OPINIONS

Κόουτς πάρτο αλλιώς...

Κόουτς πάρτο αλλιώς...
INTIME SPORTS

Ο Αντώνης Καρπετόπουλος γράφει για την άδικη, αλλά αναμενόμενη ήττα του Ολυμπιακού στο Μάλμε. Το στήσιμο του Μίτσελ, ο στατικός Μήτρογλου και η ανασφάλεια στην άμυνα.

Η ήττα του Ολυμπιακού στο Μάλμε ήταν μια από τις πιο πικρές, όχι μόνο γιατί ήταν άδικη, αλλά κυρίως γιατί ήταν αναμενόμενη. Η ήττα ήταν άδικη γιατί η Μάλμε δεν φάνηκε καλύτερη ομάδα – ήταν απλώς πιο κυνική, σίγουρα πιο τυχερή και κατά δήλωση του προπονητή της ευνοήθηκε και από τη διαιτησία.

Από την άλλη η ήττα ήταν δυστυχώς αναμενόμενη, γιατί μετά το ματς με την Ατλέτικο Μαδρίτης έγιναν μόνο λάθη. Το μεγαλύτερο από τα οποία ήταν ότι από την πλευρά του προπονητή δεν εκτιμήθηκε σωστά η αγωνιστική ετοιμότητα του Ολυμπιακού και η δυναμικότητα του. Με απλά λόγια ο Μίτσελ μετά τη νίκη επί των Ισπανών πίστεψε ότι το αποτέλεσμα έλυσε όλα του τα προβλήματα, η ομάδα ανέβηκε επίπεδο και μπορεί πλέον να διαχειριστεί οποιαδήποτε δυσκολία, παρότι είναι μια ομάδα νεότατη και ακόμα άγουρη.

Η απόφαση πριν το ματς

Το παιγνίδι με τη Μάλμε είναι μια ωραία ευκαιρία για να μιλήσει κάποιος για τακτική και στρατηγική – πράγματα πολύ σημαντικότερα από το 4-4-2 και το 4-3-3 με τα οποία τα συγχέουμε: είναι ένα ματς που χάθηκε από μια λάθος στρατηγική εκτίμηση του Μίτσελ – και δεν είναι δυστυχώς το πρώτο. Το τι συνέβη είναι απλό. Πριν το παιγνίδι ο προπονητής πρέπει να αποφασίσει αν θα στηριχθεί στην επίθεσή του ή αν θα προστατέψει περισσότερο την άμυνά του: αυτό είναι το δίλημμα του.

Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιοφυία της προπονητικής για να καταλάβει πως ο εφετινός Ολυμπιακός έχει καλύτερη επίθεση από άμυνα – χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει πως και η επίθεσή του φυσάει. Ο Μίτσελ τα βάζει κάτω και ψάχνοντας την απαραίτητη ισορροπία που κάθε ματς του Τσάμπιονς λιγκ απαιτεί, προσθέτει τον Εντινγκά αντί του Τσόρι, από τον οποίο μάλιστα ζητά να παίζει και κατά περίσταση τρίτος στόπερ, αλλά την ίδια στιγμή στέλνει την ομάδα στην επίθεση – περίπου όπως έκανε πέρυσι στο Ολντ Τράφορντ, όταν είχε αποφασίσει πως παρά το 2-0 του πρώτου ματς ο Ολυμπιακός για να προκριθεί πρέπει να σκοράρει.

Ο Ολυμπιακός αμύνεται με 5 παίκτες (Ελαμπντελαουί, Μιλιβόγεβιτς, Μποτία, Αμπιντάλ, Εντινγκά) και επιτίθεται με άλλους τόσους (Αφελάι, Μανιάτη, Μαζουάκου, Κασάμι και Μήτρογλου) κι από αυτό καταλαβαίνει κανείς και ποιες μπορεί να είναι οι αγωνιστικές του αρετές, αλλά και ποια μπορεί να είναι τα προβλήματα του. Είναι αλήθεια πως απειλεί με πολλούς παίκτες, αλλά από την άλλη αυτή η επιλογή δημιουργεί μια επιμήκυνση της ομάδας που δεν είναι καθόλου συμπαγής στα μετόπισθεν, όπως στο ματς με την Ατλέτικο. Γιατί; Γιατί για να γίνει επίθεση με κατοχή μπάλας, δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου επιστροφές και οι πίσω πρέπει να καθαρίσουν τους όποιους κινδύνους μόνοι τους παίζοντας με τους ελάχιστους επιθετικούς της Μάλμε ένας προς ένας και σε ανοιχτό γήπεδο.

Αδειος μπροστά από τα στόπερ

Ο Μίτσελ έριξε την ευθύνη της ήττας στο Ρομπέρτο και όλη η Ελλάδα στο Μποτία, που είναι και βολικότερος, αφού δεν τον γουστάρει και κανένας. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο Ολυμπιακός πήγαινε γυρεύοντας. Η άμυνα του Ολυμπιακού ανεβαίνει ελάχιστα – σημάδι ότι δεν πατάει καλά. Οι φάσεις της Μάλμε είναι όλες μετά από βαθιές μπαλιές, ακόμα και από τον τερματοφύλακα, γεγονός που αποτελεί απόδειξη πως οι Σουηδοί έχουν καταλάβει το άπλωμα της ελληνικής ομάδας. Η ακόμα μεγαλύτερη απόδειξη έλλειψης συνοχής της ομάδας είναι ότι χάνονται όλες οι κεφαλιές στο χώρο μπροστά από τη μεγάλη περιοχή – είτε γιατί δεν υπάρχει κανένας χαφ (ο Μιλιβόγεβιτς δεν αρκεί για να σκουπίσει τα πάντα) είτε γιατί δεν βγαίνει στην μπάλα κανένας από τους κεντρικούς αμυντικούς, αφού είναι και οι δυο πιο πίσω από ό,τι πρέπει για ομάδα που έχει αποφασίσει να πάρει την πρωτοβουλία. Η έλλειψη κάλυψης δημιουργεί μεγάλη ανασφάλεια στους κεντρικούς αμυντικούς αλλά και στον τερματοφύλακα Ρομπέρτο: η ομάδα ούτε βγαίνει για να στηρίξει την απόφαση για παιγνίδι πρωτοβουλίας (δεν θυμάμαι ούτε μια περίπτωση υπόδειξης οφ σάιντ σε παίκτη της Μάλμε μακριά από την περιοχή του Ολυμπιακού), αλλά ούτε και μαζεύεται για να καλύψει την άμυνα της.

Γύρω γύρω όλοι

Τι κάνει ο Ολυμπιακός; Απλά κρατάει τη μπάλα και την γυρίζει είτε ψάχνοντας το Μήτρογλου (που είναι πολύ στατικός και απλά περιμένει ακροβολισμένος στην περιοχή χωρίς να έχει σχεδόν ποτέ τη δυνατότητα να παίξει κοιτάζοντας την εστία) είτε το Μανιάτη (!) που είναι αυτός που κινείται σαν κρυφός φορ, είτε το Μαζουάκου που πάντα ανεβαίνει, αλλά σχεδόν ποτέ δεν βρίσκει συμπαίκτη όταν σεντράρει. Αυτό το παιγνίδι μιας άκαρπης κατοχής έγινε και στο Περιστέρι, όπου ο Ολυμπιακός έπαιξε βέβαια χειρότερα. Στο Μάλμε ήταν πιο καλός, αλλά είχε το ίδιο πρόβλημα: η παρατεταμένη κατοχή μπάλας με μικρές πάσες γίνονταν με συμμετοχή μέσων που άφηναν ακάλυπτη την άμυνα, χωρίς από την άλλη να βοηθάνε την ομάδα να δημιουργήσει πολλές ευκαιρίες – ο Ολυμπιακός από το 23' έως το 60' δεν έχει σουτάρει σχεδόν ποτέ. Εκ των υστέρων μπορεί να πει κάποιος ότι έκανε ένα ματς άσκοπου ρίσκου: ένας Ολυμπιακός με μεγαλύτερους αμυντικούς προσανατολισμούς, που θα έκανε λιγότερη κατοχή μπάλας, θα την άφηνε στους Σουηδούς, θα τους καλούσε να βγουν από το καβούκι τους, και θα έψαχνε αντεπιθέσεις μπορεί να είχε καλύτερη τύχη. Σίγουρα δεν θα είχε μια άμυνα σκορποχώρι.

Κάτι γίνεται λάθος

Ο κόσμος γκρινιάζει για την άμυνα και έχει ένα δίκιο αφού έχει δεχτεί δυο γκολ σε καθένα από τα δυο πρώτα ματς του Ολυμπιακού στο Τσάμπιονς λιγκ και δεν έχει κρατήσει το μηδέν σε κανένα από τα εκτός έδρας ματς στο πρωτάθλημα. Όμως το πιο μεγάλο λάθος το έκανε ο κόουτς του Ολυμπιακού που υπερεκτιμά τις δυνατότητες των μεσοεπιθετικών του να προσφέρουν επιθετικά: ο Ολυμπιακός έπαιζε στο Μάλμε για να βγάλει τους μέσους του σε θέση βολής, όταν σχεδόν κανείς από δαύτους δεν έχει γκολ στα πόδια του. Αυτό το παιγνίδι κατοχής έχει ως αποτέλεσμα να παίζει με την πλάτη ο Μήτρογλου και να πασάρει ο Αφελάι για να σουτάρουν ο Μανιάτης, ο Κασάμι, ο Μιλιβόγεβιτς ή ο Ντουρμάζ: κάτι γίνεται λάθος. Και κάτι μου λέει ότι αν στη φάση του πέναλτι δεν ήταν ο Μανιάτης, αλλά ο Αφελάι, ο διαιτητής θα το έδινε…

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ