LONGREADS

Ο Αrsène πριν τον Wenger

Arsenal's coach Arsene Wenger and substitute players watching the  UEFA Cup first round second leg match Borussia Moenchengladbach vs. Arsenal London at the Cologne stadium Wednesday night, September 25, 1996. Moenchengladbach won the match by 3-2 goals. (AP PHOTO/Edgar Schoepal)
Arsenal's coach Arsene Wenger and substitute players watching the UEFA Cup first round second leg match Borussia Moenchengladbach vs. Arsenal London at the Cologne stadium Wednesday night, September 25, 1996. Moenchengladbach won the match by 3-2 goals. (AP PHOTO/Edgar Schoepal) ASSOCIATED PRESS

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 προσπαθούσε να πείσει την τότε σύζυγό του πως θα εγκαταλείψει τη δουλειά. Φτάσαμε στο 2018 για να το πάρει απόφαση. Η αλήθεια είναι πως δυσκολεύτηκε. Ίσως γιατί ο Αrsène Wenger ήταν προορισμένος για κόουτς. Διαβάστε για να καταλάβετε.

Είναι αναρίθμητα τα βιβλία που έχουν εκδοθεί και τον αφορούν. Δηλαδή, οι συγγραφείς του 'χουν αφιερώσει ένα γενναίο κεφάλαιο. Υπάρχουν και επτά εκδόσεις, στις οποίες ο Αrsène Wenger είναι το απόλυτο αντικείμενο έρευνας, εξιστόρησης κλπ, κλπ.;

Αυτό που θέλω να πω είναι ότι έπειτα από 21 χρόνια θητείας προπονητή στην Arsenal και άλλα 12 που προηγήθηκαν με εκείνον να φορά κοντά παντελονάκια και να αγωνίζεται σε τέσσερις διαφορετικές ομάδες -ως επαγγελματίας- προφανώς και δεν υπάρχουν πολλά να γράψουμε, τα οποία να μην έχετε ξαναδιαβάσει. Για αυτό θα επικεντρώσουμε στην παιδική του ηλικία. Ξεκινάμε

Τα του Αλσατού

Γεννήθηκε στην πόλη Strasbourg (βρίσκεται στα βορειανατολικά, όπως βλέπετε το χάρτη της Γαλλίας, στα σύνορα με τη Γερμανία -εκεί “υπάρχει” η επίσημη έδρα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου), στις 22 Οκτωβρίου του 1949. Ο πατέρας του, Alphonse Wenger είχε κατάστημα πώλησης ανταλλακτικών αυτοκινήτων. Ως χόμπι είχε την προπονητική. Είχε αναλάβει ερασιτεχνική ομάδα, που έδρευε στο Duppingheim, χωριό στα 20 χιλιόμετρα μακριά από το Strasbourg.

Η μητέρα του, Louise, είχε bistro. Το La Croix d'Or (O Χρυσός Σταυρός). Ο Αrsène ήταν το τρίτο παιδί της οικογενείας. Ο χαϊδεμένος. Από τη μητέρα του και τα αδέλφια του. Βλέπεις, ο πολυάσχολος πατέρας του δεν είχε πολύ χρόνο για την οικογένεια του. Κάτι που όπως έχει ομολογήσει ο Γάλλος “επηρέασε τον τρόπο που επικοινωνούσα με τον κόσμο”. Την κοινωνική ευημερία. Μια στάση εδώ: ο γερμανικός στρατός είχε επιτάξει τους Αλσατούς (σημείωση: Αλσατία λέγεται η περιοχή της Γαλλίας, στα σύνορα με τη Γερμανία και το Strasbourg είναι πρωτεύουσα), στον τελευταίο χρόνο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ο 24χρονος -τότε- Alphonse ήταν μεταξύ αυτών που πολέμησαν με τη Γερμανία. Προφανώς και όσα είδε, μαζί με όσα έζησε δεν τον βοήθησαν ιδιαίτερα στο ρόλο του πατέρα.

Διαπίστωσα πως μέσω του ποδοσφαίρου μπορώ να υπερτερώ

Κάποια στιγμή, ο Alphonse συνειδητοποίησε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, στη σχέση του με τα παιδιά του. Ζήτησε από τη γυναίκα του να τα πάρει και να μετακομίσουν στο Duppingheim -των 6000 κατοίκων, δίπλα στα σύνορα με τη Γερμανία, όπου όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους (ο Wenger το 'χε περιγράψει ως “καθολικό kibbutz”). Αυτό και έγινε. Τα μικρά βοηθούσαν τους γονείς τους, στις δουλειές τους. “Δεν ήμασταν πλούσιοι, αλλά ζούσαμε άνετα και μάθαμε από νωρίς τη σημασία της σκληρής, ειλικρινούς δουλειάς” είχε πει το 2007 ο περί ου ο λόγος, στην “L' Equipe”.

Ήταν εξαιρετικός μαθητής, ο οποίος διακρινόταν και στις επιπρόσθετες σχολικές δραστηριότητες. Για παράδειγμα, στο σχολείο έμαθε να αγαπά το σκάκι. Έμαθε πώς συμπεριφέρεται ένας στρατηγός. Απολάμβανε τις προκλήσεις και τη μεθοδική σκέψη, μέχρι να γίνει καλύτερος από τον αντίπαλο του.

Αυτή τη φορά ο Alphonse έπαιρνε τους γιους του (τον Guy και τον Αrsène) στο γήπεδο. Κάπου στα 5, ο Αrsène αποφάσισε να δοκιμάσει το σπορ. Ο πατέρας του ενθουσιάστηκε και δεσμεύτηκε να του μάθει ό,τι χρειαζόταν. Σημείωση: εκείνη την εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του '50, η βορειοανατολική Γαλλία (βλ. Αλσατία) ήταν γνωστή ως “ποδοσφαιρομάνα”, με 80.000 καταγεγραμμένους παίκτες, σε πληθυσμό 1.5 εκατομμυρίων ανθρώπων.

Ο Αrsène πριν τον Wenger

Ο μικρός Αrsène δεν είχε -τότε- κάποιο άγχος να γίνει επαγγελματίας. Περνούσε καλά, παίζοντας ποδόσφαιρο και αυτό του αρκούσε. Φρόντιζε εν τω μεταξύ, με part time δουλειές, να βγάζει το χαρτζιλίκι του. Όταν ο μπαμπάς του ήθελε να τον επιβραβεύσει για κάτι, περνούσαν στη Γερμανία και παρακολουθούσαν την αγαπημένη ομάδα του νεαρού, Borussia Mönchengladbach. Τότε ήταν που κατάλαβε την επιρροή που 'χει το σπορ στην εργατική τάξη και στα παιδιά που δεν είχαν την ικανότητα να διακριθούν ακαδημαϊκά.

“Διαπίστωσα πως στο ποδόσφαιρο υπερέχω σε εξυπνάδα, Υπερτερώ. Kατάλαβα νωρίς ότι τεχνικά δεν μπορούσα να υποστηρίξει το όραμα που είχα να διακριθώ στο ποδόσφαιρο. Επιστράτευσα λοιπόν, την ευφυΐα μου” και έκανε καριέρα στις μικρές ομάδες της FC Duttlenheim. H έδρα της ομάδας έχει εδώ και χρόνια το όνομα του.

Ο Αrsène πριν τον Wenger

Περνούσε όλη την εβδομάδα για να βρει 11 να παίξουν έναν αγώνα -δεν ήταν πολύ εύκολο να “πιαστεί” αυτός ο αριθμός, με παιδιά ίδιας ηλικίας. Στα 12 απέκτησε εμμονή με τη δύναμη και το ρυθμό. Αν και το παρατσούκλι του ήταν “petit” (μικρός “ώσπου στα 18 έφτασα το 1.87”), είχε βρει τον τρόπο να ξεχωρίσει.

“Από τότε ήταν ήρεμος και διαυγής, ο “στρατηγός” της ομάδας του. Είχε ξεκάθαρη φιλοσοφία”, δήλωσε ο Jean-Noel Huck που τον είχε αντιμετωπίσει (ως παίκτης της Mutzig) πολλάκις, ως έφηβος.

Aπό τα 16 λειτουργούσε ως προπονητής

Από τα 16, όταν εμφανίστηκε στην πρώτη ομάδα του συλλόγου του, ήξερε να αναλύει το παιχνίδι του αντιπάλου και να “τρέχει” μια πλήρη προπόνηση. Η ομάδα του είχε μια προπόνηση την εβδομάδα, κάθε Τετάρτη. Δεν υπήρχε προπονητής ή κάποιος να ασχοληθεί με την τακτική. Το έκανε ο Wenger. Εκείνος έλεγε στους συμπαίκτες του “κάνε το τάδε ή το δείνα”. Το κύριο χαρακτηριστικό του ήταν η πειθαρχία. Όσοι τον ξέρουν από μικρό εξηγούν πως είχε “γερμανική πειθαρχία. Όλοι άκουγαν τις οδηγίες του, έπαιζαν όπως τους έλεγε. Ουδείς ενοχλούνταν”.

Μια στιγμή όμως, να σου πει και πώς απέκτησε τις γνώσεις που χρειαζόταν, πώς... λιμάρισε τις γωνίες του μυαλού του και έγινε ο ηγέτης της ομάδας του -αν και είχε ελλειπή φυσική κατάσταση και περιορισμένη τεχνική. Στο μυαλό του, όποιος δούλευε σκληρά πετύχαινε. Χαρακτηριστικά, στα 17 πέρασε όλο το καλοκαίρι ως εργαζόμενος σε εταιρία που έφτιαχνε οροφές. Γενικά, δεν θα τον έλεγες τεμπέλη.

Ο Αrsène πριν τον Wenger

“Στο bistro της μητέρας μου έμαθα να αναλύω τις συμπεριφορές των φιλάθλων, όπως παρακολουθούσαν, σε επανάληψη ή live παιχνίδια. Έμαθα να αναγνωρίζω τι τους αρέσει, τι δεν τους αρέσει και μετά δούλεψα επί όσων ενθουσίαζαν τον κόσμο”. Το να γίνει παίκτης που άρεσε στους φαν ήταν στο μυαλό του ένα από τα “κλειδιά” για την επιτυχία του -με την επιτυχία της ομάδας να μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, συνειδητά.

Στο bistro, που ήταν... τα γραφεία της ομάδας του -το μέρος όπου συνέβαιναν όλα όσα αφορούσαν το ποδόσφαιρο της περιοχής- έμαθε και το αποτέλεσμα του συνδυασμού αλκοόλ με ποδόσφαιρο. Θυμήθηκε ένα περιστατικό, όταν ήταν 11 χρόνων και οι θαμώνες παρακολουθούσαν τον τελικό του FA Cup (1961, νίκησαν οι Spurs). Ένα γκρουπ φιλάθλων είχαν περάσει ατελείωτες ώρες στο χώρο, παρέα με αλκοολούχα ποτά, ώσπου το ένα έφερε το άλλο και πιάστηκαν στα χέρια. “Εκεί βεβαιώθηκα πως είναι αδίκημα να είσαι μεθυσμένος στο ποδόσφαιρο ή έστω να αφήνεις αλκοόλ να αγγίξει τα χείλη σου, όταν είσαι παίκτης”. Αυτές οι εμπειρίες τον βοήθησαν να καταλάβει και να μάθει να διαχειρίζεται τις προκλήσεις του αλκοολισμού. Και κάπως έτσι, έκανε τον Τοny Adams έναν από τους καλύτερους αμυντικούς της χώρας -όταν πια ανέλαβε την Arsenal.

Τα τέσσερα "πρέπει" μιας επιτυχημένης ποδοσφαιρικής καριέρας

Πίσω στα νιάτα του, είχε επαναλάβει πολλάκις πως υπάρχουν τέσσερα πράγματα που μπορούν να κάνουν επιτυχημένη μια καριέρα στο ποδόσφαιρο: “η σωστή θέληση, η συμπεριφορά, ο τρόπος και κάποιον να πιστεύει σε εσένα”. Στη δική του περίπτωση, αυτός ο κάποιος ήταν ο Max Hild. “Τον είδα για πρώτη φορά όταν ήταν 18 και έπαιζε για την ομάδα του χωριού του. Ήμουν ο προπονητής ενός γειτονικού συλλόγου (AS Mutzig που επί των ημερών του Hild είχε τα καλύτερα νιάτα της περιοχής). Οι έφηβοι μας αντιμετώπιζαν αυτούς της FC Duttlenheim. Ήταν Τετάρτη απόγευμα. Δεν θυμάμαι το σκορ. Θυμάμαι πως νικήσαμε” είχε πει στην Guardian ο Hild, τον Αύγουστο του 2003, σε άρθρο για τον Wenger με τίτλο “Who is he”. Παρεμπιπτόντως, εκείνο το παιχνίδι είχε λήξει 10-1.

“Αυτή ήταν η πρώτη φορά που τον πρόσεξα. Ήταν πολύ αρκετά γρήγορος (σημείωση: όλοι οι άλλοι επέμεναν πως ήταν κομματάκι αργός). Αγωνίστηκε ως μέσος και έπαιξε πολύ καλά. Μου έκανε τέτοια εντύπωση που είπα στους παίκτες μου ότι “είδα έναν εξαιρετικό παίκτη σήμερα”. Νόμισαν πως μιλώ για κάποιον από αυτούς. Τους εξήγησα ότι έλεγα για εκείνον τον ψηλό, τον ξανθό. Μου είπαν το όνομα του και ήλθα σε επαφή μαζί του. Την επόμενη χρονιά ήλθε να παίξει για εμένα, στην τρίτη κατηγορία”. Aνέβηκε δηλαδή, πέντε κατηγορίες και απέκτησε ποδοσφαιρική πατρική φιγούρα. O Hild συνήθιζε να συνοδεύει τους παίκτες του σε αγώνες της Bundesliga. “Όλοι οι άλλοι μιλούσαν μεταξύ τους. Ο Αrsène με βομβάρδιζε με ερωτήσεις”.

Όταν μιλούσε με τους ανθρώπους της γερμανικής ομάδας, επίσης είχε πολλές ερωτήσεις. Υπήρχε όμως, και μια κοινή: για τη διατροφή, τομέας στον οποίον η Gladbach ήταν πρωτοπόρος. “Συχνά προπονούνταν δυο φορές μέσα στην ίδια ημέρα -το απόγευμα για να προετοιμαστούν για το όποιο ματς- και έτρωγαν καλά, ώστε να δώσουν στο σώμα τους το καύσιμο που χρειαζόταν για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του επαγγελματικού ποδοσφαίρου”, σε εποχή που ο σύλλογος πήρε πέντε εγχώριους τίτλους και δυο UEFA Cups.

Ο Hild κατέληξε: “αν τον είχα συναντήσει στα 15 του και όχι στα 18, θα είχε γίνει εκ των κορυφαίων ποδοσφαιριστών”. Η μοίρα όμως, είχε άλλα σχέδια.

Στα 18, πέραν του ότι το ύψος του έφτασε στα 187 εκατοστά, φάνηκε να μεγαλώνει και σε επίπεδο αυτοπεποίθησης. Ουδέποτε συμβιβάστηκε με την ήττα “και κοιμόταν το πολύ πέντε ώρες, ώστε να προλαβαίνει να κάνει όσα ήθελε, όσα έκρινε πως ήταν απαραίτητα, για να γίνει καλύτερος”. Όπως πλησίαζε στα 20, παρέπεμπε περισσότερο σε προπονητή από ό,τι σε ποδοσφαιριστή. “Η επιθυμία που είχε τότε να διακριθεί ως προπονητής δεν συγκρινόταν καν με αυτή που είχε να γίνει καλός ποδοσφαιριστής”, εξήγησε στην Telegraph ο Jean-Paul Fluck, συμπαίκτες του Wenger. Παράλληλα, σπούδαζε οικονομικά και επιστήμες μάνατζμεντ, στο πανεπιστήμιο του Strasburg -έκανε και ένα... guest star στην ιατρική-, με τους γονείς του να πιστεύουν πως αυτές οι σπουδές θα τον βοηθούσαν να μεγαλώσει την οικογενειακή επιχείρηση. Αυτό δεν έγινε ποτέ.

Εξυπακούεται πως πήρε πτυχίο. Όπως εξυπακούεται ότι πήγαινε πρώτος στο γήπεδο και έφευγε τελευταίος. Το 1973 πήγε στην ημι-επαγγελματική Mulhouse, την οποία προπονούσε ο Paul Frantz “ο οποίος επίσης, έπαιξε μεγάλο ρόλο στην καριέρα μου”. Ήταν εκείνος που του έμαθε κάθε λεπτομέρεια για τη σημασία της σωστής διατροφής, των ισομετρικών ασκήσεων και της επιμονής στα δυνατά σημεία που έχει κάθε παίκτης. Στο τελευταίο ματς της σεζόν 1974-75, η ομάδα νίκησε την AS Nancy και γλίτωσε τον υποβιβασμό. Ο Frantz παραιτήθηκε. Τον ακολούθησε ο Wenger “γιατί είχα κουραστεί να κάνω τη διαδρομή Mulhouse-Strasbourg και τούμπαλιν”.

Ο Αrsène πριν τον Wenger

Είχε έλθει η ώρα να ανταμώσει ξανά με τον Hild που τον κάλεσε στην ερασιτεχνική ASPV Strasbourg “της οποίας στόχος ήταν να αναρριχηθεί στην ελίτ των πρωταθλημάτων σε μικρό χρονικό διάστημα, μετά τη δημιουργία της, το 1971. Χρειαζόμουν έναν μέσο που να μπορεί να οργανώσει το παιχνίδι και να έχει τη δυνατότητα να επιβληθεί στην ομάδα. Η επιλογή ήταν μονόδρομος”, εξήγησε ο προπονητής που επηρέασε όσο κανείς άλλος τον Wenger. Σημειωτέον, σε τρεις χρονιές ο σύλλογος είχε βρεθεί στην τρίτη κατηγορία. Τότε ο Wenger ο Hild πήγε στη δεύτερη ομάδα της RC Strasbourg. Και μάντεψε τι έγινε εκεί: ναι, πρότεινε τον άνθρωπο του. Είχε τόσα επιχειρήματα που ο κόουτς Gilbert Gress δέχθηκε την πρόκληση και ο σημερινός μας πρωταγωνιστής πήρε το πρώτο του τρόπαιο, το 1978. Ήταν αυτό της γαλλικής λίγκας. Χρειάστηκε 9 χρόνια, για να πραγματοποιήσει το πρώτο του όνειρο: να γίνει πρωταθλητής.

Στο μεσοδιάστημα έμαθε πώς να ξεπερνά ή μάλλον πώς να γίνεται καλύτερος, μέσα από τις ήττες. Είχε ζήσει όλο το εύρος των συναισθημάτων. Είχε αρνηθεί να ζητήσει βοήθεια, ως προς την ερμηνεία και τη διαχείριση. Τα έκανε όλα μόνος του. Δοκίμαζε διάφορες μεθόδους. Μια ήταν να μένει στο γήπεδο, για ώρες, έπειτα από ήττα. Χρησιμοποιούσε αυτόν το χρόνο για να καταλάβει τα λάθη του, να αντιμετωπίσει την αποτυχία με κατανόηση, ώστε να μην τον “φάει”. Όταν τελείωνε, “άδειαζε”. Μετά ετοιμαζόταν για το επόμενο παιχνίδι. Μη ξεχάσω να σου πω ότι στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την... κανονική καριέρα, το 1979 πήγε σε ένα από τα καλύτερα σχολεία του είδους: το Centre de ressources, d’expertise et de performance sportives (CREPS). Για δυο χρόνια δάμαζε την τέχνη της επιστήμης και του ποδοσφαίρου. Πήρε το δίπλωμα του, το 1981. Ήταν πια, καθ' όλα έτοιμος.

Η πρώτη ευκαιρία και ο πατέρας του Platini

Με τα παράσημα στο πέτο, περίμενε τις προτάσεις. Το 1983 αποδέχθηκε μια της AS Cannes, ομάδα της Ligue 2, για βοηθός προπονητή (του Jean-Marc Guillou που μετέπειτα έγινε κόουτς της Ακτής του Ελεφαντοστού). Έπαιρνε 300 ευρώ την εβδομάδα και ήταν υπεύθυνος για αυτό που σήμερα ξέρεις ως “scout”. Μελετούσε τα πάντα (αντιπάλους, την Cannes και τους παίκτες που έπαιζαν σε όλον τον πλανήτη, γιατί ήθελε να μην έχει μόνο εγκυκλοπαιδική γνώση).

Μια άλλη ευθύνη που είχε ήταν να κάνει ό,τι περνά από το χέρι του, ώστε οι παίκτες να ακολουθούν πειθαρχημένα τις προπονήσεις. Τη σεζόν που ακολούθησε κυρίως παρακολουθούσε τα videos που λέγαμε πρωτύτερα. Γενικά, παρακολουθούσε. Η Cannes δεν προκρίθηκε στη Ligue 1, αλλά έφτασε στους “8” του Coupe de France. Και αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο. Τουναντίον.

Το 1984 του “χτύπησε” την πόρτα η AS Nancy. Είχε δώσει τη σχετική οδηγία ο πατέρας του Μichel Platini, Aldo -θρύλος του συλλόγου και αθλητικός διευθυντής. Στα τρία χρόνια που πέρασε εκεί, διαμόρφωσε το προφίλ που του έδωσε τη δουλειά στην Arsenal.

Την πρώτη σεζόν παρέλαβε μια όχι ακριβώς ποιοτική ομάδα και ελάχιστα χρήματα. Έδωσε κάποια για να προσλάβει τον φίλο του, Boro Primorac για βοηθό. Μετά προσέλαβε διαιτολόγο, προκειμένου να μιλήσει στους παίκτες και να τους κάνει να καταλάβουν πως ό,τι τους τρέφει, τους καταστρέφει. Για αρχή, τους έκοψε τα σνακ πριν τα ματς. Μετά τους πήγε για προετοιμασία σε μεγάλο υψόμετρο, για να μάθουν να λειτουργούν και υπ' αυτήν τη συνθήκη. Η εκκίνηση της χρονιάς ήταν εξαιρετική. Στο τέλος είχαν διαπιστωθεί κάποια θέματα.

Αρρώσταινε όταν έχανε - κυριολεκτικά -

Για αρχή, ο Wenger δεν μπορούσε να κρύψει ό,τι ένιωθε. Όταν έχανε αισθανόταν άρρωστος. Οι παίκτες του θυμούνται εκείνη τη φορά που σταμάτησε το λεωφορείο της ομάδας, για να κάνει εμετό. Η Nancy τερμάτισε 12η και ένα πρόβλημα με την άμυνα το είχε. Παρ' όλα αυτά, το πρόγραμμα προπονήσεων που εκείνος είχε δημιουργήσει, επέτρεψε στους αθλητές να αγωνίζονται με ένα αρμονικά γρήγορο ρυθμό. Επιπροσθέτως, η πίεση ψηλά ήταν το πρώτο που καθιέρωσε ο Wenger στους “Chardons” (βλ. γαϊδουράκια), συν του ότι μετακίνησε τους παίκτες από τις αγαπημένες τους θέσεις. Κάποιοι σώθηκαν.

Τη δεύτερη χρονιά, η ομάδα “έπεσε”, αφότου δεν κατάφερε να υπογράψει κάποιον παίκτη -λεφτά δεν υπήρχαν. Ο Γάλλος άρχισε να τσεκάρει τι είχε ήδη ο σύλλογος. Επέλεξε τους καλύτερους και εφάρμοσε το εξής: ανεπτυγμένες ιδέες τεχνικής κατάρτισης στις προπονήσεις, ώστε να μπορέσουν να ανταποκριθούν το συντομότερο στις απαιτήσεις της πρώτης ομάδας. Τους έμαθε και να σκέφτονται, να διαβάζουν και να αντιδρούν. Αυτό έπιασε, εξ ου και το επανέλαβε όπου και αν δούλεψε μετά. Κάτι άλλο που έκανε στη Nancy ήταν να βελτιώσει τις εγκαταστάσεις του συλλόγου. Άλλαξε τα πάντα και προσέλαβε έναν αθλητικό επιστήμονα -τη σεζόν 1985-86, έτσι; Ήταν μια πρωτοποριακή ιδέα για το γαλλικό ποδόσφαιρο. Έγινε συνήθεια στην πατρίδα του, αλλά και μια δεκαετία αργότερα στην Αγγλία. Να σου πω και ότι παρά τον υποβιβασμό, επικοινώνησε μαζί του η Monaco. Δεν είχε έλθει όμως, ακόμα η ώρα της.

Spartak's goalie Gintaras Stauche, right, punches the ball during the UEFA Champions League match against A.S. Monaco in Moscow, Russia, Wednesday, March 30, 1994. At left is Monaco's Jurgen Klinsmann. Spartak tied with Monaco 0-0 allowing Monaco to advance to the semi-finals. Center man is unidentified. (AP Photo/Alexander Zemlianichenko)
Spartak's goalie Gintaras Stauche, right, punches the ball during the UEFA Champions League match against A.S. Monaco in Moscow, Russia, Wednesday, March 30, 1994. At left is Monaco's Jurgen Klinsmann. Spartak tied with Monaco 0-0 allowing Monaco to advance to the semi-finals. Center man is unidentified. (AP Photo/Alexander Zemlianichenko) ASSOCIATED PRESS

Ο Klinsmann, σε ματς της Monaco -με τη Spartak, για το UEFA Champions League του 1994

Ήλθε την επόμενη χρονιά -και για χάρη της αρνήθηκε το πόστο του ομοσπονδιακού κόουτς της Γαλλίας, άσχετα από το αν ο σύλλογος ούτε νοιάστηκε για την πίστη του και τον απέλυσε το 1994. Στο Πριγκιπάτο έμενε σε διαμέρισμα που είχε τα βασικά έπιπλα και ένα video recorder. Εκεί έκανε σερί μοναδικών επιλογών παικτών που έως τότε ήταν άγνωστοι (πχ Ramón Díaz και Jürgen Klinsmann). Εκεί επίσης, βελτίωσε τις εγκαταστάσεις, επένδυσε στο scouting και σύστησε την αθλητική επιστήμη. Τέλος, εκεί πανηγύρισε το πρώτο νταμπλ ως προπονητής.

Μετά “πετάχτηκε” μέχρι την Ιαπωνία, για την Nagoya Grampus Eight (πήρε ξανά μαζί του τον Boro Primorac), πήρε άλλον έναν τίτλο (κύπελλο), αλλά το σημαντικότερο ήταν άλλο: ερωτεύτηκε την ιαπωνική διατροφή. Έκτοτε έτρωγε μόνο ρύζι, βραστά λαχανικά και ψάρι χωρίς ζάχαρη ή λάδι. Όταν τον είχαν ρωτήσει για τις διατροφικές συνήθειες των Γιαπωνέζων, είχε πει “για αυτό δεν βλέπετε παχύσαρκους, σε αυτήν τη χώρα”. Έγραψε και ένα βιβλίο, για την εμπειρία του, πήρε και το βραβείο για τον καλύτερο προπονητή της χρονιάς, στη χώρα. Λίγους μήνες μετά είπε το “ναι” στην Arsenal. Ήταν ο “σχετικά άγνωστος και μυστήριος Άγγλος”. Τη συνέχεια υποθέτω τη ξέρετε.

Photo credits: AP

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ