ΣΤΗΛΕΣ

Κοψίβα, ο... πρώτος!

Κοψίβα, ο... πρώτος!

Ο Μάρκο Σίλβα είναι ο 42ος ξένος προπονητής του Ολυμπιακού. Το Sport24.gr θυμάται τον 1ο, τον Τσέχο Γιαν Κοψίβα, η έλευση του οποίου στριμώχτηκε σε δύο αράδες. Το ρεκόρ, τα αποτελέσματα, η διδασκαλία και η... διαιτησία!

H σημασία του «αύξοντος αριθμού»... Βοήθημα στην καταγραφική συστηματοποίηση. Τη στατιστική. Την αρχειακή τακτοποίηση. Εξόν από μία περίπτωση, που εξασφαλίζει κάτι απείρως πιο σημαντικό: ιστορικότητα. Συμβαίνει όταν αυτός, ο αύξων αριθμός, είναι η μονάδα. Το «ένα». Ο πρώτος της λίστας, ο παρθενικός της ιστορίας, ο «προπάτορας» των άλλων. Του Νο 2, του 3, του 10, του 25... Του Νο 42. Συγκεκριμένα; Εάν ο Πορτογάλος, Μάρκο Σίλβα αποτελεί τον 42ο ξένο προπονητή του Ολυμπιακού, κάποιος, κάποτε, σε χρόνια «γρέντζα», κατεγράφη ως ο πρώτος. Και ήταν Τσέχος. Ο Γιαν Κοψίβα. Το Sport24.gr, επ’ αφορμή, αποδίδει τις δέουσες τιμές. Της μνήμης...

Στον Τύπο των καιρών, η είδηση δεν πλαισιώθηκε ούτε από καρέ – καρέ καταγραφές της... πορείας διαπραγμάτευσης, ούτε από εύκολες αξιολογήσεις, πολύπλοκα αφιερώματα, άχρηστες bio informations, τίτλους πνιγμένους σε εύκολες, εμπορικές υπερβολές.

Όσοι έγραψαν (γιατί πολλοί δεν έγραψαν...), ίσαμε που στρίμωξαν φουριόζικα αυτές, τις δυο απολύτως απαραίτητες αράδες, σε κάποιο... υπόλοιπο μονόστηλου, ανάμεσα στη (με ορθογραφία εποχής) διαφήμιση για τα νέα, υπερσύγχρονα ψυγεία «Frigidaire» ( «Το αυτόματον ψυγείον του σπητιού, ψύξις δι’ ηλεκτρισμού»), την προαναγγελία του «περιφήμου έργου του Γκρίλλπαρ Σερ, “Η Προμαμμή”» από το Εθνικό και τα ρεπορτάζ για τα επεισόδια στη Βουλή, μεταξύ δημοκρατικών και αντιβενιζελικών «εξ αφορμής της αγορεύσεως του κ. Παπαναστασίου σχετικώς με τους τουφεκισμούς των εξ(ι)».

Οι εξαιρέσεις λίγες. Παράδειγμα, της «Βραδυνής»: «Ο “Ολυμπιακός” αποκτά ένα των καλλιτέρων προπονητών της Ευρώπης. Μια μεγάλη επιτυχία...».

Κοψίβα, ο... πρώτος!

Ήταν η σελίδα 4, του φ. της 2ας Απριλίου του 1927. Ημέρα Σάββατο, λίγο μετά το τέλος της σεζόν 1926-’27, που έβρισκε τον Ολυμπιακό Πρωταθλητή του Πειραιά. Και το ρεπορτάζ – ντοκουμέντο, αν και όχι βασικό στη στήλη της «Αθλητικής Ζωής» (ως τέτοιο, επιλέχτηκαν οι «Μεγάλοι Αθλητικοί Αγώνες των Πανεπιστημίων Όξφορδ και Κέμπριτς»), στεκόταν μάλλον τίμια απέναντι στο μέγεθος της είδησης:

«Μετά μεγάλης χαράς, θα πληροφορηθή ο φίλαθλος κόσμος της πρωτευούσης, ότι το κάλλιστον Σωματείον του Πειραιώς “Ολυμπιακός”, απεφάσισε τελικώς, όπως μετακαλέση εκ Τσεχοσλοβακίας ειδικόν προπονητήν δια το ποδοσφαιρικό του τμήμα. Ως τοιούτος προσελήφθη ο κ. Κοψίβα, εις εκ των αρίστων παικτών της Τσεχοσλοβακίας και ειδικός προπονητής των ποδοσφαιρικών ομάδων. Ούτος, κατά χθεσινόν τηλεγράφημα εις την Λέσχην του “Ολυμπιακού”, θα ευρίσκεται στον Πειραιά περί τα μέσα Απριλίου. Δεν δυνάμεθα ή να συγχαρώμεν το Συμβούλιον του “Ολυμπιακού”, διότι μη φειδόμενον δαπανών, μετακαλεί προπονητήν εξ Ευρώπης δια να εξυψώση έτι μάλλον την ελληνικήν ποδόσφαιραν, της οποίας τόσο επαξίως, μέχρι της σήμερον, τα σκήπτρα κατέχει...».

Ο ενθουσιασμός δεν ήταν άδικος. «Σημειωτέον», εξηγούσε η «Βραδυνή», «ότι ο ανωτέρω προπονητής έχει προπονήσει επί 18 μήνας κατά τα έτη 1925 και ’26 την περίφημον ομάδα της Ισπανίας, Φ.Σ. Μπαρσελόνα, ένθα παίζει ως τερματοφύλαξ ο διάσημος Ζαμόρρα».

Όπως δεν ήταν αβάσιμο και το μέσο, λαϊκό, απορημένο ερώτημα: «Μα, πώς;» Χρειάστηκε, όντως, ισχυρή διαπραγματευτική διαδικασία, για να «κλειδώσει» η συμφωνία. Ο Κοψίβα, λέει, είχε προταθεί στους Πειραιώτες από τον αντιπρόεδρο της Σπάρτα, κ. Μάλυ, τον αρχηγό της Σπάρτα, Γκαζιά και τον γραμματέα «της Τσεχικής Φεντερασιόν» (Ομοσπονδίας). «Μεταβάς στην Πράγαν εκ μέρους του “Ολυμπιακού”, o εκ των μελών του Διοικ. Συμβουλίου, κ. Ι. Παούρης, διεξήγαγε τας σχετικάς διαπραγματεύσεις». Και απ’ τη στιγμή που εγγυήσεις και όροι κράτησαν αλάργα, το νερό μπήκε στο αυλάκι.

Για το οικονομικό, η «Βραδυνή» δεν προσθέτει πληροφόρηση. Οι ψίθυροι, ωστόσο, πως, εν μέρει, η έλευση Κοψίβα στο Λιμάνι υπήρξε δώρο ενός ισχυρού, Πειραιώτη επιχειρηματία, ένθερμου φίλου και μέλους της ομάδας, θα επιβεβαιώνονταν ιστορικά, τρεις μήνες πιο μετά, απ’ το «Κυριακάτικο Ελεύθερο Βήμα» (φ. 10/7/27): «Από δύο μηνών περίπου, ο Πειραιεύς, το άριστον τούτο ποδοσφαιρικόν κέντρον της Ελλάδος, φιλοξενεί μίαν ποδοσφαιρικήν κορυφήν: τον Τσεχοσλοβάκον προπονητήν του Ολυμπιακού κ. Κοψίβαν, όστις ανέλαβε δαπάναις του κ. Ζαγοραίου να προπονήση την καλυτέραν ομάδα της Ελλάδος». «Όστις (Ζαγοραίος)», προσέθετε το «Έθνος» (φ. 22/4 ), «και ανεκηρύχθη ευεργέτης του Συλλόγου». Ιδιωτική πρωτοβουλία, η ισχύς...

Για την ακρίβεια, μια αναγκαστική ισχύς, δεδομένου ότι το συμπεφωνηθέν μηνιάτικο δεν ήταν δα και απ’ αυτά που κάλυπτε αβίαστα ένα ΔΣ αθλητικού συλλόγου στα χρόνια της θαλασσινής αρμύρας, των πλοία του Μιχαληνού, του «κάρβουνου» στου Παπαστράτου, στα χρόνια της αυλής με τον ασβεστωμένο τοίχο, της ρετσίνας, του τσίγκινου καρτούτσου, του «ένοχου» ρεμπέτικου και του καημού της Μικρασίας κατακεί, «στις λαμαρίνες».

Προκύπτει εμφανώς από σωζόμενη επιστολή του ίδιου του Κοψίβα, ένα χρόνο πιο μετά (Αύγουστος ’28), σχετικά με τη συμφωνία ανανέωσής του: «Μετά του εφόρου», έλεγε, «του ποδοσφαιρικού τμήματος, κ. Ν. Ανδρονίκου, εμείναμεν σύμφωνοι όπως παραμείνω προπονητής του Ποδοσφαιρικού τμήματος του ημετέρου συλλόγου, αντί μηναίου μισθού των οκτώ χιλιάδων (8.000) δρχ., μέχρι τέλους Μαϊου του 1929, ήτοι δι’ εννέα ακόμη μήνες...». Οκτώ χιλιάρικα. Την ώρα, που ο μισθός μιας καθαρίστριας, ίσαμε που έπιανε πεντακοσάρικο...

Απέναντι στον εν δυνάμει «ερυθρόλευκό» του μύθο, ο Τσεχοσλοβάκος δεν θα δήλωνε αχάριστος. Προσέφερε. Και στον Ολυμπιακό και στο ελληνικό ποδόσφαιρο, εν γένει. Κι αν ήδη, στα τέλη του ’27 (φ. 12/12) η πρόβλεψη του «Ελευθέρου Βήματος» ότι «είναι ασφαλώς (ο Ολυμπιακός) μία εκ των καλλιτέρων ομάδων των Βαλκανίων και ταχέως, εάν εξακολουθήση με τον αυτόν ζήλον την προπόνησίν της υπό τον κ. Κοψίβαν, θα γίνη μία των ισχυροτέρων ομάδων της Ευρώπης» θεωρηθεί γέννημα εκείνης της περίπου γονιδιακής ενθουσιαστικής υπερβολής του τίμιου τούτου έθνους, τα τελικά τεκμήρια της συνολικής του αξιολόγησης, μπόλικα, θετικά – και αξιόπιστα:

Το ρεκόρ. Ο μοναδικός (άντε, μαζί με τον Νικόλα τον Αλέφαντο) προπονητής της «ερυθρόλευκης» ιστορίας, που κλήθηκε να καθίσει, στον πάγκο της ομάδας σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές: 1927-’30, 1933-’34, 1936-’37. Σύνολο, πενταετία.

Τα αποτελέσματα. Κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα (1934, 1937). Κυρίως, όμως, πιστώνεται ένα γενναίο μερτικό για το βάπτισμα του Ολυμπιακού σε... «Θρύλο» (κατ’ έμπνευση του δημοσιογράφου, Κριναίου). Τόσο με το εκπληκτικό τριετές αήττητο από ελληνική ομάδα (απ’ τον Μάρτιο του ’26 ως τον Φεβρουάριο του ’29), όσο –και κυρίως- με τις μυθικές επιτυχίες του στα μεγάλα διεθνή Κύπελλα Πάσχα της διετίας 1928 – ’29.

Κοψίβα, ο... πρώτος!

Η ιστορική ανορθογραφία; Συνδέθηκε με την επική ήττα, 8-2, το 1930 απ’ τον Παναθηναϊκό, για το Πανελλήνιο. Σώθηκε, σχετικά, κι ένας αστικός μύθος: λίγες μέρες πριν, λέει, ως τεχνικός της Εθνικής, δεν είχε προσκαλέσει για ένα ματς με τη Ρουμανία στο Βουκουρέστι (Βαλκανικό) ούτε έναν Πράσινο!

Δεν το εκτίμησε σωστά… Η Εθνική συνετρίβη (1-8), οι παίκτες του Ολυμπιακού επέστρεψαν ψυχολογικά και σωματικά καταβεβλημένοι (δύσκολη υπόθεση τότε ένα ταξίδι στο εξωτερικό) και συνέβη το κακό.

Η δική του εξήγηση –έτσι, για την ιστορία- καταπώς κατεγράφη στην εφημερίδα «Ελληνική»; «Τα αίτια της ήττας πρέπει να αναζητηθούν αποκλειστικά στη κούραση των μεγάλων αγώνων που δώσαμε τις τελευταίες 15 μέρες. Κι ο Παναθηναϊκός όμως έπαιξε θαυμάσια. Οι οπαδοί μας πάντως πρέπει να είναι ήσυχοι. Με λίγη ξεκούραση η ομάδα μας θα είναι τελείως διαφορετική στα επόμενα ματς. Εμείς έχουμε περισσότερες πιθανότητες να κερδίσουμε το πρωτάθλημα...». Εκείνο, όχι. Θα ‘ταν «πράσινο»...

Κοψίβα, ο... πρώτος!

Η διδασκαλία. Η αναγνώριση του κύρους του, τον έφερε, στιγμές, ακόμη και στην ταπεινότητα της επαρχίας. Εν είδει (έμμισθης) σεμιναριακής προσφοράς. Κάπως έτσι, Απρίλη του ’31, διαβάζουμε στον Τύπο πως «μας πληροφορούν εκ Πύργου ότι ο αύτοθι διαμένων προπονητής, κ. Κοψίβα αναχωρεί δια Πράγαν, λήξαντος του μεταξύ αυτού και του Ηρακλέους Πύργου συμβολαίου του».

Το κεφάλαιο Εθνική . Λίγοι μήνες, μεταξύ 1929 και ’30, με ιστορικό παράσημο την, επί ημερών του, πρώτη ever νίκη (2-1 τη μεγάλη Γιουγκοσλαβία τον Ιανουάριο του ’30), συγκρότημα στα σπάργανα ακόμη, αν και από την άφιξή του στα λημέρια μας, έσκουζε ο άνθρωπος πως οι ποδοσφαιροπατέρες όφειλαν να (το) δημιουργήσουν.

«Επείγει, κατά την γνώμην μου, ο σχηματισμός της εθνικής ομάδος, η οποία αφού προπονηθή συστηματικά, θα κάμη τας πρώτας της εμφανίσεις ενώπιον ξένων ομάδων και είμαι βέβαιος ότι θα αντιπροσωπεύση την Ελλάδα επαξίως. Δια των επισήμων εμφανίσεων τούτων γνωρίζεται εις το εξωτερικόν το ελληνικόν ποδόσφαιρον, το οποίον είνε εντελώς άγνωστον. Σε κανένα ευρωπαϊκό περιοδικό, πλην των τσεχοσλοβακικών, εις τα οποία γράφω τώρα (σ.σ. άλλη μια πτυχή της πολυσχιδούς δραστηριότητάς του), αναφέρεται τίποτε». Τα (σοφά) λόγια, δικά του...

Ήταν, όλα τούτα, το αποτέλεσμα μιας πολυδιάστατης, πολυσχιδούς ποδοσφαιρικής προσωπικότητας, που ξεπερνούσε κατά πολύ το «στενό» προπονητικό κομμάτι. Πράγματι, η ευρυμάθεια του Τσέχου από τη Βοημία, απλωνόταν και σε πολλά άλλα επίπεδα, άγνωστα εν πολλοίς σε τούτα δω τα χώματα...

Δάσκαλος της εκγύμνασης. Δημοσιεύματα, λίγο μετά την (πρώτη) ανάληψη των ηνίων του Ολυμπιακού (1927) περιγράφουν λεπτομερώς και με (σχεδόν) κατάπληξη τις πρωτοποριακές του προπονήσεις: σουηδικές ασκήσεις προθέρμανσης, ταχύτητες 50 μ. ανά τριάδες, σχοινάκι, υπερπήδηση (χαμηλών) εμποδίων, αποστάσεις 60 μ. με την μπάλα στα πόδια, ασκήσεις στο κοντρόλ, τις μεταβιβάσεις εν κινήσει με μία – δύο επαφές, αναπνοές, χαλάρωμα…

Πράγματα άγνωστα για την ποδοσφαιρική Ελλάδα μίας εποχής που, όπως ο ίδιος περιέγραφε, «οι παίκται αφίνουν τα πρώτα απαραίτητα 9/10 της όλης τακτικής και προπονούνται εις το τελευταίον 1/10. Αρχίζουν από το τέλος. Παίρνουν την μπάλα και μπαμ – μπουμ, σκοτώνονται εις το να σουτάρουν, ωσάν το ποδόσφαιρον να αποτελείται μόνον από σουτ».

Πρωτοπόρος φυσιοθεραπευτής – μασέζ. «Mετά το τέλος της προπονήσεως» αναφέρει αλλού το δημοσίευμα του Κυρ. Ελευθέρου Βήματος, «ο ίδιος ο κ. Κοψίβα έκαμε και μασσάζ εις τους έχοντας ανάγκην τούτου». Ενώ στο καθημερινό Ελεύθερο Βήμα του ’30 (φ. 22/1) πληροφορούμαστε ότι «την (εθνική) ομάδα συνοδεύει (στο Βουκουρέστι) και ο κ. Κοψίβα ως μασσέρ».

Και... διαιτητής. Σε φιλικούς (διεθνείς ή μη) και επίσημους αγώνες ελληνικών ομάδων. Δίχως να λείψουν οι (μεμονωμένες) μετωπικές συγκρούσεις του με το… ελληνικό ταπεραμέντο. Χαρακτηριστική περίπτωση, ένας φιλικός αγώνα ΑΕΚ – Μικτής «αιωνίων»: «Ο διαιτητής κ. Κοψίβα διατάσσει τον παρεκτραπέντα παίκτην να εξέλθη του γηπέδου. Την στιγμήν, όμως, ταύτην έτερος παίκτης, ο Εμμανουηλίδης (της Ενωσης) επιτίθεται κατά του διαιτητού επιθυμών να κακοποιήση αυτόν, αλλά εμποδίζεται υπό των προσδραμόντων παικτών και θεατών» (Ελεύθερο Βήμα, φ. 14/11/27).

Χρόνια μετά, το 1953 (φ. 22/8), σε (χρονική) απόσταση, πια, εγγυημένης αξιολογικής ψυχραιμίας, η Αθλητική Ηχώ θα έγραφε αυτό: «Από όσους ξένους προπονητάς παρήλασαν, κανένας δυστυχώς δεν τα κατάφερε να προσγειωθή στην ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα και να δουλέψη με ζήλο και δημιουργικότητα που εδούλεψαν, πριν από τόσα χρόνια, ο Κίνσλερ στον Παναθηναϊκό και ο Κοψίβα ή ο Κόβατς στον Ολυμπιακό»...

Ας εκληφθεί ως τη «σφραγίδα» της ωραίας και δίκαιης υστεροφημίας του. Για έναν «επιστήμονα», παιδί μιας grande ποδοσφαιρικής σχολής, που κάποτε, σε χρόνια άγουρα, κόπιαζε σε τούτα ‘δω τα χώματα (ok, με το αζημίωτο...), για να μεταλαμπαδεύσει γνώση κι εμπειρία. Ο πρώτος...

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ