LONGREADS

Ο διαιτητής

Ο διαιτητής

Ένα διήγημα του Sport24.gr για την Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης.

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης, η 24Media αφήνει λίγο χώρο στο Καλό, σε τέσσερα από τα μεγαλύτερα sites της. Το Sport24, το News247, το Oneman και το Ladylike φιλοξενούν από ένα διήγημα που ενδέχεται να σε κάνει να δεις τα πράγματα διαφορετικά. Με περισσότερη κατανόηση. Με περισσότερη ψυχραιμία. Με περισσότερη καλοσύνη. Έτσι κι αλλιώς, ο άλλος τρόπος του να βλέπει κανείς τα πράγματα -ο καχύποπτος, ο θυμωμένος, ο βιαστικός- έχει αποτύχει προ πολλού.

photo credit: Χρήστος Καράμπελας

~ ~ ~

Η βροχή είχε νυστάξει για τα καλά. Της είχαν απομείνει κάτι ψόφιες ψιχάλες, πταίσματα μπροστά στη σημερινή νεροποντή. Τα φώτα στο γηπεδάκι δίπλα στην εκκλησία του Άγιου Λουκά, του συνονόματου, θα ήταν ανοιχτά για λίγα λεπτά ακόμη. Μέχρι τις 22.52. Τα φώτα σβήνουν στις 22.52 ακριβώς. Τριάντα χρόνια τώρα.

Έκατσε στην τσιμεντένια κερκίδα που είχε ακόμα διάσπαρτες λιμνούλες και άφησε προσεκτικά την τσάντα του στο πλάι. Έβγαλε από μέσα μια χιλιολαβωμένη μόλτεν, πάτησε στις μύτες των ποδιών, κι έτσι καθιστός όπως ήταν, έφτιαξε μια ψηλή γέφυρα με τα γόνατά του για να ντριμπλάρει από κάτω. Άρχισε να στέλνει την μπάλα από το δεξί στο αριστερό και από κει πίσω στο δεξί, όλο και πιο γρήγορα. Όλο και πιο αυστηρά.

Σ' αυτήν τη μεριά της κερκίδας που ο Λουκάς ζάλιζε την μπάλα κάτω από τα πόδια, κάθονταν πάντα τα κορίτσια. Οι συμμαθήτριές του μαζί με τις φίλες και τις ξαδέρφες τους απ' το χωριό. Ένας δεύτερος γυναικωνίτης, αυτή τη φορά έξω από την εκκλησία. Κι αυτός, μια εικοσαετία μικρότερος, γκόμενος, με τα περικάρπια και τα ακριβά παπούτσια, με το βρεγμένο μαλλί και τις ψηλές κάλτσες. Τα κορίτσια ούρλιαζαν όταν έβαζε τρίποντο κι εκείνος γύριζε στην άμυνα κορδωμένος, με πίσω βήματα. Δεν γυρνούσε το κεφάλι προς τα κορίτσια, τάχα μου βαρύς κι ασήκωτος, αλλά ζούσε για τα ουρλιαχτά τους. Ήδη από το ζέσταμα, είχε παρατηρήσει τι φορούσε η κάθε μία, ποιες κοίταζαν στο γήπεδο και ποιες ζαχαρώναν στην κερκίδα.

Η ομάδα του, οι τίμιοι παμπαίδες του Μεσογειακού, έπαιζε στη μεγάλη κατηγορία απέναντι σε μεγαθήρια όπως ο Ολυμπιακός και ο Πανιώνιος. Μεγάλη υπόθεση για μια άσημη ομάδα της Ευρυάλης να φέρνει στο φτωχικό της τέτοια ονόματα. Και μπορεί να μην κέρδιζε συχνά τον τίτλο 'φονέας των γιγάντων', αλλά ο Μεσογειακός πουλούσε πάντα ακριβά το τομάρι του.

Το αστέρι της ομάδας ήταν ο Μάκης. Η μάνα του Μάκη έκανε τα λογιστικά της ομάδας και ο πατέρας του είχε σουβλατζίδικο στη Γλυφάδα. Μετά τα παιχνίδια, η ομάδα μαζευόταν στο σουβλατζίδικο του μπαρμπα-Γιάννη για φαγητό και ανάλυση των επίμαχων φάσεων. Το τελετουργικό κατά την άφιξη των παιδιών ήταν απαρέγκλιτο: η κυρία Σούλα έκοβε δυο αποδείξεις, έτσι για τα μάτια του κόσμου, και τις άφηνε στο μεσαίο απ' τα τραπέζια που ενώνονταν για να χωρέσουν όλοι, και ο άντρας της σκούπιζε τα λιγδιασμένα του χέρια στην ποδιά και φίλαγε τον γιο του στο κεφάλι.

-"Πόσα τους έβαλες σήμερα παιχταρά μου;" -"18 μπαμπά. 18 με τρία τρίποντα!" -"Μπράβο λεβέντη μου, κερασμένα όλα τα σουβλάκια από τον Γιάννη"

Καρφί δεν του καιγόταν του μπαρμπα-Γιάννη για το ποιος είχε κερδίσει. Όσο ο γιόκας φόρτωνε τα αντίπαλα καλάθια, τα σουβλάκια προσγειώνονταν στο τραπέζι κερασμένα. “Πού θα πάει, θα τριάντα στον Ολυμπιακό και θα τον τσιμπήσουν, ξέρουν αυτοί από ταλέντα...”, σκεφτόταν από μέσα του ενώ τύλιγε άλλη μια πίτα.

Η σχέση του Λουκά με τον Μάκη ήταν τόσο όσο. Ο Λουκάς είχε αποδεχτεί ότι ο Μάκης είναι ο καλύτερος παίκτης της ομάδας και ο Μάκης ότι ο Λουκάς είναι η αδυναμία της κερκίδας. Στο γήπεδο συνεργάζονταν καλά, αν και τουλάχιστον μία φορά σε κάθε ματς, ο Λουκάς θα γύριζε προς τον προπονητή τους, τον Καραμπάτσο με τ’ όνομα, και θα φώναζε, “πες του μωρέ να δίνει καμιά πάσα, του κωλοατομίσταρου”. Αμέσως μετά, ο Καραμπάτσος με τ’ όνομα θα έβγαζε έξω τον Λουκά και θα τον κατσάδιαζε στον πάγκο.

Κάθε φορά που συνέβαινε αυτό, οι κολλητοί του Λουκά προσπαθούσαν -μάταια- να πνίξουν τα γέλια τους στην άκρη του πάγκου, με συνέπεια να κερδίζουν κι αυτοί τα μπινελίκια τους. Ο Λουκάς, ο Πάνος και ο Παναγιωτάκης ήταν κολλητοί από το σχολείο και στην πορεία έγιναν και συμπαίκτες στο μπάσκετ. Σε αντίθεση με αυτό που δήλωνε το όνομά του, ο Παναγιωτάκης ήταν ο πιο ψηλός και ο πιο ογκώδης όχι μόνο της παρέας, αλλά και της ομάδας ολόκληρης. Το 'Παναγιωτάκης' του το κόλλησε η μάνα του, γιατί ήταν ο πιο μικροκαμωμένος από τ' αδέρφια του (το Καραγκουνέικο ήταν στ' αλήθεια μια οικογένεια Φρανκενστάιν). Οι δύο φίλοι του Λουκά έμπαιναν στο γήπεδο μόνο όταν το ματς είχε κριθεί. Συμπλήρωναν ουσιαστικά το ρόστερ και συμμετείχαν στα ματς μόνο όταν ήταν βέβαιο ότι τα τούβλα τους δεν θα ήταν καθοριστικά.

Μια τέτοια φορά, στα τελευταία λεπτά μιας συντριβής του Μεσογειακού από τον Εθνικό Ελληνορώσων, ο Παναγιωτάκης κόντεψε να αφήσει στον τόπο ένα από τα κορίτσια που παρακολουθούσαν το ματς, όταν θεώρησε άδικο ένα φάουλ που του χρεώθηκε και κλώτσησε την μπάλα με μίσος προς τις κερκίδες. Η μανούρα ήταν το αγαπημένο του άθλημα, βοηθούσε κι η πελώρια σωματοδομή. Η μπάλα χτύπησε στο πρόσωπο τη μικρή Ζωή που έχασε για λίγο τις αισθήσεις της, αλλά τη γλίτωσε με μια ελαφριά διάσειση και ένα μικρό κομμάτι από τη γλώσσα. Η Ζωή καθόταν λίγα μέτρα πιο δεξιά απ’ το σημείο που ο Λουκάς, μια εικοσαετία μεγαλύτερος, όχι τόσο γκόμενος και χωρίς τα περικάρπια πλέον, ντρίμπλαρε την μπάλα στην καμάρα που είχε δημιουργήσει κάτω από τα πόδια του. Ακόμα πιο αυστηρά από πριν.

Εσύ δηλαδή ήρθες εδώ για να διαλύσεις το παιχνίδι;

Δεν ντρέπεσαι ρε αλήτη; Τι είναι αυτά που σφυρίζεις;

Πόσα σου δώσανε ρε καριόλη;

Οι γονείς του Λουκά, άνθρωποι του μεροκάματου κι αυτοί, έκαναν τα πάντα για να εξασφαλίσουν ότι και ο πιο μεθυσμένος περαστικός θα καταλάβει ότι τα αγοράκια τους είναι ομοζυγωτικά δίδυμα, απ’ αυτά δηλαδή που είναι σα να γεννήθηκαν σε φωτοτυπικό. Για όσα χρόνια λοιπόν ο Λουκάς και ο Λευτέρης δεν είχαν λόγο για το τι θα φορέσουν, η μαμά τους τους έντυνε με τα ίδια ρούχα απ’ την κορφή ως τα νύχια. Με αυτόν τον τρόπο και πάντα με την υποστήριξη του συζύγου (που έτσι κι αλλιώς την υποστήριζε στα πάντα), η κυρία Καίτη γιόρταζε καθημερινά το ότι γέννησε δίδυμα για τουλάχιστον επτά χρόνια. Άρχισε να αντιμετωπίζει τα δίδυμα ως ξεχωριστές οντότητες από την τρίτη δημοτικού και μετά, γιατί κάπου διάβασε ότι ο άνθρωπος ξεκινά να χτίζει τον χαρακτήρα του πάνω κάτω από αυτήν την ηλικία. Οι μόνες φορές που ο Λουκάς και ο Λευτέρης θα ξαναφόραγαν τα ίδια ρούχα ήταν οι προπονήσεις και οι αγώνες του Μεσογειακού.

“Όταν τα ματς είναι στον πόντο και έχουμε την τελευταία επίθεση, θα βάζω και τους δύο μέσα για να μην ξέρουν οι άλλοι ποιος είναι ο Λουκάς”, έλεγε στην προπόνηση ο Καραμπάτσος καμαρώνοντας κάθε φορά το ίδιο για τη σοφία που σκέφτηκε. Το αστειάκι δεν άρεσε στα δίδυμα. Ο Λουκάς σιχαινόταν να μειώνουν τον αδερφό του και ο Λευτέρης σιχαινόταν τον Καραμπάτσο έτσι κι αλλιώς. Εξάλλου, ο Λευτέρης δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο χειρότερος παίκτης της ομάδας. Ούτε ο δεύτερος χειρότερος. Είχε σπάνιο ταλέντο στο χειρισμό της μπάλας. Ήταν κάτι σαν ταχυδακτυλουργός. Καθόταν στις κερκίδες, έπαιρνε μια μπάλα στα χέρια και με ταχύτητες άγνωστες για το ανθρώπινο μάτι την περνούσε κάτω από τα πόδια και γύρω από τη μέση και το κεφάλι. Το αδύνατο σημείο του, που για κακή του τύχη ήταν πιο κρίσιμο από όλα τα δυνατά μαζί, ήταν το κοκαλιάρικο σώμα του. Αναιμικός στην άμυνα και με αντοχή που τον πρόδιδε μετά από ελάχιστα λεπτά στο γήπεδο, ο Λευτέρης τα έβρισκε σκούρα στους αγώνες. Αντιθέτως, στα μονά πριν και μετά τις προπονήσεις, μπορούσε να εκθέσει ακόμα και τον Μάκη. Με άλλα λόγια, απ’ όλους τους κοκαλιάρηδες της ηλικίας του, ο Λευτέρης ήξερε το καλύτερο μπάσκετ.

Το Σάββατο 11 Μαρτίου 1995, κατά τις 10 το πρωί, δηλαδή δυο ώρες πριν ξεκινήσει το παιχνίδι του Μεσογειακού με τη Νήαρ Ηστ, ο Λευτέρης βγήκε από το γήπεδο για να μαζέψει άλλη μια μπάλα που εξαφάνισε ο Παναγιωτάκης με ένα από τα γνωστά βολέ του για να εκτονώνει την πίεση. Από τότε, δεν τον ξαναείδε κανείς. Το τελευταίο πράγμα που τον άκουσαν να λέει ήταν ένα “αμάν ρε Παναγιωτάκη, μας έχεις κουράσει με τις μαλακίες σου”.

Το παιχνίδι δεν έγινε ποτέ. Και οι δώδεκα άνθρωποι που βρίσκονταν στο γηπεδάκι την ώρα της εξαφάνισης έδωσαν κατάθεση στην αστυνομία το επόμενο μεσημέρι που ο Λευτέρης θεωρούνταν και επισήμως αγνοούμενος. Ο Παναγιωτάκης δεν έκλεισε μάτι όλο το βράδυ. Έκλαιγε ακόμα, ένιωθε ένοχος για την εξαφάνιση του φίλου του. Τα δάκρυα είχαν στερέψει, κι έκλαιγε πια μόνο με τη φωνή, σαν σκυλί ατάιστο για μέρες. Τελευταίος κατέθεσε ο Λουκάς που επίσης δεν είχε κοιμηθεί καθόλου. Σε αντίθεση με τον Παναγιωτάκη, ο Λουκάς δεν έκλαψε στιγμή. Από τις τελευταίες 24 ώρες, περπατούσε σίγουρα τις 20 ψάχνοντας για τον αδερφό του. Περπάτησε την Τερψιθέα, περπάτησε την Άνω Γλυφάδα, την Αίγλη, την Αιξωνή, τον Άγιο Νικόλαο, περπάτησε το Ελληνικό, την Αργυρούπολη, την Άνω Ηλιούπολη, την Κάτω, το Μπραχάμι, τη Δάφνη, σωριάστηκε από την κούραση στον Υμηττό και για λίγο ξέχασε γιατί είναι τόσες ώρες στον δρόμο. Όταν γύρισε σπίτι το πρωί της Κυριακής, η κυρία Καίτη τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη και ούρλιαξε, “δεν θα χάσω και τα δύο μου παιδιά σε μια μέρα, το κατάλαβες; ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΕΣ;”

Οι εβδομάδες περνούσαν χωρίς σημαντικές εξελίξεις στην υπόθεση. Κανείς από τους μάρτυρες δεν θυμόταν να είδε κάτι ύποπτο στην περιοχή γύρω από το γηπεδάκι του Άγιου Λουκά το πρωί της εξαφάνισης. Ούτε περίεργα αυτοκίνητα έξω από το γηπεδάκι, ούτε ύποπτοι περαστικοί. Το μοναδικό επιπλέον στοιχείο ήταν η μπάλα που βγήκε να μαζέψει ο Λευτέρης, μια μόλτεν του κουτιού, που βρέθηκε σφηνωμένη κάτω από ένα φορτηγό, χρόνια εγκαταλελειμμένο έξω από το γηπεδάκι. Το σενάριο της απαγωγής για λύτρα αποκλείστηκε νωρίς, αφενός γιατί δεν είχε γίνει τέτοιο τηλεφώνημα και αφετέρου, γιατί οι γονείς του μετά βίας τα έφερναν βόλτα κάθε μήνα με δυο παιδιά στην εφηβεία.

Ο Λουκάς σταμάτησε να παίζει μπάσκετ. Καθόταν στην κερκίδα και περίμενε τον Λευτέρη να εμφανιστεί από το πουθενά και να του πει γελώντας, “καλά, Λουκάκο, δεν φαντάζεσαι τι μου συνέβη, δεν πάει το μυαλό σου...” Αλλά είχαν περάσει τέσσερις μήνες και ο Λευτέρης δεν έλεγε να εμφανιστεί.

“Ανησυχούμε πολύ για σένα. Καταλαβαίνουμε ότι αυτό που περνάς είναι τρομερό, αλλά κάνε κάτι, έλα σε μια προπόνηση, ξέσκασε λίγο”, του είπε ένα απόγευμα ο Καραμπάτσος, ενώ ο Μάκης κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του από δίπλα. Ο Λουκάς συνέχισε να κοιτάζει προς το δρόμο, προς τα εκεί που άνοιξε η γη και κατάπιε τον αδερφό του. Χωρίς να στρίψει το κεφάλι, χωρίς να σαλέψει εκατοστό, απάντησε ότι δεν θα ξαναπαίξει μπάσκετ μέχρι να γυρίσει ο Λευτέρης.

Πού τα είδες τα βήματα ρε άσχετε;

Δε θα φύγεις όρθιος από δω πέρα, δεν γλυτώνεις απόψε

Ρε αληταρά… Καρκίνο ρε, σε σένα και στα παιδιά σου

Δεν άκουγε τις βρισιές όταν σφύριζε ένα ματς. Ή μάλλον, τις άκουγε, αλλά δεν τον άγγιζαν. Επιλογή του ήταν. Είχε διαλέξει χρόνια τώρα αυτόν τον έμμεσο τρόπο για να παραμείνει κοντά στο οξυγόνο του, το μπάσκετ, χωρίς όμως να προδίδει την υπόσχεση που έδωσε στον Λευτέρη από μέσα του πριν 22 χρόνια. Θα ξαναέπαιζε μπάσκετ μαζί του. Μόνο έτσι, αλλιώς καθόλου. Ξέρει ότι θα έκανε καλύτερη καριέρα σαν παίκτης απ' ό,τι σαν διαιτητής, αλλά δεν μετάνιωνε στιγμή. Οι υποσχέσεις είναι υποσχέσεις. Τι ξέρουν από υποσχέσεις αυτοί που βρίζουν έναν άγνωστο με όλο τους το είναι;

Καμιά φορά, σκεφτόταν ότι όλες οι βρισιές και οι φτυσιές που εισέπραττε σαν διαιτητής ήταν μια δίκαιη τιμωρία για την απερισκεψία να αφήσει τον αδερφό του να τρέξει για την μπάλα αντί να πάει ο ίδιος. Μετά βέβαια, παρηγοριόταν με τη σκέψη ότι ο Λευτέρης θα γυρίσει και θα διώξει το φταίξιμο από πάνω του. Ακόμη κι αν του πήρε 22 χρόνια. Κι έτσι, σφύριζε άλλο ένα ματς. Κι αν δεν ήταν καλός, ήταν πάντα έτοιμος για τις επιπτώσεις.

Τα φώτα έσβησαν στις 22.52. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει προειδοποιητικά, λες και δεν ήθελε να ταλαιπωρήσει τον Λουκά, λες και του έδινε λίγο χρόνο για να φύγει πριν γίνει μούσκεμα. Εκείνος δεν κουνήθηκε. Οι ντρίμπλες κάτω από τα πόδια άρχισαν να συνοδεύονται με όλο και πιο βαθιές βουτιές στο νερό. Και εκείνος προσπαθούσε να κουνήσει τα χέρια του ακόμα πιο γρήγορα. Δεν έβλεπε τίποτα μπροστά. Άκουγε μόνο τη βροχή να δυναμώνει. Ξαφνικά, έχασε τον έλεγχο της μπάλας και την άκουσε να χοροπηδάει σκαλί σκαλί μέχρι να καταλήξει στο τσιμέντο.

Σηκώθηκε, έκλεισε την τσάντα του πριν βραχεί κι άλλο η στολή του διαιτητή και περπάτησε αργά προς την έξοδο. Άφησε την μπάλα πίσω. “Καλύτερα εκεί, παρά κάτω από το φορτηγό...”, σκέφτηκε.

Η Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης καθιερώθηκε το 2000 με πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Κινήματος Καλοσύνης (World Kindness Movement) και γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 13 Νοεμβρίου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ