ΣΤΗΛΕΣ

Τότε, που σκότωναν τον «Μαρσελίνο»...

Τότε, που σκότωναν τον «Μαρσελίνο»...

Η έκδοση στην Ελλάδα ενός της εξαμελούς σπείρας που, εν έτει 1990, σόκαρε το πανελλήνιο με την απαγωγή – δολοφονία του 17χρονου ποδοσφαιριστή του Κεραυνού Αγ. Βαρβάρας, Γιάννη Τσατσάνη, επαναφέρει δραματικές μνήμες, αμηχανίες κι... εφιάλτες!

Μέσα Ιουλίου του ’90... Στα Σκούρτα Βοιωτίας, το καμάρι των Δερβενοχωρίων, η ήρεμη καθημερινότητα των κάπου 900 τόσων μόνιμων κατοίκων -ευλογημένη να ανασαίνει τ’ οξυγόνο των βορινών πλαγιών της Πάρνηθας και τις καλλιέργειες της γης- ετοιμαζόταν για άλλη μία διαδικαστική ημέρα, όταν το μαντάτο πότισε το χώμα με κιλά ανατριχιαστικού ηλεκτρισμού: «Το παιδί... Βρήκαν το παιδί...».

Διευκρινίσεις δεν χρειάζονταν. Εκείνο τον καιρό η επικαιρότητα είχε σχεδόν δανείσει κατ’ αποκλειστικότητα τον όρο («το παιδί») σε ένα μονάχα πρόσωπο. Τον 17χρονο, Γιάννη Τσατσάνη. Ή, σκέτα, «Μαρσελίνιο».

Η ιστορία της απαγωγής του, απ’ την άνοιξη (τρεις, περίπου, μήνες πριν), όταν και πρωτοφιλοξενήθηκε στα αστυνομικά ρεπορτάζ, αρνούνταν πεισματικά να «εκπέσει» στο λαϊκό ενδιαφέρον. Και σε πρώτο χρόνο, το μαντάτο ακούστηκε καλό. «Τον βρήκαν...». Δεν ήταν. Το κορμί (του), που ‘χε εντοπιστεί από το σκύλο ενός τσοπάνη, σε μια πρόχειρη στάνη στο χωριό, θαμμένο μέσ’ σε κοπριές, λάσπη και βάτα, ήταν άψυχο, ακίνητο. Διαμελισμένο και σε φάση αποσύνθεσης (επισήμως αναγνωρίστηκε την επομένη, όπως ειπώθηκε, από μια χρυσή αλυσίδα που φορούσε στο λαιμό και τα κλειδιά του)...

Υπήρξε η δραματική «ακύρωση» της λαϊκής προσδοκίας για το «happy end» μιας ιστορίας που, κατά τα άλλα, εμπεριείχε, σε γενναία ποσότητα, όλα τα «εκρηκτικά» στοιχεία της πετυχημένης συνταγής του αμερικάνικου, εμπορικού blockbuster. Απαγωγή, χρήμα, μπάλα, αγωνία, περιθώριο, διαψεύσεις, δραματικές αποκαλύψεις, σκευωρίες, ανίερες συνωμοσίες, «ντυμένο» όλο αυτό από το μουσικό χαλί του Μπρέγκοβιτς (τσιγγάνος ο 17χρονος)...

Κι, εντέλει, θάνατο. Βλέπετε, εδώ ήταν ζωή. Και στη ζωή, το «happy end» δεν φέρνει (πάντα) εισιτήρια...

Τότε, που σκότωναν τον «Μαρσελίνο»...

«Μπάλα» είπαμε. Ναι... Ο Τσατσάνης ήταν ποδοσφαιριστής. «Δεκαράκι», στον Κεραυνό Αγ. Βαρβάρας, γεννημένος το ‘73. Τόσο καλός, που στην ανέξοδη οπτική της μικρής του κοινωνίας, τον έβλεπαν (και φώναζαν) σαν την εντόπια μικρογραφία ενός Ντιέγκο (που, κείνες τις μέρες, μετά το «μονόπρακτο» του ’86, οδηγούσε ξανά μια ψόφια Αργεντινή ίσαμε τον τελικό του Μουντιάλ της Ιταλίας): «Ο Μαραντόνα του Αιγάλεω...».

Μαρτυρίες έκαναν λόγο για ένα καλό, χαρούμενο παιδί, αγαπητό σε όλους, με «δίψα» για ζωή (και για ποδόσφαιρο). Και με σκούφια που βαστούσε αποστάσεις απ’ το μέσο κοινωνικό στερεότυπο της ειδικής καταγωγής – της ευκαιριακής, καθημερινότητας, της λασπουριάς, της σκόνης, των ιδιαίτερων κωδίκων συμπεριφοράς, της μηδενικής μορφώσεως.

Ο πατέρας του, ο Γιώργος (στα 47, τότε) ήταν έμπορος και εισαγωγέας ηλεκτρονικών ειδών, με δραστηριότητα απ’ την εγχώρια αγορά και την Ευρώπη (π.χ. Ιταλία), ίσαμε την Άπω Ανατολή. Με καλό όνομα στον εμπορικό κόσμο της Αθήνας και του εξωτερικού. «Πραγματικός άρχοντας» τον περιγράφει ο Πάνος Σόμπολος («Τα εγκλήματα που συγκλόνισαν την Ελλάδα»). Και κάπου εκεί, εντοπίζεται το κέντρο του κακού.

«Οι περισσότεροι άγιοι ήταν φτωχοί, όμως αυτό δεν σημαίνει πως οι περισσότεροι φτωχοί είναι άγιοι» έγραψε κάποτε ο Αμερικανός σοφός. Ενίοτε ήταν απλά τους φωτοδιάβολοι με ένστικτα χωμένα στην ακονισμένη λάμα μιας φαλτσέτας και σε κάποιο «άρρωστο» σενάριο, με στόχο προφανή: «Τα φράγκα...».

Οι εξελίξεις γράφτηκαν ραγδαία. Την εξαφάνιση του 17χρονου απ’ το σπίτι, ακολουθεί, δυο μέρες πιο μετά, ένα άγριο τηλεφώνημα στο σπίτι του Τσατσάνη, με (προσποιητό, για ξεκάρφωμα) ιταλιάνικο αξάν: «Εδώ Ιταλιάνο... Καλό παιδί...».

Λίγο αργότερα, νέο τηλεφώνημα. Τα λύτρα (150 εκατομμύρια δρχ.) και μια πιεστικά πάσα του ακουστικού στον «Μαρσελίνο». «Όσο αποφασιστικός ήταν ο μικρός μέσα στο γήπεδο, άλλο τόσο έτρεμε η φωνή του όταν μίλησε με τον πατέρα του και του ζήτησε να “τα βρει μαζί τους γιατί θα τον σκοτώσουν”», θα έγραφε αργότερα ο Κώστας Κυριακόπουλος στην «Ελευθεροτυπία».

Αποδείχτηκε η τελευταία φορά που ο Γιώργος Τσατσάνης άκουγε πραγματικά τον γιο του. Μέχρι τις 21 Απριλίου, όταν και κατάφερε να συγκεντρώσει ένα ποσό 50 εκατομμυρίων, δίνοντας ραντεβού με τους απαγωγείς, το δραματικό κάλεσμα του μικρού, μέσω τηλεφώνου, απεδείχθη πως ήτανε «κασέτα». Ο ίδιος, νεκρός. Πέντ’- έξι μέρες, μόλις, μετά απ’ την απαγωγή...

Στο μεσοδιάστημα, μέχρι τη θλιβερή, καλοκαιρινή ανακάλυψη στα Σκούρτα, ο πατήρ Τσατσάνης, κάνει τα πάντα. Πληρώνει μεροκάματα για έρευνες, ζητεί τη συνδρομή της αστυνομίας (είχε κληθεί στο πρώτο ραντεβού, της 21ης Απριλίου, αλλά οι απαγωγείς κάτι «μυρίστηκαν» και δεν πήγαν) ψάχνει ο ίδιος. Εξ ου και κάποια στιγμή, η σπείρα του χρέωσε ότι «μιλάς πολύ», κόβοντας αυτόματα κάθε επικοινωνία.

Και τα βράδια, προσεύχεται να βρεθεί, σώος, ο γιος του, προσπαθώντας να καλμάρει πόνο κι αγωνίες μαζί με συγγενείς και φίλους. Μεταξύ τους κι ένας... κάποιος... απ’ τους, όπως αποδείχτηκε αργότερα, δράστες του άγριου φονικού! Που, όπως γράφει ο Σόμπολος (ο άνθρωπος που αποκάλυψε, δημοσιογραφικά, την υπόθεση που «πάγωσε» το πανελλήνιο), «δήθεν θλιμμένος και συντετριμμένος, και μάλιστα καταριόταν τους φονιάδες και έλεγε με δήθεν εκδικητικό ύφος: “Αν τους πιάσω αυτούς που σκότωσαν τον Μαρσελίνο, θα τους φάω ζωντανούς”…».

Τότε, που σκότωναν τον «Μαρσελίνο»...

Δεν ήταν η μοναδική λεπτομέρεια- αποκάλυψη, που, εκ των υστέρων, που σήκωνε την πέτσα: «Στην κηδεία», συνεχίζει, «του άτυχου παιδιού, ένας από τους δράστες σήκωσε και κρατούσε το φέρετρο του θύματός του στον ώμο του! Ένας άλλος νωρίτερα έπαιζε θέατρο. Δηλαδή δήθεν έψαχνε να βρει τον απαχθέντα δεκαεπτάχρονο και ρωτούσε παντού αν τον είχε δει κανείς».

Η «ταυτότητα» των πάντων (έξι ήταν) αποκαλύφθηκε λίγο καιρό μετά. Κάποιοι, συγγενείς, φίλοι, συμπαίκτες του μικρού! Ήθελαν το χρήμα.

Ο 19χρονος ξάδελφός του, Βασίλης Βασιλείου (ή «Τζίνο») είχε, λέει, το ρόλο «κατασκόπου». Ενημερώνοντας τους άλλους για τις κινήσεις του μικρού ή του πατέρα του, το σπίτι, τα καθημερινά τους δρομολόγια, τα περιουσιακά στοιχεία. Και το πλάνο ετοιμαζόταν...

Ένας δεύτερος, ο Κώστας Σπινιάρης. Ο «κολλητός» του «Μαρσελίνο»! Όταν συνελήφθη (και παρά τις εκκλήσεις του πατέρα του Γιάννη),«μίλησε» η βεντέτα. Δεχόμενος δύο πυροβολισμούς από τσιγγάνους, μέσα στο αυτοκίνητο της Ασφάλειας, που τον μετέφερε. Μα, τη σκαπούλαρε... Ώσπου, στα τέλη του 2005, βγήκε με πενθήμερη άδεια απ’ τις φυλακές της Νέας Αλικαρνασού, αλλά δεν επέστρεψε (και διέφυγε Τουρκία, όπου το 2006 συνελήφθη απ’ τις εκεί Αρχές για διακίνηση ναρκωτικών, «τρώγοντας» - άλλα- 12,5 χρόνια).

Ο Δημήτρης Αγαπητός, ο Σταμάτης Γρυπαίος (αυτός φέρεται να τον πυροβόλησε και σκότωσε) και ο Δημήτρης Σκαφτούρος, ο «εγκέφαλος»... Ο μοναδικός που, σε πρώτο χρόνο, κατάφερε να «δραπετεύσει», όταν σφίξαν’ τα ζωνάρια του νόμου, φεύγοντας για το Νιου Τζέρσεϊ.

Θα χρειάζονταν 18 ολόκληρα χρόνια για να εντοπιστούν τα ίχνη του και να φορέσει χειροπέδες, μετά από έφοδο στο σπίτι του (καταζητούμενος, επί σειρά ετών, από ελληνικές αρχές και Interpol): τέλη Μαϊου του 2008. Κι ενώ, δύο χρόνια πιο νωρίς, τη γλίτωσε στο «τσακ», έχοντας έρθει στην Ελλάδα για τις εορτές του Πάσχα (η Ασφάλεια Αττικής είχε ήδη, τρεις εβδομάδες πριν από την άφιξή του, πληροφορία για το πού θα διέμενε, αλλά...)

Σημείωση: δύο χρόνια ακόμη να περνούσαν, το αδίκημα θα είχε, πια, παραγραφεί!

Τότε, που σκότωναν τον «Μαρσελίνο»...

Οι υπόλοιποι μπήκαν αμέσως στην «τσιμπίδα». Η δίκη έγινε το ’91. Κλίμα μπαρούτι, φόβοι γενικευμένης βεντέτας, αυξημένα, μέτρα ασφαλείας, σίδερο κι ατσάλι... Πρωτόδικα, Γρυπαίος (με επιπλέον 18 χρόνια κάθειρξη), Αγαπητός (με +17) και Σπινάρης (+25) καταδικάζονται σε δις ισόβια. Οι υπόλοιποι με κάθειρξη 10- 15 χρόνια.

Αρχές του ’99, εκδικάστηκε η έφεσή που είχαν υποβάλει οι δύο ισοβίτες (πλην του Σπινιάρη, ο οποίος, λόγω της πρότερης επίθεσης που δέχτηκε δεν ήθελε να... ξανασυναντηθεί με τους συγγενείς του θύματος, ενώ οι άλλοι είχαν πια εκτίσει). Στην πιθανότητα μείωσης των ποινών τους, μνήμες και αίματα ανάβουνε εκ νέου με στουπί βουτηγμένο στη βενζίνη. Όταν το δικαστήριο τις άφησε ανέγγιχτες, τα χειρότερα αποφεύχθηκαν...

Ιστορικά, η «περίπτωση Mαρσελίνο» κατεγράφη ως η πρώτη (και πιο σκληρή) απαγωγής για λύτρα στην ιστορία της ελληνικής εγκληματολογίας. Με την είδηση της έκδοσης (του 57χρονου, πλέον) Σπινιάρη στη χώρα μας, απ’ την Τουρκία, να επαναφέρει μνήμες, αμηχανίες κι εφιάλτες. Κι εκείνο το στίχο του Σεφέρη: «Κι ο άνθρωπος κατάντησε πραμάτεια...».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ