάδα, όποιος ήθελε να συνεχίσει να παίζει και πως καλά τα όνειρα, αλλά δεν είναι για όλους. Μπα, το Κουκάκι είναι μια ανάσα από το να ανέβει στην Α’ ΕΣΚΑ (πρέπει να φτάσει στις τρεις νίκες έναντι της Ολυμπιάδας, αλλιώς θα παίξει μπαράζ όπου πάλι θα διεκδικήσει μια θέση επιλαχούσας ομάδας για άνοδο), πέντε χρόνια μετά και ένας τύπος εκεί στην άκρη του πάγκου μπορεί να αισθάνεται δικαιωμένος και να μου δείχνει τα φρύδια του, αφού του έλεγα μια στο τόσο “γιατί δεν πας σε άλλη ομάδα;”, προσπαθώντας να εκλογικεύσω την εμμονή του. Και ως γνωστόν, οι εμμονές δεν εκλογικεύονται. Προφανώς, δεν είχα υπολογίσει σωστά τότε, ότι ένα σουβλάκι στην Αυλή, μπορεί να κρατήσει ομάδες και να δώσει συνέχεια σε φιλοδοξίες.

Προσωπικά, δεν με ενδιαφέρει τι θα γίνει σε αυτόν τον τελικό, ενώ είμαι σίγουρος, δεν ενδιαφέρει κανένα από όσους τώρα διαβάζετε το κείμενο και δεν έχετε ιδέα ποιο διάολο είναι αυτό το Κουκάκι (πάρτε μια γεύση στη Facebook Page του), που μας ζαλίζει ο Μίχαλος σε κοτζάμ Sport24.gr. Να ξέρετε, ότι δεν ενδιαφέρει ούτε την ομάδα, ούτε τους παίκτες, ούτε τον προπονητή του, τι θα γίνει από την Πέμπτη το βράδυ και μετά. Το W είναι πάντα στόχος για αυτό και το L απαγορεύεται να γραφτεί. Το αν θα ανέβει το Κουκάκι στην Α ΕΣΚΑ έτσι κι αλλιώς, δεν θα αλλάξει την ιστορία του ελληνικού μπάσκετ, αλλά ούτε θα κάνει καλύτερη την ιστορία της παρέας.

Αυτή η ιστορία έχει ήδη γραφτεί.

Υ.Γ. Προπονητής στο Κουκάκι B.C., είναι ο Στέφανος Τριαντάφυλλος. Δεν το ανέφερα μέσα στο κείμενο, για να μην λέτε ότι κάνουμε αβάντα ο ένας στον άλλον. Θα πω μόνο ότι αν τον είχα προπονητή, πριν το κόψω, μπορεί να μου είχε βάλει μυαλό. Καλή δουλειά coach.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ