OPINIONS

Πότε πήρε το Όσκαρ η Σαρλίζ;

Πότε πήρε το Όσκαρ η Σαρλίζ;

Ο Γιάννης Ντεντόπουλος ανατρέχει σε παραδείγματα από τον κινηματογράφο μπλέκει τον Κλούνεϊ με τον Χατζηβρέττα,επιμένει ότι "άλλο το παίζω θεαματικά και άλλο το ξέρω να νικάω", ειδικά στα μεγάλα ματς καιυποστηρίζει ότι η προσπάθεια της Εθνικής στην Ισπανία ήταν αξιόλογη και αξίζει να συνεχιστεί .

Η Σαρλίζ Θέρον μια από τις πιο εκθαμβωτικές ηθοποιούς του Χόλιγουντ, φαντασίωση κάθε άντρα που σέβεται τον εαυτό του, θα έμενε με την «στάμπα» μιας ακόμη καλλονής που κάνει καριέρα για να ομορφαίνει τα πλάνα του σκηνοθέτη, αν δεν έλεγε το μεγάλο «ναι» στον μεγάλο ρόλο που άλλαξε την θέση της στον χάρτη του σταρ σύστεμ και παράλληλα την άποψη των φίλων του κινηματογράφου για τις πραγματικές δυνατότητές της.

Για να μεταμορφωθεί στην κατά συρροή δολοφόνο Aileen Wuornos, στην ταινία “Monster” (2003), χρειάστηκε να τσαλακώσει την εικόνα της: να πάρει 15 κιλά, να κάνει προσθετική δοντιών, μακιγιάζ για να κρύψει τις γωνίες τις, να ξυρίσει τα φρύδια της να αραιώσει και να κάψει τα μαλλιά της ώστε να δημιουργήσει μια από τις ενδιαφέρουσες ερμηνείες στο παγκόσμιο σινεμά. Και, ώ του θαύματος! Ένα χρόνο μετά, η Ακαδημία την βράβευσε με το πολυπόθητο Όσκαρ που της άλλαξε επίπεδο.

Κάτι ανάλογο συνέβη και με την Χίλαρι Σουάνγκ στο «Boys Don’t Cry» Η Σουάνγκ, είχε μπει τόσο βαθιά στο ρόλο, κατά την διάρκεια της προετοιμασίας , που οι γείτονές της , τη μπέρδευαν με τον αδερφό της. Κι αυτή βραβεύτηκε με Οσκαρ που της άλλαξε επίπεδο.

Μπορούμε να αναζητήσουμε πολλά ανάλογα παραδείγματα, μνημονεύοντας και άντρες όπως ο Τζόρτζ Κολούνει. Στο πολιτικό θρίλερ “Syriana” χρειάστηκε να πάρει 15 κιλά για τον ρόλο του Bob Barnes Ο συγκεκριμένος ρόλος του χάρισε και το Όσκαρ Β' Ανδρικού ρόλου το 2006. Ο Μάθιου Μακόναχι , έχασε 17 ολόκληρα κιλά για να σφραγίσει με το Όσκαρ του Α’ Ανδρικού ρόλου με την ερμηνεία του στο «Dallas Buyers Club».

Καλό και άγιο λοιπόν το θεαματικό μπάσκετ, που το «ευχαριστιούνται και οι παίκτες», αλλά για μια ακόμη φορά αποδείχθηκε ότι είναι άλλο να παίζεις... θεαματικά (το τι σημαίνει για τον καθένα "θεαματικά", είναι μια άλλη μεγάλη συζήτηση) κι άλλο να μπορείς να κερδίζεις ματς που χρειάζονται σκληρότητα σώματος και πνεύματος. Να πιεστείς και να παίξεις, όταν «δεν νιώθεις καλά» και ένας «κακός καιάσχημος» ( το « Monster” που λέγαμε) μπορεί να αποδειχθεί πιο πολύτιμος από έναν παίκτη που όσα βάζει στην επίθεση τα τρώει στην άμυνα, ίσως και περισσότερα.

Άλλωστε το κλισέ «η επίθεση κόβει τα εισιτήρια, αλλά η άμυνα δίνει τα πρωταθλήματα (και τις προκρίσεις)» έγινε κλισέ γιατί αποτελεί χρυσό κανόνα.

Πότε πήρε το Όσκαρ η Σαρλίζ;

Σε αυτή την παγίδα έπεσε η φετινή εξαιρετική , κατά τα άλλα, προσπάθεια της Εθνικής, η οποία στο πρώτο ματς με την Σερβία παρουσιάστηκε «κατώτερη των περιστάσεων» , όπως παραδέχθηκαν και οι ίδιοι οι παίκτες που και επίγνωση διαθέτουν και κρίση. Σε αυτή την παγίδα έπεσε όλο το περιβάλλον και μαζί οι φίλαθλοι, ή αλλιώς η κοινή γνώμη που διαμορφώνεται και πάει όπου την πάνε, γι αυτό λέγεται « κοινή». Κι αυτό ήταν , κατά τη γνώμη μου, το μεγαλύτερο μάθημα.

Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω ότι η εικόνα της ομάδας στην Ισπανία ήταν κακή. Δεν έγινε ξαφνικά ο Κατσικάρης κακός προπονητής και οι παίκτες άχρηστοι. Το αντίθετο μάλιστα. Θεωρώ ότι εφόσον η Ομοσπονδία πιστεύει σε αυτή την προσπάθεια , όχι απλά πρέπει να επιμείνει , αλλά να την υποστηρίξει αλλά και να την ενισχύσει με κάθε τρόπο. Αξίζει να προσφέρει εμπιστοσύνη, για να συνεχίσει το ίδιο τιμ, με εφόδιο και την φετινή εμπειρία.

Θεωρώ ότι έγιναν σημαντικά βήματα μπροστά, αυτό το καλοκαίρι. Έγιναν τα λιγότερα λάθη από κάθε άλλη φορά την τελευταία πενταετία. Η ομάδα μαζεύτηκε, προετοιμάστηκε, έπαιξε νίκησε και στο φινάλε έχασε σαν ομάδα. Δεν παρατηρήθηκαν τα εκφυλιστικά φαινόμενα αποσύνθεσης που ακολούθησαν την δεύτερη σεζόν του Καζλάουσκας, την δεύτερη του Ζούρου και την μοναδική του Τρινικέρι και ήταν ακόμη χειρότερα από τα αποτελέσματα εκείνης της σεζόν. Το ξεκατίνιασμα σε όλο του το μεγαλείο, ώστε ο ένας να φορτώσει την ευθύνη στον άλλον.

Η μοναδική απογοητευτική εικόνα , ήταν να βλέπεις, την ελληνική ομάδα, η οποία υπήρξε σύμβολο μαχητικότητας και αυταπάρνησης, να ρίχνει λευκή πετσέτα στο μεγαλύτερο μέρος της τέταρτης περιόδου, επειδή έπαιξε με τον πρώτο αντίπαλο που αποδείχθηκε πιο έτοιμος και ικανός, σε όλους τους τομείς.

Να λοιπόν που βρίσκεται η μοναδική διαφωνία μου με το σκεπτικό όλων όσων έριχναν ανάθεμα σε ένα παρελθόν που η ομάδα μπορεί να μην γοήτευε, αλλά στο φινάλε έφτανε ψηλά. Δεν τους άρεσε που υπήρχαν παίκτες οι οποίοι αντλούσαν ικανοποίηση κάνοντας 4 φάουλ για να γλιτώσουν ισάριθμα καλάθια, παρά να πάρουν 6-7 σουτ για τρίποντο μέσα σε πέντε λεπτά.

Πότε πήρε το Όσκαρ η Σαρλίζ;

Ο Χατζηβρέττας , καλή του ώρα, από πρώτος σκόρερ του ελληνικού πρωταθλήματος με τον Ηρακλή, δέχθηκε να κάνει τον εξολοθρευτή γιατί έτσι είχε να προσφέρει πολύ περισσότερα σε αυτόν τον τρόπο που εξακολουθεί να αποδεικνύεται πιο αποτελεσματικός , με βάση τα δεδομένα του ελληνικού μπάσκετ και τη θέση του στον παγκόσμιο χάρτη.

Εξακολουθώ να πιστεύω ότι στο φινάλε, δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευχαρίστηση και διασκέδαση από έναν παίκτη σε αυτό το επίπεδο από το να νικάει. Αλλά για να νικήσεις στα ματς που «πρέπει» πρέπει να είσαι προετοιμασμένος όχι για να «νιώθεις καλά» αλλά για να πολεμήσεις όταν «ΔΕΝ νιώθεις καλά»

Ο αποκλεισμός σε ένα νοκ άουτ παιχνίδι, πόσω μάλλον από την (όποια σύνθεση κατέβασε η) Σερβία, είναι μέσα στην φυσιογνωμία της μάχης. Δεν είναι ντροπή.

Φυσικά όμως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε μια μεγάλη αλήθεια: Η Εθνική πρώτευσε και μάλιστα αήττητη, σε έναν όμιλο που αποδείχθηκε σαφώς πιο αδύναμος από εκείνον της Γρανάδας. Και οι τέσσερις ομάδες που ήρθαν από εκεί, προκρίθηκαν μετά πολλών επαίνων κόντρα στη δική μας... παρέα. Από την άλλη, όσο μαγική εικόνα ήταν το 5-0, άλλο τόσο ήταν και το 90-72.

Τέλος, δεν θα μπω καν στην διαδικασία να επιχειρηματολογήσω κατά των εμπαθών βιάστηκαν να υποστηρίξουν ότι η ομάδα έπαιζε καλύτερα επειδή έλειπε ο Βασίλης Σπανούλης, γιατί πολλές φορές έρχεται η ίδια η ζωής για να δώσει απαντήσεις.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ