EUROLEAGUE

Μύθοι και πραγματικότητες του Final Four

Μύθοι και πραγματικότητες του Final Four

Από το "έλα μωρέ τόσα εκατομμύρια μπάτζετ είχε ο Ομπράντοβιτς" μέχρι τη διαφορά άμυνας και ποιότητας και από την απαιτούμενη εμπειρία στη σημασία της φόρμας. Μύθοι και πραγματικότητες που μένουν από το Final Four που μόλις τελείωσε. Γράφει ο Στέφανος Τριαντάφυλλος.

Το Final Four της Κωνσταντινούπολης έδωσε ασίστ στο αντίστοιχο της Κωνσταντινούπολης και πέρασε στην ιστορία. Πίσω του άφησε όμως αρκετά σημάδια. Από αυτά που βλέπουμε και από αυτά που δεν βλέπουμε. Στην ατμόσφαιρα αιωρούνται σκέψεις και λέξεις, που άλλοτε βρίσκουν στόχο και άλλοτε σίδερο. Μύθοι και πραγματικότητες.

Το Final Four παραμένει η γιορτή του μπάσκετ

Παρά τις παράπλευρες απώλειες λόγω του φόβου για την κατάσταση στην Τουρκία, το Final Four αποτέλεσε και πάλι μια γιορτή του μπάσκετ και ιδανικός προορισμός για τους λάτρεις του αθλητικού τουρισμού. Μια μοναδική ευκαιρία για να συγκεντρωθεί κόσμος από όλη την Ευρώπη και να παρακολουθήσει 3+1 εξαιρετικά παιχνίδια, μεταξύ κορυφαίων ομάδων. Κόσμος, παίκτες, προπονητές, σκάουτερ από το ΝΒΑ, ατζέντηδες. Τα φετινά παιχνίδια - με εξαίρεση τον ημιτελικό μεταξύ Ολυμπιακού και ΤΣΣΚΑ - μπορεί να μην ήταν τόσο συναρπαστικά όσο για παράδειγμα αυτά στο Βερολίνο ή στο Μιλάνο, αλλά και πάλι άφησαν πολύ ικανοποιημένους τους θεατές. Μπόνους: η βελτιωμένη εμπειρία παιχνιδιού που προσέφερε η Euroleague, που συνεχώς κάνει βήματα μπροστά στον συγκεκριμένο τομέα.

Μύθος ή πραγματικότητα: Πραγματικότητα

Ο θεσμός του Final Four είναι άδικος και πρέπει να αλλάξει

Βλέποντας αυτή τη Φενέρμπαχτσε έχει κανείς την αμφιβολία ότι θα έχανε τον τίτλο ακόμη κι αν ο ημιτελικός και ο τελικός κρινόντουσαν σε σειρές και όχι σε νοκ-άουτ παιχνίδι; Δεν νομίζω. Η Φενέρμπαχτσε ήταν ξεκάθαρα η καλύτερη ομάδα αυτή την χρονική περίοδο.

Η Euroleague φέτος έχει συνδυάσει τρεις διαφορετικές μορφές: round robin κανονική περίοδο με 30 αγωνιστικές, σειρές best-of-five στα προημιτελικά και νοκ-άουτ ημιτελικούς και τελικό. Αυτό που άλλους μπορεί να τους μπερδεύει, για την ίδια την διοργανώτρια αρχή αποτελεί το ιδανικό μοντέλο. Η διαφορετικότητα της κάθε φάσης ενισχύει το συναρπαστικό του πράγματος. Προφανώς και οι ομάδες θα ήθελαν κάτι διαφορετικό, διότι οφείλουν να προασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα, αλλά πρέπει να εξετάζουμε τις συνθήκες από την πλευρά του φιλάθλου, που είναι αυτός που γεμίζει τα γήπεδα, ανοίγει την τηλεόραση του και καταναλώνει τελικά τα προϊόντα που διαφημίζονται.

Μύθοι και πραγματικότητες του Final Four

Και για κάθε επιχείρημα "στο ΝΒΑ κάτι ξέρουν και κρίνουν τους τίτλους σε σειρές", υπάρχει και το αντεπιχείρημα ότι τα μεγαλύτερα σε προβολή αθλητικά γεγονότα στην Αμερική είναι το Final Four του NCAA και το Super Bowl (NFL). Διοργανώσεις με νοκ-άουτ μορφή. Όπως και το Μουντιάλ που παραμένει το μεγαλύτερο ίσως αθλητικό προϊόν μεμονωμένου αθλήματος στον κόσμο.

Η Euroleague δεν είναι διατεθειμένη να αλλάξει το θεσμό του Final Four: Α) Γιατί έχει συνδεθεί με τη διοργάνωση. Ακόμη κι εμείς στο δικό μας μυαλό "μετράμε" την Ευρωλίγκα από το 1988 και την Γάνδη και όχι τα προηγούμενα χρόνια του ευρωπαϊκού πρωταθλήματος. Β) Για εμπορικούς λόγους που αφορούν την συγκέντρωση τεσσάρων (συνήθως) διαφορετικών αγορών σε ένα τριήμερο. Το Final Four εμπλέκει τέσσερις ομάδες φιλάθλων συν τους ουδέτερους (Γερμανούς πέρσι, Ιταλούς το 2014 και πάει λέγοντας), ενώ μια σειρά best-of-five για παράδειγμα αφορά δύο μόνο fan groups, αυξάνοντας κατά πολύ το κόστος παρακολούθησης των αγώνων, μειώνοντας παράλληλα την δεξαμενή των εσόδων.

Μύθος ή πραγματικότητα: Μύθος

Ο Άνταμ Χάνγκα είναι ο αμυντικός της χρονιάς

Από την (εντελώς διαφορετική) εποχή του Στόγιαν Βράνκοβιτς είχαμε να δούμε ψηλό να κυριαρχεί τόσο πολύ αμυντικά. Ο Έκπε Ούντο ήταν ο καλύτερος αμυντικός της διοργάνωσης, αλλά και της χρονιάς. Θα πρέπει να συμφωνήσουμε ότι στην κανονική περίοδο έπαιζε στη μισή ταχύτητα, θέλοντας προφανώς να προστατεύσει τον εαυτό του από τον άκρως απαιτητικό τρόπο που τον χρησιμοποιούσε ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς μέσα στο μικρό rotation της Φενέρ. Για του λόγου το αληθές έπαιζε 31.34' τον περισσότερο χρόνο από οποιονδήποτε άλλον ψηλό και τον 3ο μεγαλύτερο πίσω από δύο γκαρντ, τον Κιθ Λάνγκφορντ και τον Μπραντ Ουαναμέικερ. Ακόμη κι έτσι όμως κατάφερε να κάνει κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν: να τελειώσει την πρώτη φάση ως πρώτος ριμπάουντερ και μπλοκέρ. Σε μια ομάδα με καλύτερους αμυντικούς δείκτες από την Μπασκόνια του Χάνγκα.

Μύθοι και πραγματικότητες του Final Four

Από τα προημιτελικά ως και την 21η Μαΐου ο Ούντο πάτησε το κουπί και εκτοξεύτηκε. Στα τελευταία 5 παιχνίδια η Φενέρ δέχεται 66.4 πόντους, υποχρεώνει τον αντίπαλο να σουτάρει 44.6% στο δίποντο και να σκοράρει μόλις 17.7 δίποντα, τον κρατάει στις 14.2 ασίστ και του επιτρέπει να συγκεντρώνει 60.4 στο ranking. Όλα αυτά αποτελούν καλύτερες επιδόσεις από τις καλύτερες επιδόσεις κάθε άλλης ομάδας στην κανονική περίοδο, πλην του ποσοστού στα δίποντα. Τα αντίστοιχα νούμερα ήταν: 73.5 πόντοι (Ερυθρός Αστέρας), 43.1% στα δίποντα (Ολυμπιακός), αλλά με 19.0 εύστοχα (Ολυμπιακός), 14.6 ασίστ (Ολυμπιακός) και 75.7 στο ranking (Ολυμπιακός).

Ο ίδιος ο Ούντο είχε 2.6 κοψίματα και 8.4 ριμπάουντ σε αυτό το διάστημα. Ήταν η ραχοκοκκαλιά της άμυνας της Φενέρ χάρις στην ικανότητα του να μαρκάρει τη μπάλα μετά από αλλαγές και να προστατεύει τη στεφάνη. Αυτός, συν τον Βεσελι και τους ψηλούς γκαρντ συνέθεσαν την απροσπέλαστη άμυνα των Τούρκων. Τα 8 του κοψίματα αποτελούν ισοφάριση του αντίστοιχου ρεκόρ του Μασέο Μπαστόν στο Final Four της Πράγας. Τα 5 που έκανε αποτελούν την καλύτερη επίδοση από το 2000 και μετά σε τελικό.

Μύθος ή πραγματικότητα: Μύθος

Στο Final Four μετράει η φόρμα

Η Φενέρμπαχτσε ήταν η πιο φορμαρισμένη ομάδα της διοργάνωσης. Μπήκε στο Final Four με το πόδι στο κόκκνο, όπως είχε κάνει ο Παναθηναϊκός το 2011, ο Ολυμπιακός το 2012, η Ρεάλ το 2015, η ΤΣΣΚΑ το 2016. Οι Τούρκοι είχαν σκουπίσει τον Παναθηναϊκό στα προημιτελικά, είχαν διαλύσει την Εφές στο πρόσφατο ντέρμπι για το τουρκικό πρωτάθλημα και πάνω από όλα είχαν απαλλαγεί από τραυματισμούς. Οι μεταπτώσεις της κατά τη διάρκεια της χρονιάς είχαν να κάνουν κατά κύριο λόγο με τα προβλήματα τραυματισμών, που έγιναν ακόμη πιο έντονα σε ένα τόσο μικρό ρόστερ, ή όταν χτυπούσαν παίκτες-κλειδιά όπως ο Μπογκντάνοβιτς και ο Σλούκας.

Από την άλλη η ΤΣΣΚΑ μπήκε στη διοργάνωση με πολλά προβλήματα. Με τον Τεόντοστις απροπόνητο, τον ΝτεΚολό στη χειρότερη κατάσταση της διετίας και τον Χίγκινς να αντιμετωπίζει τα δικά του πρόβλημα. Το αποτέλεσμα; Πέρα από τους Τεόντοσιτς (15.0 πόντοι, 3.5 ασίστ, 50% στα τρίποντα), Τζάκσον (12.5 πόντοι, 3.0 ασίστ, 13.0 ranking) και τον Χάινς (11 πόντοι, 5 ριμπάουντ, 13.5 ranking), κανείς άλλος παίκτης δεν έφτασε τα στάνταρ του.

Μύθος ή πραγματικότητα: Πραγματικότητα

Το τρίποντο έχει γίνει το κυρίαρχο στοιχείο του σύγχρονου μπάσκετ

Χωρίς αμφιβολία. Αυτό δείχνουν όλες οι ενδείξεις είτε μιλάμε για ΝΒΑ, είτε για ευρωπαϊκό μπάσκετ. Στο ΝΒΑ προκρίθηκαν στους τελικούς περιφέρειας οι καλύτερες ομάδες από το τρίποντο (Καβς, Ουόριορς, Σπερς, Σέλτικς), με τους Ρόκετς που επίσης θεωρείται "τρίποντη" ομάδα να μένει εκτός στο παραπέντε. Αντίστοιχα μες στη χρονιά οι δύο πρώτες ομάδες σε νίκες και σταθερότητα όλη τη χρονιά, η ΤΣΣΚΑ και η Ρεάλ, ήταν αυτές που σούταραν καλύτερα. Αντίθετα ο Ολυμπιακός και η Φενέρ, που ήταν κατεξοχήν αμυντικές ομάδες, είχαν τους καλύτερους συντελεστές σε ότι αφορά τα τρίποντα του αντιπάλου. Τουλάχιστον, δηλαδή δεν "έτρωγαν" πολλά τρίποντα, έστω κι αν δεν έβαζαν.

Μύθοι και πραγματικότητες του Final Four

Να δούμε τι έγινε στο Final Four; Στον πρώτο ημιτελικό ο Ολυμπιακός είχε 14 εύστοχα τρίποντα με 42%, ενώ η ΤΣΣΚΑ είχε 6/16 και 37%. Στον τελικό η Φενέρ πέτυχε 13 με 52% ποσοστό, ενώ οι "ερυθρόλευκοι" είχαν 9 με 34%.

Το γιατί συμβαίνει αυτό έχει αναλυθεί πολλές φορές στο παρελθόν και είναι πλέον ευκόλως κατανοητό.

Μύθος ή πραγματικότητα: Πραγματικότητα

Σιγά το κατόρθωμα! Ο Ομπράντοβιτς είχε μπάτζετ τόσων εκατομμυρίων

Το ότι ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς είναι ο κορυφαίος προπονητής του ευρωπαϊκού μπάσκετ δεν χωρά αμφιβολία. Έχει κατακτήσει τον τίτλο 9 φορές, έχει πάρει μέρος σε 16 Final-Four και το έχει κάνει με έξι διαφορετικές ομάδες (το έχει κατακτήσει με τις 5). Έχει πάρει τίτλο ως πρωτάρης (Παρτίζαν), ως το απόλυτο αουτσάιντερ (Μπανταλόνα), ως το απόλυτο φαβορί (Ρεάλ) και σε διαφορετικές συνθήκες με τον Παναθηναϊκό: ως γηπεδούχος (2000 και 2007), παίζοντας στην έδρα του αντιπάλου (2002), παίζοντας στο δυσκολότερο και πιο ανταγωνιστικό Final Four (2009), έχοντας την ομάδα που δεν υπολόγιζε κανείς (2011).

Ναι, αλλά η Φενέρ είχε μεγάλο μπάτζετ. Ναι, όπως είχε επί Μπογκντάν Τάνιεβιτς (Σμιθ, Πρέλζιτς, Ασίκ, Τουρκσάν, Μρστιτς, Γκίριτσεκ, Ερντέν, Κίνσεϊ, Γκριρ, Ούκιτς, Σόλομον), επί Σπάχια (Γιασικεβίτσιους, Λαβρίνοβιτς, Τζέρελς, Γκιστ, Σεφολόσα, Μπόγιαν Μπογκντάνοβιτς) και επί Πιανιτζάνι (ΜακΚάλεμπ, Μπατίστ, Σάτο, Άντερσεν). Στο παρελθόν έχουν υπάρξει και άλλες ομάδες που έχουν δαπανήσει αντίστοιχα πολλά χρήματα. Για παράδειγμα η Χίμκι και η Εφές. Η Φενέρ, όμως, κατάφερε μετά την πρώτη χρονιά - εγκλωβισμένη από τα προηγούμενα συμβόλαια και τους γηγενείς που δεν ήθελε ο Ομπράντοβιτς- να πάρει μέρος σε τρία συνεχόμενα Final Four, να χάσει το παρθενικό της, να αφήσει το δεύτερο να ξεφύγει για ένα ριμπάουντ και να κατακτήσει το τρίτο.

Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι έβαλε μια "άγραφη" ομάδα στην ελίτ. Δίπλα σε ομάδες με ιστορία και διακρίσεις τις τελευταίες τρεις τουλάχιστον 10ετίες, όπως ο Ολυμπιακός, η Ρεάλ, η Μπαρτσελόνα, ο Παναθηναϊκός, η ΤΣΣΚΑ και η Μακάμπι. Ποια άλλη ομάδα έχει περάσει έτσι ξαφνικά σε αυτό το στάτους; Η Σιένα και η Μπασκόνια, που ανήκουν όμως στην δεύτερη ταχύτητα. Ξανά: κι άλλες ομάδες έδωσαν χρήματα, αλλά δεν τα κατάφεραν.

Οι μεγαλύτεροι μύθοι που κυκλοφορούν εσχάτως αφορούν τα χρήματα που δαπανούν οι ακριβές ομάδες. "Η ΤΣΣΚΑ των 42 εκατομμυρίων", ποσό που αναφέρεται πέρα από τα έξοδα για παίκτες, σε έξοδα για την δεύτερη ομάδα, τις ακαδημίες, ακόμη και το αεροπλάνο. "Ναι, αλλά η Φενέρ δίνει πάνω από 30 εκατομμύρια". Ξεχνάμε αφενός την υπεραξία που πρέπει να πληρώσουν αυτές οι χώρες λόγω διαφορετικών λόγων, αλλά το κυριότερο τις εύφορες συνθήκες για μεγάλα συμβόλαια λόγω φορολογίας. Στην Ισπανία για παράδειγμα κάθε παίκτες πληρώνεται διπλός. Στην Ελλάδα υπό κανονικές συνθήκες πληρώνεται +150% της αξίας του. Πως μπορούν αυτές οι ομάδες να τα βάλουν με ομάδες που διαθέτουν τόσο δυνατούς (κρατικούς ή ιδιωτικούς) χορηγούς από πίσω τους;

Μύθοι και πραγματικότητες του Final Four

Πως μπορούμε να συγκρίνουμε αγορές όπως η ελληνική κι η ισπανική που επί της ουσίας ο χρηματικός ανταγωνισμός αφορά δύο ομάδων (Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός και Ρεάλ-Μπαρτσελόνα), με πρωταθλήματα όπως το τούρκικο και το ρώσικο, όπου υπάρχουν πολλές διοικήσεις που διεκδικούν παίκτες με συμβόλαια πολλών μηδενικών. Για παράδειγμα η ΤΣΣΚΑ στην αναζήτηση παικτών πρέπει να νικήσει την Χίμκι, την Ούνιξ, την Λοκομοτίβ και κατά καιρούς άλλες ομάδες (Νίζνι, Ζενίτ) που έχουν συμβόλαια τριών, δύο και ενός εκατομμυρίου. Το ίδιο και η Φενέρ που διεκδικεί παίκτες σε μια αγορά που βρίσκεται η Εφές, η Γαλατά, η Νταρουσάφακα. Είναι διαφορετικό. Και τα χρήματα επομένως γίνονται διαφορετικά.

Για κάποιο περίεργο λόγο ο κόσμος θεωρεί ότι η δουλειά του προπονητή που έχει να διαχειριστεί το μεγαλύτερο μπάτζετ είναι εύκολη. Για την ακρίβεια, όμως, είναι δυσκολότερη. Γιατί υπάρχει το μεγάλο "πρέπει". Κι αν δεν το πιστεύει κάποιος, ας ρωτήσει τους ίδιους τους προπονητές που έχουν περάσει τόσο από τα χαμηλά, όσο και από τα ψηλά. Είναι αντίστοιχος μύθος με το "με τέτοιους παίκτες δεν χρειάζεται προπονητής", το οποίο έχει διαψεύσει πανηγυρικά ο Σέρτζιο Σκαριόλο. Με τον Ιταλό στον πάγκο της η εθνική Ισπανίας κατέκτησε τρία χρυσά σε Eurobasket (2009, 2011, 2015), ένα ασημένιο ολυμπιακό μετάλλιο (2012) και ένα χάλκινο ολυμπιακό μετάλλιο (2016), μετρώντας μόνο μια "αποτυχία", την 6η θέση του Μουντομπάσκετ του 2010. Χωρίς αυτόν η Ισπανία έμεινε εκτός τελικού Eurobasket για πρώτη φορά μετά το 2005, ενώ το 2014 στο Παγκόσμιο Κύπελλο που έγινε στη χώρα της, κατέληξε στην 5η θέση.

Πίσω στον Ομπράντοβιτς. Η ομάδα που έχει παραδοσιακά το μεγαλύτερο μπάτζετ η ΤΣΣΚΑ από το 2009 έχει πάρει μέρος σε όλες τις διοργανώσεις εκτός από μια, αλλά την έχει κατακτήσει μόνο μια φορά! Την περσινή. Έχοντας αλλάξει τέσσερις διαφορετικούς προπονητές (Μεσίνα, Πασούτιν, Καζλάουσκας, Ιτούδη). Κάτι που σημαίνει ότι το να πάρει κάποιος την Euroleague δεν είναι εύκολο υπόθεση, όσα χρήματα κι αν έχει. Ώρα για συγκρίσεις: τα τελευταία 10 χρόνια μόνο ένας προπονητής έχει πάρει παραπάνω από μια φορά τον ευρωπαϊκό τίτλο: ο Ομπράντοβιτς. Όχι δύο, αλλά τέσσερις φορές (2007, 2009, 2011 και 2017). Τα υπόλοιπα τα έχουν μοιραστεί ο Πασκουάλ, ο Ίβκοβιτς, ο Μπαρτζώκας, ο Μπλατ και ο Ιτούδης. Ο "Ζοτς" κι άλλοι σαν να λέμε.

Μύθος ή πραγματικότητα: μύθος

Η άμυνα δίνει τα πρωταθλήματα

Ναι. Ξεκάθαρα. Στους δύο ημιτελικούς μπορεί η διαφορά να μην ήταν επιπέδου Δαυίδ εναντίον Γολιάθ, αλλά υπήρχε ξεκάθαρο κοντράστ σκληράδας με ποιότητα. Η Ρεάλ και η ΤΣΣΚΑ πήγαν στην Κωνσταντινούπολη ως οι καλύτερες ομάδες. Μοιραζόντουσαν τις δύο πρώτες θέσεις σε όλους τους ποιοτικούς δείκτες: πόντους, ranking, ποσοστά, ασίστ. Και οι δύο έχασαν από ομάδες που οι μοναδικές τους διακρίσεις στη στατιστική εντοπιζόντουσαν στις αμυντικές κατηγορίες: παθητικό, ριμπάουντ, ranking αντιπάλου, ποσοστά αντιπάλου, ασίστ αντιπάλου.

Ο σκληρός κέρδισε τον ποιοτικό. Είναι ένα ακόμα δείγμα ότι στο μπάσκετ μετράει πολύ το ποια ομάδα θα πάρει περισσότερες κατοχές (άρα διεκδικήσεις), ποια ομάδα θα πάρει έξτρα πόντους από την αθλητικότητα και τη μαχητικότητα (transition, επιθετικά ριμπάουντ) και θα είναι έτοιμη να δώσει μάχες σώμα-με-σώμα. Θα μπορέσουν δηλαδή να βγουν αλώβητες από τη μάχη σώμα με σώμα.

Μύθος ή πραγματικότητα: Πραγματικότητα

Το Final Four απαιτεί εμπειρία

Το Final Four είναι κάτι άλλο. Μια εντελώς διαφορετική ιστορία. Και απαιτεί εμπειρία. Και αυτό αφορά όλη τη διοργάνωση, όχι απαραίτητα το βαθμό δυσκολίας των αγώνων. Μην ξεχνάμε ότι αν κάτι διακρίνει τη ζωή ενός αθλητή αυτή είναι η ρουτίνα: προπόνηση, φαγητό, καθημερινότητα. Από εκεί πηγάζουν τα γούρια και η μανία με την επανάληψη που οδηγεί στην τελειότητα. Πολύ περισσότερο στο μπάσκετ που είναι ένα κατεξοχήν άθλημα επανάληψης και μοτίβων, εξ ου και η σημασία του "διαβάσματος", που αποτελεί τη σωτήρια λέμβο στην αλυσιδωτή αντίδραση που προκαλείται σε μια φάση.

Μύθοι και πραγματικότητες του Final Four

Στο Final Four η ρουτίνα αλλάζει. Οι παίκτες μετακομίζουν για κάποιες ημέρες από τη βάση τους. Μένουν σε ένα ξενοδοχείο γεμάτη βουή. Νιώθουν την προσοχή του κόσμου, όχι μόνο του ξένου, αλλά και του δικού τους περιβάλλοντος να γίνεται πιο έντονη. Δίνουν διαρκώς συνεντεύξεις και συμμετέχουν σε εκδηλώσεις. Κάνουν προπόνηση σε ξένα γήπεδα, γεμάτα κόσμο. Έχουμε δει πολλές φορές στο παρελθόν ομάδες να την πατάνε λόγω αυτού, όπως έγινε πέρσι χαρακτηριστικά με το παράδειγμα της Λοκομοτίβ και της Μπασκόνια που έχαναν με το καλημέρα με διψήφια διαφορά στον ημιτελικό.

Το είδαμε χαρακτηριστικά και φέτος. Όχι σε ομαδικό, αλλά σε ατομικό επίπεδο. Εξάλλου όλοι οι οργανισμοί που μετείχαν ήταν αρκετά έμπειροι σε τέτοιες διοργανώσεις. Τρανό παράδειγμα ο Έρικ Γκριν που χρειάστηκε πάνω από ένα ημίχρονο για να καταλάβει που βρίσκεται. Όπως ο Κεμ Μπιρτς που ήταν φανερά πιο έτοιμος στον τελικό από ότι στον ημιτελικό. Και κυρίως όπως ο Λούκα Ντόνσιτς. Το μεγαλύτερο ταλέντο της τελευταίας 20ετίας στο ευρωπαϊκό μπάσκετ έμοιαζε με ψάρι εκτός γυάλας. Όταν έκανε λάθος, κοιτούσε με χαμένο βλέμμα στον διαιτητή, σαν να μην μπορεί να πιστέψει τι συμβαίνει. Το μελλοντικό ντραφτ πρώτης 3άδας τέλειωσε το Final Four χωρίς καλάθι εντός παιδιάς. Είχε 0/9 σουτ και είχε ίδια λάθη με πόντους (6).

Μύθος ή πραγματικότητα: Πραγματικότητα

TAGS EUROLEAGUE
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ