LONGREADS

Πριν τελειώσουμε, τελειώνει η τηλεκάρτα

ΚΑΡΤΟΤΗΛΕΦΩΝΟ
ΚΑΡΤΟΤΗΛΕΦΩΝΟ EUROKINISSI

Αυτό το ταξίδι στο χρόνο είναι διαφορετικό. Και μοιάζει τόσο μακρινό, αν και στην πραγματικότητα δεν είναι. Η τεχνολογία έχει αλλάξει τα πάντα στη ζωή μας, όμως κάποια πράγματα έχουν μείνει ίδια. Κι αυτό μας αρέσει.

Με αφορμή το "Ταξίδι στο Χρόνο" του Nescafé Frappé, ο Σπύρος Καβαλιεράτος του Sport24.gr, μας περιγράφει το πώς ήταν η ζωή του χωρίς τεχνολογία και κινητά τηλέφωνα από την εφηβική του ηλικία μέχρι σήμερα. Πόσα πράγματα έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του '90 (σε δουλειά, σχέσεις κλπ) και τι είναι αυτό που έχει μείνει αναλλοίωτο στη ζωή του και συνεχίζει να του κρατάει συντροφιά μέχρι σήμερα.

Πριν τελειώσουμε, τελειώνει η τηλεκάρτα

Αύγουστος 1992... Η Ελλάδα πανηγυρίζει για τα δύο χρυσά μετάλλια στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης. Η Βούλα Πατουλίδου και ο Πύρρος Δήμας επιστρέφουν και στο Παναθηναϊκό Στάδιο χιλιάδες Ελληνες τους υποδέχονται σαν ήρωες.

Μαζί με τους Ολυμπιονίκες, επιστρέφουν σιγά σιγά και όλοι στην καθημερινότητά τους. Ολοι οι άλλοι δηλαδή, γιατί στα 18 μου χρόνια, λίγους μήνες μετά την αποφοίτηση από το Λύκειο, η λέξη ρουτίνα μού έμοιαζε μακρινή. Εντάξει, είχα στο μυαλό μου μήπως κάνω την ύστατη προσπάθεια να γίνω μπασκετμπολίστας, αλλά μάλλον το είχα πάρει απόφαση ότι ανήκω στην κατηγορία των χαμένων-αποτυχημένων ταλέντων.

Κι όμως, την ώρα που έπινα τον παγωμένο μου frappé ( Nescafé Frappé, ζάχαρη, νερό στο σέικερ με το κατάλληλο κτύπημα και μετά παγάκια), το κτύπημα του σταθερού τηλεφώνου στο σπίτι διέκοψε την τόσο απολαυστική στιγμή. "Έλα, ο Αργύρης ο Παγαρτάνης είμαι. Με θυμάσαι; Θες ακόμα να γίνεις δημοσιογράφος; Ψάχνουμε για κόσμο στην εφημερίδα Basket".

Πριν τελειώσουμε, τελειώνει η τηλεκάρτα

Η Basket ήταν μια εβδομαδιαία εφημερίδα κι εγώ ήμουν φανατικός αναγνώστης της. Από μικρός άλλωστε περισσότερο διάβαζα τις εφημερίδες (πολιτικές, αθλητικές, μπασκετικές) παρά τα βιβλία στο σχολείο. Σε μια τυχαία γνωριμία με έναν συντάκτη, λοιπόν, της Basket (τον Αργύρη δηλαδή), του είχα εξηγήσει πως αν προκύψει θέση, θα ήθελα να μου δοθεί η ευκαιρία. Το κίνητρό μου ήταν... ταπεινό. Δεν είχα σκοπό να γίνω δημοσιογράφος, στην πραγματικότητα δεν είχα ιδέα τι ακριβώς θέλω να γίνω.

"Εννοείται πως θέλω. Πότε και πού να έρθω;". Ήταν Δευτέρα 17 Αυγούστου, μόνος στο σπίτι στον Πειραιά, αφού η υπόλοιπη οικογένεια συνέχιζε τις διακοπές. Είχα επιστρέψει για να αρχίσω προετοιμασία για το μπάσκετ και αποδείχθηκα τυχερός. Κινητά τηλέφωνα δεν υπήρχαν τότε, ο τρόπος επικοινωνίας ήταν τα σταθερά. Και ειδικά το καλοκαίρι, ήταν σπάνιο να βρεις τον άνθρωπο που ψάχνεις. Για καλή μου τύχη, λίγο μετά την επιστροφή μου στον Πειραιά κτύπησε το τηλέφωνο και όχι μόνο ήμουν εκεί, αλλά πρόλαβα και να το σηκώσω. Λίγο να είχα καθυστερήσει, ίσως η ζωή μου να ήταν διαφορετική τώρα. Η αναγνώριση κλήσεων ήταν άγνωστη πριν από 25 χρόνια, άρα ποτέ δεν μπορούσες να ξέρεις ποιος σε είχε καλέσει.

Ήταν, λοιπόν, Πέμπτη 20 Αυγούστου, όταν το μπλε λεωφορείο με παρέλαβε από τον Πειραιά και με άφησε στην Πειραιώς. Κι από εκεί με το λεγόμενο Πεζό 2 της εποχής (με τα πόδια που λέμε) κι αφού ξεπέρασα διάφορα φυσικά εμπόδια, έφτασα στο τέλος της Οδού Δήμητρος στον Ταύρο.

Ετών 18, άγνωστος μεταξύ γνωστών, ανέβηκα τις σκάλες και στον πρώτο όροφο με περίμενε ο Αργύρης... Μια φορά τον είχα δει στη ζωή μου, 20 χρόνια και κάτι έχουν περάσει από την τελευταία φορά που ανταμώσαμε. Πέρασα την πόρτα του "Φιλάθλου", εκεί συστεγαζόταν και η εφημερίδα Basket του ίδιου ομίλου. Είχα ραντεβού με τον Μάνο Μανουσέλη γύρω στις 2 το μεσημέρι, δεν γνώριζα φυσικά ότι θα καταφτάσει μετά τις 4 με 5 το απόγευμα...

Ευτυχώς βρέθηκε μια καρέκλα - λόγω αδειών το γραφείο δεν ήταν γεμάτο - και τουλάχιστον μπορούσα να τον περιμένω καθιστός.

Όχι για πολύ. Κάποια στιγμή από το διπλανό γραφείο, ακούω μια φωνή. "Μικρέ, τι κάνεις εδώ; Ποιον περιμένεις;". Γυρνάω διστακτικά, βλέπω έναν τύπο που τον γνώριζα πολύ καλά, ήταν παρουσιαστής αθλητικών στο Κανάλι 29. Τι είναι αυτό; Οι μεγαλύτεροι το θυμούνται, ήταν τηλεοπτικός σταθμός που τον βλέπαμε στην Αττική, όσοι δεν τον έχουν ακούσει ας gοoglάρουν να μάθουν. "Τον κύριο Μανουσέλη", απαντάω κι αφού γελάει δυνατά μου λέει: "Θα περιμένεις για πολλή ώρα ακόμα. Πήγαινε τώρα πάνω στο κυλικείο να μου φέρεις ένα σάντουιτς και έναν καφέ. Φραπέ γλυκό με γάλα"...

Καλημέρα ζωή... Πραγματική ζωή. Στα 18 μου αντιλήφθηκα ότι δεν είμαι και τόσο μεγάλος όσο νόμιζα βγαίνοντας από το σχολείο...

Κατάλαβα, βέβαια, στην πορεία πως όλα είναι μέρος της εκπαίδευσης. Ακόμα και το σπάσιμο του τσαμπουκά μέσω... frappé. Με μια διαφορά. Στα 18 απολάμβανα τον frappé μου γλυκό με γάλα, στα 30 τον προτιμούσα μέτριο χωρίς γάλα, ενώ πλέον, μετά τα 40, τον θέλω σκέτο.

Ας μην προτρέχουμε όμως. Το θέμα μας δεν είναι τι γίνεται το 2017 αλλά πώς ήταν η κατάσταση τότε. Η ζωή χωρίς τεχνολογία, χωρίς κινητά τηλέφωνα, χωρίς πολλά απ' αυτά που θεωρούμε αυτονόητα και δεδομένα τη σήμερον ημέρα.

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του ραντεβού με τον Μάνο Μανουσέλη, μπήκα στο χορό για να χορέψω. Όχι δεν έγινα μόνο βοηθός... καφετζή, αλλά έπρεπε να μπω αμέσως στα βαθιά. Μου ανατέθηκε το πρώτο ρεπορτάζ, το πρώτο κείμενο.

Πώς γινόταν τότε το ρεπορτάζ; Όχι όπως γίνεται κατά βάση τώρα από τους νεότερους. Δεν είχαμε smartphones για να μπαίνουμε σε facebook και twitter για να αντιγράφουμε ποσταρίσματα. Δεν υπήρχε καν internet για να βλέπουμε τι γίνεται στον κόσμο. Το ρεπορτάζ ήταν στο δρόμο και στο τηλέφωνο. Σταθερό τηλέφωνο φυσικά.

Πριν τελειώσουμε, τελειώνει η τηλεκάρτα

Στα γραφεία της Δήμητρος υπήρχαν πολλές συσκευές, όμως για να επικοινωνήσεις με τον έξω κόσμο έπρεπε να πάρεις γραμμή από το τηλεφωνικό κέντρο. Έβαζες τον δείκτη στο μηδέν, γυρνούσες το στρογγυλό καντράν και περίμενες να ακούσεις τον χαρμόσυνο ήχο. Ναι, μπορούσα να καλέσω. Απευθείας τον επταψήφιο αριθμό εντός Αττικής, τότε δεν χρειαζόταν το 210 που βάζουμε τώρα... Α, αν ήθελε κάποιος να επικοινωνήσει με την περιφέρεια, έπρεπε να σταθεί τυχερός και να βρει κενό το ένα και μοναδικό σταθερό τηλέφωνο με το οποίο μπορούσες να πάρει τα λεγόμενα υπεραστικά.

Κάπως έτσι ήταν η ζωή για όλους μας για πάρα πολλά χρόνια. Κάπου στο 1994 ήρθαν και τα κινητά τηλέφωνα στην Ελλάδα, τα είχαν λίγοι και προνομιούχοι. Ήταν ακριβή και η αγορά τους, κόστιζε πολύ και ο μηνιαίος λογαριασμός. Όμως όσο περνούσε ο καιρός, τα προνόμια για τους ρεπόρτερ αυξάνονταν στον ιστορικό "Φίλαθλο". Στα νέα γραφεία της εφημερίδας -κι αφού είχε κλείσει το Basket κι εγώ παρέμεινα εκεί για να κάνω τον δημοσιογράφο για όλη την υπόλοιπη ζωή μου- είχε τοποθετηθεί καρτοτηλέφωνο. Η κάρτα κόστιζε μεν ακριβά, αλλά τουλάχιστον ήταν πιο εφικτή η επικοινωνία με τον... έξω κόσμο.

Βέβαια σε πολλές περιπτώσεις τραγουδούσαμε -από μέσα μας- την επιτυχία της εποχής "πριν τελειώσουμε, τελειώνει η τηλεκάρτα", ειδικά όταν καλούσαμε σε κινητό, αλλά η δουλειά γινόταν.

Κάπως έτσι εισήλθαμε στην εποχή της τεχνολογίας. Τα κινητά γίνονταν ολοένα και περισσότερα, κάπου στο 1995 μπήκε στη ζωή μας και το internet. Ο Θέμης Καίσαρης -από τους πρώτους στην Ελλάδα που είχαν σύνδεση- με κάλεσε σπίτι του και μου έδειξε βιντεάκια από το ΝΒΑ.com, πριν από 21 χρόνια έκανα το πρώτο μου... σερφάρισμα. Τότε βγήκε το πρώτο αθλητικό σάιτ στην Ελλάδα, η "Sportline", με την οποία συνεργάστηκα τρία χρόνια μετά κι όταν έγραψα το πρώτο μου κείμενο ρώτησα δυνατά -κι ακόμα θυμάμαι το γέλιο όλων- "δηλαδή τώρα μπορούν να με διαβάσουν και στη Βραζιλία;". Και στη Βραζιλία και στην Κίνα και στην Αυστραλία.

Όπως καταλαβαίνετε, πολλά έχουν αλλάξει στο πέρασμα των χρόνων, δύο πράγματα έχουν μείνει ίδια. Το γέλιο των άλλων όταν έχω απορίες και ο καφές. Ποτέ ένας δεν είναι αρκετός. Ειδικά όταν μιλάμε για Nescafé Frappé.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ