LONGREADS

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας

Ο Ηλίας Αναστασιάδης, λίγα χρόνια μετά την ιδιαίτερη παρουσία της Ηλιούπολης στη Β’ Εθνική, θυμάται ιστορίες (και γι' αγρίους, αλλά όχι μόνο) που είδε και άκουσε ζώντας για 29 χρόνια δίπλα στο Δημοτικό Γήπεδο Ηλιούπολης.

Η Ιωάννου Χρυσάφη είναι ένας μικρός δρόμος στην Κάτω Ηλιούπολη. Για την ακρίβεια, είναι ο τελευταίος δρόμος πριν βγεις στην Βουλιαγμένης και πέσεις πάνω σ' αυτό που ξέρουν όσοι οδηγούν προς τα νότια ως 'Β' Είσοδο Ηλιούπολης'.

Η μία πλευρά εκτός από σπίτια, είχε τους θρυλικούς γερανούς του Σπίνου, ένα εξειδικευμένο συνεργείο Skoda (εξ ου και το 'Skoda service Καραπιστόλης' που παιάνιζε για χρόνια απ' τα προπολεμικά μεγάφωνα του γηπέδου) και το ψιλικατζίδικο, την κυρα-Ηρώ. Η άλλη πλευρά είχε και έχει το γήπεδο. Το πόσο ασυνήθιστα απλώνεται η οδός σε δύο δρόμους που τέμνονται έχει σαν αποτέλεσμα τόσο ο δρόμος πίσω απ' το ένα τέρμα όσο και αυτός πίσω απ' τη μεγάλη εξέδρα να λέγονται Χρυσάφη. Μεγάλωσα σε μια αυλή πίσω απ’ αυτήν την εξέδρα.

Απ’ την αυλή έβλεπες τους οπαδούς που κάθονταν πάνω-πάνω στις κερκίδες και την κεντρική θύρα του γηπέδου. Στις αρχές της δεκαετίας του '90, όταν η μόνη γνωστή ομάδα του γηπέδου που πατούσε το χορτάρι ήταν ο Χαραυγιακός της Β' Εθνικής, γίνονταν προς το καλοκαίρι μεγάλες ανοιχτές συναυλίες. Θυμάμαι σίγουρα μία του Νταλάρα και τρεις του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Ήμασταν ακόμη στην εποχή που το φως από τους προβολείς του γηπέδου ήταν ασθενικό και που στη Β' Εθνική δεν γίνονταν αγώνες 'αργά', δηλαδή αφού είχε σκοτεινιάσει. Ήμασταν στην εποχή που δεν υπήρχαν Σάββατα και Δευτέρες. Όλα τα ματς της Β' Εθνικής γίνονταν την ίδια ώρα και την ίδια μέρα. Την Κυριακή το μεσημέρι.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Φωτογραφίες: Menelaos Myrillas / SOOC.photos

Τα απογεύματα πριν τις συναυλίες, ο δρόμος που χώριζε την αυλή μας απ' τον τοίχο του γηπέδου γέμιζε φασαρία. Πάγκοι με μπλούζες και κασκόλ(!) Βασίλη, πάγκοι με 'βρώμικο' στην πιο αληθινή στιγμή του 'βρώμικου', κόσμος, περαστικοί, περίεργοι και η αίσθηση ότι 'έχουμε κάτι πολύ μεγάλο δίπλα μας' στα μάτια εμένα και του αδερφού μου. Ήμουν δεν ήμουν 8 χρονών, δεν είχα πατήσει ακόμη το πόδι μου στο γήπεδο που μια Τετάρτη, 18 χρόνια μετά, θα ξημέρωνε με κομμένα τα δοκάρια, αλλά ένιωθα κάτι να με τραβάει σαν μαγνήτης σ’ αυτή τη θύρα, μια ανεξήγητη έλξη απ' αυτές που σου συμβαίνουν μόνο μια δυο φορές όσο είσαι παιδί και γιγαντώνονται σαν ανάμνηση όσο μεγαλώνεις.

Τον τελευταίο χειμώνα, λίγο πριν στήσω τη σκηνή μου πίσω απ' το αριστερό τέρμα του γηπέδου για τα επόμενα 7-8 χρόνια, μας ξύπνησαν κόρνες και φωνές και μια πρωτοφανής οχλαγωγία χαράς. Κάποιοι φώναζαν “Ήλιε ολέ ολέ ολέ”, ένιωθες όμως ότι όλο αυτό δεν έχει καμία σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Άλλοι χειροκροτούσαν και οι περισσότεροι συντονίζονταν σε ένα ανατριχιαστικό “Η-ΛΙ-ΟΥΠΟΛΗ”. Στην εικόνα που έχει γράψει στο μυαλό μου δεκαπέντε παιδιά, αρκετά μεγαλύτερά από μένα, βρίσκονται πάνω σε ένα πούλμαν με ανοιχτούς τους προβολείς και την κόρνα έτοιμη να τα φτύσει και πανηγυρίζουν. Το εφηβικό τμήμα του Γ.Σ. Ηλιούπολης είχε κερδίσει κάποιον τίτλο. Το να μάθαινα ποιον, δεν θα έκανε ούτε ελάχιστα πιο ιερή αυτήν την εικόνα για μένα. Ήμουν σε κατάσταση αποχαυνωμένης έκστασης. Ένα όνειρο είχα από τότε. Να γίνω ποδοσφαιριστής και να πανηγυρίσω κι εγώ μια μέρα στην κορυφή ενός πούλμαν. Δεν τα κατάφερα. Αλλά δεν έζησα και λίγα σ' αυτό το γήπεδο.

Για μένα το γήπεδο της Ηλιούπολης θα είναι πάντα η μυρωδιά απ' το χορτάρι που σφήνωνε στη μύτη κάθε φορά που ανέβαινα τροχάδην τα σκαλάκια μετά την κεντρική θύρα για να προλάβω τη σέντρα του ματς.

Τις Παρασκευές, μετά τα αγγλικά στο φροντιστήριο της γειτονιάς (σ.σ. το κράτησα αληθινό μέχρι τη Β' Κανονική, μετά πήγα σε μεγάλο φροντιστήριο της Άνω Ηλιούπολης), περπατούσα μέχρι την κλειστή θύρα. Τα σκαλάκια φωτίζονταν από ένα άσπρο φως που τα μετέτρεπε σε κάτι πιο μυστηριώδες από αυτό που ήταν, αλλά όλη η δουλειά, όλη η μαγεία μαζευόταν στο πινακάκι που ήταν κρεμασμένο στην πάνω αριστερή γωνία και είχε γραμμένα με κιμωλία τα ματς που θα γίνονταν εδώ το Σαββατοκύριακο.

Εκείνα τα χρόνια, λίγο πριν και λίγο μετά την κυριαρχία των Ace of Base στην ποπ που έφτανε στα σπίτια μας απ' το MTV και το MCM, στο γήπεδο αγωνίζονταν ο Φωστήρας Ηλιούπολης, η Ηλιούπολη και ο Χαραυγιακός. Ο Φωστήρας φορούσε κίτρινα και μαύρα, η Ηλιούπολη μπλε και κόκκινα και ο Χαραυγιακός μπλε και μαύρα. Στα ματς του Φωστήρα και της Ηλιούπολης μαζεύονταν κάτι παραπάνω από φίλοι και συγγενείς ( κάτι, όχι πολύ παραπάνω).

Ο κόσμος δε διψούσε για τα ματς της Β' ή της Γ' Αθηνών, αν και η Ηλιούπολη πάντα είχε τον κόσμο της. Εκτός από τον κόσμο, η Ηλιούπολη είχε πάντα γνωστούς μας σε καίρια πόστα κι έτσι δε χρειάστηκε ποτέ να πληρώσω εισιτήριο για να μπω στο γήπεδο. Το θέμα είναι ότι θα έδινα ευχαρίστως τα χαρτζιλίκια ενός χρόνου, αν κάποιος μου 'λεγε ότι όχι απλώς θα βλέπω όποιο ματς ήθελα, αλλά ότι θα το βλέπω απ’ την καλύτερη θέση. Πίσω από το τέρμα, ακούγοντας τις τάπες των παπουτσιών του τερματοφύλακα να χώνονται στη λάσπη και να βγαίνουν από κει με κόπο.

Για ένα φεγγάρι, προπονητής της Ηλιούπολης στις μικρές κατηγορίες ήταν ο Κώστας Αρβανίτης, ο οποίος ήταν σύζυγος της μεγαλύτερης κόρης της νονάς της μάνας μου (συγγνώμη για την αναστάτωση). Για ένα μεγαλύτερο φεγγάρι, σχεδόν για μια ζωή βασικά, φροντιστής και υπεύθυνος του γηπέδου ήταν ένας κουμπάρος μας, ο Θανάσης, τον μεγάλο γιο του οποίου είχε βαφτίσει η μάνα μου. (Γενικά μέσα στα πράγματα η μάνα μου). Με τον μικρό γιο του Θανάση, τον Μήτσο, ήμασταν κολλητοί στο δημοτικό και το γυμνάσιο.

Στις αρμοδιότητες του Θανάση ήταν να κουρεύει το χορτάρι του γηπέδου, να εμψυχώνει τους παίκτες της Ηλιούπολης με καμιά σφαλιαρίτσα στο σβέρκο ή κάνα χτύπημα στην πλάτη, να επιμελείται του κοψίματος των εισιτηρίων, να πετάει τους τσαμπουκάδες έξω και να με βάζει συνέχεια μέσα με τα παραγοντικά “Πέρνα Ηλία” σε μένα και “ο μικρός είναι δικός μου” σε αυτούς που περίμεναν στην ουρά.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Δεν έπαιζα στα τσικό κάποιας εκ των ομάδων που είχαν την έδρα τους εδώ -αν είχα μια συμπάθεια παραπάνω, αυτή ήταν για τον Φωστήρα, τη μικρότερη και πιο άσημη ομάδα απ' τις τρεις-, αλλά ήμουν ένα απ' τα βασικά ball boys. Ένας άλλος βασικός ήταν ο Μήτσος, ο μικρός γιος του Θανάση που λέγαμε. Μαζί μας ήταν και ο Πίσσας, γιος του Γιώργου Πίσσα, παλιάς δόξας της Ηλιούπολης.

Λίγο πριν κλείσω τα 9, βγήκα απ' την αυλή του σπιτιού μας, μπήκα στο γήπεδο και έκατσα όσο διαρκούσε η προθέρμανση στο πρώτο κομμάτι της εξέδρας, αυτό που αργότερα θα μάθαινα ως εξέδρα των φιλοξενούμενων. Ήταν Σάββατο πρωί, η σέντρα θα γινόταν στις 11.30 και ο Φωστήρας Ηλιούπολης αντιμετώπιζε μια ομάδα πιθανότατα πιο άγνωστη κι από τον ίδιο. Ξαφνικά εμφανίστηκε ο φίλος μου ο Μήτσος και μου πρότεινε να μπούμε μέσα.

Τον ακολούθησα, η σιδερένια πόρτα δεν είχε πάνω το λουκέτο και φτάσαμε ακριβώς πίσω απ’ την εστία του τερματοφύλακα των φιλοξενούμενων. Όσο και να ψάξω, δεν θα βρω ποτέ λέξεις για αυτό που ένιωσα πιάνοντας για πρώτη φορά την μπάλα μετά από ένα άστοχο σουτ για να την επιστρέψω πίσω. Έπιανα για πρώτη φορά μπάλα με την οποία παιζόταν κανονικός αγώνας ποδοσφαίρου, απ’ αυτούς που έβλεπες γραμμένους με το τελικό σκορ δίπλα, στις αθλητικές εφημερίδες της επόμενης.

Τη σήκωσα με το ένα χέρι, τη ζύγισα, έσυρα τα δάχτυλά μου πάνω στις ραφές και την κλώτσησα πίσω στον τερματοφύλακα. Ήμουν και επισήμως μέρος του παιχνιδιού. Ήμουν κομμάτι της ιστορίας.

Όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, ο Αμερικανός συγγραφέας David Sedaris τονίζει μιλάει για τον καταλυτικό ρόλο που παίζουν στη ζωή του -κι όχι απλά στα βιβλία του- οι σημειώσεις που κρατά 360 μέρες το χρόνο. Κοιτώντας όλες τις ώρες που έχω περάσει σ' αυτό το γήπεδο, είτε απ' την εξέδρα είτε πίσω απ' το τέρμα, γονατίζω μπροστά στον πλούτο που θα είχα συγκεντρώσει αν κρατούσα ελάχιστες, τις πιο βασικές σημειώσεις μετά από κάθε ματς.

Το γεγονός ότι το συγκεκριμένο γήπεδο 15-20 χρόνια μετά θα ήταν στο προσκήνιο ως η έδρα μιας εκ βάθρων αμφιλεγόμενης ομάδας με εξειδίκευση στα στημένα (δυστυχώς ματς, και όχι φάουλ ή κόρνερ) και πρώτο ρόλο στο παρασκήνιο προσθέτει ενδιαφέρον στην παρούσα εξιστόρηση, αλλά θα την επιχειρούσα έτσι κι αλλιώς, γιατί το γήπεδο -κι εγώ ως θαμώνας του- είχαμε ζήσει κλίμα Β' Εθνικής και 'τοπικής' ποδοσφαιροκουλτούρας από τα ένδοξα 90s. Από τότε που το αφεντικό του γηπέδου ήταν ο Χαραυγιακός.

Ο Χαραυγιακός έπαιζε Κυριακή παρά Κυριακή, ο Φωστήρας έπαιζε συνήθως το πρωί του Σαββάτου (τις περισσότερες φορές έτρωγα τις τέσσερις φέτες μερέντα που ήταν το πρωινό μου στα ημίχρονα των ματς του Φωστήρα, στο σπίτι, κανονικότατα, μια πόρτα ήμασταν έτσι κι αλλιώς) και η Ηλιούπολη κάθε δεύτερο Σάββατο στις 17.00 όταν η μέρα ήταν ακόμα μεγάλη ή στις 15.00 όταν σκοτείνιαζε νωρίς.

Ο Φωστήρας μπορεί να μην είχε πολλούς φανατικούς υποστηρικτές, αλλά αναμφίβολα δεν είχε ούτε έναν εχθρό. Από την άλλη, οι σχέσεις μεταξύ Ηλιούπολης και Χαραυγιακού πέρασαν από ένα σωρό φάσεις. Με δεδομένο ότι το μεγαλύτερο κομμάτι των τελευταίων 30 χρόνων οι δυο τους το έχουν περάσει παίζοντας σε διαφορετικές κατηγορίες, η κόντρα μεταξύ Ηλιούπολης και Χαραυγιακού μετουσιώθηκε σε καταστάσεις εκτός ελέγχου σε πολύ μικρό αριθμό περιπτώσεων.

Αρκετά πριν το ντεμπούτο μου ως ball boy κι ενώ νιώθαμε δίπλα μας τη δυναμική ενός ηφαιστείου έτοιμου να εκραγεί κάθε Κυριακή που ο πατέρας μου πάρκαρε το φορτηγό του από την πλευρά του σπιτιού που έβλεπε Βουλιαγμένης, έγινε το πρώτο μεγάλο μπαμ.

Δεν θυμάμαι σε ποια κατηγορία ο Χαραυγιακός συνάντησε την Ηλιούπολη, αλλά θυμάμαι ένα μουντό μεσημέρι Κυριακής, οπαδούς της μίας ομάδας να πηδάνε στην αυλή μας και να ζητούν αλαφιασμένοι από τον πατέρα μου να τους φυγαδεύσει, βγάζοντάς τους στη Βουλιαγμένης απ’ όπου θα μπορούσαν να διαφύγουν.

Ειλικρινά δεν έχω συγκρατήσει τα διακριτικά των οπαδών, αλλά και να τα είχα, δεν θα έγραφα ποτέ ότι οι τάδε έτρεχαν να κρυφτούν από τους δείνα. Αυτό που έχω συγκρατήσει είναι ο τρόμος στα μάτια τους, λίγο αίμα και το σάστισμα των ναυαγών του Lost κάθε φορά που άκουγαν κάτι να βρυχάται μες στη ζούγκλα κατά τη διάρκεια της πρώτης σεζόν. Στην προκειμένη περίπτωση (και σε αρκετές τα επόμενα χρόνια), η ζούγκλα ήταν το γήπεδο. Και το γήπεδο μπορούσε να μεταμορφώσει τους ανθρώπους.

Στο διπλανό σπίτι στη Χρυσάφη, αυτό που ήταν φάτσα απέναντι στην κεντρική θύρα, ζούσε η Ειρήνη και ο Γιώργος, γνωστός στη γειτονιά ως Γιώργαρος. Οι δυο τους ήταν αδέρφια με καταγωγή από τη Νάξο. Η Ειρήνη σπάνια έβγαινε από το σπίτι, ο Γιώργαρος σπάνια έμπαινε στο σπίτι. Ο Γιώργαρος είχε δουλέψει 30 χρόνια στα καράβια και είχε βγει εδώ και καιρό στη σύνταξη. Ήταν κοντά στα δυο μέτρα, είχε ένα από τα πιο μεγάλα κεφάλια που έχω δει και με ένα απότομο κλείσιμο των χεριών, μπορούσε να σκάσει μπάλα του μπάσκετ. (Είχε σκάσει μία δική μου για να γελάσουμε. Εγώ πάντως δε γέλασα). Δεν μιλούσε πολύ, σχεδόν δεν μιλούσε καθόλου. Του έγνεφα καμιά φορά στο δρόμο, αλλά δε σάλευε. Μόνο με κοίταγε για μια στιγμή σαν να λέει "Ποιανού να είναι αυτός τώρα"; Περπατούσε σκυφτός με τα χέρια δεμένα πίσω απ’ την πλάτη και μονολογούσε (ή σιγοτραγουδούσε) κάτι ακατάληπτες λέξεις. Αυτό οφειλόταν συνήθως στο ότι έπινε λίγο παραπάνω.

Ήταν ο πιο ακίνδυνος άνθρωπος σε διαστάσεις γίγαντα που έχω γνωρίσει. Μπορεί να τον ηρεμούσε το κρασί, μπορεί να τον είχαν ηρεμήσει και τα χρόνια στη θάλασσα. Το θέμα είναι ότι ο Γιώργαρος δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος στο γήπεδο.

Όσο δεν μιλούσε στον έξω κόσμο, τόσο μιλούσε απ’ το τελευταίο σκαλί της κερκίδας, αυτό που σε έφερνε σχεδόν στο ίδιο ύψος με τον επόπτη. Για την ακρίβεια δε μιλούσε, αλλά έβγαζε στην πλάτη του επόπτη όλες τις φουρτούνες που είχε καταπιεί στα καράβια. Την πρώτη φορά που τον είδα να ψέλνει για ένα οφσάιντ που θεωρούσε λάθος, νόμιζα ότι πρόκειται για κάποιον που μοιάζει τρομακτικά στον Γιώργαρο. Δεν γίνεται να είναι αυτός, σκεφτόμουν. Μετά τον παρατηρούσα από κοντά και ήταν ο ίδιος. Τίναζε το δεξί του χέρι με μένος κατά του διαιτητή και ανέβαιναν τα πραγματικά μποφόρ στην Κάτω Ηλιούπολη. Τον έχω δει να εκρήγνυται τόσο απ’ την κερκίδα, λίγες σειρές πιο πίσω του, τον έχω δει να εκρήγνυται και από απόσταση 30-40 μέτρων. Αυτός στην κλασική του θέση κι εγώ πίσω απ’ το τέρμα που βρίσκεται δίπλα στ’ αποδυτήρια.

Απ’ το συγκεκριμένο πόστο έχω λίγες αναμνήσεις, γιατί τις περισσότερες φορές καθόμουν πίσω απ’ το άλλο τέρμα, αυτό που είχε χορτάρι και πέρα από την τελική γραμμή. Ότι οι αναμνήσεις από εκεί είναι λίγες δε σημαίνει ότι δεν είναι σπουδαίες. Είναι. Βρισκόμαστε στη σεζόν 1992-93 με τον Πανιώνιο να έχει υποβιβαστεί για πρώτη φορά στην ιστορία του στη Β’ Εθνική. Ο Μίλινκο Πάντιτς έχει απορρίψει μισή ντουζίνα προτάσεις για μεταγραφή και μένει στους κυανέρυθρους ώστε να τους οδηγήσει πίσω στην Α’ Εθνική το συντομότερο. Αν οι Πανιώνιοι τον λάτρευαν μια φορά ως τότε, μετά από αυτήν την απόφαση τον λάτρεψαν εκατό. Την ίδια στιγμή, ο Χαραυγιακός διένυε την έβδομη συνεχή χρονιά του στη Β’ Εθνική (στην ίδια κατηγορία απ’ τη σεζόν 1986-87 μέχρι και το 1995 που μαζί με τον Πανσερραϊκό, τους Πόντιους Βέροιας και την Κόρινθο έπεσαν στην Γ’ Εθνική) με αξιοπρεπή πλασαρίσματα στην 9άδα τις τελευταίες πέντε χρονιές.

Ο Χαραυγιακός υποδέχεται τον Πανιώνιο και εγώ έχω πάρει τη θέση μου πίσω απ’ το τέρμα δίπλα στ’ αποδυτήρια. Λίγο πριν το τέλος του πρώτου ημιχρόνου, οι Νεοσμυρνιώτες κερδίζουν φάουλ σε εξαιρετικό σημείο για το δεξί πόδι του Πάντιτς. Όλο το γήπεδο είναι όρθιο. Εγώ είμαι στην ίδια ευθεία με τον τερματοφύλακα του Χαραυγιακού. Αυτός μπροστά απ’ το τέρμα, εγώ πίσω απ’ το τέρμα.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Στα 9 είδα τον Μίλινκο Πάντιτς να εκτελεί φάουλ στο τέρμα μου. Ο τερματοφύλακας απέκρουσε, εγώ μάζεψα την μπάλα και την έστειλα πάλι προς τον Πάντιτς που πήγαινε να εκτελέσει το κόρνερ. Αυτή ήταν η κορυφαία μου στιγμή εν δράσει στο γήπεδο της Ηλιούπολης.

Στο ημίχρονο, όπως και σε κάθε ημίχρονο της καριέρας μου ως ball boy, μπήκα στον αγωνιστικό χώρο και έτρεξα να πάρω μια μπάλα. Ήμασταν δύο πίσω απ’ το ίδιο τέρμα και συναντήσαμε τους άλλους δύο από το απέναντι. Πήρα μια Select που είχε γραμμένα με μπλε μαρκαδόρο τα αρχικά Α.Ο.Χ. και την έστησα στο σημείο απ’ όπου εκτέλεσε το φάουλ πριν 7-8 λεπτά ο Πάντιτς. Πήρα λίγα μέτρα φόρα και την έστειλα στη συμβολή του δεξιού με το οριζόντιο δοκάρι. Δοκάρι, σκέφτηκα, απορώντας πώς κατάφερα να στείλω την μπάλα τόσο ψηλά.

Πρέπει να κούνησα και τους ώμους μετά την κατάληξη της μπάλας. Ένας απ’ τους αναπληρωματικούς του Χαραυγιακού που μπήκε στο γήπεδο για ζέσταμα μου είπε με θαυμασμό, "Πού την έστειλες ρε παιχταρά;". Δεν μπόρεσα να καταλάβω γιατί κάποιος ενθουσιαζόταν με ένα δοκάρι σε κενό τέρμα, αλλά κράτησα τη φιλοφρόνηση. Για την ιστορία, ο Χαραυγιακός κέρδισε με 2-0 σε εκείνο το παιχνίδι και έχασε με το ίδιο σκορ στη Νέα Σμύρνη. Το τέλος της χρονιάς βρήκε τους κυανέρυθρους στην τρίτη θέση του πίνακα να κερδίζουν με 60 βαθμούς την άμεση επάνοδο στην Α’ Εθνική. Ο Χαραυγιακός γλίτωσε τον υποβιβασμό για ένα βαθμό. Αν δεν είχε κερδίσει το ματς με τον Πανιώνιο, θα είχε πέσει κατηγορία.

Στις πιο αξέχαστες στιγμές ως ‘παιδί για τις μπάλες’ του ίδιου τέρματος ήταν και τα ματς -συνήθως του Χαραυγιακού- που γινόμασταν μέρος της ‘συνωμοσίας των καθυστερήσεων’. Αν η ομάδα κέρδιζε, πηγαίναμε διακριτικά και κρυβόμασταν δίπλα από τον πάγκο. Τα τέρματα έμεναν χωρίς ball boys κι έτσι ο τερματοφύλακας των γηπεδούχων καθυστερούσε παραδειγματικά μέχρι να μαζέψει την μπάλα που βγήκε άουτ και να συνεχίσει το ματς με το ελεύθερο. Ο αντίπαλος τερματοφύλακας απλά βλαστημούσε κυνηγώντας τις μπάλες πίσω από πινακίδες ή στό μικρό έλος στην τέρμα δεξιά γωνία του γηπέδου.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Έχω δει πολύ ξύλο στο γήπεδο. Στα ματς που οι οπαδοί των φιλοξενούμενων ήταν λίγοι ή τέλος πάντων αρκετοί πλην ακίνδυνοι, τοποθετούνταν στο πρώτο ¼ της μεγάλης κερκίδας υπό την επιτήρηση μιας διμοιρίας. Τις φορές που βαριόμασταν να μαζεύουμε αδέσποτες μπάλες πηγαίναμε πέρα δώθε κατά μήκος της κερκίδας. Όταν οι ακίνδυνοι φιλοξενούμενοι οπαδοί γίνονταν επικίνδυνοι τη στιγμή που η βόλτα σε έβρισκε στην κερκίδα τους, δεν μπορούσες να κάνεις και πολλά για να γλιτώσεις απ’ τη σύρραξη. Μικρά παιδιά ήμασταν, δεν μας πείραζε κανείς, αλλά σε έναν πανζουρλισμό από καντήλια, σπρωξιές, μπουνιές, κροτίδες και νεύρα εκτός ελέγχου, η κατάσταση δεν ήταν αστεία πια.

Στα ματς που οι οπαδοί των φιλοξενούμενων ήταν πολλοί και με πλούσιο βιογραφικό επεισοδίων και τσαμπουκάδων, οι υπεύθυνοι άνοιγαν τη δεύτερη θύρα του γηπέδου και τους χωρούσαν σε έναν χώρο για ορθίους διαγώνια απέναντι από τη μεγάλη κερκίδα. Τους οπαδούς των δύο ομάδων χώριζαν τα ΜΑΤ και ένα ολόκληρο γήπεδο. Ίσως η μοναδική φορά που φοβήθηκα στ’ αλήθεια στα χρόνια μου στο γήπεδο ήταν σε ένα ματς Χαραυγιακού-Προοδευτικής. Οι Προοδευτικάνοι είχαν στιβαχτεί στη θύρα για ορθίους, είχαν παλμό, όρεξη και παράσημα κακής φήμης και με καλωσόρισαν ήδη από το ζέσταμα των ομάδων, όταν μια μπάλα σταμάτησε ακριβώς μπροστά από το κάγκελο που τους χώριζε από τον αγωνιστικό χώρο.

Πηγαίνοντας να τη μαζέψω και να τη γυρίσω μέσα, ένας από αυτούς μου τη ζήτησε ενώ εγώ έκανα ότι δεν τον άκουσα. Για το επόμενο 20λεπτο έκανα επίσης ότι δεν άκουγα τις απειλές του ότι θα πηδήξει απ’ τα κάγκελα και ότι θα με σαπίσει στο ξύλο. Δεν φοβήθηκα τόσο τις απειλές όσο ότι δεν υπήρχε τίποτα να τον εμποδίσει να τις κάνει πράξη. Ευτυχώς, ο Χαραυγιακός προηγήθηκε νωρίς και εφαρμόστηκε η πετυχημένη συνταγή της ‘συνωμοσίας των καθυστερήσεων’. Λούφαξα στον πάγκο των γηπεδούχων.

Αντίστοιχα με αυτές πίσω απ’ τα τέρματα, οι εικόνες που μου έρχονται ως πιο μυθικές απ’ τη θητεία μου στις κερκίδες είναι ο διαστημικός Πανηλειακός της σεζόν 1994-95 με Τζόρτζεβιτς-Γιαννακόπουλο στις πτέρυγες και τον Σλίσκοβιτς στην κορυφή της επίθεσης. Το τελικό σκορ ήταν Χαραυγιακός-Πανηλειακός 2-3 αντί για 2-8. Ο Πανηλειακός εκείνης της χρονιάς ήταν μάλλον η πιο δουλεμένη ομάδα που έχω δει να παίζει σ’ αυτό το γήπεδο για τη Β’ Εθνική. Εκείνη τη χρονιά, ο Χαραυγιακός έπεσε κατηγορία. Δεν θα ανέβαινε ξανά στη Β’ Εθνική.

Την πρώτη του χρονιά στη Γ’ κατάφερε να κρατηθεί στην κατηγοία, αλλά τη δεύτερη με μόλις 5 νίκες σε 34 ματς, υποβιβάστηκε ως τελευταίος του Νότιου Ομίλου. Από τότε δύσκολα μάθαινες νέα του, αν δεν πήγαινες στο γήπεδο να τον δεις από κοντά. Μαζί με την πτώση στης Δ’ Εθνική, έκλεινε και ένας ιστορικός κύκλος μορφών και στιγμών για το γήπεδο της Ηλιούπολης, ο οποίος θα ξανάνοιγε μετά από μερικά χρόνια με την άνοδο της ομώνυμης ομάδας στις μεγάλες (για όσα είχαμε συνηθίσει ως παροικούντες τη Χρυσάφη) κατηγορίες.

Αυτός ο ιστορικός κύκλος εσωκλείει περιπτώσεις όπως αυτή του Τάσου Τασιόπουλου που ξεκίνησε την καριέρα του στο Χαραυγιακό, πριν πάρει μεταγραφή στον Αθηναϊκό για τις δύο πρώτες του σεζόν στην Α’ Εθνική και από εκεί στον ΠΑΟΚ. Ο Τασιόπουλος, ένας ψηλός ντελικανής κεντρικός αμυντικός, που πάρκαρε καθημερινά έξω από το σπίτι μου, ήταν βασικός και στα δύο ματς του ΠΑΟΚ με την Άρσεναλ στην τεράστια πρόκριση στο δεύτερο γύρο του Κυπέλλου UEFA το 1997. Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής, ξεκίνησε την προπονητική του καριέρα. Μεταξύ άλλων, είναι ο προπονητής που ανέβασε την Ηλιούπολη στη Γ’ Εθνική το 2006.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Εκτός από τον σέντερ μπακ Τασιόπουλο, το γήπεδο ήταν η φυσική έδρα, μεταξύ άλλων, του Σταύρου Σταματή της ΑΕΚ που έπαιξε και στον Χαραυγιακό και στην Ηλιούπολη, του φορ Γιώργου Παπανδρέου, του Βραζιλιάνου γκολτζή ολκής Αντεμάρ που τον είχα δει περισσότερες φορές με παντόφλες παρά με ποδοσφαιρικά, καθώς έφτανε στο γήπεδο χειμώνα καλοκαίρι με σαγιονάρες, και φυσικά του τοτέμ Νόνι Λίμα, που μετά από 12 χρόνια στον Πανιώνιο, έκλεισε την καριέρα του φορώντας για τέσσερα χρόνια την μπλε και μαύρη φανέλα . Ο Λίμα ήταν κάτι παραπάνω από τοπικός σελέμπριτι. Τον ήξερε μέχρι και ο πατέρας μου, ο οποίος θα μπορούσε να μπερδέψει τα χρώματα του Χαραυγιακού με αυτά του Φωστήρα Ηλιούπολης. Δεν θυμόταν ότι έχει παίξει στον Πανιώνιο, αλλά για κάποιο λόγο -μάλλον θα ευθύνεται ο κουμπάρος-φροντιστής του γηπέδου- γνώριζε ότι ο Λίμα ήταν θείος του Ντανιέλ Μπατίστα.

O Λεονίλντο Λίμα (Νόνι Λίμα) Μπατίστα γεννήθηκε το 1957 στο Πράσινο Ακρωτήρι και από το 2011 είχε μέχρι προσφάτως το χρίσμα του βοηθού προπονητή στον Πανιώνιο, ανεξαρτήτως του πρώτου προπονητή της ομάδας. Συνεργάστηκε με τον Άκη Μάντζιο, τον Τάκη Λεμονή, τον Δημήτρη Ελευθερόπουλο, τον Νίκο Αναστόπουλο, το Νίκο Παντέλη και τον Δημήτρη Τερεζόπουλο, ενώ σήμερα προσφέρει από το ρόλο του scouter στους κυανέρυθρους. Μιλήσαμε πριν την απομάκρυνση Τερεζόπουλου. Ο Πανιώνιος δεν είχε ξεκινήσει άσχημα. “Η ομάδα έχει δυνατότητες για μεγάλα πράγματα, αλλά ο βασικός μας στόχος είναι να μείνουμε στην κατηγορία”, μου είπε στο τηλέφωνο o Νόνι, αφού από στοιχειώδες τακτ, η πρώτη ερώτηση που του έκανα ήταν για κάτι που συμβαίνει σήμερα και όχι 25 χρόνια πριν. Αμέσως μετά άφησα το τακτ στην άκρη.

“Είχα πολύ καλή σχέση με το Νικήτα Σκοπελίτη (σ.σ. πρόεδρος του Χαραυγιακού στα ένδοξα χρόνια του στη Β’ Εθνική), ο οποίος ερχόταν πολύ συχνά στον Πανιώνιο. Μου έκανε πρόταση να πάω στον Χαραυγιακό, το συζητήσαμε και το αποφάσισα. Η μετάβαση από την Α’ Εθνική στη Β’ ήταν αρκετά δύσκολη. Όταν πήρα τη μεταγραφή, το γήπεδο της Ηλιούπολης ήταν ξερό, δεν είχε χορτάρι. Μου πήρε χρόνο να προσαρμοστώ σε αυτά τα δεδομένα. Ευτυχώς, δυο χρόνια μετά, έβαλαν χορτάρι”, θυμάται ο Λίμα. Η αλήθεια είναι ότι δεν πρόλαβα το γήπεδο ξερό. Το μόνο ξερό που γνώριζα στην περιοχή ήταν αυτό της Διάνας Ηλιούπολης, κυριολεκτικά στην άλλη άκρη του δήμου, απ’ το οποίο έχω περάσει μόνο απέξω.

Την τελευταία χρονιά πριν αποκτήσει τον Λίμα, ο Χαραυγιακός έκανε την καλύτερη σεζόν της ιστορίας του, τερματίζοντας 5ος στη Β’ Εθνική, μόλις έναν βαθμό πίσω από τον Απόλλωνα Αθηνών και τον Ολυμπιακό Βόλου που εξασφάλιζαν την άνοδο. Για την ιστορία, ο Χαραυγιακός είχε την καλύτερη άμυνα του πρωταθλήματος με παθητικό 26 γκολ (σ.σ. η δεύτερη καλύτερη άνηκε στον Ολυμπιακό Βόλου με 34). Στην καλύτερη σεζόν του με τα χρώματα του Χαραυγιακού (1989-90) και τη φανέλα με το 4 ή το 5 εναλλάξ στην πλάτη, ο Νόνι Λίμα -και το νεοφώτιστο χορτάρι του γηπέδου- βοήθησαν την ομάδα να βγει 6η, τέσσερις βαθμούς μακριά από την άνοδο. Πρώτος σκόρερ αυτού του πρωταθλήματος ήταν ο επιθετικός της Βέροιας, Αλέκος Αλεξανδρής με 21 γκολ και δεύτερος ο φορ της Παναχαϊκής, Γιώργος Βαΐτσης με 17. Στην τέταρτη θέση του σχετικού πίνακα ήταν ο επιθετικός του Χαραυγιακού, Χάρης Σοφιανός, με 14 γκολ.

“Ο Χαραυγιακός εκείνης της εποχής ήταν από τις καλύτερες ομάδες της κατηγορίας, είχε τον κόσμο του και με τη βοήθεια του Σκοπελίτη έφτιαξε ένα πολύ καλό σύνολο. Ο πρώτος μου προπονητής εκεί ήταν ο Βασίλης Κυριακού”. Αφού μου είπε ένα-ένα όλα τα ονόματα εκείνης της ενδεκάδας (σ.σ. είχα ξεχάσει τον φοβερό γκολκίπερ Νίκο Γιαλεσάκη που την τελευταία δεκαετία είδαμε πολλά καλοκαίρια με τη φανέλα της Εθνικής beach soccer), τον ρώτησα αν θυμάται το ίδιο καλά και κάποιο μεγάλο ντέρμπι της εποχής.

“Θυμάμαι ένα πολύ σημαντικό ματς με τον Ιωνικό που το γήπεδο είχε πάρα πολύ κόσμο. Είχαμε χάσει”, μου λέει και αμέσως ψάχνω τα αρχεία. Αυτό που μου περιέγραψε ο Λίμα ήταν μάλλον το τελευταίο του μεγάλο ντέρμπι ως γηπεδούχος. Ο Ιωνικός είχε κερδίσει 1-0 στην Ηλιούπολη σε μια χρονιά που τερμάτισε δεύτερος και ανέβηκε στην Α’ Εθνική.

Κλείνοντας την κουβέντα μας, τον έβαλα να θυμηθεί επιμέρους πρόσωπα από το γήπεδο της Ηλιούπολης. Μου είπε ότι είχε “σε μεγάλη εκτίμηση τον φροντιστή, τον Θανάση”. Του είπα ότι οι οικογένειές μας έχουν κουμπαριάσει. Ήταν η μοναδική φορά που τον άκουσα να γελάει σ' αυτό το τηλεφώνημα.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Μετά τον υποβιβασμό του Χαραυγιακού στην Γ’ Εθνική το 1995 κι ενώ οι έτεροι συγκάτοικοι βολόδερναν στις μικρές κατηγορίες, άρχισα να αραιώνω από το γήπεδο, σε αντίθεση με τη δραστηριότητα εντός, που έμενε, τουλάχιστον ποσοτικά, απαράλλαχτη. Τα μεσημέρια που τα αυτοκίνητα έκρυβαν τα πεζοδρόμια σε όλη τη Χρυσάφη αλλά και τη Χ. Τρικούπη που αντιστοιχούσε στο ένα πέταλο, ήταν εκατοντάδες. Ένταση υπήρχε, η μυρωδιά του τοπικού επίσης, αλλά ακόμη και τα μεγαλύτερα των ντέρμπι δεν θα έκριναν κάτι παραπάνω από μια άνοδο στην Α’ Αθηνών ή την προσπάθεια για την υπέρβαση και την άνοδο στη Δ’ Εθνική.

Λίγο οι πανελλήνιες και τα πρώτα χρόνια στο Πανεπιστήμιο και λίγο τα Σαββατοκύριακα που αφιέρωνα πια στο να μη χάνω αγώνα της από Ιωαννίδη και μετά αναγεννημένης μπασκετικής ΑΕΚ έκαναν το να χάσω την επαφή με το γήπεδο της Ηλιούπολης την πιο φυσιολογική εξέλιξη στον κόσμο.

Αυτό που δεν θα άλλαζε ποτέ ήταν ο ήχος της πόρτας που χώριζε τα αποδυτήρια από το υπόλοιπο γήπεδο. Όχι ο ήχος του κλεισίματος ή κάποιο ιδιαίτερο τρίξιμο. Αυτό που δεν θα άλλαζε ποτέ ήταν ο ήχος της γροθιάς ή της παλάμης πάνω στην πόρτα.

“Βγες έξω ρε πούστη, βγες αν έχεις αρχίδια”, “εδώ μέσα θα πεθάνεις σήμερα κοράκι” και μπαμ στην πόρτα. Μπουνιές, κλωτσιές, κορμιά. Δεν ήθελε κόπο για να καταλάβεις ποιος ωρυόταν. Οπαδοί (ή και παράγοντες ενίοτε) του γηπεδούχου, όποιος ήταν αυτός εκείνη τη μέρα. Η ποικιλία βρισκόταν στο ποιον έβριζαν και στο ποιος προπηλακιζόταν. Το να γίνει τσαμπουκάς μεταξύ κερκίδας και αντίπαλων παικτών ή μεταξύ κερκίδας και διαιτητή ή μεταξύ κερκίδας και αντίπαλου παράγοντα ήταν πιο δεδομένο κι απ’ το να σφυριχτεί ένα λάθος οφσάιντ. Όπως φαντάζεστε, ποτέ δεν έβγαινε αυτός που είχε εξαγριώσει τα πλήθη από τα αποδυτήρια χωρίς συνοδεία αστυνομικών. Έχω περάσει αθροιστικά ολόκληρα 24ωρα κοιτώντας επίμονα το σημείο του αναβρασμού, δηλαδή τους νταήδες που απειλούσαν να γκρεμίσουν την πόρτα, έχω ακούσει χιλιάδες μπαμ, αλλά δεν την είδα να ανοίγει ποτέ. Ναι, κάποιοι παράγοντες ή παίκτες περίμεναν να νυχτώσει για να διαφύγουν. Ή σε μια διαφορετική μετάφραση των εξελίξεων, περίμεναν να κουραστούν και να ξεθυμάνουν οι νταήδες οπαδοί (ή παράγοντες).

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Η δεύτερη νιότη του γηπέδου ήρθε μαζί με την άνοδο της Ηλιούπολης στη Γ’ Εθνική το 2006. Πρόεδρος της ομάδας ήταν ο Γιώργος Τσακογιάννης, ένα όνομα που κινούνταν στα όρια του μύθου στα νότια προάστια για λόγους που δεν έχουν καμία σχέση με το ποδόσφαιρο. Με τον ‘Τσάκο’ στο τιμόνι από την τελευταία της σεζόν στην Α’ Αθηνών υπήρχε η τυφλή σιγουριά ότι η ομάδα, αργά ή γρήγορα, θα ανέβει τις κατηγορίες. Η Ηλιούπολη όντως ανέβηκε τις κατηγορίες και το γήπεδο θα καλωσόριζε παιχνίδια της B’ Eθνικής (που από τη σεζόν 2010-11 μετονομάστηκε Football League). Και Σάββατα και Κυριακές και Δευτέρες. Και μεσημέρια και βράδια. Και με προβολείς και χωρίς.

Εκτός από μεγάλες ομάδες, το γήπεδο θα έβλεπε και θα ζούσε περιστατικά που θα έχτιζαν το κακόφημο όνομά του σε όλη την επικράτεια, όπως τα κομμένα δοκάρια με τα οποία ξημέρωσε η 7η Μαϊου 2008 με συνέπεια να αναβληθεί το ντέρμπι κορυφής της 28ης αγωνιστικής του νοτίου ομίλου της Γ΄ Εθνικής ανάμεσα στην Ηλιούπολη και στον Διαγόρα Ρόδου.

Με τον Τάσο Ρουσάκη παίξαμε πολλές φορές μπάλα στο σχολείο. Ήταν ο μικροκαμωμένος μπαλαδόρος που ήθελαν όλοι στην ομάδα τους. Τον φωνάζαμε Τασούλη επειδή ήταν μικρότερος από εμάς κι αυτός φρόντιζε με κάθε ντρίμπλα ή γκολ να αποκαθιστά τις ισορροπίες δείχνοντας ότι δεν είχε σημασία ποιος ήταν ο μεγαλύτερος όταν παίζαμε στο προαύλιο του 2ου Δημοτικού, αλλά ποιος ήξερε την περισσότερη μπάλα.

Ο Τάσος παίζει φέτος για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά στην Καλλιθέα, αλλά το ποδοσφαιρικό του μητρώο γράφει παντού Ηλιούπολη. Ήταν εκεί και στις δύο χρονιές της Ηλιούπολης στη Football League. Ήταν εκεί και στις τρεις χρονιές της στη Γ’ Εθνική. Ήταν εκεί από πάντα.

“Έπαιζα στους μικρούς της Ηλιούπολης και έκανα το ντεμπούτο μου με την πρώτη ομάδα το 1999 σε ηλικία 14 ετών. Ήταν η χρονιά που ανεβαίναμε από την Β’ Αθηνών με προπονητή τον Σταθόπουλο. Είχα αρχίσει να κάνω προπονήσεις με την πρώτη ομάδα, η άνοδος είχε κριθεί και μαθηματικά και ο προπονητής μου είπε μετά από μια προπόνηση ότι αν κουρευτώ, θα με βάλει να παίξω την Κυριακή. Κουρεύτηκα και με έβαλε. Ήμουν τρελαμένος”, μου είπε ο Τάσος, αφού του θύμισα τα επικά ματς που παίζαμε στο τσιμέντο του προαυλίου. Ο Ρουσάκης πήγε για έναν χρόνο δανεικός στον Ποσειδώνα Γλυφάδας και όταν γύρισε στην ομάδα, ο Τσακογιάννης είχε μόλις αναλάβει.

"Μου είπε ότι αν κουρευτώ θα με βάλει να παίξω την Κυριακή. Κουρεύτηκα και με έβαλε. Ήμουν τρελαμένος"

“Ανεβήκαμε και μείναμε δυο χρονιές στην Δ’ Εθνική. Την πρώτη χρονιά ανέβηκε ο Αστέρας Τρίπολης, τη δεύτερη εμείς. Στη Γ’ Εθνική μείναμε τρεις χρονιές. Τη δεύτερη χάσαμε την άνοδο στα μπαράζ από την Αναγέννηση Καρδίτσας. Την τρίτη χρονιά κάναμε 12 σερί νίκες στο τέλος και ανεβήκαμε”. Αυτές οι 12 σερί νίκες σχολιάζονται ακόμα από τη θέση τους στο πάνθεον με τα μυστήρια που συνέβησαν στο γήπεδο της Ηλιούπολης από το δεύτερο μισό των 00s. Θα ήταν ψέμα να πω ότι δεν ενθουσιάστηκα με το δεύτερο ραντεβού του γηπέδου με τη Β’ Εθνική και αλήθεια ότι δεν υπήρχε ματς που το μυαλό να μην κάνει πονηρές σκέψεις ως προς την 'καθαρότητά' του. Στον αέρα υπήρχε το άρωμα της αμφισβήτησης. Για κάθε σκορ. Για κάθε νίκη ή ήττα. Και για τις ισοπαλίες ακόμα πιο πολύ. Το σκάνδαλο με τα στημένα που ξέσπασε το 2011 κόστισε τον υποβιβασμό της Ηλιούπολης στη Δ’ Εθνική τη σεζόν 2011-12, απ’ όπου επίσης υποβιβάστηκε αμέσως.

“Έχουν ακουστεί πολλές ιστορίες για την ομάδα. Άλλες είχαν βάση, κι άλλες είχαν μεγάλες δόσεις υπερβολής. Πιστεύω πως είναι αδικία που μόνο η Ηλιούπολη πλήρωσε την ιστορία με τα στημένα. Ο Τσακογιάννης γούσταρε την ομάδα, ενδιαφερόταν πολύ. Με τους παίκτες και τους προπονητές, οι σχέσεις του ήταν πάντα εντάξει”, μου λέει ο Τάσος, ένας από τους αγαπημένους των οργανωμένων Rebels και της κυανέρυθρης εξέδρας. Άλλωστε, ως καλύτερη στιγμή του στην ομάδα, ο Τάσος θυμήθηκε ένα ματς με τον Πιερικό για τη Football League, στο οποίο οι Rebels τον τίμησαν με ένα τεράστιο γκράφιτι με τη φανέλα και το όνομά του στον τοίχο. Στο δεξί σου χέρι όπως βλέπεις απ’ την κύρια εξέδρα, υπάρχουν πολλά τετραγωνικά τοίχου που υψώνονται στα 15-20 μέτρα, δίνοντας την αίσθηση ότι το γήπεδο στρογγυλοκάθεται σε μια γούβα.

Μπορεί το παιχνίδι στο χορτάρι ή στα αποδυτήρια να παιζόταν πολλές φορές βάσει εξωγενούς και προκαθορισμένου πλάνου, αλλά το παιχνίδι στην εξέδρα, σύμφωνα με τον Τάσο, δεν έκανε το γήπεδο πιο κακόφημο από τα υπόλοιπα. Σχεδόν όλα τα γήπεδα των μικρών κατηγοριών κρατούν το δικό τους μύθο και έχουν (ή θα μπορούσαν να έχουν) γίνει επικίνδυνα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.

“Όσο πιο χαμηλές είναι οι κατηγορίες, τόσο χειρότερα είναι τα πράγματα. Πας σε έδρες που δεν σε προστατεύει κανένας, ούτε αστυνομίες ούτε τίποτα. Σε ένα ματς για τη Γ’ Εθνική στη Μυτιλήνη απέναντι στον Αιολικό, η κατάσταση βγήκε εκτός ελέγχου. Μας χτυπούσαν παίκτες και οπαδοί κι εγώ κατέληξα στο νοσοκομείο με ράμματα. Αφού τη γλιτώσαμε τότε, καλά είναι. Σε όλες τις έδρες υπήρχε πολεμικό κλίμα, αλλά μετά από κάποια φάση σε αυτές τις κατηγορίες, παθαίνεις ανοσία”.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Η Χρυσάφη ήταν κυριολεκτικά ασπρόμαυρη και το κλίμα προφανώς τεταμένο. Τότε, οι οπαδοί της Ηλιούπολης που είχαν ανέβει στα τελευταία σκαλιά της κερκίδας για να διαπιστώσουν από πού έρχεται η οχλαγωγία, είδαν αυτούς του ΟΦΗ και -όσες φορές κι αν έτριψα τα μάτια μου η εικόνα παρέμενε η ίδια- τους κατεύθυναν με τα χέρια προς τη δεύτερη θύρα του γηπέδου, αυτή των φιλοξενούμενων, που εκτός από ορθίους (βλ. χρυσές στιγμές μου με οπαδούς της Προοδευτικής να θέλουν να μου κάνουν κακό) χωρούσε πια και καθιστούς μετά από μια στοιχειώδη προέκτασή της που είχε χτιστεί κατά μήκος του γηπέδου. Αν κάποιος έλεγε ότι συγκινήθηκα με τη συγκεκριμένη εικόνα, σίγουρα δεν θα τον έβγαζα ψεύτη.

Αυτή η εικόνα και οποιαδήποτε άλλη θετικής βαρύτητας ήταν δυστυχώς η εξαίρεση στα χρόνια της Ηλιούπολης της Β’ και της Γ’ Εθνικής. Τα σκορ, οι εφημερίδες και το παρασκήνιο φρόντιζαν να μη διαλυθούν ποτέ τα σύννεφα των ύποπτων ματς, χωρίς βέβαια να μιλούν με πιο χειροπιαστά στοιχεία τουλάχιστον μέχρι να γίνει το μεγάλο μπαμ τον Ιούνιο του 2011 που συνελήφθησαν οι Μπέος, Ψωμιάδης και Τσακογιάννης για στημένα παιχνίδια και παράνομο στοίχημα. Στα περισσότερα ματς της Ηλιούπολης στα οποία τύχαινε να βρίσκομαι στο σπίτι, καθόμουν στο δωμάτιο και χάζευα τη μία μεγάλη περιοχή που φαινόταν καθαρά από εκεί. Πάντα, έστω για 5 ή 10 λεπτά. Ήταν μια ιδιωτική και προνομιακή απευθείας σύνδεση που ομολογώ ότι μου λείπει τα τελευταία χρόνια που δεν μένω πια εκεί.

Στις 23 Ιανουαρίου 2010, η Ηλιούπολη φιλοξενούσε τη Δόξα Δράμας σε ένα ματς κάπου στα μέσα της χρονιάς που δεν έκρινε τίποτα. Είχα ανοιχτό τον υπολογιστή και χάζευα τις αποδόσεις του ματς σε γνωστή στοιχηματική εταιρία. Ήμασταν στο 70’, το σκορ ήταν 0-0,οι ομάδες έπαιζαν με έντεκα και το διπλό έδινε 35 λες και η Ηλιούπολη έπαιζε με τη μικτή καφενείων του δήμου. Στη μεγάλη περιοχή που μπορούσα να δω απ’ το παράθυρο, η Δόξα έχανε τη μια ευκαιρία μετά την άλλη, αλλά η απόδοση, για κάποιον ανεξήγητο λόγο παρέμενε σε διαστημικές τιμές. Τελικά η Δόξα σκόραρε πρώτη στο τελευταίο δεκάλεπτο της αναμέτρησης, αλλά το διπλό του 35 δεν επαληθεύτηκε ποτέ, αφού η Ηλιούπολη ισοφάρισε στο έκτο λεπτό των καθυστερήσεων.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Δεν ξέρω πόσες φορές έχω αφηγηθεί αυτή την ιστορία, αλλά η τελευταία ήταν σίγουρα στον Μάριο Παρλιάρο, ιδρυτή της σελίδας mikriliga.com, που από το 2008 αποτελεί μια από τις πιο αξιόπιστες πηγές ειδήσεων και πληροφοριών σχετικά με τη Β’ και τη Γ’ Εθνική. Ο Μάριος ασχολήθηκε για πρώτη φορά με το ρεπορτάζ της Β’ Εθνικής το 2007 για λογαριασμό της εφημερίδας ‘Φως’, ενώ στα δύο χρόνια της Ηλιούπολης στην κατηγορία, βρέθηκε πολύ κοντά στην ομάδα, γνωρίζοντας πρόσωπα, πράγματα, αλλά και το γήπεδο από κοντά.

“Είναι αλήθεια πως όταν ανέβηκε η Ηλιούπολη, υπήρχε ένα πέπλο φόβου γύρω από την ομάδα λόγω της ταυτότητας του μεγαλομετόχου της. Παρ’ όλ’ αυτά, είχε ανέβει με καλές προοπτικές έχοντας μαζέψει καλά ονόματα της κατηγορίας και κάνοντας αρκετά συχνά προσθήκες στο ρόστερ. Μιλάμε βέβαια για μια περίοδο παχιών αγελάδων όσον αφορά τα τηλεοπτικά και τον ΟΠΑΠ με τα ποσά των συγκεκριμένων συμφωνιών να είναι περισσότερα απ’ ό,τι στις αντίστοιχες συμφωνίες των ομάδων της Football League σήμερα”, σημειώνει ο Μάριος.

"Όταν ανέβηκε η Ηλιούπολη υπήρχε ένα πέπλο φόβου"

Για του λόγου το αληθές, όοσν αφορά στις καλές προοπτικές της ομάδας, η Ηλιούπολη με τον Γιώργο Βαζάκα στο τιμόνι, βρισκόταν από την πρώτη κιόλας χρονιά στη Β’ Εθνική μια ανάσα από τις θέσεις των play-offs για την άνοδο. “Η ιστορία δείχνει ότι μάλλον δεν ήθελαν να ανέβουν στην πρώτη κατηγορία, γιατί το σύστημα της Β’ Εθνικής απέδιδε. Είχα βρεθεί στο γήπεδο πολλές φορές. Θυμάμαι ντέρμπι, αλλά θυμάμαι και παιχνίδια που η Ηλιούπολη έπρεπε και μπορούσε να πάρει για να κάνει το κάτι παραπάνω, τα οποία όμως έχανε. Τον Βαζάκα -που άφησε την ομάδα 6η- διαδέχτηκε ο Αλέξης Αλεξίου, που δεν έμεινε για πολύ στο τιμόνι”.

Ο Μάριος έχει ζήσει την Ηλιούπολη από κοντά, δηλαδή απ’ την εξέδρα, αναμφίβολα περισσότερο απ’ όσο εγώ. Του εξήγησα ότι ο βασικότερος λόγος που απείχα ήταν η μόνιμη υποψία ότι δεν θα δω κάτι καθαρό. Μπορεί όλα τα ματς της Ηλιούπολης να ήταν πεντακάθαρα (αν και αποδείχτηκε πως δεν ήταν), αλλά αυτό ακριβώς το πέπλο, στο οποίο αναφέρθηκε κι ο ίδιος, είχε ριζωθεί στο μυαλό μου και δεν θα έβγαινε πριν την τιμωρία της με υποβιβασμό στη Δ’ Εθνική. Τον ρώτησα πώς το ζούσε όλο αυτό ο κόσμος που σε αντίθεση με μένα πήγαινε στο γήπεδο. Αν υπήρχε γκρίνια για παράδειγμα.

“Γκρίνια υπήρχε από τους Rebels όταν η ομάδα δεν πήγαινε καλά. Από την άλλη, δεν γίνονταν και λαϊκά δικαστήρια γιατί υπήρχε αυτός ο φόβος που σου περιέγραψα. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Τσακογιάνης -τον οποίο πέτυχα πολλές φορές στο γήπεδο- δεν ήταν ούτε Κούγιας ούτε Μπέος. Δεν ήταν φανατισμένος, δεν απειλούσε, δεν έκανε σκηνές και σόου από την εξέδρα”.

Επιπλέον, ο Μάριος δεν θυμάται ιδιαίτερα πολλές εντάσεις με αντίπαλους οπαδούς, παρότι οι εκδρομές των οπαδών φερ’ ειπείν του Πιερικού ή της Δόξας Δράμας ήταν πολυπληθείς. “Το πόσες και πόσο μεγάλες έχθρες υπάρχουν σε αυτές τις κατηγορίες είναι πολύ σχετικό. Τη μία μπορεί να είσαι φίλος με κάποιον και την άλλη να είστε στα μαχαίρια. Παραγοντικά, η Ηλιούπολη είχε σίγουρα καλές σχέσεις με τον Αγροτικό Αστέρα, τον Ιωνικό του Κανελλάκη και τον Ολυμπιακό Βόλου, ενώ ο εχθρός, ο Σημαδεμένος, ήταν πάντα ο Αλέξης Κούγιας και η Παναχαϊκή”.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Πλέον, στο ξεκίνημα της αγωνιστικής σεζόν 2014-15, πάνω από το γήπεδο της Ηλιούπολης δεν πλανώνται σύννεφα ή κακές φήμες. Μάλιστα, την ώρα που διαβάζεις αυτό το θέμα, το γήπεδο που είναι η έδρα μόνο της Ηλιούπολης και του Χαραυγιακού μετά τη μετακόμιση του Φωστήρα στο ξερό της Διάνας, έχει μετατραπεί σε εργοτάξιο. Ο παλιός χλοοτάπητας έχει ξηλωθεί και γίνονται εργασίες βελτίωσης σε όλα τα κομμάτια του γηπέδου. Δεν ξέρω αν αυτό είναι το προμήνυμα για τις επόμενες μεγάλες στιγμές που είναι μοιραίο να ζήσει το Δημοτικό Γήπεδο Ηλιούπολης. Πάντως, το ξεκίνημα των ενοίκων του στην Α’ Αθηνών δεν μοιάζει πολύ ενθαρρυντικό για το εγγύς μέλλον.

Ο Χαραυγιακός βρίσκεται στην πέμπτη θέση του 2ου ομίλου, οκτώ βαθμούς πίσω από την πρωτοπόρο Αγία Παρασκευή, ενώ η Ηλιούπολη έχει υποχωρήσει στην όγδοη θέση του 1ου ομίλου. Ο δε Φωστήρας Ηλιούπολης τα πηγαίνει καλύτερα απ' όλους και φιγουράρει στη δεύτερη θέση του 1ου ομίλου, επτά βαθμούς πίσω από το Ηράκλειο.

Βρέθηκα πρόσφατα στην Ηλιούπολη και περπάτησα περιμετρικά του γηπέδου με τα πόδια. Το να στείλεις χίλιες μπάλες πίσω στον αγωνιστικό χώρο την εποχή που τον πατούσαν οι τάπες των παπουτσιών του Μίλινκο Πάντιτς ή της ενδεκάδα της πρωταθλήτριας ΑΕΚ του Μπάγεβιτς σε ένα ματς Κυπέλλου με τον Χαραυγιακό, δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει το πόσο μεγάλο είναι μέσα μου αυτό το γήπεδο. Δεν θα έφτανε. Εννοώ ότι αν ήμουν 6 και μεγάλωνα αντιστοίχως με έναν σταθμό του μετρό έξω από το σπίτι, δεν νομίζω να έγραφα 25 χρόνια μετά για το πόσο συγκλονιστικά έχω περάσει στην αποβάθρα και πώς όρισε τη ζωή μου το ‘επόμενη στάση Άγιος Δημήτριος’. (Να σημειωθεί ότι ο σταθμός του μετρό Ηλιούπολη εγκαινιάστηκε το καλοκαίρι του ‘13 και απέχει χωρίς υπερβολή πενήντα βήματα από το γήπεδο).

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Αν μου προκάλεσε κάτι δέος, περπατώντας γύρω-γύρω είναι οι εικόνες από τα παιδικά μου χρόνια. Κάθε δυο μέτρα και μια εικόνα. Από εδώ με γυρνούσε η μάνα μου μετά τα Αγγλικά, από εκεί έκανα ποδήλατο, από την άλλη παίζαμε μπάλα στο δρόμο. Κάθε δυο μέτρα και μια παλιά φωτογραφία.

Διαβάζοντας για τελευταία φορά το θέμα από πάνω προς τα κάτω, σημείωσα πόσα έχω μάθει για μένα και για τη ζωή μεγαλώνοντας εδώ. Δεν έχει νόημα να τα γράψω όλα. Και να είχε, δεν μπορώ, είναι ένα βουνό από σκέψεις και συναισθήματα. Συμβιβάστηκα να γράψω μόνο αυτά που δεν γίνεται να μη γράψω. Μέσα σε αυτό το γήπεδο λοιπόν γεννήθηκε η καθολική μου αγάπη για την μπάλα (λογικό), αλλά και για τα υπόλοιπα σπορ.

Όσο δεν ήμουν εκεί, θα με έβρισκες κολλημένο στην τηλεόραση να βλέπω ποδόσφαιρο, μπάσκετ, βόλεϊ, στίβο, τένις, ό,τι υπήρχε στο πρόγραμμα και μπορούσα να δω πριν ο αδερφός μου αρπάξει το τηλεκοντρόλ απ’ τα χέρια. Εκεί γεννήθηκε η αγάπη μου για το γήπεδο σαν θεσμό, την οποία πλήρωσε ο Παναθηναϊκός πατέρας μου που με πήγαινε χωρίς να βαρυγκωμεί στη Νέα Φιλαδέλφεια για να δω την ΑΕΚ. Η αγάπη μου για το γήπεδο μεταφράζεται σήμερα στο να τρέχω μέχρι και σε γήπεδα της Α2 όχι απαραίτητα για να δω συγκεκριμένες ομάδες , αλλά για να πάρει τη δόση μου από τους ήχους και την κουλτούρα του γηπέδου.

Κυρίως για να θυμηθώ την πρώτη φορά που ο πατέρας μου, αφού με είχε ψάξει σε όλη την Ηλιούπολη, με βρήκε στο γήπεδο να χαζεύω έναν αγώνα του Φωστήρα και με ρώτησε με κομμένη την ανάσα, “Εδώ είσαι ρε παιδάκι μου; Έχουμε φάει τον κόσμο. Είσαι καλά;”. Τρέχω μέχρι και σε γήπεδα της Β’ Εθνικής για να θυμηθώ την απέραντη χαρά στη μούρη μου και την απάντηση “Μια χαρά είμαι, πώς κάνεις έτσι; Βλέπω μπάλα” και το διάλογό μας που έκλεισε με ένα “Μόλις κάνει ημίχρονο, έλα να φάμε και έρχεσαι ξανά”. Ο ίδιος διάλογος. Κάθε Σάββατο μεσημέρι. Κάθε Κυριακή μεσημέρι. Στο μυαλό μου και στο γήπεδο. Και στον ίδιο δρόμο. Στη Χρυσάφη στην Κάτω Ηλιούπολη.

Μεγαλώνοντας σε ένα από τα πιο κακόφημα γήπεδα της χώρας
MENELAOS MYRILLAS / SOOC

Φωτογραφίες: Menelaos Myrillas / SOOC.photos

Σχόλια και αναμνήσεις και στο @illanastasiadis

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ