OPINIONS

Μια κανονική ομάδα

Μια κανονική ομάδα
INTIME SPORTS

Ο Γιάννης Ντεντόπουλοςαναλύει που πιστεύει ότι βρίσκεταιτο μυστικό των μέχρι τώρα εξαιρετικών εμφανίσεωντης Εθνικής, σε αντιδιαστολή με τους βασικούς κανόνες που παραβίασε πέρυσι ο Τρινκιέρι και παρουσιάζει τα τρίαμεγάλα ερωτηματικά της Σερβίας, ενόψει του πρώτου κρίσιμου νοκ άουτ.

Για τις ομάδες που έχουν βάλει ψηλά τον πήχη στο φετινό Παγκόσμιο Κύπελλο, επί της ουσίας η διοργάνωση αρχίζει από τώρα. Δηλαδή από τα νοκ άουτ. Κι όπως έχουμε εμπεδώσει, χρόνια τώρα στο κουρμπέτι : τα νοκ άουτ είναι ένα τελείως διαφορετική υπόθεση, για τον απλούστατο λόγο ότι τα λάθη απαγορεύονται, ακόμη και για τους θεωρητικά πανίσχυρους, δηλαδή την Ισπανία και τις ΗΠΑ, οι οποίες μπορούν να σκοντάψουν μόνο αν έχουν από τώρα το μυαλό τους στον μεταξύ τους τελικό.

Πόσω μάλλον για τις υπόλοιπες ομάδες, που εμφανίζονται ελλιπείς, που έχουν τα πάνω τους, και τα κάτω τους και φυσικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ανίκητες.

Ακόμη και η Σερβία, που θα είναι την Κυριακή (7/9) ο αντίπαλος της Ελλάδας στους “16”, κάλλιστα θα μπορούσε να τερματίσει (ακόμη και) δεύτερη στον όμιλό της αν αναλογιστούμε ότι έχασε μέσα από τα χέρια της το ματς με την Γαλλία ( με βολή του Λοβέρν στο τελευταίο δευτερόλεπτο), ενώ διεκδίκησε στα ίσα και την νίκη επί της Βραζιλίας, η οποία με την σειρά της θα μπορούσε να είχε ηττηθεί από την Γαλλία.

Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα της μονομαχίας με τους Σέρβους, είναι αλήθεια ότι η Εθνική μοίρασε υποσχέσεις. Τόσο με τον τρόπο που προσέγγισε τα παιχνίδια της πρώτης φάσης, αγωνιστικά, ψυχολογικά και πνευματικά, όσο και με το μπάσκετ που έπαιξε. Και παρότι έχει κι ελόγου της τις δικές της σημαντικές απουσίες , όπως αυτές του Σπανούλη, του Κουφού και του Σχορτσανίτη, δείχνει ότι έχει βρει μια καλή χημεία και έχει διαμορφώσει μια ζεστή ατμόσφαιρα.

Πάντως, αν εξαιρέσουμε τον Γιάννη Αντεντοκούνμπο, ο οποίος έκανε την πρώτη του εμφάνιση με την Εθνική Ανδρών και μάλιστα προσφέρει πολύ περισσότερα απ' όσα θα περίμενε κανείς από έναν ρούκι 19 ετών, όλοι οι υπόλοιποι έπαιζαν στην Εθνική και στο παρελθόν. Πέρα από το γεγονός ότι όλοι είναι ένα χρόνο πιο έμπειροι από πέρυσι, δύο από πρόπερσι και ούτω καθεξής, η μεγάλη διαφορά με τα τελευταία χρόνια και ειδικότερα από πέρυσι, έγκειται όχι τόσο σε αυτούς που επιλέχθηκαν αλλά σε εκείνους που δεν επιλέχθηκαν, ακόμη και με πόνο ψυχής.

Ο Φώτης Κατσικάρης, ο οποίος πιστώνεται όλη αυτή την εικόνα, σε αντίθεση με τον προκάτοχό του, Ανδρέα Τρινκέρι, την ώρα της επιλογής έκανε το αυτονόητο: στελέχωσε μια κανονική ομάδα, με βάση τις πραγματικές της ανάγκες και όχι με βάση αυτούς που δεν έπρεπε να κοπούν.

Για παράδειγμα πήρε έξι γκαρντ , εκ των οποίων οι τρεις είναι ή παίζουν πλει μέικερ (Καλάθης, Ζήσης, Μάντζαρης). Πέρυσι, ο Τρινκιέρι εγκλωβίστηκε , κόβοντας έναν περιφερειακό που θα ήταν πολύτιμος για να μαρκάρει επικίνδυνους περιφερειακούς και κυρίως άφησε την ομάδα εκτεθειμένη όταν τραυματίστηκε ο Σπανούλης, ο οποίος παρεμπιπτόντως στον Ολυμπιακό παίζει "δυο". Φυσικά και η φετινή Εθνική δεν θα είναι ίδια αν -χτύπα ξύλο- τραυματιστεί ο Καλάθης, αλλά τουλάχιστον δεν θα είναι ...γυμνή.

Και δεν ήταν μόνο αυτό. Ο Τρινκέρι, πέρυσι κράτησε στην δωδεκάδα τρία “τεσσάρια”, χωρίς ξεκάθαρη ιεραρχία, με αποτέλεσμα, στην πορεία να μπερδευτούν και να “χαθούν” και οι τρεις. Φέτος ο Κατσικάρης “έκοψε” τον Φώτση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο Αντώνης , της τεράστια προσφοράς, ποιότητας και χαρακτήρα ήταν το πρόβλημα. Αν τον κρατούσε, φαντάζομαι ότι θα άφηνε έξω ή τον Πρίντεζη ή τον Καϊμακόγλου.

Αυτά είναι δυο χαρακτηριστικά τα οποία, όσο περίεργο κι αν ακούγεται, ο νυν Ομοσπονδιακός τεχνικός τα έζησε πέρυσι στην Σλοβενία εκ του σύνεγγυς, ως σχολιαστής του ΟΤΕ TV. Χωρίς να ήταν μέσα στην ομάδα , ήταν πολύ κοντά και αποκόμισε ένα σημαντικό εφόδιο , το οποίο του φάνηκε χρήσιμο στην φετινή του προσπάθεια. Και το λέω με επίγνωση, γιατί πολλά βράδια, μαζευόμασταν όλοι οι Έλληνες απεσταλμένοι που είχαμε μείνει μέχρι τους τελικούς και τρώγαμε μαζί και θυμάμαι τις συζητήσεις που κάναμε μέχρι ο Φώτης να φύγει άρον-άρον γιατί "έχασε" τον πατέρα του.

Από εκεί και πέρα , το ματς με την Σερβία, ως νοκ άουτ έχει όλες τις ιδιαιτερότητες που ξέρουμε καλά όλοι. Ότι είναι ένα παιχνίδι, ότι όλα μπορούν να συμβούν από την στιγμή που οι διαφορές δεν είναι μεγάλες, ότι η Ελλάδα έχει δείξει καλύτερη εικόνα αλλά οι Σέρβοι είναι σκληροτράχηλοι και έτοιμοι να αγωνιστούν επιστρατεύοντας κάθε μέσο, ότι όσο περασμένο κι αν είναι το θλιβερό επεισόδιο του 2010 στο “Ακρόπολις” κανείς δεν ξέρει , υποσυνείδητα πώς θα επιδράσει στους πρωταγωνιστές του τότε και του τώρα, ειδικά αν το ματς μετατραπεί σε πόλεμο νεύρων.

Όσο για την Σερβία που παρακολουθήσαμε στην Γρανάδα και αυτή που περιμένουμε στη Μαδρίτη; Τα βασικά ερωτηματικά είναι τρία:

* Το ένα είναι η απειρία του προπονητή της Σάσα Αυτή η μεγάλη δόξα του Γιουγκοσλάβικου μπάσκετ, μπορεί ως παίκτης να έκρινε τελικούς, αλλά στους πάγκους , ουσιαστικά κάνει την πρώτη του σημαντική εμφάνιση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Να φανταστείτε, μετά τις πρώτες δουλειές του στην Ιταλία (Μιλάνο και Τρεβίζο) τα είχε παρατήσει και είχε ασχοληθεί με επιχειρήσεις. Ίβκοβιτς δεν είναι σε καμία περίπτωση. Ούτε φυσικά Κατσικάρης ο οποίος έχει διαγράψει μια σημαντική πορεία στο Ευρωπαϊκό μπάσκετ και είναι σαφώς πιο μπαρουτοκαπνισμένος

* Το δεύτερο έχει να κάνει με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Μίλος Τεόντοσιτς. Είναι ο ηγέτης και ο κινητήριος μοχλός της ομάδας με 4.2 ασίστ ανά παιχνίδι, αλλά από την άλλη υπάρχουν στιγμές που τρελαίνεται , θέλει να γίνει ήρωας και παίρνει κρίσιμα σουτ εκτός λογικής. Κόντρα στους Έλληνες, λόγω του ερυθρόλευκου παρελθόντος του θα έχει ένα λόγο παραπάνω να το προσπαθήσει. Μακάρι, με τέτοια συμπεριφορά να ακυρώσει τους άλλους δυο ποιοτικούς σκόρερ που έχει δίπλα του, τον Νεμάνια Μπιέλιτσα της Φενέρ και το Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς που πήγε το καλοκαίρι στην Φενέρ από την Παρτίζαν.

* Το τρίτο και τελευταίο έχει να κάνει με την ετοιμότητα του πολύπειρου Νέναντ Κρίστιτς, ο σέντερ της Εφές (πλέον), αντιμετώπιζε προβλήματα τραυματισμού στο γόνατο και δεν έπαιξε πολύ . “Ετοιμάζομαι για το χιαστί” είχε προειδοποιήσει. Ως εκ τούτου, ο βαθμός ετοιμότητάς του είναι ένα βασικό ζητούμενο, γιατί αλλιώς το βάρος θα πέσει στον σέντερ των Κλίπερς, Μίροσλαβ Ραντούλιτσα, ο οποίος είναι μεν πρώτος σκόρερ της Σερβίας ως τώρα με 14.2 πόντους μέσο όρο, αλλά ούτε κατά διάνοια δεν την ποιότητα του Κρίστιτς, σε μια θέση που θεωρητικά βρίσκεται η πιο χτυπητή αδυναμία της ελληνικής ομάδας στην άμυνα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ