EUROLEAGUE

Ξέρετε τίποτε καλύτερο;

Ξέρετε τίποτε καλύτερο;

Με αφορμή την επέτειο του πρώτου ... φάιναλ-φορ στη Γάνδη το 1988, ο Γιάννης Φιλέρης γράφει για την ευεργετική επίδραση του θεσμού στο ευρωπαϊκό μπάσκετ (και στο ελληνικό) τα τελευταία τριάντα χρόνια!

Υπάρχουν κάποια πράγματα που για το μπάσκετ έμοιαζαν με επανάσταση. Το τρίποντο, ας πούμε. Άλλαξε μονομιάς το παιχνίδι. Η επίθεση των 24 δευτερολέπτων, επίσης. Για να φτάσουμε στο σημείο να βλέπουμε το μπάσκετ του 2016, υπήρξαν κατά καιρούς πολύ καλές ιδέες, αλλαγές κανονισμών, προσαρμογή σε αμερικάνικα δεδομένα καθώς οι … πατέρες του αθλήματος σκέφτονται πάντα πριν από εμάς, για όλους εμάς.

Μια από τις κορυφαίες ιδέες (που δεν ήταν και η πιο πρωτότυπη, όλων των εποχών, αφού ήδη εφαρμοζόταν στην Αμερική, αλλά είχε δοκιμαστεί και στην Ευρώπη) ήταν η καθιέρωση του φάιναλ-φορ για την ανάδειξη του Πρωταθλητή Ευρώπης.

Από το 1988 που στο Flanters Expo της Γάνδης, μαζεύτηκαν οι τέσσερις κορυφαίες ομάδες της Ευρώπης, ως την περσινή διοργάνωση στη Μαδρίτη, πέρασαν 28 χρόνια και αντίστοιχες διοργανώσεις. Ακόμη και στην σεζόν του «διχασμού» (το 2001) παρότι η Euroleague είχε τελικούς αλά ΝΒΑ, στην Suproleague (όπου μετείχαν οι μισές καλές ομάδες της Ηπείρου) έπαιξαν Final4. Η σειρά δεν χάλασε, λοιπόν.

Σαν σήμερα ήταν που στο αχανές εκθεσειακό κέντρο του Βελγίου, στη μεσαιωνική πόλη της Γάνδης, βλέπαμε το πρώτο φάιναλ-φορ της σύγχρονης ιστορίας του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Σχεδόν 30 χρόνια πίσω, πολλά (τα περισσότερα) ήταν διαφορετικά. Αυτή η σπίθα, όμως, που άναψε στο αχανές κλειστό γήπεδο που είχαν φτιάξει οι Βέλγοι άναψε για τα καλά και παραμένει αναμμένη κάθε χρόνο, λες και … η διοργάνωση γίνεται για πρώτη φορά. Ήταν μια ιδέα της FIBA που πέρασε στην ιστορία και βοήθησε επί της ουσίας την προώθηση του μπάσκετ, σε όλα τα επίπεδα. Ζούσαμε, ακόμη την εποχή που η διεθνής ομοσπονδία ασχολιόταν επί της ουσίας με το μπάσκετ.

Το φάιναλ-φορ που είχε δοκιμαστεί στο τέλος της δεκαετίας του 60, πρώτα στο Μιλάνο (το 1967 με τη συμμετοχή της ΑΕΚ και τις Ολύμπια Μιλάνου, ΤΣΣΚΑ Μόσχας, Σλάβια Πράγας) και μετά στη Μαδρίτη (το 1968 με Ρεάλ, Μιλάνο, Ολύμπια Λιουμπλιάνας και Σλάβια Πράγας) είχε μείνει «ξεχασμένο» για μια εικοσαετία.

Η FIBA δοκίμαζε κάποια πράγματα προσπαθώντας να διευρύνει τη βάση των ομάδων που διεκδικούσαν τον τίτλο. Το Κύπελλο Πρωταθλητριών πέρασε από πολλά στάδια και «φάσεις».

Τα δυο πειραματικά φάιναλ-φορ, έγιναν όπως είπαμε στο τέλος της δεκαετίας του 60. Ξεκινούσαν είκοσι ομάδες και μετά από δυο γύρους με νοκ-άουτ παιχνίδια, έμεναν οι οκτώ καλύτερες χωρισμένες σε δυο ομίλους των τεσσάρων ομάδων, που έπαιζαν από μια φορά μεταξύ τους.

Το πείραμα της δεκαετίας του 60

Οι δυο πρώτοι, περνούσαν στο φάιναλ-φορ. Η ΑΕΚ της σεζόν 1966-67 (Αμερικάνος, Ζούπας, Τρόντζος και σία συν τον Γεώργιο Μόσχο, που ήταν ακόμη υγιής), ένα χρόνο πριν πάρει το Κύπελλο Κυπέλλούχων, είχε αποκλείσει στον πρώτο γύρο τη Βίσλα Κρακοβίας (72-71 και 81-70), στον δεύτερο τη μαροκινή (!) Γουιντάντ από την Καζαμπλάνκα (113-96 και 125-76) έκανε 2-1 νίκες στον όμιλο με ΤΣΣΚΑ Μόσχας, ΤΣΣΚΑ Σόφιας και Ζαντάρ, παίρνοντας τη 2 θέση και μαζί με τους Ρώσους πέρασε στο φάιναλ-φορ. Εκεί ηττήθηκε στον ημιτελικό από τη Σλάβια Πράγας με 103-73 ενώ έχασε και στο μικρό τελικό 85-62 από την ΤΣΣΚΑ Μόσχας (πρωταθλήτρια Ευρώπης η Σιμένταλ Μιλάνου που νίκησε 77-72 τη Σλάβια).

Ήταν μια καλή … ιδέα, αλλά μάλλον πολυέξοδη, για τα στενά οικονομικά της FIBA και γενικά του ευρωπαϊκού μπάσκετ που προσπαθούσε να αναπτυχθεί…

Στη δεκαετία του 70 προκρίθηκε το μοντέλο των προκριματικών ομίλων, ανάμεσα (το πολύ) σε 24 ομάδες, με τις έξι πρώτες να μετέχουν στον τελικό όμιλο των "6" και τους δυο καλύτερους της τελικής βαθμολογίας να αναμετρώνται στον τελικό. Τα ματς έγιναν περισσότερα και το ενδιαφέρον τονώθηκε. Πρώτα απ' όλα για την πρόκριση, όπου σε κάποιους ομίλους δινόταν μεγάλη μάχη. Την σεζόν 1978-79, ο εξαιρετικός (εκείνη την εποχή) Ολυμπιακός, έγινε η πρώτη ελληνική ομάδα που πέρασε στους "6".

Τερμάτισε πρώτος στον όμιλό του με 4-2, ισοβαθμώντας με Λε Μαν και Γκντανσκ (τελευταία η αιγυπτιακή Αλ Γιάλα με 0-6) παίρνοντας το εισιτήριο στοι γκολ-αβερέιτζ σε ένα επικό ματς, στην τελευταία αγωνιστική επί των Πολωνών της Γκντανσκ, που είχε μεταδοθεί μάλιστα από την τηλεόραση. Ο Ολυμπιακός των Γιατζόγλου, Καστρινάκη, Διάκουλα και του Κώστα Μουρούζη προκρίθηκε στην τελική φάση, όπου σε 10 αγώνες έκανε μία νίκη (επί της Μακάμπι) και 9 ήττες. Και μόνο η συμμετοχή του στον τελικό όμιλο, ήταν μια μεγάλη διάκριση!

Τρία χρόνια αργότερα, την ίδια επιτυχία σημείωνε και ο Παναθηναϊκός με τους Κορωναίο, Κόντο, Κοκολάκη και λοιπούς. Πέρασε πρώτος από τον όμιλό του (επίσης με ματς που έμεινε στην ιστορία, καθώς απέκλεισε την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στη Λεωφόρο) και πήγε στους "6", όπου όπως και ο Ολυμπιακός έκανε 1-9, κερδίζοντας μόνο τη Μακάμπι.

Αυτές ήταν όλες κι όλες οι επιτυχίας του ελληνικού μπάσκετ στην κορυφαία διοργάνωση από το 1958 που καθιερώθηκε για πρώτη φορά, σε μια αντιγραφή του θεσμού που πρώτα εφαρμόστηκε στο ποδόσφαιρο.

Η άνθηση του μπάσκετ στη δεκαετία του 80, συνέπεσε με τις συζητήσεις στη FIBA για το μέλλον του σπορ. Στη συμπλήρωση 30 χρόνων από το πρώτο Κύπελλο Πρωταθλητριών, η διεθνής ομοσπονδία, με τον Μπόρισλαβ Στάνκοβιτς στο τιμόνι της, αποφάσισε:

- Την αύξηση των ομάδων της τελικής φάσης από έξι σε οκτώ

- Τη συμμετοχή των τεσσάρων πρώτων στο φάιναλ-φορ, που έγινε έτσι το ετήσιο ραντεβού των κορυφαίων ομάδων κάθε χρονιάς.

Ήταν ένα πείραμα της FIBA με στόχο την άμεση εξάπλωση της διοργάνωσης, σε όλα τα επίπεδα. Ο Στάνκοβιτς ήταν σίγουρος ότι σιγά-σιγά το Κύπελλο Πρωταθλητριών θα εξελισσόταν άμεσα σε γεγονός πρώτου μεγέθους, με αιχμή του δόρατος το φάιναλ-φορ. Είχε δίκιο. Τρία μόλις χρόνια αργότερα, οι όμιλοι της τελικής φάσης έγιναν από ένας, δυο οι συμμετοχές αυξήθηκαν και το ενδιαφέρον τονώθηκε στο έπακρο.

Σε εκείνη την πρώτη διοργάνωση της σεζόν 1987-88, η συγκυρία ήταν ιδανική και για το ελληνικό μπάσκετ. Είχε προηγηθεί - το καλοκαίρι του 87- το έπος του Ευρωμπάσκετ και ο Άρης των Γκάλη-Γιαννάκη, με τον Ιωαννίδη στο τιμόνι, ήταν η καλύτερη δυνατή συνέχεια. Οι "κίτρινοι" κατάφεραν ό,τι και ο Ολυμπιακός με τον ΠΑΟ, αλλά ... έχοντας τη φόρα (και το παράδειγμα) της Εθνικής, έγιναν με το καλημέρα βασικοί πρωταγωνιστές του Κυπέλλου Πρωταθλητριων, που μετονομάστηκε σε Ευρωλίγκα.

Ο Άρης έπαιξε σε τρία συνεχόμενα φάιναλ-φορ, άνοιξε το δρόμο και έκανε το ελληνικό μπάσκετ, μια πραγματική υπερδύναμη στην Ευρώπη. Οι δυο "αιώνιοι", που συνέχισαν ό,τι ξεκίνησε ο Άρης, έφτασαν μέχρι την κορυφή και μαζί με την Μακάμπι του Τελ Αβίβ, την ΤΣΣΚΑ Μόσχας και την Μπαρτσελόνα ορίζουν τις τύχες του ευρωπαϊκού μπάσκε τα τελευταία 25 χρόνια. Σε κανένα άλλο σπορ η ελληνική επιρροή δεν είναι τόσο μεγάλη. Πουθενά στην Ευρώπη, τα ... ελληνικά δεν μιλιούνται τόσο πολύ, όπως στο μπάσκετ (και υπάρχουν μάλισα σαν επίσημη γλώσσα της τελικής φάσης)Ο Παναθηναϊκός με 6 τίτλους σε 7 τελικούς και ο Ολυμπιακός με άλλους τρεις (επίσης σε 7 συμμετοχές) έχουν μετατρέψει τα φάιναλ-φορ σε ελληνική υπόθεση.

Λες και ήταν χθες που το 1988 7.000 αρειανοί έκαναν ... απόβαση στη Γάνδη, γεμίζοντας με κίτρινο χρώμα τις εξέδρες του Φλάντερς Εξπο (που δεν είχε κι άλλη απόχρωση, αφού ό,τι περίσσευε από εισιτήρια πήγαν στους "κίτρινους" της Μακάμπι, άσχετα αν τελικά θριάμβευσε η "κόκκινη" Τρέισερ Μιλάνου), αλλά έχουν περάσει 30 χρόνια. Η απήχηση και η αίγλη του φάιναλ-φορ, παρέμεινε αναλλοίωτη και κυρίως άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατάκτηση της κορυφής του ευρωπαϊκού μπάσκετ.

Τη σεζόν 2000-01, η νεοσύστατη Euroleague των συλλόγων, αυτή δηλαδή που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αποφάσισε ο πρωταθλητής Ευρώπης να βγει σε μια σειρά τελικών, ανάμεσα στους δυο νικητές των ημιτελικών πλέι-οφ. Πράγματι η ιδέα ήταν καλή, όπως και η ίδια η σειρά των τελικών συναρπαστική, καθώς κρίθηκε στον πέμπτο αγώνα ανάμεσα σε Κίντερ Μπολόνια και Ταού, με τους Ιταλούς του Μεσίνα να παίρνουν το τρόπαιο με 3-2 νίκες.

Μόνο, που ... κανείς δεν θυμάται τι ακριβώς έγινε σε εκείνους τους αγώνες. Aντιθέτως, τα φάιναλ-φορ τα θυμάται όλα, ή σχεδόν όλα, ο οποιοσδήποτε μπασκετικός που σέβεται τον εαυτό του. Δεν είναι μόνο οι αρειανοί, ή ολυμπιακοί και οι παναθηναϊκοί, που θυμούνται τα δικά τους. Ή και οι οπαδοί ΠΑΟΚ και ΑΕΚ, που επίσης έχουν εμφανιστεί σε φάιναλ-φορ. Ποιος δηλαδή ξεχνάει τα τρία συνεχόμενα θαύματα της τρομερής Γιουγκοπλάστικα (1989,90,91) ή το έπος του Σάσα Τζόρτζεβιτς (και του ... πρωτοεμφανιζόμενου κόουτς Ομπράντοβιτς) το 1992 στην Κωνσταντινούπολη. Και για να έρθουμε στα πιο σύγχρονα χρόνια, τον προσωπικό θρίαμβο του Θοδωρή Παπαλουκά με την ΤΣΣΚΑ το 2006, τα δυο συνεχόμενα της Μακάμπι συν το μεγάλο θρίαμβό της το 2014; Τα ανά διετία Κύπελλα που έπαιρνε ο ΠΑΟ και φυσικά το θρυλικό back to back του Ολυμπιακού;

Η ίδια η Ευρωλίγκα διόρθωσε το λάθος της και την επόμενη κιόλας χρονιά από το 2001, επανέφερε το φάιναλ-φορ, με τον Παναθηναϊκό να θριαμβεύει μέσα στη Μπολόνια.

Συχνά-πυκνά αναβιώνει το ερώτημα final series ή final-four. Η Ευρωλίγκα δεν το συζητά. Απαντά ... το δεύτερο, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Είναι ένα προϊόν, που έγινε θεσμός και συνώνυμο του μπάσκετ, έχει ιδιαίτερη αίγλη και φυσικά τεράστια απήχηση. Πρώτα απ' όλα δεν αφορά δυο, αλλά τέσσερις ομάδες, ενδεχομένως και χώρες αν δεν υπάρχει διπλή εκπροσώπηση. Αυτό σημαίνει μεγαλύτερη ζήτηση στα εισιτήρια και στα τηλεοπτικά δικαιώματα.

Το εύρος της διοργάνωσης είναι πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με ένα απλό τελικό και το μπάσκετ έχει αποκτήσει μια γιορτή που δεν αφήνει κανέναν παραπονεμένο. Όσοι έχουν ζήσει, έστω και μια φορά την εμπειρία, ανεξάρτητα αν κέρδισαν ή όχι, ξέρουν πολύ καλά τι εννοούμε.

TAGS EUROLEAGUE
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ